Δημήτρης Μπούρας: «Στον πόλεμο μαθαίνεις πιο εύκολα την αλήθεια»

Μια διαδρομή γεμάτη περιπέτεια και δημιουργία. Με αυτόν ίσως τον τρόπο μπορεί να περιγράψει κανείς σύντομα την πορεία του Δημήτρη Μπούρα, κοινωνικού ανθρωπολόγου, ντοκιμαντερίστα και επί χρόνια ανταποκριτή σε εμπόλεμες περιοχές του πλανήτη.

Με τον καλεσμένο μας δώσαμε ραντεβού στο Δωμάτιο με Θέα, λίγες μέρες μετά τη λήξη της εορταστικής περιόδου. Η «αναποφευκτικότητα του πολέμου» και πώς αυτή καθορίζει τα τεκταινόμενα σήμερα, οι διακυμάνσεις της ζωής και πότε αυτή γίνεται «μη θρηνήσιμη» ήταν μερικές μόνο από τις έννοιες στις οποίες μας εισήγαγε.

Εξωστρεφής και πολυπράγμων, ο κ. Μπούρας μας προσφέρει μία οπτική της ανθρώπινης ζωής σε διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα, αναδεικνύοντας με έναν αφηγηματικό τρόπο τα βασικά πεδία της δικής του επιστημονικής μελέτης: από τα ανθρωπιστικά ζητήματα, μέχρι τις επιδημίες και από τις διάφορες τοπικές συγκρούσεις μέχρι τους μεγάλους διεθνείς πολέμους, σχολιάζει με ωμό ρεαλισμό τα όσα έζησε και εξερευνά.

Με θέα την Πλατεία Αριστοτέλους, ο καλεσμένος μας μίλησε αρχικά για τη γενέτειρα του τη Θεσσαλονίκη, την οποία άφησε σε μικρή ηλικία, προτού επιστρέψει ξανά σε αυτήν, μερικά χρόνια αργότερα:

“Η Θεσσαλονίκη είναι η θάλασσα, όλη αυτή η ανοιχτωσιά που έχει και η πολυπολιτισμικότητα. Είναι μια μοναδική πόλη, ακριβώς γιατί οι συγκυρίες την έφεραν έτσι. Είναι το κομμάτι που κατέληγαν τα Βαλκάνια μέσα από τα ποτάμια και τις οδούς και αποτελεί το πρώτο πάτημα μετά την Κωνσταντινούπολη. 

Για αυτό και στη δεύτερη πανδημία της πανώλης ήταν μία από τις πόλεις που δέχτηκε το μεγαλύτερο χτύπημα. Η μίξη των πληθυσμών την έκανε ξεχωριστή. Είναι η ψυχή της Θεσσαλονίκης που κάνει ωραία την πόλη και εμείς οι Θεσσαλονικείς που φροντίζουμε να την καταστρέφουμε με τα κόμπλεξ που κουβαλάμε.”

Επαγγελματικά, ο κ. Μπούρας ξέφυγε σύντομα από τα στενά όρια της ελληνικής πραγματικότητας, γιατί από νωρίς είχε μια πολύ πιο εξωστρεφή προσέγγιση για τα πράγματα που σχεδίαζε να κάνει. Όπως μας είπε χαρακτηριστικά, ποτέ δεν ένιωσε προδομένος από την πόλη ή τη χώρα του, γιατί πολύ απλά επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο.

Φωτογραφία: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr

“Δεν έχει καμία απολύτως σχέση πέρα από τον τίτλο!”

Αυτή ήταν η αφοπλιστική απάντηση που έδωσε στην ερώτησή μας κατά πόσο έχει αλλάξει η δημοσιογραφία από την εποχή που εκείνος την γνώρισε μέχρι και σήμερα.

“Είναι λάθος να αρνούμαστε την εξέλιξη. Το θέμα είναι αν η δημοσιογραφία εξυπηρετεί διαχρονικά τον σκοπό για τον οποίο υπάρχει”. 

Αφού μας αποκαλύπτει ότι τα πρώτα σκιρτήματα που ένιωσε για τη δημοσιογραφία ήταν σε ηλικία 14 ετών, όταν διάβασε ένα βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι, της εμβληματικής Ιταλίδας ανταποκρίτριας που διακρίθηκε μεταξύ άλλων για την κάλυψη του πολέμου στο Βιετνάμ, καταθέτει τους προβληματισμούς του για την πορεία του επαγγέλματος σήμερα.

“Δυστυχώς, η δημοσιογραφία δεν εξυπηρετεί σήμερα τον σκοπό αυτό. Πάντα ήταν ένα επάγγελμα – ένας τρόπος δημιουργίας χρήματος και για τον δημοσιογράφο και για το media house. Είναι πολύ θεμιτό, σωστό και λογικό. Το ζήτημα είναι το πώς προσπαθεί να αντλήσει πόρους και εδώ έρχεται το ερώτημα κατά πόσο οι θεατές, ακροατές, αναγνώστες παραμένουν περίεργοι και έχουν τη θέληση να μάθουν. 

Μήπως όμως τελικά θέλουν να ακούσουν αυτά που περιμένουν ή ακόμα χειρότερα θέλουν να αυτο-επιβεβαιώσουν θεωρίες και απόψεις που ξέρουν ότι δεν ευσταθούν;

Η δημοσιογραφία οφείλει να καλύπτει και να υπηρετεί την κοινωνία στο σύνολο της. Άμα υπηρετεί τομεακές συνθήκες καταλήγει να είναι προπαγάνδα ή ένα newsletter, το οποίο απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι του κοινού. Η ειδησεογραφία και η δημοσιογραφία προσφέρουν την αλήθεια και την ανάλυση των γεγονότων, αρχικά σε μορφή newswire, δηλαδή της άμεσης είδησης ή σε δεύτερο χρόνο με τη μορφή μιας ανάλυσης, ώστε να αντιληφθεί κανείς το τι και γιατί συμβαίνει.” 

Ποιο είναι όμως το “ιερό δισκοπότηρο” της δημοσιογραφίας, σύμφωνα με τον κ. Μπούρα;

“Να μπορεί να προλάβει μελλοντικά λάθη, να διδαχθούμε από τα γεγονότα τα ίδια για να δημιουργήσουμε συνθήκες αποτροπής ή ακόμη πιο σημαντικό να αποφύγουμε “λάθη” που βλάπτουν την κοινωνία σαν σύνολο (βλ.Πόλεμος). Για παράδειγμα έναν σεισμό: έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον πέρα από το να καλύψεις ένα γεγονός, να δεις αν αυτό οδηγεί σε νέες τεχνολογίες που θα βοηθήσουν να υπάρξουν λιγότεροι θάνατοι και λιγότερες καταστροφές. Να γίνουν δηλαδή τα κτίρια πιο ισχυρά. Το είδαμε να συμβαίνει στους σεισμούς της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, που άλλαξε και ο αντισεισμικός κανονισμός. Όλα αυτά έρχονται μέσα από τη δημοσιογραφία. Ανοίγοντας τη συζήτηση στα θέματα που εγώ ασχολούμαι -ανθρωπιστικές κρίσεις, πόλεμοι, επιδημίες- τα διδάγματα είναι ακόμη πιο πολύτιμα.”

Με την ιδιότητα του κοινωνικού ανθρωπολόγου και έχοντας ζήσει και εργαστεί σε περιοχές του πλανήτη, όπου οι άνθρωποι αγνοούν τη σημασία της λέξης “ελπίδα”, ο καλεσμένος μας, μας εξηγεί το τι σημαίνει ο όρος “ungrievable” (μη θρηνήσιμη ζωή):

“Η ερώτηση είναι στην ουσία το τι σημαίνει η μη θρηνήσιμη ζωή. Μόνο έτσι μπορεί να απαντηθεί αυτό που δεν μπορεί να το προσδιορίσει κάποιος. Πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το τι είναι η μη θρηνήσιμη ζωή και πού αυτή τοποθετείται. Εξ’ ορισμού η μη θρηνήσιμη ζωή αφορά τις ζωές των άλλων και συγκεκριμένα αυτές που η απόσταση που υπάρχει τις καθιστά τέτοιες.”

Αυτό ίσως απαντάται αν συζητήσουμε για τους περιθωριοποιημένους πληθυσμούς (marginalised communities) είτε σε έναν δικό μας αστικό ιστό, είτε σε μία περιοχή ή και σε μία ολόκληρη χώρα. Δηλαδή αν αυτή τη στιγμή κινηθούμε στην περιοχή της υποσαχάριας Αφρικής (Σομαλία, Σουδάν), όπου οι εμφύλιοι κρατούν παραπάνω από 50 χρόνια, σαφέστατα εκεί είναι δεδομένη αυτή η συνθήκη. Ειδάλλως κανένας δεν πιστεύει ότι η ζωή του είναι μη θρηνήσιμη και κανένας δεν μπορεί να δεχθεί ότι δεν έχει αξία.”

“Οι άνθρωποι δημιουργούν συνθήκες κανονικότητας με κινητήριο μοχλό την επιβίωση”

Φωτογραφία: Δημήτρης Μπούρας, “Forgotten Youth”

Κάποιος όμως που ζει σε μία τέτοια κατάσταση, που βλέπει ανθρώπους να μην ‘μεγαλώνουν’(sic) και τους φίλους του να πεθαίνουν δεν θα νιώσει και ο ίδιος ότι η ζωή του είναι “ungrievable;”, τον ρωτάμε με περιέργεια.

“Όχι δεν θα νιώσει, γιατί αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ μιας ταινίας και της πραγματικής ζωής. Η ταινία είναι ένα δομημένο σενάριο, όσο καλύτερο είναι το σενάριο, τόσο καλύτερη θα είναι και η ταινία. Η ζωή όμως είναι αυτή που είναι. 

Αν πάρουμε την Ουκρανία, που είναι μία χώρα απόλυτα συγκρίσιμη με την Ελλάδα, είναι το ίδιο πράγμα ακριβώς. Δεν έχει καμία διαφορά. Όμως οι συνθήκες είναι διαφορετικές, εκεί γίνεται πόλεμος και εδώ όχι. Οπουδήποτε ζει ο άνθρωπος προσπαθεί καταρχάς να επιβιώσει και σιγά-σιγά να χτίσει τις συνθήκες, έτσι όπως περίπου τις περιέγραψε και ο Μάσλοου στην ιεράρχηση των αναγκών.

Σήμερα, ας πούμε εγώ, κάλυψα συγκεκριμένες ανάγκες για να συνεχίσω να ζω. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ουκρανία. Απλά είναι διαφορετικό το φαγητό και διαφορετικός ο τρόπος που θα μαγειρέψεις. Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι δημιουργούν συνθήκες κανονικότητας πάνω στην επιβίωση. Και αυτό είναι για μένα το σημαντικό. Πώς συνεχίζει η ζωή παρά τον πόλεμο μέσα στον πόλεμο. Ανάμεσα σε πυροβολισμούς, βόμβες, ρουκέτες, αεροπλάνα, βασανιστήρια, συλλήψεις και διωγμούς. Πρέπει να είναι ένας ύμνος για την ανεκτίμητη αξία κάθε δευτερολέπτου της ζωής. Δεν αφορά τον πόλεμο, αλλά τη ζωή δίπλα στον πόλεμο, μέσα στον πόλεμο και βιωμένη παρά τον πόλεμο. Να καταστήσει το αόρατο, ορατό.

Αυτό αφορά κάτι διαφορετικό από την παραδοξότητα, την πονηριά και το σουρεαλιστικό σε περιόδους πολέμων: αφορά τη φωνή, τη υλικότητα, τη μίμηση, την επιθυμία. Πρόκειται για το ζήτημα της τραγωδίας, για το μη αναπαραστάσιμο εις βάρος της εικόνας.

Ο πόλεμος αναγκαστικά σε ξεγυμνώνει. Δεν έχεις την άνεση να υποκριθείς γιατί καταλαβαίνεις ότι η υποκρισία δεν πρόκειται να σε σώσει, γιατί “It’s now or never”.

“Ο θάνατος του άλλου μπορεί να φέρει μια ηθική ικανοποίηση”

Η απάντηση του κ. Μπούρα μας έκανε όμως να αναρωτηθούμε αν στέκει τελικά ο όρος “ungrievable” ή αν αποτελεί μία θνησιγενή έννοια.

“Στέκει. Εξηγεί τη δική μας στάση στη θεώρηση των πραγμάτων. Γιατί εμείς είμαστε εδώ και ο πόλεμος συμβαίνει εκεί. Είμαστε εδώ και ένας σεισμός συμβαίνει εκεί ή οποιαδήποτε άλλη ανθρωπιστική καταστροφή. Η ένταση και η φύση του γεγονότος προϋποθέτει και χάσιμο ζωών. Ακριβώς επειδή δεν έχουμε τα ονόματα είναι κάτι που το αποδεχόμαστε σαν ένα γεγονός αναπόφευκτο. Καμιά φορά δημιουργεί και χαρά – ικανοποίηση νίκης σε συγκεκριμένους. Δηλαδή ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού βλέπει με οπαδικότητα τις συγκρούσεις. Μπορεί να χαρεί, απλά επειδή μισεί τη χώρα. Ο θάνατος του άλλου μπορεί να φέρει μία ηθική ικανοποίηση”.

Ένα από τα σημαντικότερα πρότζεκτ με τα οποία έχει καταπιαστεί ο καλεσμένος μας αποτελεί το βραβευμένο προπολεμικό ντοκιμαντέρ για τα “ξεχασμένα παιδιά” της Ουκρανίας, το οποίο προβλήθηκε στο National Geographic της Ασίας στο πλαίσιο της σειράς “Forgotten Youth”:

“Κατά την διάρκεια της έρευνας μου (Medical Anthropology) αναφορικά με την επιδημία της Φυματίωσης (TB) και αυτή της Πολυανθεκτικής στα Φάρμακα (MDR-TB) στην Ουκρανία (2013~2019), γνωρίστηκα με μία πολύ καλή ΜΚΟ που φρόντιζε τα “αόρατα παιδιά” της Ουκρανίας. Εκεί βιώσα την υπογειότητα του πράγματος – το αθέατο, αυτό που αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Το πώς ζούσαν δηλαδή σε μια διαρκή υπόγεια κατάσταση. Το πιο ωραίο στην ιστορία είναι ότι πέρυσι τέτοια εποχή ένα από αυτά τα παιδιά, η Angelina μου έστειλε χαιρετισμούς, μέσω μιας κοινής μας γνωστής, αποδεικνύοντας στην πράξη την σημασία των ‘δεσμών’ και της ταυτότητας των ανθρώπων, πέρα από στατιστικά στοιχεία που συμβάλλουν στην αορατότητα.

Η Angelina από την Ουκρανία – Φωτογραφία: Δημήτριος Μπούρας / Forgotten Youth

Σαφέστατα, αυτή η περίπτωση των παιδιών αποτελεί μια πρακτική μορφή της αορατότητας. Είναι περιθωριοποιημένες ομάδες και αυτό τις καθιστά ευάλωτες στα άκρα. Μπορεί κάποιοι να τις εκμεταλλευτούν. Αυτό μπορεί να συμβεί όμως για οποιονδήποτε περιθωριοποιημένο άνθρωπο, είτε έχει μια ιδιόκτητη κατοικία, είτε συγκατοικεί με κάποιους ή είναι απλά στον δρόμο. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να δεις πώς δημιουργείται μία αντίστοιχη με τον πόλεμο κανονικότητα και πώς διαχειρίζονται αυτοί οι άνθρωποι την έννοια της ευτυχίας ζώντας -βιώνοντας σε μία περιθωριοποιημένη κατάσταση μέσα στην κοινότητα, την κοινωνία. 

Κάποια στιγμή με βίαιο κινηματογραφικά τρόπο το χρησιμοποίησα σε αυτή την έρευνα και στο ντοκιμαντέρ, κάνοντας την ερώτηση “τι είναι για σένα ευτυχία”.

“Ευτυχία είναι να βρω ένα μισοφαγωμένο χοτ ντογκ στα σκουπίδια, αλλά να είναι σε καλή κατάσταση.”

“Ευτυχία είναι να έχω δίπλα μου έναν άνθρωπο που ξέρω ότι είναι μαζί μου χωρίς καμία ιδιοτέλεια.” 

Ένα άλλο παιδί έβρισκε την ευτυχία στην ποίηση και μάλιστα είχε απαγγείλει ένα συγκλονιστικό ποίημα του Α. Πούσκιν, το “The Winter Morning”. Ξεχνούσες τον χώρο πού ήσουν και απλά όλα τα σκέπαζε η μαγεία της στιγμής.”

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Δημήτρης Μπούρας κάλυψε ως φωτορεπόρτερ μερικές από τις πολεμικές συγκρούσεις που έμειναν στην ιστορία. Μας αποκαλύπτει μάλιστα ποιος ήταν ο πιο αιμοβόρος πόλεμος που βίωσε σε αυτήν την επικίνδυνη διαδρομή: 

“Η Τσετσενία. Τελεία. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση. Νιώθεις όπως νιώθει ο λαγός και η φραγκόκοτα στα βρετανικά κυνήγια…”

Όλοι οι πόλεμοι όμως έχουν ένα κοινό: είναι εμπορικοί, μας λέει ο καλεσμένος μας.

 

Φωτογραφία: Γιάννης Τριανταφυλλίδης, Ιούλιος 2024, THISAM

Ο πόλεμος πάντοτε είναι εμπορικός, επειδή επηρεάζει μια καθεστηκυία τάξη”

“Ανάλογα με κάποιες συνθήκες, είναι πιο εμπορικός για κάπου και λιγότερο για κάπου αλλού. Σήμερα φερειπείν πολύ περισσότερο απασχολεί η Ουκρανία και λιγότερο μπορεί να απασχολούν τα συγκλονιστικά τεκταινόμενα στη Συρία. 

Ο λόγος είναι πολύ απλός. Η Ουκρανία και γεωγραφικά αλλά και σαν τρόπος κοινωνικής δομής είναι πιο κοντά, αν όχι ίδια με την δικής μας. Αυτό αναπόφευκτα δημιουργεί συνδέσεις με τα “δικά μας”, δημιουργεί ‘εικόνες’ για το τι “μπορεί να συμβεί σε εμάς.” Αντίθετα στην Συρία βλέπουμε μία κατάσταση πολύ οικεία, μιας και οι πόλεμοι στην Μέση Ανατολή αποτελούν κάτι το “αναμενόμενο” και “φυσιολογικό.” 

Γιατί ακριβώς εκεί βλέπουμε τις συνθήκες της “αναποφευκτικότητας”, ότι είναι δηλαδή “αναπόφευκτος” ο πόλεμος. Παρόλα αυτά μπορεί να μας απασχολεί λιγότερο ή περισσότερο για άλλους λόγους, ασχέτως αν είναι αναπόφευκτος και μας βολεύει να το χρησιμοποιούμε γιατί εξυπηρετεί τομεακούς σκοπούς και αυτό είναι το ζητούμενο. 

Παραδείγματος χάριν, τα γεγονότα αυτή τη στιγμή στη Γάζα. Η Χαμάς επέλεξε να χάσει μια μάχη για να κερδίσει τον πόλεμο. Κάνοντας αυτή την ενέργεια τον Οκτώβριο του 2023 μέσα στο Ισραήλ επέτυχε να κινητοποιήσει τον φανατικό του Ισραήλ. Ρίσκαρε αλλά της βγήκε το στοίχημα, για να θυσιάσει όλους αυτούς τους ανθρώπους, τους οποίους ήδη καταπίεζε πολύ περισσότερο η ίδια.

Φωτογραφία: Γιάννης Τριανταφυλλίδης, Ιούλιος 2024, THISAM

“Οι πόλεμοι δεν έχουν μνήμη”

Ως ερευνητής μελετά τη συνάρτηση της μνήμης και του τραύματος. Υπάρχει άραγε διττότητα στη μνήμη, καθώς από τη μία μεριά οι άνθρωποι μπορεί θέλουν να ξεχάσουν τις δύσκολες στιγμές που έζησαν ή να φτάσουν ακόμη και στην αναλγησία, από την άλλη όμως λέγεται ότι «ο λαός που ξεχνά την Ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει».

“Η μνήμη είναι ένα τμήμα που από μόνο του είναι πολύτιμο και το βιώνουμε και στην ίδια μας τη ζωή. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Απλά κάνει κύκλους προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες – στην τεχνολογική εξέλιξη, στην κοινωνική εξέλιξη και σε αλλαγές συνόρων που αναποφευκτα τις αποδέχεται η Ιστορία. Το θέμα είναι ότι με την επιλεκτικότητα(sic) και άρα με την προδοσία της Ιστορίας, δημιουργούνται οι συνθήκες που αποτρέπουν τα άτομα να κοιτάξουν και να διερευνήσουν τα πραγματικά αίτια και τους λόγους που οδήγησαν στο γεγονός. Η άρνηση αυτή, είτε σκόπιμα, είτε σαν ένας μηχανισμός αυτοπροστασίας δημιουργεί τις συνθήκες αυτές που επιτρέπουν σε καταστάσεις όπως ο πόλεμος να αναπαράγονται. 

Οι πόλεμοι δεν έχουν μνήμη. Φαντάσου τον πόλεμο σαν μια οντότητα, η οποία όμως δεν θέλει να έχει μνήμη, στην ουσία θέλει να τον ξεχνάς, ώστε να μην λαμβάνεις μέτρα που σε προστατεύουν από την πιθανότητα ενός επόμενου πολέμου.” 

Φωτογραφία: Δημήτρης Μπούρας, Ουκρανία

Αυτή η διαχρονική παρατήρηση είναι και το κλειδί για να καταλάβουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως αναφέρει ο κ. Μπούρας.

“Δηλαδή στην Ευρώπη συζητούμε πως ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος είναι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αυτό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, πολύ έξυπνα από τη Ρωσική Ομοσπονδία για να τεκμηριώσει την εισβολή στην Ουκρανία, βαφτίζοντας “Ναζί” κάποιους που δεν ήταν καν Ναζί, και ακόμη χειρότερα ένα ολόκληρο έθνος. Γιατί ήξερε ότι αυτό χτυπάει στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης, η οποία δεν θέλει να το ξαναζήσει.

Όμως, ο Β’ Π.Π. δεν είναι ο τελευταίος, γιατί υπάρχει φυσικά και ο πόλεμος στα Βαλκάνια, ο οποίος σκόρπισε τον θάνατο σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και εκτόπισε εκατομμύρια άλλους. 

Και όμως, στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη τον αγνοούν, τον έχουν ξεχάσει. Όχι γιατί τους βολεύει, αλλά γιατί, παρόλο που ο πόλεμος ήταν στη γειτονιά μας, τον αποδέχονταν, γιατί δεν είχε καμία ουσιαστική σημαντικότητα στη ζωή τους.”

Η μνήμη όμως έχει μεγάλη σχέση και με την αντίληψη των πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται από τα μέσα που καλύπτουν τέτοιου είδους κρίσεις. Όπως λένε πολλοί δημοσιογράφοι και ερευνητές, η τελευταία φορά που υπήρχε τίμια και ειλικρινής κάλυψη πολεμικής σύγκρουσης ήταν στον Πόλεμο του Βιετνάμ (1955-1975). 

“Τότε κανείς δεν περίμενε από τους δικούς μας (τους δημοσιογράφους) ότι θα ξεμπροστιάσουν και τις δικές μας δυνάμεις, οπότε μετά δημιουργήθηκαν μηχανισμοί, οι οποίοι προστατεύουν τη διαρροή.

Τότε κυκλοφόρησε και ο όρος «if it bleeds it leads», δηλαδή άμα χύνεται αίμα, θα πουλήσει η είδηση. Τώρα που έχουμε τα μέσα, το τερματίσαμε. Συν ότι πολύ εύκολα, μπορείς να διαστρεβλώσεις την είδηση, δηλαδή να παραπληροφορήσεις το κοινό σου (Misinformation) ή ακόμη και να προχωρήσεις σε μία μορφή “Παραπλανητικής Πληροφόρησης” (Disinformation) προς χάριν τομεακών σκοπών.

Εύλογα ρωτάμε λοιπόν: Μπορούμε να βρούμε την αλήθεια επί του πεδίου σήμερα; Και πώς; 

Αν θες, μπορείς να βρεις την αλήθεια. Δεν είναι ακόμα τόσο δύσκολο και σίγουρα δεν είναι αδύνατο. Αρκεί να μην ψάχνεις να διαβάσεις αυτά που θα ήθελες να διαβάσεις. Διάβασε αυθεντικά την ιστορία για να να καταλάβεις πώς δημιουργήθηκε αυτή η κοινωνία.

Αν υπάρχει πραγματικό έθνος ή όχι; Γιατί όλες οι χώρες δεν έχουν συγκεκριμένο έθνος – δεν έχουν πλήρη Εθνική Ομοιογένεια. Είναι πολύτιμος ο χρόνος που θα διαθέσεις για να αντιληφθείς πώς είναι δομημένη η κοινωνία ώστε πολύ γρήγορα να καταλάβεις ή να βεβαιώσεις ή να βρεις ποιος έχει την ευθύνη γι’ αυτό. Διαβάζοντας όλες τις πηγές, ακόμα και αυτές που δεν μας αρέσουν.”

Η δική του διαμεσολάβηση εστιάζει όχι μόνο στα γεγονότα, αλλά επιδιώκει να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού στη μεγαλύτερη εικόνα. 

“Εγώ δεν είμαι τμήμα της ειδησεογραφίας, οπότε εγώ είμαι το κομμάτι, ας πούμε που προσπαθεί να σου δείξει ή να σου εξηγήσει ποια είναι τα σημαντικά και εσύ μόνος σου/μόνη σου να αντιληφθείς την σοβαρότητα και να αφιερώσεις χρόνο σε αυτό. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Προσπαθώ να προσαρμόσω τις συνθήκες, οι οποίες θα είναι δελεαστικές για σένα.”

Από τον κύκλο της βίας και του ανθρώπινου πόνου στην Αιγαιοπελαγίτικη γαλήνη

Φωτογραφία: Δημήτρης Μπούρας, “Being an Islander”

Την πολεμική ανταπόκριση ακολούθησε η εξίσου ενδιαφέρουσα στροφή σε ανθρωποκεντρική – ανθρωπολογική έρευνα με κυρίαρχο θέμα τις νέες μορφές πολέμου, με τίτλο της μεταδιδακτορικής έρευνας “Beyond Dichotomies: Reassembling Global Challenges through the Local” (“Πέρα από τις Διχοτομίες: Ανασυγκροτώντας τις Παγκόσμιες Προκλήσεις μέσω του Τοπικού”). Αυτό δημιούργησε τους άξονες σε παράλληλη μελέτη όπως:  η “Αραβική Άνοιξη”, η χαρτογράφηση ομάδων ανταρτών και συσχέτισή τους στην Συρία (2011~2016), Έρευνα για την επιδημία του HIV στον άστεγο πληθυσμό Χρηστών Ενδοφλέβιων Ουσιών (IDU) στην Αθήνα, με τίτλο: ”Κατηγορώντας τα Θύματα ως Θύτες” [2010~2013], η επιδημία της φυματίωσης στην Ουκρανία και οι Ξεχασμένες Αρρώστιες, καθώς επίσης η “Ξεχασμένη Νεολαία” της Ουκρανίας (Forgotten Youth – Ukraine (2013~2019), και εσχάτως η έννοια της νησιωτικότητας.  

“Ήτανε μια πρόσκληση, μια πρόκληση και ένα μικρό τζόκερ. Μέσα στην πανδημία, στο διάστημα του lockdown και με βάση τις επιδημιολογικές γνώσεις που έχω, είπα ότι εδώ ήταν η “τέλεια καταιγίδα” – μία κατάσταση “Θ.Π.Ο. – Θα Πεθάνουμε Όλοι.” Και πήραμε την απόφαση μαζί με τη σύζυγο μου να καθίσουμε στη Σίφνο, τελείως συμπτωματικά.”

Τότε, με πήρε τηλέφωνο η Αναστασία Χριστοφιλοπούλου, Δόκτωρ Αρχαιολόγος και επιμελήτρια ελληνικών και ρωμαϊκών εκθέσεων και συλλογών στο Μουσείο «Fitzwilliam» του Κέιμπριτζ. Είχε δημιουργήσει το project «Being an Islander», μια εξερεύνηση της νησιωτικής ταυτότητας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο μέσα από συλλογές-δάνεια και ήθελε να κάνουμε μια ανθρωπολογική έρευνα και να δημιουργήσουμε και ένα ντοκιμαντέρ πάνω στη νησιωτικότητα, και συγκεκριμένα στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. 

Φωτογραφία: Δημήτρης Μπούρας, “Being an Islander”

Της είπα ότι εγώ δεν έχω σχέση με αυτά, μου απάντησε όμως ότι της άρεσε η προσέγγισή μου ως προς το θέμα του ανθρώπου. Κι εμένα μου είχε αρέσει το project, γιατί η Σίφνος πληροί τις προδιαγραφές της έρευνας και κατ’ επέκταση της έκθεσης. Η Σίφνος προσφέρει ένα πολύ σωστό ερευνητικά πεδίο άντλησης στοιχείων και κατ’ επέκταση συμπερασμάτων: την κατοίκηση, την εγκατάλειψη και (ξανά) την επανακατοίκηση. Ήταν με άλλα λόγια ένα role model νησί. Αυτό μου έφερε ένα επιπλέον έργο πάνω σε αυτό τον τομέα της δημιουργίας της ζωής και όχι του χαμού. Και πήγε καλά”.

Πέρα από όλες τις βραβεύσεις σε Φεστιβάλ και τις προβολές του ντοκιμαντέρ που έγιναν σε διάφορες χώρες, πανεπιστήμια, πολιτιστικά κέντρα και επιστημονικά συνέδρια, ο καλεσμένος μας ξεχωρίζει προς έκπληξη μας ένα απροσδόκητο μέρος:

“Πιο σημαντικό ήταν για μένα ότι έγινε προβολή του «Being an Islander» και στις φυλακές Χανίων και στις φυλακές Διαβατών. Και το «Forgotten Youth» το προβάλλαμε στις φυλακές.” 

Banner του Ντοκιμαντέρ “Being an Islander”

Έχοντας ήδη μπει σε κάποιες συγκριτικές ερωτήσεις που βγαίνουν φυσικά από τα πολύπλευρα πεδία μελέτης του Δημήτρη Μπούρα, θελήσαμε να μάθουμε τελικά πότε είναι πιο δύσκολο να αποτυπωθεί η αλήθεια, εν καιρώ πολέμου ή σε περίοδο ειρήνης; 

“Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν κάποιοι παράγοντες, κάποιες συγκυρίες που σε εκτρέπουν ή που σε εμποδίζουν, αλλά πάλι, εξαρτάται από το τι θέλεις να δείξεις. Αλλά η δική μου προσέγγιση παραμένει η ίδια, δεν είναι δημοσιογραφική, δεν είναι το «Ιf it bleeds it leads».

Μελετούσα ξανά ανθρώπους και ήταν πολύ ωραίο. Μου επιβεβαίωσε ότι στον πόλεμο μαθαίνεις πιο εύκολα την αλήθεια, ενώ στην ειρήνη πρέπει να την σκάψεις πολύ για να την καταλάβεις μέσα από τα μισόλογα, ακόμα και των νησιωτών που δεν ήθελαν ακόμα -φυσιολογικά πράγματα, ανθρώπινα- να θίξουν ισορροπίες.

Δημήτρης Μπούρας
Φωτογραφία: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr

Όλα σου “τα παιδιά” τα αγαπάς το ίδιο, παραδέχεται στη συνέχεια ο κ. Μπούρας:

“Την ίδια χαρά μου προσέφερε το «Being an Islander», την ίδια το «Forgotten Youth», την ίδια χαρά μου προσέφερε η συνεργασία στο ντοκιμαντέρ για τα Torture Room στην Τσετσενία – το πώς ακριβώς διαχειρίστηκαν το «Barzakh», ή η ταινία «Mariupolis», η οποία το 2016 προβλήθηκε στη Μπερλινάλε, Βερολίνο. Η ταινία για τη Μαριούπολη, που βοήθησα στο μοντάζ, ήταν δημιουργία του Mantas Kvedaravicius, του συντρόφου, συνεργάτη, αδελφού και μέντορα πολλες φορές, που τον φάγανε τον Μάρτιο του ‘22 στη Μαριούπολη.”

Ως κεντρική ιδέα της πορείας του μας περιγράφει την εξής:

“Δεν τα ξεχωρίζω, γιατί η δουλειά μου είναι ανθρωποκεντρική. Ο χρόνος που είμαστε εδώ είναι ελάχιστος και το πιο σημαντικό δεν ξέρουμε ως πότε είναι. Εγώ το μόνο που λέω είναι ότι κάθε τι που κάνεις φρόντιζε τουλάχιστον να σου αρέσει έστω λίγο. Και σίγουρα σαν αρχή να μην ξεπουλιέσαι.”

Η τελευταία ερώτηση σε ευθύ λόγο:

– Μπορεί ένας φωτορεπόρτερ να ξεχάσει τις φωτογραφίες που έχει απαθανατίσει;

“Όχι. Εκτός κι αν για κάποιους λόγους θέλεις να το αφήσεις έξω. Θα λες ότι «τα ξέχασα», θα τα έχεις κρυμμένα, αλλά εκεί θα είναι. Θα αραχνιάζουν και θα γίνουν σκελετοί σε μια ντουλάπα, που όταν ανοίξει, θα σου είναι επώδυνο.

Οι φωτογραφίες απλώς γίνονται πιο όμορφες με τα χρόνια, όπως και εμείς με τα χρόνια γινόμαστε πιο όμορφοι στις φωτογραφίες απ’ ότι θυμόμασταν “

 

Συνέντευξη: Άννα Ζαριφοπούλου & Βασίλης Ιατρούδης

Μοιράσου το:

Άννα Ζαριφοπούλου

Άννα Ζαριφοπούλου

Είμαι η Άννα και σπουδάζω Δημοσιογραφία και Μ.Μ.Ε.. Από μικρή ήθελα να ασχοληθώ με τη Δημοσιογραφία, ένα επάγγελμα που θεωρεί την διατύπωση των ερωτήσεων το ίδιο σημαντική με την απόκτηση των απαντήσεων. Πρόκληση για εμένα είναι να διεκδικήσω έναν κόσμο που μπορώ να αλλάξω, να καθορίσω και να ομορφύνω. Έτσι προσπαθώ κάθε μέρα μου να την ζω με χαμόγελο και με τη λογική του «εκτίμησε τα απλά, αναζήτησε τα εξαιρετικά». Μου αρέσει να ακούω μουσική, να διαβάζω λογοτεχνία, να ταξιδεύω και να μαγειρεύω.

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα