«Black Stone»: μαύρο χιούμορ και ελπίδα για το ελληνικό σινεμά

Αν πάει κανείς συχνά σε φεστιβάλ κινηματογράφου, ξέρει καλά πόσο δύσκολη υπόθεση (pun indented) είναι να διαλέξει ποιες ταινίες να δει κι αυτό για τον πολύ απλό λόγο ότι οι περιγραφές τους, στους καταλόγους Α-Ζ για όσους ξέρουν, είναι τόσο καλογραμμένες, που είναι σαν να σου υπόσχονται ότι η ταινία που θα δεις, θα σε κάνει να βγεις άλλος άνθρωπος από την αίθουσα, θα σου δείξει τι είναι αυτό που πραγματικά θες από τη ζωή και τα μονοπάτια για να το αποκτήσεις.

Κι όσο κι αν ευχόμασταν αυτό να ήταν αλήθεια, είναι πολλές οι φορές που καταλήγουμε να κοιμόμαστε βλέποντας 3ωρες βουβές ταινίες που τελικά αυτό που πραγματεύονται είναι το μήνυμα πίσω από τον οργασμό μιας γάτας. Δεν λέω φεστιβάλ είναι, υπάρχει χώρος για όλα και ακριβώς γι’ αυτό είναι δύσκολο, μα όχι ακατόρθωτο, να χαίρει μια ταινία της αποδοχής όλων των θεατών.

Αυτό όμως πράγματι συνέβη με το “Black Stone”, του Σπύρου Ιακωβίδη, την ταινία που είχα την τύχη να δω στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τύχη ή μάλλον προνοητικότητα γιατί ως άνθρωπος με μακρύ παρελθόν στην κακή επιλογή ταινιών, άρχισα να ρωτάω τον κόσμο στο φεστιβάλ και το “Black Stone” υποδείχθηκε σχεδόν ομόφωνα, γεγονός που εξηγεί τα όσα βραβεία κοινού έλαβε.

Ακολουθούν λίγα λόγια για την ταινία που πλέον παίζεται στους κινηματογράφους, και σας προτρέπω να μην την χάσετε.

via flix.gr

Άγια Ελληνική Οικογένεια

Φράση-σύνθημα, που την ακούς τόσες φορές ειρωνικά όσες περίπου και κυριολεκτικά. Για την οικογένεια Δόλογλου, επικρατούσα είναι η κυριολεκτική της χρήση.

Ένα συνεργείο ντοκιμαντέρ λοιπόν, (η ταινία είναι γυρισμένη σε στυλ mockumentary) μας συστήνει τη Χαρούλα, 68 ετών, και τον γιο της, τον Λευτέρη. Ο Λευτέρης πάσχει από δρεπανοκυτταρική αναιμία και ως εκ τούτου κινείται με καροτσάκι. Μάνα και γιος καλούνται να αντιμετωπίσουν μαζί τη δύσκολη καθημερινότητα ενός ατόμου με αναπηρία στην Ελλάδα των ανύπαρκτων υποδομών για προσβασιμότητα, με ένα περιορισμένο όπως φαίνεται εισόδημα.

Η Χαρούλα έχει έναν ακόμα γιο, τον Πάνο, ο οποίος δουλεύει στον ΟΑΕΔ και φαίνεται να είναι η αδυναμία της. «Ο Πάνος μου» ακούμε να λέει η Ελένη Κοκκίδου και να λιώνει, «τον αγαπάει τον αδερφό του. Όταν είχαμε πάει στη Μεγαλόχαρη στην Τήνο και δεν είχε ράμπα να ανέβει ο Λευτέρης, εκείνος είπε ότι θα μείνει κάτω με τον αδερφό του». Αδυναμία και στήριγμα λοιπόν ο Πάνος για τη μάνα του, η οποία όταν αυτός εξαφανίζεται για μέρες και ενημερώνεται από τους συναδέλφους του ότι τον κατηγορούν για απάτη, χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της.

Η ελληνίδα μάνα όπως είναι αναμενόμενο δεν μένει άπραγη: ξεκινάει την αναζήτησή του γιου της τσουλώντας το καροτσάκι του Λευτέρη στις γειτονιές της Αθήνας και επιστρατεύοντας το συνεργείο «από τις ειδήσεις» αλλά και τον Μιχάλη, τον ελληνοαφρικανό ταξιτζή από την Κυψέλη που γνώρισαν σε μία από τις διαδρομές τους. Στην κοινή τους περιπέτεια θα φτάσουν μέχρι την εξωτική Κινέτα, θα συναντήσουν τους “Athens black panthers” και πολλά ακόμα.

Παρακολουθώντας την ταινία, νιώθεις την Ελλάδα σε κάθε της λεπτομέρεια. Και όχι μόνο στις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας, αλλά και σε μικρά πράγματα. Στην προχειρότητα των δημόσιων υπηρεσιών, στην αδιαφορία των περαστικών, στη δήθεν ευαισθητοποίηση ορισμένων ομάδων, στη ξενοφοβία και τον μόνο τρόπο που αυτή αντιμετωπίζεται, όχι μόνο με στείρα διδάγματα αλλά με ουσιαστική, ανθρώπινη επαφή.

via athinorama.gr

Όμως και ακόμα μικρότερα πράγματα, τόσο ελληνικά και τόσο κοινά για όλους μας που εκπλήσσουν και προκαλούν αβίαστο γέλιο με το που τα δεις στη μεγάλη οθόνη του σινεμά: από το γιουβέτσι της Χαρούλας και το καντηλάκι δίπλα στη μοναδική φωτογραφία του άνδρα της που εννοείται ότι είναι από τα μπουζούκια, την κουτσομπόλα γειτόνισσα και την «ΑΕΚΑΡΑ», μέχρι την ημιτελή γκρίζα εκκλησία, την οδήγηση χωρίς ζώνη, τα ατελείωτα σεμεδάκια και μπιμπελό ως μόνιμους πρωταγωνιστές του μπακράουντ .

Δεν μπορώ βεβαίως να μην κάνω λόγο για τις ερμηνείες χωρίς τις οποίες η ταινία δεν θα ήταν αυτή που είναι. Αρχικά, η Ελένη Κοκκίδου, που δικαίως βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο Ίρις Α’ γυναικείου πριν λίγες μόλις μέρες, μία από τις πιο ξεχωριστές ηθοποιούς της γενιάς της. Ο Julio Γιώργος Κατσής στον ρόλο του Λευτέρη, σπουδαίος τόσο στο δράμα, όσο και στην κωμωδία του, έλαμψε στο «Σπιρτόκουτο the Musical», προτρέπω να παρακολουθήσετε οποιαδήποτε παράσταση στην οποία παίζει. Τέλος, ο γνωστός ράπερ Νέγρος του Μοριά στα πρώτα υποκριτικά του βήματα ενσαρκώνει έναν Μιχάλη που θα θέλαμε όλοι για κολλητό, φέρνοντας μάλιστα ένα μεγάλο μέρος του ραπ κοινού στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Black Stone
via athinorama.gr

Πρόσφατα διάβασα ένα υπέροχο βιβλίο, «το Αρχέγονο και άλλοι καιροί», της Όλγκα Τοκαρτσούκ και ξεχώρισα το εξής σημείο: «Μπορεί κάθε οικογένεια να χρειάζεται μια τέτοια διασφάλιση της κανονικότητας, κάποιον να παίρνει τα μικρά κομματάκια τρέλας που κουβαλάμε όλοι μέσα μας». Στην οικογένεια Δόλογλου, ο καθένας κουβαλάει κάτι δικό του, ένα μικρό κομματάκι που μπορεί να οδηγήσει στην τρέλα και αυτό επιδρά στους άλλους.

Η Χαρούλα την χηρεία και τον άρρωστο γιο της, ο Λευτέρης την αναπηρία και την απούσα ανεξαρτησία του, ο Πάνος το βάρος της ασφάλειας των υπολοίπων αλλά και της τέλειας εικόνας που δημιούργησε η μάνα του γι’ αυτόν. Κι αν η οικογένεια είναι πράγματι ένα οικειοθελές, ή συχνά μη, μοίρασμα αυτού του κουβαλήματος;  Υπάρχει τότε αναλογία μεταξύ του πόσο αντέχει ο καθένας και του πόσο αγαπάει;

Ερωτήματα τόσο καίρια σε μια κοινωνία που έχει θέσει την οικογένεια ως το παν, την κορωνίδα αλλά και το θεμέλιο των πάντων. Μια κοινωνία που την βλέπεις να αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στο “Black Stone”.

via lifo.gr

Μου αρέσει ο νέος ελληνικός κινηματογράφος και πιστεύω ότι έχει πολλά να προσφέρει: λάτρεψα τα “μαγνητικά πεδία” και την ενσυναίσθηση του Γούση. Και ναι, έχω δει αρκετά καλοκαίρια τα “φτηνά τσιγάρα”  στα θερινά. Νοιάστηκα για τους καταραμένους από τον κόσμο μα κυρίως από τον ίδιο τους τον εαυτό χαρακτήρες του Νικολαΐδη.

Εκτιμάω τον Οικονομίδη και για αυτό έχω δει όλες του τις ταινίες, παρ’ ότι με δυσκολία, γιατί ξέρω ότι είναι για στομάχια πιο δυνατά από το δικό μου. Σε όλες αυτές τις ταινίες εντόπισα διάσπαρτα σκληρότητα, αδικία, πόνο αλλά και τρυφερότητα, αγάπη, νοιάξιμο. Στο “Black Stone” τα ένιωσα σχεδόν όλα αυτά, υπό το πέπλο ενός απολαυστικού, λατρεμένου black humor που τουλάχιστον για μένα, κάνει τα πάντα λίγο πιο ευχάριστα και υποφερτά.

Κι επειδή και η ίδια η ταινία είναι αφιερωμένη στη μητέρα του σκηνοθέτη που έφυγε από τη ζωή, δεν μπορώ παρά να αφιερώσω αυτό το άρθρο (όπως και όλα τα υπόλοιπα, απλώς αυτή τη φορά ρητά) στη δική μου. Για τις μητέρες, τους κόσμους που είναι και τους κόσμους που κουβαλάνε, την αισιόδοξη ματιά μέσα από την οποία βλέπουν τα παιδιά τους και την ελπίδα που αυτή γεννά, την αστείρευτη αγάπη, την αυτοθυσία και την αυταπάρνηση τους. Για όλα αυτά που όταν φτάσει η στιγμή, προσπαθούν να γεμίσουν το αβάσταχτο κενό της απουσίας τους.

*Το “Black Stone” κυκλοφορεί από το Cinobo.

Μοιράσου το:

Αφροδίτη Κεραμέως

Αφροδίτη Κεραμέως

Γεννήθηκα και ζω όλη μου την ζωή- μ’ένα ευχάριστο διάλειμμα 6 μηνών στο Αμβούργο- στην Θεσσαλονίκη. Το μεγαλύτερο μου ίσως flex είναι ότι όταν ήμουν μικρή είχα απομνημονεύσει τις πρώτες σελίδες (και τις παραπομπές τους) από τα «88 ντολμαδάκια» του Ευγένιου Τριβιζά. Η απομνημονευτική μου ικανότητα με οδήγησε αισίως στα 18 μου στην Νομική του ΑΠΘ και έπειτα με άφησε. Από τότε, αυτά που θέλω να θυμάμαι τα κρατάω σε σημειώσεις σε τετράδια, στο μαγνητόφωνο του κινητού μου (podcast alert) και στα φιλμ των αγαπημένων μου καμερών.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα