Τον τελευταίο καιρό, ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω για τη δεκαετία 20-30, που διανύω αυτή τη στιγμή. Ίσως και να είναι παράδοξο να μιλήσω για μια χρονική περίοδο της ζωής, χωρίς να έχει περατωθεί κι άρα χωρίς να μπορώ να την αξιολογήσω με τη διαύγεια που προσφέρει η κατάσταση του «περασμένου». Παρόλα αυτά, θεώρησα ότι μπορεί να είναι ενδιαφέρον να μιλήσω για κάτι την ώρα που το βιώνω και να προσφέρω μια «αγκαλιά» που ίσως να χρειάζομαι κι εγώ.
Αυτό που καθορίζει περισσότερο αυτή τη δεκαετία για εμένα είναι η συντριβή που νιώθω, η οποία με συναντά σε «κύματα», κάθε φορά που διαπιστώνω πως ξέρω πολύ λιγότερα από όσα νόμιζα, για εμένα και για τον κόσμο. Πριν κάποια χρόνια, πίστευα πως «ένα κι ένα κάνουν δύο» κι αυτό ήταν κάτι αδιαμφισβήτητο. Όσο, όμως, γνωρίζω πιο βαθιά τον εαυτό μου συνειδητοποιώ πως ο καθένας από εμάς είναι απέραντος και πως είναι ανώφελο να προσπαθήσω να με ορίσω ή να ορίσω τον απέναντί μου. Με γειώνει έντονα, αλλά συγχρόνως με απελευθερώνει η σκέψη πως δεν μπορώ να ξέρω τίποτα με βεβαιότητα και το μόνο που ίσως να μπορούσα να ορίσω είναι το τώρα.
Κι αυτό είναι βαθιά συντριπτικό, γιατί διαλύει όλες τις άμυνες του εαυτού που είχα δημιουργήσει, παρακινούμενη από την πεποίθηση ότι μπορώ να προστατευτώ από τα δεινά της ζωής, ότι μπορώ να την ελέγξω. Έτσι, έρχομαι λίγο πιο κοντά με τη συνειδητοποίηση ότι η ζωή είναι πολλές φορές πιο μεγάλη από εμένα, αλλά εγώ μπορώ πάντα να συνεχίσω «να ζωγραφίζω».

Στη δική μας γενιά, η δεκαετία των 20-30 δεν είναι μόνο το πέρασμα στην ενήλικη ζωή, αλλά μια περίοδος εμποτισμένη από την επανάσταση της εποχής μας. Αυτή η επανάσταση έχει να κάνει με τη διεκδίκηση μιας ζωής στην οποία πρωταρχικός στόχος θα είναι η ψυχική μας ευεξία. Οι millennials και οι gen z είμαστε οι πρώτες γενιές που θέτουμε ως προτεραιότητα την ψυχική υγεία και κάνουμε ψυχοθεραπεία/ψυχανάλυση.
Στο podcast Closer και συγκεκριμένα στο επεισόδιο «Κρίση ηλικίας στα 20+ και ο μύθος των καλύτερων χρόνων της ζωής μας», η Αριάδνη Λεπτοπούλου αναφέρει: «λίγες δεκαετίες νωρίτερα τα πράγματα στη ζωή μας θα ήταν πιο ξεκάθαρα, μιας και κατά πάσα πιθανότητα θα αναλαμβάναμε τη δουλειά των γονιών μας και θα παντρευόμασταν είτε από προξενιό, είτε στην καλύτερη κάποιον γείτονα ή κάποιον που μοιραζόμασταν την ίδια κοινότητα. Στη σημερινή εποχή, τα πράγματα έχουν γίνει αρκετά πιο πολύπλοκα. Οι σταθερές και οι κανόνες έχουν αντικατασταθεί από επιλογές».

Κι εδώ έρχεται να κουμπώσει εύστοχα αυτό που έχει πει ο ΛΕΞ: «σαν να ζητήσαμε δικαίωμα στην αμφισβήτηση και να μας δώσανε αμφιβολία ενδοφλέβια». Κι αυτό συμβαίνει επειδή πλέον έχουμε καλλιεργήσει τη συνείδησή μας, ακούμε περισσότερο απ’ ότι η προηγούμενη γενιά την «εσωτερική φωνή» μας.
Ωστόσο, είναι δύσκολο να μάθεις να ζεις με τα θέλω σου όταν κανείς δεν σου έχει διδάξει το πώς. Όταν κανείς δεν σε ενημέρωσε ότι όλα γύρω σου θα μεταβάλλονται και το μόνο σταθερό που θα μπορείς να έχεις ως γνώμονα για να κινηθείς θα είναι ο εαυτός σου. Έτσι καλούμαστε σε αυτή τη δεκαετία να ακούσουμε αυτή την «εσωτερική φωνή» και να την εμπιστευτούμε.
Σε κάθε περίπτωση, είναι μια δεκαετία ωρίμανσης, που περιλαμβάνει πολλές «πρώτες φορές», οι οποίες ακριβώς επειδή είναι «αχαρτογράφητες», είναι και τρομακτικές.
Έτσι, πρώτη φορά, όντας, πλέον, ενήλικες είμαστε σε θέση να επεξεργαστούμε την παιδική μας ηλικία. Να δούμε τι συνέβη εκείνα τα χρόνια και να αντικαταστήσουμε την τότε παιδική επεξεργασία με μια ενήλικη ματιά που θα μας δώσει πολλές πληροφορίες, ώστε να καταλάβουμε γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε σήμερα και τι δεν χρειαζόμαστε πια. Αυτή η διαδικασία κρύβει πολύ πόνο.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που ενδεχομένως δεν βιώθηκαν, όπως τους «άξιζε» στον χρόνο που συνέβησαν και έτσι έμειναν φωλιασμένα μέσα μας. Σε αυτή τη δεκαετία, ίσως, και να είναι η ώρα τους μερικά από αυτά να απελευθερωθούν. Και σιγά-σιγά απελευθερώνοντας καταπιεσμένα συναισθήματα, μαθαίνουμε να παίρνουμε, πλέον, εμείς την ευθύνη του εαυτού μας, που πριν από λίγα χρόνια άνηκε στους γονείς μας.
Πρώτη φορά, επίσης, ερχόμαστε σε ουσιαστική επαφή με αυτό που ονομάζουμε αποτυχία. Τα βήματα, πλέον, επιλέγονται από την αρχή μέχρι το τέλος τους από εμάς. Ό,τι επιλέγουμε συνειδητά, σημαίνει πως το έχουμε ήδη ξεχωρίσει μέσα μας ως σημαντικό κι άρα η αποτυχία μας σε αυτό θα μας πονέσει πιο βαθιά. Έτσι, λοιπόν, μαθαίνουμε τι σημαίνει αποτυχία και πώς να την διαχειριζόμαστε. Κι αυτό είναι άλλο ένα δύσκολο βιωματικό ταξίδι, γιατί μας φέρνει σε επαφή με τον ατελή μας εαυτό. Όπως, όμως, μου είπε πολύ φροντιστικά η φίλη μου η Αφροδίτη: «αν τα παρατούσες στην πρώτη αποτυχία δεν θα ήταν το όνειρό σου».
Τα 20-30 είναι συγχρόνως και η έντονη σύγκριση με τους συνομήλικους. Εκεί που ο καθένας δημιουργεί το επόμενό του βήμα, βιώνεται ταπεινωτικά εσύ να βρίσκεσαι λίγο πιο πίσω ή να μην ξέρεις ποιο είναι το επόμενό σου βήμα. Πολλές φορές αισθάνεσαι πως ζεις σε καθυστέρηση – λες και έχεις αργήσει να γίνεις αυτό που θα έπρεπε ήδη να είσαι. Ίσως στο κεφάλι σου να πρέπει ήδη να ξέρεις τι επάγγελμα θέλεις να ακολουθήσεις, να πρέπει να είσαι οικονομικά ανεξάρτητος και πάντως να πρέπει να έχεις ένα πλάνο.
Όλη αυτή η πίεση είναι ικανή να σε αδρανοποιήσει, να σε φέρει σε ακόμη μεγαλύτερη χρονική απόσταση από το επόμενό σου βήμα, το οποίο μπορεί να είναι πολύ σημαντικό για τη μοναδική σου διαδρομή, αλλά εσύ μέσα από τη ματιά της σύγκρισης να το υποτιμάς και να το απομακρύνεις.
Ο ΛΕΞ αναφέρει σε έναν στίχο του πολύ αλληγορικά ότι «όσοι μείναμε στη χώρα μετά το ’09 μεγαλώσαμε και γίναμε η χειρότερη γενιά». Για εμένα το 2009 θα είναι πάντα η γενιά που απολύθηκε ο μπαμπάς μου. Καλώς ή κακώς οι millennials και οι gen z είμαστε «τα παιδιά της κρίσης».
Οπότε σε όλες τις παραπάνω «ενδοφλέβιες ενέσεις» που δεχτήκαμε, σίγουρα δεχτήκαμε και την «ένεση» της οικονομικής ανασφάλειας. Είδαμε τους γονείς μας από τη μια μέρα στην άλλη να χάνουν τις δουλειές τους, βιώσαμε οι περισσότεροι την ψυχική τους αναστάτωση και το άγχος, την προσπάθεια να προσαρμοστούν στα νέα οικονομικά δεδομένα και πάντως αποκτήσαμε την αίσθηση ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Μέσα σε όλα αυτά, νιώσαμε πως μας κόβουν τα φτερά.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι ακόμα πιο δύσκολο να ρισκάρεις να ακολουθήσεις το όνειρό σου. Αλλά όλα αυτά περιλαμβάνονται στους αστάθμητους παράγοντες που πάντα θα υπάρχουν. Φυσικά μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτούς, να προσπαθήσουμε για μία συνθήκη ασφάλειας, αλλά αυτό ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει μέσω της πεπατημένης ή μέσα από την αποφυγή της αβεβαιότητας. Κι αυτό είναι κάτι που οι γονείς μας το κατάλαβαν με τον χειρότερο τρόπο.
Όλη αυτή η μετάβαση, όμως, οδηγεί και σε μια μεγάλη ελευθερία. Αφήνεις κομμάτια πίσω σου και μαζί με αυτά αφήνεις και ανθρώπους που πια δεν σε εξυπηρετούν, αλλά συναντιέσαι πιο βαθιά και ουσιαστικά με άλλους. Κάνεις βήματα για να αποδεχτείς ότι δεν είσαι τέλειος, ότι κάνεις το καλύτερο που μπορείς και αυτό είναι πιο σημαντικό. Αποδέχεσαι όλα όσα δεν αντέχεις, πολλά για τα οποία δεν θα είσαι έτοιμος.
Καταλαβαίνεις ότι όλα σου τα συναισθήματα όμορφα και άσχημα σημαίνουν ότι ρισκάρεις και ζεις, γιατί θες την ομορφιά σαν τρελός, τόσο που αποδέχεσαι τον πόνο που θα έρθει. Ότι όλα αυτά είναι αποδείξεις του ότι ζεις και πως ίσως και να μην χρειάζεσαι κάτι άλλο.
Μαθαίνεις ότι στη θεωρία είναι όλα πολύ εύκολα, αλλά στην πράξη είναι όλα πολύ πιο δύσκολα και τρομακτικά. Και μέσα από όλα αυτά καταλαβαίνεις τι σημαίνει άνθρωπος και βαδίζεις προς το πιο σημαντικό για εμένα, να συγχωρείς τους γύρω σου και εσένα. Ίσως να έρχονται πολλά πένθη, να καταρρέει αυτή η ρομαντικοποίηση των πραγμάτων που οδηγούσε σε επάλληλες απογοητεύσεις και να έρχεται η αποδοχή της πραγματικότητας.
Θα υπάρχει πάντα αδικία (κλάμα), θα υπάρχει πάντα το κακό (κλάμα), πολλοί σημαντικοί μου άνθρωποι κάποια στιγμή θα πεθάνουν (κλάμα), πολλά δικά μου πράγματα και χαρακτηριστικά ίσως και να μην τα αλλάξω ποτέ (κλάμα), κάποιοι άνθρωποι ίσως και να μην αλλάξουν ποτέ (κλάμα), θα χάσω πολλούς ανθρώπους (κλάμα), πολλές ζωές που φαντάζομαι δεν θα καταφέρω να τις ζήσω (κλάμα), θα πέφτω κι εγώ, δεν θα είμαι πάντα δυνατή (κλάμα), το σώμα μου πια πολλές φορές δεν θα αντέχει (κλάμα), δεν θα μπορέσω ποτέ να τα ξέρω όλα (κλάμα), δεν θα μπορώ ποτέ να προβλέψω τη διαδρομή (κλάμα), δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω τέλεια (κλάμα), θα κάνω πολλά λάθη (κλάμα), θα πληγώσω (κλάμα), κάποια στιγμή θα πεθάνω (κλάμα).

Δεν λέω ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά ποτέ δεν θα καταφέρουμε να τον καταστήσουμε μόνο όμορφο. Θα είναι πάντα όλα ανθρώπινα κι αυτό σημαίνει ότι πάντα θα υπάρχουν όλα τα χρώματα, μεταξύ αυτών και το μαύρο και το γκρι. Κι αυτό είναι ελπιδοφόρο. Γιατί μέσα στο μαύρο ή στο γκρι, θα μπορείς πάντα να ελπίζεις πως θα έρθει το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε, το άσπρο. Κι αν κάποιες μέρες δεν μπορείς να ελπίσεις για τα άλλα χρώματα, εμπιστεύσου την ικανότητα των άλλων να το κάνουν για εσένα, να σου δείξουν το φως που καμιά φορά μέσα στο χάος δυσκολεύεσαι να δεις.
Και ίσως, μέσα απ’ όλα αυτά τα πένθη και τις αποδοχές, αρχίζουμε να χτίζουμε κάτι πιο ήσυχο, πιο βαθύ· μια πυρηνική εμπιστοσύνη που ίσως κάνει τη συνέχεια όχι πιο εύκολη, αλλά σίγουρα πιο απλή και γι’ αυτό αξίζει να αντέξουμε να μείνουμε για λίγο μετέωροι.








