Η υπόθεση του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του εθνικού θεάτρου, επανήλθε πρόσφατα στο προσκήνιο με τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης στις 13 Ιουλίου, που τον κήρυξε ένοχο για τους 2 από τους 4 βιασμούς για τους οποίους κατηγορήθηκε και του επέβαλλε την ποινή κάθειρξης 12 ετών. Σημειωτέον ότι η δίκη που ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου και διήρκησε για 30 συνεδρίες μέχρι την έκδοση της απόφασης, διεξήχθη από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (ΜΟΔ) στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται το έγκλημα του βιασμού.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης άσκησε,όπως ήταν αναμενόμενο, έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης και το πρωτόδικο δικαστήριο του χορήγησε το ανασταλτικό της αποτέλεσμα, κάτι που πυροδότησε τις έντονες αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Από την άλλη, η εισαγγελέας εφετών άσκησε κι αυτή με τη σειρά της έφεση κατά της απόφασης, με αιτήματα αφενός την αύξηση της επιβαλλόμενης ποινής και αφετέρου την καταδίκη για 3 και όχι 2 βιασμούς, καθώς έκρινε ότι ο πρώτος καταγγέλλων απέδειξε επαρκώς κατά την ακροαματική διαδικασία την τέλεση βιασμού εις βάρος του και ο κατηγορούμενος δεν έπρεπε να αθωωθεί αναφορικά με αυτόν (αναφερόμαστε στον Λιγνάδη ακόμα και αν κρίθηκε ένοχος από το ΜΟΔ ως «κατηγορούμενο» γιατί διατηρείται το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του).
Όσον αφορά το ανασταλτικό αποτέλεσμα, δηλαδή το γεγονός ότι ο Δ .Λιγνάδης δεν βρίσκεται στην φυλακή αλλά ελεύθερος με περιοριστικούς όρους (απαγόρευση εξόδου από την χώρα, εμφάνιση σε αστυνομικό τμήμα 3 φορές τον μήνα και εγγύηση 30.000 ευρώ), αυτό είναι που προκάλεσε διχασμό. Συγκεκριμένα, μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου και ειδικά το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), στην παρέμβαση του οποίου θα αναφερθώ στη συνέχεια, τάχθηκε κατά της αποφυλάκισης του Λιγνάδη ενώ από την άλλη, ο δικηγορικός σύλλογος Αθηνών με επίσημη ανακοίνωση του αλλά και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε πρόσφατη ομιλία της για τα 48 χρόνια από την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας (ακατάλληλη στιγμή για να αναφέρει κανείς το εν λόγω ζήτημα οφείλω να σχολιάσω) , υποστήριξαν την απόφαση του δικαστηρίου. Αμφότεροι οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν τα επιχειρήματα του ποινικού «λαϊκισμού» και της υποδεέστερης θέσης που κρατεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» συγκριτικά με το Σύνταγμα και τους νόμους.
Προκειμένου να γίνει κατανοητή η θέση τους πρέπει να ληφθεί υπόψιν το άρθρο 497 παρ. 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) το οποίο συμπεριλαμβάνει και ο δικηγορικός σύλλογος στην ανακοίνωσή του. Μεταξύ άλλων, το επίμαχο άρθρο αναφέρει ότι το «ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν χορηγείται (…) όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν (ο κατηγορούμενος) αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι το δικαστήριο έκρινε ότι ο Δ. Λιγνάδης παρόλο που κρίθηκε ένοχος για δύο βιασμούς, δεν υφίσταται κίνδυνος διάπραξης νέων εγκλημάτων. Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι ο κατηγορούμενος ήταν μέχρι πρότινος στη φυλακή λόγω του εντάλματος που είχε εκδοθεί εις βάρος του πριν την εκδίκαση της υπόθεσης.
Η προσωρινή του κράτηση έβρισκε έρεισμα στο άρθρο 286 ΚΠΔ παρ.1 προτελευταίο εδάφιο σύμφωνα με το οποίο «Αν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στον νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα δέκα πέντε έτη ή αν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.».
Αυτήν ακριβώς την αιτιολογία χρησιμοποίησαν οι δικαστικοί λειτουργοί που εξέδωσαν το ένταλμα προσωρινής κράτησης για τον Λιγνάδη πριν την εκδίκαση της υπόθεσης και της καταδικαστικής, τελικά, απόφασης. Και έτσι δημιουργείται η εξής απορία: πώς γίνεται ο Λιγνάδης να κρίθηκε ως επικίνδυνος προδικαστικά ώστε να υπάρξει προσωρινή του κράτηση και μετέπειτα, αφού κρίθηκε ένοχος για 2 βιασμούς από το ΜΟΔ, να μην κρίνεται πλέον επικίνδυνος για τέλεση νέων εγκλημάτων και να του χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα; Η αρχή της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών προφανώς και εξακολουθεί να υφίσταται ωστόσο η διάσταση αυτή των απόψεων προκαλεί σαφώς μια αμηχανία.
Και σε αυτό το σημείο αφήνω αυτή μου την απόπειρα, του να θυμηθώ ότι είμαι φοιτήτρια νομικής και να ασχοληθώ με κάτι σχετικό, και προχωράμε σε γνώριμα μονοπάτια των άρθρων μου.
Είχα την τύχη να βρεθώ στην Επίδαυρο στις 16 Ιουλίου στην παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου, την ημέρα που υψώθηκε το διάσημο πλέον πανό «βιαστής είναι» και που ακούστηκε η ανακοίνωση του ΣΕΗ της οποίας παραθέτω ένα απόσπασμα:
«Από τις 13 Ιουλίου που ο Δημήτρης Λιγνάδης κυκλοφορεί ελεύθερος, είμαστε εκτεθειμένοι. Εκτεθειμένοι σε μία χώρα που, ανεχόμενοι τέτοιες αποφάσεις, καταπατά το αυτονόητο δικαίωμά μας στην αλήθεια και το δίκιο, τα σώματά μας και την κοινή λογική»
Τόσο η ανακοίνωση όσο και το πανό, καταχειροκροτήθηκαν από το κοινό. Πράγματι λοιπόν, το «κοινό περί δικαίου» αίσθημα που τόσο έχει αναφερθεί αυτές τις μέρες, εκδηλώθηκε στο θέατρο της Επιδαύρου.
Αν επισκεφτεί κανείς την Επίδαυρο, συνειδητοποιεί ότι ο χώρος αυτός καθαυτός δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα από την αρχαιότητα. Κι όμως, τόσο ο χώρος όσο και ο θεσμός που αυτός αντιπροσωπεύει έχουν μια συνέχεια στον χρόνο. Το θέατρο ολοκληρώθηκε κατά τον 4ο αιώνα π.Χ ενώ σύγχρονες παραστάσεις, βασισμένες στο αρχαίο δράμα αλλά και μουσικές, παρουσιάζονται σε αυτό από το 1938. Και ο κάθε ηθοποιός που έχει βρεθεί στη σκηνή έχει αφήσει το στίγμα του.
Τραγική ειρωνεία, παιχνίδι της μοίρας ή όπως θέλει να το πει κανείς, ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε σκηνοθετήσει την ίδια παράσταση, τους «Πέρσες» του Αισχύλου, το 2020. Ναι, τότε ήταν που έσκυψε και φίλησε μια μικρογραφία του Παρθενώνα… Δύο χρόνια μετά λοιπόν, στο ίδιο θέατρο και μετά από το ίδιο θεατρικό έργο , ο κόσμος του θεάτρου στέκεται σύσσωμος απέναντι στον Λιγνάδη και τα εγκλήματα που διέπραξε, κυρίως δε στο πλευρό των θυμάτων του.
Διαβάζοντας το πρόσφατο δοκίμιο της Laure Murat («Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture», Γιάννης Κτενάς μτφρ., εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2022) συνάντησα έναν ενδιαφέροντα ορισμό της cancel culture ο οποίος την προσδιορίζει ως «την εκ των υστέρων επανόρθωση εξόφθαλμων αδικιών».
Ακόμα και το αν ο λαός μπορεί να κρίνει τη δικαιοσύνη εγείρει έντονες αμφιβολίες, ακόμα και αν ο Λιγνάδης είναι προς το παρόν ελεύθερος, μπορούμε να δηλώσουμε ότι το πρώτο βήμα, μεγάλης συμβολικής αξίας, έγινε στην Επίδαυρο, στις 16 Ιουλίου, από κοινό και ηθοποιούς, και αφορούσε ακριβώς αυτήν την «επανόρθωση» σε έναν ιερό χώρο της τέχνης . Όσο για τα επόμενα βήματα, η ελπίδα δικαίωσης των θυμάτων διατηρείται για επόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας και ήδη η πρόταση από την εισαγγελέα εφετών είναι ενθαρρυντική. Μένει μόνο να ευχηθούμε λίγη ακόμα δύναμη και υπομονή στα θύματα και τις οικογένειες τους…