Αυτό το φαινόμενο, το σημείο των καιρών… Οι influencers. Πολλά γράφονται για εκείνους, και άλλα τόσα λέγονται. Είτε θετικά, είτε αρνητικά -κυρίως αρνητικά-, η αλήθεια είναι μία: πως μέρα με τη μέρα, εισχωρούν όλο και περισσότερο στη ζωή, την κανονικότητα, την πραγματικότητά μας, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Θα μπορούσε να πει κανείς χιουμοριστικά πως τους ταιριάζει η λαϊκή ρήση: «έχουν πολλή ζήτηση και γίνεται συζήτηση».
Εντάξει. Γνωρίζουμε γιατί γίνεται συζήτηση. Ζήτηση, όμως, γιατί έχουν τόση;
Δεν είναι απλά ένα σημείο των καιρών, ούτε απλά μια μόδα, αλλά ένα φαινόμενο που περικλείει φιλοσοφικές προεκτάσεις…
Καταρχάς, στις μέρες μας όλα στρέφονται γύρω από το marketing. Όχι πως αυτό δεν συνέβαινε παλιότερα, σε εποχές μάλιστα πλήρους αφέλειας του κοινού που πίστευε τα ψέματα των διαφημίσεων, αλλά τώρα πολύ παραπάνω. Ο οποιοσδήποτε επιθυμεί να προωθήσει τη δουλειά του ή μια δραστηριότητά του, όποια κι αν είναι αυτή, πολύ πιθανόν να επιλέξει τα social για να το πετύχει.
Ακόμη και φορές που το περιεχόμενο της ασχολίας του είναι τελείως άσχετο και, πολλές φορές αντίθετο με το διασκεδαστικό, νεανικό περιεχόμενο των εφαρμογών. Ο λόγος; Μα φυσικά, η επίγνωση όλων πως αυτό το μέσο έχει τρομακτική απήχηση, θα έλεγε κανείς και τρομακτική εξουσία.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, πολλοί είναι οι άνθρωποι, ειδικά οι νέοι, που επιλέγουν να εργαστούν για αυτή τη βιομηχανία. Άρα, επιθυμούν και να έρθουν σε επαφή με αυτήν την εξουσία. Ναι, σίγουρα το κάνουν για τα χρήματα. Ναι, σίγουρα το κάνουν για την αναγνωσιμότητα. Άλλωστε, οι νέοι είναι εκείνοι που έχουν τη φήμη ότι κυνηγούν την προσοχή. Με κάθε τρόπο, είναι γνωστό και φυσιολογικό αυτό.
Όμως, εφόσον επιδιώκουν να έρθουν τόσο κοντά με την εξουσία, μήπως θέλουν απλά να την γευτούν;
Στον βωμό της εξουσίας θυσιάζεται ολόκληρος ο κόσμος μας, και γύρω από τον δικό της άξονα λειτουργεί. Οι περισσότεροι θέλουν να έρθουν κοντά της, έστω για να την γνωρίσουν, για να καταλάβουν πώς λειτουργεί ο κόσμος.
Η εξουσία είναι μια μοιραία γυναίκα. Πολλοί θέλουν να την πλησιάσουν, λίγοι έχουν το θάρρος να την φλερτάρουν, λιγότεροι αντέχουν την απόρριψή της και, από τους τυχερούς, ελάχιστοι αντέχουν τη λάμψη της. Πρέπει να είσαι το ίδιο λαμπερός με εκείνη για να σταθείς δίπλα της. Παραδόξως, δεν είναι τόσο απρόσιτη όσο φαίνεται. Τουναντίον. Αλλά ενδέχεται να αποδειχθεί πολύ πιο επικίνδυνη από όσο νόμιζες, αν δεν ξέρεις πώς να της φερθείς. Γιατί σίγουρα είναι πανέξυπνη.
Είναι σαν τη δασκάλα που είχες ερωτευθεί στο δημοτικό ή σαν τον πιο επιτυχημένο μάγο του κόσμου: Ένας Μύθος. Έτσι, λοιπόν, κι εσύ νιώθεις για μια στιγμή σαν να γίνεσαι ξανά παιδί, και συγκεκριμένα ο αγαπημένος μαθητής της δασκάλας, ή σαν ένας ασήμαντος θεατής στο κοινό, που σε σηκώνει ο μάγος και σε πηγαίνει στα παρασκήνια να σου δείξει τα κόλπα. Θα πας, έτσι δεν είναι;
Κάπως έτσι πρέπει να νιώθει κι ένας νέος «επηρεαστής». Περνάει στην αντίπερα όχθη των πραγμάτων, στην άλλη πλευρά της γέφυρας, μέσω του marketing. Μαθαίνει τα κόλπα, την εξουσία, τον κόσμο. Επομένως, θέλουν να γίνουν οι ίδιοι μάγοι, εκείνοι δηλαδή που θα μαγεύουν τον κόσμο, θα τους κοιτάν όλοι με θαυμασμό, θα τους προσέχουν και θα τους προσκυνούν.
Προφανώς μπορεί να μην συμβαίνει σε όλους στον ίδιο βαθμό, λογικά κάποιοι δεν το καταλαβαίνουν, αλλά συμβαίνει. Τουλάχιστον στους επιτυχημένους, στα μεγάλα ονόματα της «πιάτσας». Και όχι μόνο στις νέες ηλικίες. Σίγουρα είναι δουλειά πλέον, και μάλιστα με πολλά μηδενικά να την ακολουθούν στις επιταγές της, θα έπρεπε να είναι όμως; Ας απαντήσει ο καθένας ό,τι θέλει σε αυτό το ερώτημα.
Οπότε, το πρώτο ζήτημα, και φλέγον, είναι αυτό της προσοχής. Αλλά το δεύτερο και βαθύτερο είναι αυτό της εξουσίας. Βέβαια, αν το ξανασκεφτούμε, αμφιβάλλω για την απόσταση ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες.
Λίγο πριν το κλείσιμο, θα ήθελα να επισημάνω και κάτι ακόμα. Ο υπολογιστής στον οποίο γράφω αυτή τη στιγμή δεν δέχεται τον όρο «επηρεαστής». Ίσως να μην υπάρχει στην ελληνική γλώσσα αυτή η λέξη, δεν το γνωρίζω. Στην ελληνική κουλτούρα, ωστόσο, υπάρχει κάτι άλλο, που επηρεάζει και αυτό το θέμα, όπως και πάρα πολλά άλλα θέματα στη χώρα μας. Είναι η σχέση εξουσίας-εξουσιαζομένου, πολιτείας-πολίτη.
Αναλυτικότερα, καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του Ελληνισμού, και δη από την Τουρκοκρατία και ύστερα, ο Έλληνας έχει στον νου του, δικαιολογημένα, τον εξουσιαστή ως κατακτητή, ως τον χειρότερο άνθρωπο στον κόσμο. Έτσι, δεν υπάρχει καμία εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του, πάλι δικαιολογημένα.
Στο σήμερα, ωστόσο, ο ανερχόμενος εξουσιαστής δεν είναι επίσης Έλληνας; Δεν έχει την ίδια νοοτροπία, τις ίδιες καταβολές; Μάλλον ναι. Άρα, δεν εμπιστεύεται ούτε τον ίδιο του τον εαυτό εκείνος που επιδιώκει να μας εξουσιάσει, ή είναι πολύ ρομαντικός και θέλει να αλλάξει τα πάντα; Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, κορυφαίος Έλληνας Παιδαγωγός, έλεγε: «Αν θέλει η Ελλάδα να πάει μπροστά, πρέπει να ξεπεράσει τη νοοτροπία του ραγιαδισμού».
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι πως συγκεκριμένα οι Έλληνες Influencers ίσως να έχουν μία ακόμη μεγαλύτερη ανασφάλεια για τον εαυτό τους. Ίσως να θέλουν να νιώσουν ανώτεροι από εμάς τους υπόλοιπους, να πάρουν μια μεγαλύτερη απόσταση, να μας θεωρήσουν πιστό κοινό τους.
Δεν ξέρω αν αντέχουμε να αποδεχθούμε πως κάποιοι από αυτούς που θέλουν να μας επηρεάζουν μπορεί να μας βλέπουν ως δούλους τους, έστω με μια ευρύτερη έννοια. Και αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιείται ο όρος “follower”, και που όλως τυχαίως ο «ακόλουθος» υπάρχει και στα ελληνικά. Μάλλον αυτό κάτι δείχνει. Οι λέξεις πάντα κρύβουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία να πουν, σε όποιον αντέχει να την ακούσει.
Όχι ότι και οι Έλληνες επηρεαστές δεν «ακολουθούν» εκείνους του εξωτερικού, προκειμένου να μελετούν τι να μας αναμασούν. Και τώρα δεν μιλάμε μόνο για influencers. Εάν θέλουμε να σας αρέσει αυτό, εντάξει. Σε άλλη περίπτωση, ενώ εμείς συχνά δεν τους εμπιστευόμαστε, συνεχίζουμε να τους ακολουθούμε πιστά, Έλληνες και μη.
Ίσως δεν εκμεταλλευόμαστε σωστά την καχυποψία μας, εκεί που πρέπει. Ίσως δεν μάθαμε να είμαστε σωστά καχύποπτοι.
Ίσως κι εγώ ως Ελληνίδα να αντιμετωπίζω καχύποπτα την οποιαδήποτε εξουσία, χωρίς να είναι απαραίτητο.
Οψόμεθα.









