Πώς προέκυψε, τι συμπεριλαμβάνει, και τι συνέπειες έχει για την Ελλάδα;
Μετά από τoν αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 Lightning II εξαιτίας της αγοράς των ρωσικών αντιεροπορικών πυραύλων S-400 και των συνακόλουθων κυρώσεων CAATSA το 2020 (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act), η Τουρκία προσπαθεί να επιτύχει την αναβάθμιση της παρωχημένης πολεμικής αεροπορίας της με πολλαπλούς τρόπους.
Η ανάγκη εκσυγχρονισμού των F-16
Αρχικά, το τουρκικό υπουργείο άμυνας επιθυμεί την αναβάθμιση του στόλου των F-16 της στο μοντέλο Viper, καθώς αυτά αποτελούν την ραχοκοκαλιά της αεροπορίας τους, ενώ επί του τραπεζιού είναι και η αγορά καινούργιων αεροσκαφών του τύπου αυτού από τις ΗΠΑ. Η επιμονή σε αυτή τη λύση είναι λογική, καθώς η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία έχει στη διάθεση της περίπου 250 αεροσκάφη F-16 διαφόρων παλαιότερων μοντέλων, και έχει αναπτύξει εξοικείωση στη συγκεκριμένη πλατφόρμα, τη συντήρησή της και τη λογιστική της αλυσίδα.
Η πρόσφατη συνάντηση Ερντογάν – Τράμπ ανανέωσε το αίτημα της Τουρκίας απέναντι στις ΗΠΑ για τον εκσυγχρονισμό των F-16, χωρίς ουσιαστικό όμως αποτέλεσμα για την Άγκυρα, η οποία παρατηρεί τον ελληνικό μαχητικό στόλο να πληθαίνει με Vipers, τα οποία σήμερα έχουν ξεπεράσει τα 42, και θα είναι συνολικά 83 μέχρι νεωτέρας ενημέρωσης, με ενδεχόμενο αγοράς άλλων 40 πακέτων αναβάθμισης.
Η καθυστέρηση αναβάθμισης του στόλου των F-16 της Τουρκίας ασκεί πίεση στη δομή δυνάμεων της αεροπορίας της, καθώς τα ανταλλακτικά που απαιτούνται για την συντήρηση της πτητικής ικανότητας τους γίνονται ολοένα και πιο δυσεύρετα, ενώ βρίσκονται υπό καθεστώς αυστηρού ελέγχου για την απόκτηση τους. Έτσι, η Τουρκία αναγκάζεται να οδηγηθεί σε διάφορους μη συμβατικούς τρόπους για να διατηρήσει αξιόμαχη την αεροπορία της, όπως π.χ. με τον κανιβαλισμό του στόλου για την απόκτηση καίριων ανταλλακτικών.
Το εγχώριο πρόγραμμα Kaan
Επιπρόσθετα, το πρόγραμμα εγχώριου μαχητικού αεροσκάφους Kaan της Τουρκίας συνεχίζει την ανάπτυξη του, καθώς ήδη έχουν παραχθεί τουλάχιστον δύο πρωτότυπα, στα οποία οι παραγωγοί φιλοδοξούν να ενσωματώνουν τεχνολογίες αιχμής, όπως χαμηλή παρατηρησιμότητα (low observability) και συνεχή υπερηχητική πτήση, χωρίς μετάκαυση (supercruise).
Όμως, το πρόγραμμα έχει ακόμα δρόμο μπροστά του μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό σημείο για την Τουρκία, και αυτό αναγκάζει την τουρκική Αεροπορία να ισοσταθμίσει το χάσμα αεροπορικής υπεροχής που αναπτύχθηκε από την Πολεμική Αεροπορία της Ελλάδας, κοιτώντας προς την αγορά μονάδων 4.5 γενιάς.
Τα Eurofighter ως ο ισοσταθμιστής
Καθώς η Ελλάδα έσπευσε το 2021/2022 να προβεί σε αγορά 24 μαχητικών αεροσκάφων Rafale και πυραύλων μεγάλης εμβέλειας αέρος-αέρος Meteor, το ισοζύγιο δύναμης έγειρε υπέρ της ελληνικής μεριάς, αναγκάζοντας την Τουρκία να αναζητήσει έναν ικανό ανταγωνιστή των Rafale.
Φυσικά, χρειάζεται να είναι μαχητικό δυτικής προέλευσης, ώστε να είναι συμβατό με τα πυρομαχικά και τα δίκτυα μεταφοράς δεδομένων που διαθέτει ήδη, τα οποία είναι αμερικανικής κατά βάση προελεύσεως. Με αυτό τον τρόπο, η Τουρκία στις 27 Οκτωβρίου προέβη σε συμφωνία με την Μ. Βρετανία ύψους 10,7 δις δολλαρίων για αγορά 20 καινούργιων Eurofighter άγνωστου τύπου, συμπεριλαμβανομένου εκτενούς πακέτου οπλικών συστημάτων και υποστήριξης.
Ξεχωριστά από αυτά, η Τουρκία ενδιαφέρεται να αγοράσει 24 μεταχειρισμένα Eurofighter Tranche 3, 12 από το Κατάρ και 12 από το Ομάν, όπως δήλωσε ο Υπουργός Άμυνας της Τουρκίας, ενώ υποστηρίζουν ότι υπάρχει ενδεχόμενο ο τελικός αριθμός αποκτηθέντων Eurofighter να αυξηθεί.

Αξίζει να σημειωθεί πως η κύρια κατασκευάστρια εταιρεία του Eurofighter, BAE Systems, αναφέρει ότι η συμφωνία Τουρκίας-Μ. Βρετανίας περιλαμβάνει την προμήθεια του εξελιγμένου πυραύλου Meteor, σε άγνωστα νούμερα. Η πληροφορία αυτή ήταν άγνωστη, καθώς αν και είχε εγκριθεί πιθανή πώληση Meteor από τις χώρες της κοινοπραξίας προς την Τουρκία, δεν είχε οδηγήσει έως τώρα σε επίσημη συμφωνία πώλησης.
Η είδηση αυτή δεν θα ικανοποιήσει την ελληνική μεριά, η οποία εξέφραζε τους τελευταίους μήνες στα κράτη-συμπαραγωγούς του οπλικού συστήματος την ανησυχία της περί μελλοντικών αρνητικών συνεπειών προς αυτήν, από την πώληση του Meteor στην Τουρκία.
Μεγάλο ερώτημα φυσικά τίθεται για το εάν θα αποκτηθεί Eurofighter Tranche 4 ή 5 από την Τουρκία, καθώς οι διαφορές μεταξύ των τύπων είναι μεγάλες, ιδιαίτερα στο σύστημα ραντάρ, καθώς τα νέα αναβαθμισμένα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου και συστήματα μάχης που προσφέρει το Tranche 5, δίνουν στους χρήστες του ιδιαίτερα αυξημένες δυνατότητες.
Το κόστος του καινούργιου τύπου είναι σαφέστατα υψηλότερο, καθώς η Γερμανία πλήρωσε περίπου 180 εκατ. ευρώ για το κάθε αεροπλάνο, με ορίζοντα ολοκλήρωσης της παραγγελίας 20 αεροσκαφών στα μέσα της δεκαετίας του 2030. Ιδιαίτερα ακριβότερο από Rafale/F-35. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία είναι λιγότερο πιθανό να αποκτήσει τα ανώτερα Tranche 5, τα οποία είναι εν μέρει ελαφρώς καλύτερα από τα Rafale που διαθέτει η Ελλάδα, διότι το κόστος και το χρονοδιάγραμμα κατασκευής είναι σημαντικά ζητήματα για μια αεροπορία που θέλει δυνατότητες όσο γίνεται συντομότερα.
Υπάρχει φυσικά το ενδεχόμενο η Γερμανία ή/και άλλες χώρες να παραχωρήσουν την προτεραιότητα τους στη γραμμή παραγωγής στον νέο πελάτη.
Το ισοζύγιο δύναμης εν έτει 2030
Πάντως, μέχρι το 2030 η Ελλάδα θα έχει παραλάβει 20 αεροσκάφη F-35, τα οποία έχουν σαφώς μικρότερη ανιχνευσιμότητα, μεγαλύτερη διασυνδεσιμότητα με άλλα συστήματα -εναέρια και εδάφους-, καλύτερη επίγνωση του τομέα των επιχειρήσεων και δυνατότητες βαθιάς κρούσης.
Θα έχει ολοκληρωθεί επίσης η αναβάθμιση των 83 F-16 σε μοντέλο Viper, και πιθανό είναι το ενδεχόμενο να αυξηθεί ο στόλος των F-16V με την αναβάθμιση των block 50. Τελικώς, εξετάζονται ασφαλώς τα σενάρια αγοράς περισσοτέρων αεροσκαφών F-35 και Rafale για την επικράτηση της αεροπορικής ισχύος της χώρας, η οποία εξαιτίας των νησιών θεωρείται απαραίτητη.








