Ενόψει των πρώτων εκλογών με απλή αναλογική, έπειτα από δύο δεκαετίες, οι πολίτες -ιδίως οι νέοι- ζητούν, σε μια περίοδο που οι αντοχές και η εμπιστοσύνη τους προς τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα δοκιμάζονται, απαντήσεις σχετικά με τη διαδικασία των εκλογών και την επόμενη ημέρα για την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα.
Στην προσπάθεια εξεύρεσης απαντήσεων στα θέματα που απασχολούν τον πολίτη σήμερα, δεν θα μπορούσαμε παρά να απευθυνθούμε στον πλέον κατάλληλο να μας τις δώσει, τον εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενο κ. Αντώνη Μανιτάκη, Ομότιμο Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (ΑΠΘ).
Ο κ. Μανιτάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Αναγορεύθηκε διδάκτωρ νομικής του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών και το 1982 εξελέγη καθηγητής συνταγματικού δικαίου στη Νομική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου. Υπήρξε μαθητής του Αριστόβουλου Μάνεση, τον οποίο διαδέχθηκε στην έδρα του Συνταγματικού Δικαίου. Από το 2014 έως το 2020 διετέλεσε κοσμήτορας της Σχολής Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου (NUP). Ήδη σήμερα ανήκει στο ακαδημαϊκό προσωπικό του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Υπήρξε υπηρεσιακός Yπουργός Eσωτερικών στην Υπηρεσιακή Κυβέρνηση Παναγιώτη Πικραμμένου (17 Μαΐου έως 21 Ιουνίου 2012). Στις 21 Ιουνίου 2012 μετά από πρόταση της Δημοκρατικής Αριστεράς ορκίστηκε Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης στην Κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά, θέση από την οποία παραιτήθηκε ένα έτος αργότερα, στις 24 Ιουνίου 2013. Στις 28 Αυγούστου 2015 προτάθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών στην Υπηρεσιακή Κυβέρνηση Βασιλικής Θάνου (28 Αυγούστου έως 23 Σεπτεμβρίου 2015).
Με τον κύριο καθηγητή επικοινωνήσαμε τηλεφωνικώς προ ολίγων ημερών και τη μεταξύ μας συζήτηση -η οποία είναι διαθέσιμη αυτούσια και σε μορφή podcast– σας παραθέτουμε ευθύς αμέσως!
– Κ. Καθηγητά, τι σημαίνει, σε αδρές γραμμές, «απλή αναλογική»; Πώς διαμορφώνει τα κριτήρια για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή και τον σχηματισμό κυβέρνησης;
– «Απλή Αναλογική» σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι και τα κόμματα αντιπροσωπεύονται στη Βουλή ανάλογα με την εκλογική δύναμή τους και οι βουλευτικές έδρες κάθε εκλογικής περιφέρειας κατανέμονται και αυτές ανάλογα με τον αριθμό των ψήφων που αυτά έχουν συγκεντρώσει. Αυτή είναι η «απλή λογική» της απλής αναλογικής.
– Ποια τα θετικά και τα αρνητικά του συγκεκριμένου συστήματος διεξαγωγής εκλογών;
– To θετικό στοιχείο της απλής αναλογικής είναι ότι εξασφαλίζει πιο αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος, πιο πιστή αντιπροσώπευση της πολλαπλότητάς του, χωρίς να πριμοδοτείται με επί πλέον έδρες το πρώτο κόμμα, όπως συμβαίνει με την ενισχυμένη αναλογική. Η αντιπροσώπευση της βούλησης του εκλογικού σώματος είναι έτσι πιο δίκαιη. Δεν ενισχύεται κάποιο κόμμα, ούτε παρατηρείται κάποια αδικία.
Η αδυναμία του συστήματος είναι ότι η πιστή αντιπροσώπευση καταγράφει την «κομματική πολυδιάσπαση» των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος, και αυτό δυσκολεύει πάρα πολύ τον σχηματισμό μιας συμπαγούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία απαιτεί συνεννόηση και πολιτική συναίνεση μεταξύ των κομμάτων του συνασπισμού.
«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτή η κουλτούρα της συναίνεσης»
– Επομένως, από τη σκοπιά του Συνταγματολόγου κι έχοντας διεξαγάγει ο ίδιος εκλογές με ενισχυμένη αναλογική κατά το παρελθόν, είστε υπέρ ή κατά της απλής αναλογικής;
– Το θέμα είναι πολύ σύνθετο και λεπτό για να απαντηθεί τόσο απλά. Εκείνο που φρονώ είναι ότι πράγματι οι εκλογές γίνονται για να εκφράσουν τις διαφορετικές κομματικές προτιμήσεις. Ταυτόχρονα, όμως, ως πρέπει να υπηρετείται και η απαίτηση της κυβερνησιμότητας, που επιτυγχάνεται με τον σχηματισμό σταθερής και βιώσιμης κυβέρνησης, κάτι που σήμερα, δεν φαίνεται η απλή αναλογική να την υπηρετεί τόσο καλά, όσο θα ανέμενε κανείς.
Για να γίνω σαφέστερος, θεωρητικά το δικαιότερο σύστημα είναι αυτό της απλής αναλογικής. Αλλά προκειμένου να σχηματισθεί κυβέρνηση προϋποτίθενται πολιτική συναίνεση, συνεννόηση και βούληση των κομμάτων, να συμφωνήσουν αυτά σε ένα κοινό πρόγραμμα. Δυστυχώς, στην Ελλάδα η κουλτούρα αυτή της συναίνεσης δεν υπάρχει, εν αντιθέσει με άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Γαλλία και το Βέλγιο.
Η κουλτούρα μας -και του συντακτικού νομοθέτη- είναι «πλειοψηφική», και το κυβερνητικό σύστημα που έχει επικρατήσει δεκαετίες τώρα, και ειδικά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, είναι αυτό του πλειοψηφικού και όχι του συναινετικού κοινοβουλευτισμού. Ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός παράγει και αναπαράγει τον δικομματισμό.
Το Σύνταγμα το ίδιο ευνοεί άλλωστε τον πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό με τις εξαιρετικά πιεστικές προθεσμίες των διερευνητικών εντολών. Είναι εξαιρετικά σύντομη, fast track, η διαδικασία των διερευνητικών εντολών για τον σχηματισμό κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, ιδίως όταν χρειάζονται κυβερνήσεις συνεργασίας.
Αυτό ενισχύει τη λογική του δικομματισμού, η οποία συντείνει στον σχηματισμό αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων. Δυστυχώς, υπό τις παρούσες συνθήκες ακραίας πόλωσης και πρωτοφανούς πολιτικής οξύτητας, το πλειοψηφικό σύστημα είναι μοιραία κατάληξη για να κυβερνηθεί η χώρα.
– Από την εμπειρία σας κρίνετε ότι οι εκλογές της 21ης Μαΐου είναι ακόμη πιο πρόσφορες για μια «ψήφο διαμαρτυρίας» από τους πολίτες;
– Νομίζω πως ναι, λόγω του ότι η τοξικότητα του πολιτικού κλίματος που ζούμε, η καρικατούρα του γεμάτου κοκορομαχίες και αοριστολογίες πολιτικού διαλόγου που παρακολουθούμε καθιστούν ευεξήγητη την επιφύλαξη και αμφισβήτηση των νέων προς το πολιτικό μας σύστημα και τις ικανότητές του.
– Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, πώς αιτιολογείτε την ταχεία άνοδο της ακροδεξιάς στη Δύση και τον ανάλογο σκεπτικισμό των πολιτών απέναντι στο «δημοκρατικό καπιταλισμό»;
– Δεν θα έλεγα ότι έχουμε άνοδο της ακροδεξιάς, περισσότερο παρατηρείται άνοδος των λαϊκίστικων κομμάτων. Τα κόμματα που υπονοείτε, δηλαδή, δεν αμφισβητούν, πλέον, ευθέως, τη δημοκρατία, το δημοκρατικό πολίτευμα, προσπαθούν όμως να ελκύσουν δύναμη από ένα κοινό απογοητευμένο πολιτικά, προβάλλοντας πολιτικές δήθεν φιλολαϊκές που όμως, είναι στην πραγματικότητα λαϊκίστικες και υπονομεύουν τη συνεννόηση -ζητούμενη στη δημοκρατία- δημιουργώντας ψεύτικες ελπίδες και τεχνητούς, ψεύτικους εχθρούς για τους απογοητευμένους πολίτες -συνήθως την εκάστοτε «ελίτ».
«Ο Κασιδιάρης έπεσε ο ίδιος στην παγίδα που πήγε να στήσει»
– Ποια η θέση σας για τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης με σκοπό τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη και της αποτροπής συμμετοχής πρώην μελών της Χρυσής Αυγής -και για το μέλλον- στις εκλογές; Είναι συνταγματικά ορθή; Γιατί ηγέτες των κομμάτων της αριστεράς τάχθηκαν κατά του αποκλεισμού του κόμματος Κασιδιάρη;
– Για να κάνουμε μια διάκριση από το προηγούμενο ερώτημα, πράγματι στην Ελλάδα έχουμε δει να εμφανίζονται κατά καιρούς και απλώς λαϊκίστικα κόμματα, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερά. Είχαμε όμως κι ένα καθαρά νεοφασιστικό κόμμα, όπως ήταν η Χ.Α. που συγκέντρωνε όλα τα στοιχεία ενός ακροδεξιού, νεοφασιστικού χαρακτήρα κόμματος. Το κόμμα αυτό ευτυχήσαμε να καταδικασθεί, πρώτα πολιτικά -θυμόμαστε ότι στις εκλογές του 2019 δεν είχε καταφέρει να μπει στη Βουλή- κι έπειτα και από τα ελληνικά δικαστήρια. Μεγάλης σημασίας αυτή η «διπλή» καταδίκη.
Σε ό,τι αφορά το κόμμα Κασιδιάρη, η κυβέρνηση, με τις δύο τροπολογίες που κατέθεσε δεν απαγόρευσε στον, προερχόμενο από τη Χ.Α, Κασιδιάρη να είναι υποψήφιος, δεν τού στέρησε τα πολιτικά του δικαιώματα, θα μπορούσε π.χ. να κατέβει ανεξάρτητος ή με ένα σχήμα πολύ διαφορετικό από αυτό που φαντάστηκε ο ίδιος.
Ωστόσο, προκειμένου να κατέβει ένα κόμμα στις εκλογές θα πρέπει να συγκεντρώνει τις ελάχιστες τυπικές προϋποθέσεις που ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο, εν προκειμένω, στις συγκεκριμένες εκλογές δεν επιτρέπεται να κατέλθει κόμμα με αρχηγό -εικονικό ή πραγματικό- καταδικασθέντα για εγκληματική δράση με πρακτικές βίας και μισαλλοδοξίας, με δράσεις κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Για να αποτραπεί η παραπλάνηση, η ρύθμιση αφορά ρητά και πραγματικό αρχηγό του κόμματος, που υποκρύπτεται με σκοπό να παραπλανήσει τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Η κυβέρνηση έδρασε πολύ έξυπνα, ο Κασιδιάρης παρά την αρχική στήριξη Κανελλόπουλου, έπεσε ο ίδιος στην «παγίδα» που πήγε να στήσει έχοντας κάποιον εικονικό αρχηγό στο κόμμα του.
Ο ίδιος όμως με τις τοποθετήσεις του φαινόταν ότι ήταν ο πραγματικός αρχηγός. Κανένα κόμμα δεν αμφισβήτησε τη σκοπιμότητα αυτής της ρύθμισης κι η άποψη ορισμένων περί «αντισυνταγματικότητας» δεν συγκέντρωσε μεγάλη απήχηση, κάθε αμφιβολία αίρεται μετά την απόφαση της Ολομέλειας του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου.
«Εδώ και δύο αιώνες δεν έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε κράτος»
– Ποιες ήταν οι προκλήσεις για έναν εν ενεργεία Υπουργό στην Ελλάδα των Μνημονίων; Ιδίως στη δική σας περίπτωση που κληθήκατε σε μία κρισιμότατη περίοδο για τη χώρα να διαπραγματευθείτε προσωπικά με την τρόικα; Ποια τα θετικά που αποκομίσατε και τι σας δυσαρέστησε;
– Τα θετικά για μένα ήταν πολλά γιατί έμαθα άλλα τόσα, κατάλαβα τις δυσκολίες που έχει κανείς όταν ασκεί κυβερνητικές ευθύνες που δεν μπορεί να τις αναλάβει και να τις εκπληρώσει ένας Υπουργός, όταν δεν έχει την πολιτική στήριξη της Κυβέρνησης και των κομμάτων και όταν η Διοίκηση δεν έχει κάνει κτήμα της την μεταρρύθμιση που προωθεί ο Υπουργός.
Ήταν δύσκολη η μετάβαση από τον ακαδημαϊκό στίβο στο να διαμορφώνω και να εκτελώ δημόσιες πολιτικές. Ήταν πολύ χρήσιμη, αλλά και πολύ επίπονη εμπειρία λόγω των δυσκολιών εφαρμογής μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής στην Ελλάδα. το καταλάβαμε και με αφορμή τα Τέμπη. Αυτό είναι πολύ δυσάρεστο για τη χώρα, καθώς είναι αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Ως χώρα, όμως, είναι τελικά αμεταρρύθμιστη; δεν είναι μεταρρυθμίσιμη διερωτώμαι.
Ευτυχώς στη διάρκεια της προσπάθειάς μου, είχα την αμέριστη πρακτική και διοικητική στήριξη του θεσμού «Task Force», θεσμός ο οποίος δημιουργήθηκε από την ΕΕ ως ένδειξη αλληλεγγύης προς την Ελλάδα εκείνα τα χρόνια, σε αντιδιαστολή με την Τρόικα που ασχολείτο κυρίως με τα δημοσιονομικά. Στον τομέα της διοικητικής μεταρρύθμισης υπεύθυνη ήταν η Γαλλία, η οποία στάθηκε στο πλευρό μου.
Η αναγκαιότητα μεταρρύθμισης δεν έγινε δυστυχώς δεκτή από το πολιτικό σύστημα, δεν τόλμησαν να προχωρήσουν τα μεγάλα κόμματα σε αυτή για λόγους λαϊκίστικους, προσπάθησαν αρχικά να ξεγελάσουν τους ξένους. Εδώ και δύο αιώνες δεν έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε κράτος και αποτελεσματκή δημόσια διοίκηση, ας ελπίσουμε ότι θα το καταφέρετε εσείς οι νέοι!
– Στον αντίποδα, ποιος είναι ο ρόλος του υπηρεσιακού Υπουργού Εσωτερικών σε μια χώρα που οδηγείται σε εκλογές; Ποιες οι απαιτήσεις του έργου που αναλαμβάνει;
– Ο Υπηρεσιακός Υπουργός Εσωτερικών είναι «τροχονόμος»! Όπως καταλαβαίνετε δεν έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες, μεριμνά για την ομαλότητα της εκλογικής διαδικασίας, την τεχνική προετοιμασία (σχηματισμό εφορευτικών επιτροπών, δικαστικούς αντιπροσώπους, ψηφοδέλτια). Η νυν κυβέρνηση, βεβαίως δεν είναι υπηρεσιακή, είναι τακτική που αυτοδεσμεύεται όμως να μην πάρει κρίσιμες αποφάσεις αυτό το διάστημα, απλώς διαχειρίζεται τα τρέχοντα ζητήματα και αυτά που δεν επιδέχονται αναβολής.
«Δεν υπάρχουν πολλές προοπτικές για ευημερία»
– Σας ανησυχούν τα ολοένα και αυξανόμενα ποσοστά αποχής στην Ελλάδα; Εκτιμάτε ότι θα κινηθούν σε ίδιο επίπεδο στην κάλπη της 21ης Μαΐου ή θα έχουν ανοδική τάση;
– Εύχομαι να μην έχουν ανοδική τάση, αλλά πιστεύω ότι θα κινηθούν, οπωσδήποτε στα ίδια επίπεδα. Υπάρχει ευεξήγητη και δικαιολογημένη απογοήτευση. Δεν θα αλλάξει και πολύ η μοίρα του λαού αν εκλεγεί το ένα ή το άλλο κόμμα, αυτό πρέπει να το ομολογήσουν οι πολιτικοί, είναι κρίμα που δεν λένε την αλήθεια. Η περίοδος που διανύουμε είναι πολύ δύσκολη για τον πλανήτη, ζούμε έναν Α΄ Οικονομικό Παγκόσμιο Πόλεμο, η δε Ελλάδα ακόμη βγαίνει από μια πρωτοφανή κρίση. Δεν υπάρχουν πάρα πολλές προοπτικές για ευημερία.
– Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, στο πρόσφατο παρελθόν ήταν μεταξύ των Ελλήνων πολιτών διάχυτη η αντίληψη «Τι νόημα έχει να ψηφίσω; Όλοι ίδιοι είναι!» Τελικά, είναι όλοι ίδιοι;
– Κι αν δεν είναι ίδιοι μοιάζει πολύ ο λόγος τους, μοιάζουν στον πολιτικό λόγο προς τα ΜΜΕ, το παρακολουθήσαμε σε αυτήν την -ας μου επιτραπεί- καρικατούρα του ντιμπέιτ! Εμένα με απογοήτευσε και στο τέταρτο επάνω, έκλεισα την τηλεόραση, δεν μπορούσα να δω αυτό το θέατρο! Δεν γίνεται διάλογος με απαντήσεις ενός λεπτού και με την κουραστική επανάληψη στερεοτύπων!
«Το κομματικό σύστημα, που είχαμε γνωρίσει, αποδυναμώθηκε, μετά τα μνημόνια»
– Ως φοιτητής σας θυμάμαι στην προ κορωνοϊού εποχή, να εκφράζετε την επιδοκιμασία σας για το γεγονός ότι σε μια χώρα που ταλανίσθηκε από την οικονομική κρίση, διήλθε από τρία μνημόνια και ο λαός έκανε ουκ ολίγες θυσίες σε οικονομικό επίπεδο, το πολιτικό σύστημα «εντούτοις άντεξε», «η δημοκρατία άντεξε». Θα συνεχίσει, ωστόσο, να αντέχει μετά την οικονομική κρίση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, τις δυσκολίες της πανδημίας του κορωνοϊού; Θα μπορέσει να σταθεί όρθια στην Ευρώπη εν καιρώ πολέμου, ενώ στο εσωτερικό της η Ελλάδα βιώνει τη μία εθνική τραγωδία μετά την άλλη; Υπάρχει κίνδυνος η αμφισβήτηση στο πολιτικό σύστημα από πλευράς πολιτών να γιγαντωθεί;
– Πιστεύω πως η δημοκρατία θα αντέξει! Προσοχή! Η δημοκρατία, όχι το πολιτικό σύστημα! Αν θυμάσαι έκανα και στο πανεπιστήμιο διάκριση αυτών των δύο όρων. Άλλο πολιτικό σύστημα και άλλο πολίτευμα. Το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως το καθορίζει το Σύνταγμα, με τις εκλογές, το Κοινοβούλιο, τον πολυκομματισμό, την ελευθερία λόγου κλπ, όντως άντεξε, έδειξε εντυπωσιακή ανθεκτικότητα όλα αυτά τα χρόνια, παρά τις κρίσεις.
Το κομματικό σύστημα που είχαμε γνωρίσει αποδυναμώθηκε μετά τα μνημόνια και την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Κατά τα άλλα έχω πολλή εμπιστοσύνη στο πολίτευμα και στη δημοκρατική συνταγματική μας νομιμότητα. Κανείς δεν αμφισβητεί την αξία και την αναγκαιότητα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, το πρόβλημά μας είναι οικονομικό.
«Αυτό που λείπει από τους νέους είναι η καινοτομία και η φαντασία»
– Ως έμπειρος καθηγητής έχετε, ασφαλώς, θαυμαστή εμπειρία στο να αφουγκράζεστε τους νέους ανθρώπους. Έχοντας διατελέσει καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου από τα γεμάτα ιδιαιτερότητες χρόνια της Μεταπολίτευσης έως και σήμερα, θεωρείτε ότι οι σημερινοί νέοι είναι το ίδιο πολιτικοποιημένοι με τα προηγούμενα χρόνια; Είναι έτοιμη η κοινωνία να αποδεχθεί την «απολιτίκ» άποψη των νέων;
– Οι νέοι δεν είναι το ίδιο πολιτικοποιημένοι με τη γενιά μου, αλλά ευτυχώς! Διότι η έντονη πολιτικοποίηση σήμαινε και ιδεοληψία, φανατισμό, αντιθέσεις «θρησκευτικού χαρακτήρα». Εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ήταν η εποχή των επαναστάσεων, η πολιτικοποίηση της γενιάς μας ήταν αυθόρμητη και εν μέρει αναγκαία λόγω εσωτερικών συνθηκών και διεθνούς περιβάλλοντος.
Η εποχή μας δεν είναι ίδια με εκείνη την εποχή, γι’ αυτό και οι νέοι δεν είναι ίδιοι με εμάς. Έχουν έναν πιο μετριοπαθή τόνο και επιφυλακτική συμπεριφορά. Είναι προσηλωμένοι στην επιστήμη, στην εργασία τους, στη μελέτη και στην προσωπική τους ανέλιξη. Είναι πιο υπεύθυνοι από τη γενιά μου που ήταν υπερφίαλη και φαντασμένη, αλλά πολύ αγωνιστική. Ακόμη είστε πολύ πιο καταρτισμένοι από εμάς, με τη γλωσσομάθεια και τη διευρυμένη σκέψη σας.
Το παρατηρώ και στις υποψηφιότητες των νέων για να γίνουν καθηγητές ή λέκτορες, εγώ, δηλαδή, δεν θα μπορούσα να γίνω σήμερα καθηγητής ή λέκτορας με τα προσόντα που είχα τότε. Όμως, αυτό που λείπει από τους νέους είναι η καινοτομία, η φαντασία, στοιχεία που είχε η γενιά μου. Οι νέοι σήμερα μαθαίνουν να γίνονται διαχειριστές των data, των δεδομένων, πρέπει όμως και να τα μεταχειρίζονται σωστά για να ανακαλύψουν κάτι καινούργιο, να καινοτομήσουν και κυρίως να δημιουργούν!
– Ποιο είναι το μήνυμα του Αντώνη Μανιτάκη προς τους νέους της Ελλάδας του 2023;
– Να πιστεύουν στον εαυτό τους, γιατί ακριβώς είναι πιο καταρτισμένοι από εμάς, να μην φοβούνται να ερωτευθούν -αναφέρομαι στην αναγκαιότητα του έρωτα όχι ως πάθος, αλλά ως αίσθημα- και να δημιουργούν, να δουλεύουν τον εαυτό τους και να πιστεύουν σε αυτόν. Ας ελπίσουμε ότι οι νέοι μπορούν να φτιάξουν ένα καλύτερο μέλλον!
Ακούστε τη συνέντευξη σε μορφή podcast: