24 Φεβρουαρίου 2019
Η φωτογραφία του τίτλου ανταποκρίνεται άραγε στην πραγματικότητα; Τα μέσα έχουν πράγματι τέτοια δύναμη, ώστε να καθιστούν τις μάζες έρμαια των κοινωνικοπολιτικών τους επιδιώξεων ναρκοθετώντας τη προσωπική βούληση του καθενός; Αποτελούν όντως μια εθιστική ουσία στην οποία στρέφονται εξαρτημένα άτομα προκειμένου να βρουν μια «σανίδα σωτηρίας» στην προσπάθεια να διαφωτίσουν το ημίφως της πλάνης τους;
Τις τελευταίες μέρες έχουν γίνει ανάρπαστες οι συγκεκριμένες αφίσες στους δρόμους της συμπρωτεύουσας και σε συνδυασμό με τους βανδαλισμούς που έγιναν στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, πριν από λίγες μέρες από τους γνωστούς-άγνωστους, αλλά και την προ ημερών επίθεση σε δημοσιογράφο έξω από το γήπεδο της Τούμπας μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι μόνο τυχαία και μεμονωμένα δεν είναι αυτά τα περιστατικά. Όπως συνηθίζεται σε κάθε καλά οργανωμένο έγκλημα τέτοιου τύπου, οι «εγκέφαλοι» του σχεδίου επιχειρούν μέσω αυτών των προκηρύξεων να στρέψουν την «κοινή γνώμη» με το μέρος τους, με σκοπό να δικαιολογήσουν τυχόν παραβατικές ή ακόμα και τρομοκρατικές ενέργειες στο εγγύς μέλλον. Με δεδομένη την κατακόρυφη πτώση της δημοφιλίας των δημοσιογράφων που τείνουν να ισοψηφίσουν με τους ταξιτζήδες -μιας που έχουμε και τα Όσκαρ- στην κατηγορία χειρότερη φάρα, πολλοί κάνουν λόγο για ασυδοσία των επαγγελματιών του κλάδου και εξού έχει αναδυθεί κυρίως στα social media η συντομογραφία ΑΡΔ( Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιογράφοι) για να δικαιολογήσω και τον τίτλο του άρθρου. Είναι γεγονός πως όχι μόνο σε ελληνική, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα έχει συναφθεί μια ευρύτερη καχυποψία προς τα μέσα, αφού βλέπουμε ακόμα και κορυφαίους ηγέτες μεγάλου βεληνεκούς, όπως ο πλανητάρχης Donald Trump να βάλλει σφόδρα κατά των «κακών» ΜΜΕ που επιθυμούν να κλονίσουν την ήδη επιβαρυμένη θέση του. Η απόπειρα λοιπόν ορισμένων να φιμώσουν τα media, έστω κι ως αντίδραση στη διεφθαρμένη μορφή που έχουν λάβει σήμερα, αποτελεί φασιστικό κατάλοιπο και καλούμαστε να μεριμνήσουμε για τη διατήρηση της ελευθεροστομίας και της ελευθεροτυπίας, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του δημοκρατικού ιδεώδους.
Από την άλλη όψη του νομίσματος, σίγουρα και οι φορείς της ενημέρωσης και της (παρα)πληροφόρησης δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα ΜΜΕ διαμορφώνουν την «κοινή γνώμη», αλλά στην πραγματικότητα θεωρώ ότι αντανακλούν πρωτίστως τις παθογένειες της κοινωνίας σαν ακόμα μία μικρογραφία της. Μια σαθρή κοινωνία, όπως η ελληνική ισοδυναμεί με σαθρά μέσα, βουτηγμένα στη διαφθορά και τη μισαλλοδοξία. Η δυσθεώρητη δύναμη που έχουν αποκτήσει τα ΜΜΕ, ιδίως μετά την τεχνολογική επανάσταση των οπτικοακουστικών μέσων, τα έχουν δικαίως κατατάξει ως Τέταρτη Εξουσία, αφού διαθέτουν την ευελιξία να «κινούν τα νήματα», προσανατολίζοντας τα πλήθη προς μία προκαθορισμένη κατεύθυνση. Η πάταξη της διαφθοράς στον τομέα της ενημέρωσης αποτελεί ένα από τα κυριότερα ζητούμενα για την ομαλή λειτουργία του κράτους και κατά το παρελθόν έγινε προσπάθεια λήψης σπασμωδικών μέτρων, όπως το ακραίο, αλλά ίσως αναγκαστικό «λουκέτο» στην «αμαρτωλή» ΕΡΤ, επί κυβέρνηση Σαμαρά το 2013. Το «μεγάλο φαγοπότι» έλαβε τέλος με την είσοδο της χώρας στα μνημόνια το 2009 και μαζί μ’ αυτό «ρίξανε μαύρο» και δύο από τα πιο ιστορικά ιδιωτικά κανάλια της ελληνικής τηλεόρασης, λόγω οικονομικού αδιεξόδου. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρούμε ακόμα και σήμερα για παράδειγμα τη δημόσια τηλεόραση, μετά την επαναλειτουργία της να είναι «φίλα προσκείμενη» στην κυβέρνηση, ενώ ιδιωτικά κανάλια, όπως ο ΣΚΑΪ στην αξιωματική αντιπολίτευση.
κατά γενική ομολογία υπήρχαν, υπάρχουν και δυστυχώς φαίνεται να υπάρχουν για πολύ καιρό ακόμα περιπτώσεις δημοσιογράφων που ενεργούν κατ’ εντολήν του εργοδότη, χωρίς συνείδηση του καθήκοντός τους εξυπηρετώντας συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων εξουσίας, αποκρύπτοντας συχνά την αλήθεια ή διαστρεβλώνοντάς την. Η μέθοδος στοχοποίησης των μέσων ως παθογόνου στοιχείου της κοινωνίας μπορεί εν μέρει να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι τα ΜΜΕ έχουν απήχηση κυρίως στα κατώτερα ημιμαθή κοινωνικά στρώματα, με αποτέλεσμα οι παρενέργειες της αρνητικής προπαγάνδας να γυρίζουν «μπούμερανγκ» προς τα πρόσωπα που την ανατροφοδοτούν. Η «τυφλή» εμπιστοσύνη στα μέσα και η μη ορθολογική αξιολόγηση των γεγονότων ελλοχεύουν τον κίνδυνο οι δέκτες να μετατραπούν σε άβουλα όντα, ακολουθώντας τη μάζα και επιβεβαιώνοντας τη ρητορική ερώτηση της κεντρικής φωτογραφίας. Τα σφάλματα του παρελθόντος προκαλούν μια γενική προκατάληψη και «σφίγγουν ακόμα περισσότερο τον κλοιό» ακόμη και για τους νέους δημοσιογράφους, οι οποίοι καλούνται να αφουγκραστούν τις απαιτήσεις του κοινωνικού ιστού και να μην παρεκκλίνουν από τις θεωρητικές αρχές που έχουν λάβει σε εποχές που δύσκολα «χτίζεις καριέρα» αν δεν συμβιβάζεσαι με την καθεστηκυία τάξη.
Τέλος, οι επαγγελματίες των μέσων πρέπει να μείνουν ανεπηρέαστοι από διάφορα κρούσματα απειλών και βίας και να υπηρετούν με αφοσίωση το ουσιώδες λειτούργημά που τους έχει ανατεθεί παραμένοντας προσηλωμένοι πιστά στους κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Η πληροφόρηση του κοινού και η αμερόληπτη δημοσιογραφική ματιά αποτελούν θεμέλια του δημοκρατικού καθεστώτος και το αίσθημα φόβου έκφρασης της προσωπικής άποψης και το κλίμα τρομοκρατίας που επιδιώκουν να καλλιεργήσουν ορισμένοι εγκυμονεί ολέθριες επιπτώσεις και χρειάζεται να καταπολεμηθεί άμεσα και ριζοσπαστικά.