Εις το Επανιδείν

Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου πίστευα ότι οι δικοί μου άνθρωποι θα είναι πάντα χαρούμενοι, πάντα υγιείς, πάντα ευτυχισμένοι, πάντα εκεί. Θεωρούσα ότι ο δικός μου κόσμος είναι απόρθητο κάστρο και καμία δυσκολία, ατυχία, αναποδιά δεν θα μπορέσει να τον λεηλατήσει τόσο ώστε να τον κατεδαφίσει. Ίσως καταστρέψει ένα μικροσκοπικό τουβλάκι του τείχους που όμως δύναται να επανατοποθετηθεί, ίσως σκαλίσει μια τρύπα που αν και βρίσκει άνοιγμα αέρας σφοδρός προκαλώντας ταραχή και χάος, το κενό είναι τόσο μικρό που δύσκολα ή εύκολα θα καλυφθεί και θα επικρατήσει ξανά η νηνεμία.

Και αυτή μου η πεποίθηση δεν εκμαιεύεται από κάποια λογική εξήγηση, (κοσμο)θεωρία περί αθανασίας ή ναρκισσιστική αντίληψη ότι ο δικός μου μικρόκοσμος είναι ανώτερος για να πληγεί, δυνατότερος για να υποκύψει στα χτυπήματα, ασφαλέστερος γιατί είναι δικός μου. Η πεποίθηση ότι κανείς δεν θα πάθει τίποτα δεν είναι δική μου επιλογή. Είναι απλή αναγκαιότητα. Ένας αμυντικός μηχανισμός που ενεργοποιείται αυτόματα μόλις παρουσιάζονται καταστάσεις που δεν μπορώ να διαχειριστώ, γεγονότα που δεν δύναμαι να ελέγξω και να προβλέψω την εξέλιξη τους.

Σαν να “έπιασε” ο συναγερμός άνοιγμα παραθύρου, να ξεκίνησε να ηχεί ξυπνώντας όλη τη γειτονιά και εγώ να τον κλείνω επιδεικτικά γιατί ξέρω ότι είναι από τα περιστέρια. Γιατί απατώ τον εαυτό μου ότι κάτι τόσο χείριστο που θέτει τη σωματική ακεραιότητα μου και των ανθρώπων μου σε κίνδυνο, πολύ απλά δεν υφίσταται. Απλώς δεν θα γίνει. 

Τόσο απλά. 

Διότι όταν κάτι ξεπερνά τις δυνάμεις μου και με τοποθετεί βίαια απέναντι από τον μεγαλύτερο μου φόβο, μην επιτρέποντας μου να κλείσω τα μάτια και να ξεχάσω τι υφίσταται μπροστά μου, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να μην αποδεχτώ την πορεία της κατάστασης. Να το κοιτάζω στα μάτια κι όμως να μην το βλέπω.

Μολονότι δεν στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα ή οποιοδήποτε είδους έρευνα, αισθάνομαι ότι ο άνθρωπος δεν έχει την επιλογή να αποδεχτεί τέτοιες καταστάσεις, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, ακόμη κι αν δεν ήθελε να πιστεύει ότι “όλα θα πάνε καλά”. Είναι φυσικά -συναισθηματικά- αδύνατον να συνειδητοποιήσει στην πραγματική χρονοδιάσταση την απώλεια, να αντιληφθεί την αφάνεια. Κι αυτό γιατί τότε, θα έπρεπε να συνειδητοποιήσει και να αποδεχτεί τη δική του θνητότητα, εκείνη του δικού του σώματος, της δικής του καρδιάς και του δικού του κόσμου ευρύτερα. Και δυστυχώς ή ευτυχώς, όσο κι αν κανείς το θέλει, στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι εφικτό. 

Η αλήθεια είναι πως ό,τι κι αν με λέξεις αποτυπωθεί, τίποτα δεν θα είναι αρκετό, ακριβώς γιατί ενώ αντιλαμβανόμαστε ακριβώς τι εστί όταν το βιώνουμε, κανένας δεν μπορεί να το περιγράψει γραπτώς. Μπορεί να το εξωτερικεύσει με ένα δάκρυ, μια κραυγή, ένα πικρό χαμόγελο, ένα τράνταγμα, ποτέ όμως με λέξεις. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι αν κάτι ξεπερνά τον άνθρωπο αυτό είναι η θνητότητα.

Πώς λοιπόν θα περιγράψει κάτι που ευκρινώς τον ξεπερνά; Ο άνθρωπος στέκεται αδύναμος, άοπλος μπροστά στη θνητότητα, δίχως να μπορεί να κάνει τίποτα παρά μόνο να την παρακαλέσει να μείνει μακριά του όσο το δυνατόν περισσότερο μπορεί, ιδανικά για πάντα αλλά κάτι τέτοιο ξέρει ότι είναι ανέφικτο, αν και κρυφά δεν μπορεί να αποδεχτεί αυτή τη συνειδητοποίηση.

Μολονότι βέβαια, αυτή η πολυεπίπεδη κατάσταση δύναται να παρομοιαστεί με ένα καράβι που πλημμυρίζει από παντού και βουλιάζει αργά, βασανίστηκα και κατ’ επανάληψη από πολλές αιτίες, μία από αυτές είναι το “γιατί”. Ποτέ κανείς δεν το κατάλαβε και ποτέ κανείς δεν θα μπορεί να το εξηγήσει. Είναι εκείνη η τρύπα που αισθάνεσαι ότι σχηματίστηκε στο σώμα σου μετά από έκρηξη τόσο ξαφνική που δεν πρόλαβες να ακούσεις ούτε το μπαμ από την έκπληξη.

Εκείνο το παράπονο που τρώει τη σκέψη σου σαν τα σαράκια το ξύλο και κατασπαράζει την καρδιά σου, ανίκανος να το απαλύνεις με οτιδήποτε κι αν σκαρφιστεί ο ανθρώπινος νους. Γιατί απλώς έχει δίκιο. Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό το γιατί, όσο κι αν κανείς ψάχνει.

“Όλα για κάποιο λόγο γίνονται” ακούγεται συχνά. Αρνούμαι να αποδεχτώ ότι υπάρχει λόγος κάποιος να αφήνει την τελευταία του πνοή. Αρνούμαι να αποδεχτώ ότι κάποιος γεννήθηκε για να πενθεί, για να ζει νοσταλγώντας, για να μην ζει, απλώς να θυμάται και να ξανά θυμάται και να ξανά θυμάται. Δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω πώς αυτή η φράση θεωρείται παρηγορητική.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να χάνουμε τη ζωή και να βλέπουμε τη ζωή να χάνεται… και μαζί της, σε αυτό τον σφοδρό ανεμοστρόβιλο που ξαφνικά ξεκίνησε, να ξεριζώνονται σχέδια, όνειρα, ελπίδες, αγάπες, μνήμες, αγκαλιές. Κανένας. Απολύτως. Και έτσι, ενώ αυτό το “γιατί” θα επιμένει διακαώς να απαντηθεί, το μόνο που θα λαμβάνει ως απάντηση είναι δάκρυα στα μάγουλα, ανατριχίλα στο σώμα και μάτια που πλανώνται. 

Εκτός όμως από την απώλεια καθ΄αυτή, γιατί κανείς δεν αναφέρεται στην γέννηση της πιο σφοδρής ίσως ανασφάλειας που συνοδεύει τέτοια γεγονότα; Για τον φόβο ότι ξαφνικά όλα διαλύονται, για το άγχος πως ό,τι έχει μείνει είναι τελικά τόσο εύθραυστο, που κανείς δεν ξέρει και δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα γίνει η ρωγμή και θα θρυμματιστεί. Αυτή η αίσθηση της μη προβλεψιμότητας, φράση-μότο “να ζούμε την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία” δεν αποτελεί κίνητρο, γιατί πρακτικά είναι ανέφικτο.

Γιατί όσο σκληρό κι αν ακούγεται, η ζωή κυλά ανεξαρτήτως των γεγονότων, γιατί όσο ποταπό κι αν φαίνεται, δεν είναι η τελευταία μέρα. Γιατί όσα θέλεις να επιτύχεις χρειάζονται χρόνο, κόπο και πράξεις που δεν θα τις έκανες αν ήταν η τελευταία μέρα. Είσαι υποχρεωμένος να ζεις ζωή με μέλλον. Ευτυχώς, γιατί αλλιώς θα προσπαθούσες πανικόβλητος να προλάβεις να κάνεις τα πάντα και τίποτα, δίχως όμως να τα απολαμβάνεις, καθώς στο άκουσμα των δεικτών του ρολογιού που τρέχουν, θα έχανες και ένα καρδιακό χτύπο.

Πως λοιπόν αφότου κλονιστεί η πεποίθηση ότι όλα βαίνουν καλώς, μπορείς να εμπιστευτείς τον κόσμο; Πως αποκαθίσταται η πίστη σου ότι δεν θα ξανά συμβεί κάτι τέτοιο προκειμένου πράγματι να απολαύσεις εκ νέου την κάθε στιγμή; 

Κάποια στιγμή, είχα ακούσει μία διάλεξη ψυχολόγου κατά την οποία εξηγούσε πως ο πόνος της απώλειας δεν εξανεμίζεται ποτέ, πως φράσεις όπως “με τον χρόνο θα γιάνει” είναι αναληθείς και άνευ περιεχομένου. Ο πόνος που νιώθεις σε όλο το σώμα χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις ακριβώς τι αισθάνεσαι, αυτή η θύμισα που σε μαχαιρώνει εκεί που δεν το περιμένεις ξανά… και ξανά, δεν εξαφανίζεται ποτέ, απλώς μαθαίνεις -αναγκάζεσαι να μάθεις- να συμβιώνεις με τη μορφή της.

Ο πόνος όπως χαρακτηριστικά υποστήριζε, παραμένει άθικτος στο χρόνο, με το ίδιο βεληνεκές που είχε όταν εκείνη τη μοιραία μέρα γεννήθηκε. Τότε όμως είναι στραπατσαρισμένος μέσα σου, σαν να έχει σφηνώσει σε ένα μικρό βαζάκι. Και επειδή δεν χωράει, πιέζει όλο σου το σώμα, την καρδιά, τους πνεύμονες, το στομάχι, μήπως μπορέσει και απεγκλωβιστεί γιατί τόσο μεγάλος πόνος δεν προοριζόταν ποτέ για σένα, ποτέ για κανέναν.

Όσο ο χρόνος περνά όμως, μολονότι ο πόνος παραμένει το ίδιο μεγάλος, δεν είναι πιεσμένος μέσα σου, γιατί το βάζο έχει μεγαλώσει. Και παρότι ανά διαστήματα κάνει αισθητή την παρουσία του ακινητοποιώντας τα πόδια σου, χτυπώντας το στομάχι σου και κλέβοντας τη φωνή σου, πλέον έχει σταματήσει να σε πληγώνει από παντού και πάντα.

Όχι γιατί έφυγε ή γιατί μίκρυνε, αλλά γιατί το βάζο μεγάλωσε, γιατί εσύ μεγάλωσες, εσύ εξελίχθηκες και κατάφερες να συμβιώσεις όσο καλύτερα μπορείς με αυτό. Δεν το αποδέχτηκες, ποτέ δεν θα το κάνεις, δεν μπορείς. Πάντα θα σκέφτεσαι ότι αυτός που έφυγε, κάπου λείπει και θα γυρίσει, κάπου είναι καλύτερα και χαμογελάει, περνάει καλά.

Κι εκεί που τα δάκρυα έκαναν λίμνη στο άκουσμα του ονόματος, τώρα αν και κλαις, κλαις χαμογελώντας. Κι αυτό όχι γιατί χαίρεσαι, αλλά γιατί τον/την κοιτάς και σου χαμογελάει, πριν χαθεί ξανά από τα μάτια σου. Χαμογελάς, γιατί πλέον η θύμισα είναι κομμάτι της ζωής σου, αντικατέστησε εκείνο που θρυμματίστηκε, και μπορείς να την ελέγξεις και να την εμφανίζεις όποτε εσύ επιθυμείς.

Αυτό το άρθρο είναι αφιερωμένο στην οικογενειακώς αγαπημένη, υπερκινητική Σκαρλετ, που κουνούσε πάντα την ουρά της, δεν έλεγε ποτέ όχι στο φαγητό και παρόλο που δεν καθόταν ποτέ σε ησυχία, την αγαπούσαν και την αγαπάνε όλοι με όλη τους την αγάπη. 

Επανιδείν

Είναι ωστόσο αφιερωμένο και σε όλους όσους αισθάνονται ότι δεν θα μπορέσουν να βρουν ποτέ το κομμάτι της ψυχής τους που βίαια και άδικα τους έκλεψαν. 

Θα μεγαλώσει το βάζο και τότε…θα δακρύζουμε με χαμόγελο και θα κοιτάμε τον καταγάλανο ουρανό να μας υπενθυμίζει πόσο τυχεροί είμαστε που έστω και για λιγότερο από ό,τι περιμέναμε, καταφέραμε να τους γνωρίσουμε. 

Δεν είναι αδυναμία να νιώθεις αδύναμος. 

Δεν είναι αδυναμία να ακούς τον εαυτό σου όταν σε χρειάζεσαι. 

Γιατί έτσι μεγαλώνει το βάζο και κάνεις περήφανους όλους όσους κατοικούν πλέον στην ψυχή σου. 

Ας αποδείξουμε λοιπόν ή τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι όλα, εν τέλει, θα πάνε καλά ή τουλάχιστον θα γίνουν καλύτερα, έστω και λίγο… 

Και θυμίσου, αν δεν υπάρχει φως στο σκοτεινό τούνελ που παγιδεύτηκες, σίγουρα υπάρχει κάπου ένα σπίρτο να σχηματίσεις φλόγα. Κι η φλόγα, αν και δεν αντικαθιστά τον ήλιο, κάποτε, θα γίνει φωτιά! 

Μοιράσου το:

Άσπα Λέστου

Άσπα Λέστου

Ειμαι φοιτήτρια της Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θεωρώ ότι η ζωή είναι ένα λουλούδι που ομορφαίνει όσο αποκτά περισσότερα πέταλα και ως εκ τούτου προσπαθώ να καταγίνομαι με ποικίλες ασχολίες. Αγαπώ τα ταξίδια, τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα τη δημιουργική γραφή, ενώ θεωρώ τη μουσική βασικό παράγοντα ευτυχιας. Αποφάσισα να συμμετέχω στην ομάδα του DREAM ON-line, διότι πιστεύω ότι η νέα γενία έχει φωνή και πρέπει να ακουστεί, καθώς μόνο τότε θα γινει η επιθυμητή αλλαγη.Όπως δηλώνει και το μότο μου: μόχθησε για την αδικία του σήμερα, για να υπάρξει το δίκαιο του αύριο!

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα