Ο Κόλιν είναι ένας εσωστρεφής και κάπως μαζεμένος γκέι άνδρας που ζει με τους γονείς του, δουλεύει σε πάρκινγκ και, παράλληλα, τραγουδάει ερασιτεχνικά σε μία μπάντα. Ένα βράδυ στην τοπική pub, συναντά τον Ρέι, εκπάγλου καλλονής, βγαλμένο από γκέι περιοδικό των 80’s, μηχανόβιο και μέλος κλαμπ μοτοσυκλετιστών. Εκείνος καλεί τον Κόλιν σε μία ομοερωτική σαδομαζοχιστική σχέση, όπου ο δεύτερος θα είναι υποτακτικός , εξού και ο τίτλος της ταινίας (Pillion στη βρετανική queer αργκό είναι ο πίσω αναβάτης σε μία μοτοσυκλέτα και ο υποτακτικός σε μία bdsm σχέση).
Μέσα από διαταγές και -να υπογραμμιστεί- ρητές δηλώσεις συναίνεσης, οι δύο πρωταγωνιστές εξερευνούν τα όρια της αλληλοεξαρτητικής σεξουαλικότητας, της υποδούλωσης και της ολοκληρωτικής καθυπόταξης στο πάθος. Αυτή δεν είναι ακριβώς μια ιστορία ενηλικίωσης του Κόλιν, αλλά περισσότερο μια ιδιότυπη σεξουαλική αφύπνιση, σύμφυτη με τις ρίζες της επιθυμίας και τη γοητεία της πλήρους άφεσης στον άλλο.
Η ταινία λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερό της προτέρημα. Ιδωμένη από ένα κυριολεκτικό πρίσμα, η σχέση των δύο πρωταγωνιστών τεστάρει με σκοπίμως γλυκόπικρο χιούμορ τις δικές μας αντοχές, την ανεκτικότητά μας (ή μη) απέναντι σ’ αυτούς που μ’ εφαλτήριο τον φόβο και αρωγό το θάρρος, αρχίζουν δειλά να ψηλαφίζουν τις αχαρτογράφητες περιοχές που οριοθετεί η επιθυμία.
Και καθώς το ταξίδι αυτό απαιτεί κόπο κι αυταπάρνηση, γινόμαστε μάρτυρες του άκρατου ξεγυμνώματος μιας ψυχής που διαρκώς πασχίζει να βρει ένα μέρος για να ανήκει, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται την αποστέρηση της αυτοβουλίας της.
Σε ένα συμβολικό επίπεδο, ο Κόλιν εκπροσωπεί όλους όσοι, κουρασμένοι από την αυτοματαίωση, οδηγούνται-μάλλον ασυνείδητα- στον ετεροκαθορισμό, που αποτελεί μάλλον ασφαλέστερη, πιο οικεία επιλογή από την αποδοχή ενός εαυτού που έχουν συνηθίσει να αποστρέφονται. Και οι ερωτικές σχέσεις αποτελούν σαφώς το πιο πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν αντίστοιχοι νοσηροί δεσμοί.
Ο έρωτας είναι η πιο σαρωτική έκφανση της ανθρώπινης εμπειρίας, θρέφεται από την αυθυποβολή, ανθίζει όταν προβάλλεται ως αντίβαρο στην ανυπαρξία. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, δεν είμαστε ποτέ τόσο ανυπεράσπιστοι, όσο όταν αγαπάμε και ο ήρωας που μαεστρικά διαπλάθει ο Harry Melling ενσαρκώνει σπαρακτικά αυτή τη διατύπωση.
Υποφέρει βουβά, υπομένει συγκαταβατικά, όχι απαραίτητα γιατί έχει χάσει κάθε αίσθηση εαυτού, αλλά ακριβώς γιατί προσπαθεί να την επαναπροσδιορίσει. Υιοθετεί την εμφάνιση και συμπεριφορά της ιδιότυπης ομάδας στην οποία ανήκει ο Ρέι (μια υποκουλτούρα για την οποία λίγα γνωρίζουμε και πολλά θα μπορούσαμε να ερευνήσουμε), δοκιμάζει τα όρια της αξιοπρέπειάς του, συγκρούεται με τη γενικώς αποδεκτική μητέρα του που, ευγενικά στην αρχή, κι αργότερα επίμονα του κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη φύση της μάλλον καταστρεπτικής ερωτικής του σχέσης με τον αγενή μοτοσυκλετιστή.
Κι αν τα εμπόδια διαρκώς πολλαπλασιάζονται κι ο Ρέι μοιάζει απρόθυμος να ρίξει έστω και για λίγο τις άμυνές του, ο Κόλιν επιμένει πεισματικά να ελπίζει. Στην τελική, άλλωστε, η αγάπη δεν είναι ο προορισμός; Αυτή δεν απομένει, όταν ανακατασκευάσουμε ή καταργήσουμε τους ρόλους που προστατευτικά ή ασφυκτικά μας θωρακίζουν; Στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, ο Harry Lighton δεν δίνει απαντήσεις. Δεν διστάζει, όμως, να θέτει τα ερωτήματά του ευθαρσώς.





