«Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρο», η θεια-Χαδούλα, η κοινώς Γιαννού η Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ’ εθυσίαζε τον ύπνο πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της».
Με αυτά τα λόγια και παρουσιάζοντάς μας την ηρωίδα του, τη Χαδούλα, ξεκινά ο Παπαδιαμάντης το γνωστότερο και ίσως σπουδαιότερο έργο του, τη Φόνισσα. “Εθυσίαζε τον ύπνο της” η Χαδούλα και θα έκανε στη συνέχεια πολλές ακόμη θυσίες, δικαιολογημένες και θεάρεστες για την ίδια, εγκληματικές και ειδεχθείς για εμάς τους αναγνώστες.
Ο Παπαδιαμάντης γράφει τη Φόνισσα το 1902 και την δημοσιεύει σε συνέχειες στο περιοδικό Παναθήναια από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 1903. Τοποθετεί την ιστορία του στο πατρογονικό νησί του, τη Σκιάθο, σε μια κοινωνία κλειστή και πατριαρχική , όπου τα αισθήματα μεταφράζονται με όρους αγοραπωλησίας και ο θεσμός της προίκας δεν αποτελεί αδιόρατη εθιμοτυπική ιεροτελεστία, αλλά απτή καθημερινότητα που καθορίζει τη ζωή του καθενός, άμα τη εμφανίσει.
Η ηρωίδα του, η Φραγκογιαννού, δεν είναι παρά μια απολύτως συνηθισμένη εξηντάχρονη γυναίκα, μέρος μια αλυσίδας αντίστοιχα κοινότοπων θηλυκών προγόνων, με κοινή και προκαθορισμένη γραμμή ζωής: γεννιέσαι, φροντίζεις, παντρεύεσαι, φροντίζεις διπλά, πεθαίνεις. Κι είναι ακριβώς αυτή η αλυσιδωτή αλληλουχία προς τον θάνατο που οπλίζει το χέρι της σε μια προσπάθεια να σπάσει έναν κύκλο που ακολουθεί πιστά-δεν είχε κι άλλη επιλογή- σε όλη τη ζωή της.
Η Χαδούλα μεγάλωσε σε περιβάλλον φτωχικό και οι γονείς της έπρεπε να την προικίσουν για να την παντρέψουν. Οι προσωπικές της αναμνήσεις σκιαγραφούν έναν πατέρα συνετό και καλοκάγαθο και μια μητέρα κακεντρεχή και βίαιη. Η σχέση της με τη μητέρα της φαίνεται να την απασχολεί πολύ, άλλωστε ήταν εκείνη που της έμαθε πως τα μικρά κορίτσια είναι βάρος για τους γονείς τους και της εμφύσησε την καχυποψία και τις δεισιδαιμονίες της, στοιχεία που θα κουβαλούσε η Χαδούλα σε όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Την παντρεύουν στα δεκαεπτά της χρόνια και της δίνουν για προίκα ένα ετοιμόρροπο σπίτι, ένα άγονο βορεινό χωράφι και ένα μποστάνι διαφιλονικούμενο με τον γείτονα. Η μάνα της, μάλιστα, ποτέ δεν της έδωσε χρήματα από το κομπόδεμα που μάζευε για εκείνη και δεν την άφησε να διαπραγματευτεί καλύτερες οικονομικές συνθήκες για τον γάμο της. Αυτή η αίσθηση ξεμπερδέματος θα εμποτίσει ένα κορίτσι που νιώθει παραγκωνισμένο από την ίδια του την οικογένεια, την οποία έχει μάθει να υπακούει τυφλά, μην επεμβαίνοντας στις αποφάσεις που παίρνονται για το πώς θα ζήσει τη ζωή του.
Ο έγγαμος βίος της αποτελείται από μια σειρά καθηκόντων που πρέπει η ίδια να διεκπεραιώσει, υπηρετώντας τους πάντες, πέρα από τον εαυτό της. Ο άνδρας της πεθαίνει νωρίς και η Χαδούλα επωμίζεται το πιο δύσκολο, μα μη διαπραγματεύσιμο έργο: πρέπει να παντρολογήσει τα παιδιά της. Αναλαμβάνει έτσι ρόλο προξενήτρας, αλιεύοντας γαμπρούς, διευθετεί τα οικονομικά ζητήματα της παντρειάς, συγκεντρώνει την απαραίτητη προίκα. Και μόλις οι κόρες της γεννήσουν, είναι τροφός και πρόσωπο φροντίδας για αυτά τα άμοιρα, ανεπιθύμητα νεαρά θηλυκά.
Κι είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή της αγρύπνιας πλάι στην ασθενική νεογέννητη εγγονή της, που δίνει στη Φραγκογιαννού το έναυσμα για να αναστοχαστεί τη μίζερη ζωή της, που δεν την επέλεξε, αλλά που της επιβλήθηκε κατηγορηματικά. Κι όταν αναπολώντας τα παιδικά της χρόνια και τον πρώιμο έγγαμο βίο της, αρχίζει να εντοπίζει τα νήματα που καθόρισαν την ύπαρξή της, βλέπει στο πρόσωπο της εγγονής της μια μικροσκοπική εκδοχή του εαυτού της. Είναι άλλο ένα κορίτσι, βάρος για τους γονείς του, που θα προικιστεί πενιχρά και θα συνεχίσει ένα κύκλο φτώχειας και ανέχειας που δεν έχει τελειωμό και σπέρνει τη δυστυχία σε όσους αδυνατούν να του ξεφύγουν.
Καθώς οι σκέψεις της στροβιλίζονται γύρω από τα γεγονότα της ζωής της, ο φόνος αρχίζει να φαντάζει λυτρωμός, αλλά και καθήκον με θρησκευτική σημασία που θα προσφέρει στη ζωή της νόημα και σκοπό. Κι αν το πρώτο έγκλημα την γεμίσει ενοχή, γρήγορα θα εντοπίσει τα θεϊκά σημάδια που το επικυρώνουν και θα συνεχίσει τα φονικά της σχέδια ακάθεκτη, με πλήρη πια συνείδηση των πράξεών της.
Όσο ψηλώνει ο νους της Χαδούλας , τόσο αυτή καταποντίζεται στα πιο βαθιά σκοτάδια της, εκεί που κάθε μορφή ανθρώπινης λογικής καταλύεται και οι πράξεις εκπορεύονται από κτηνώδεις ενορμήσεις και συσσωρευμένα ανεπεξέργαστα συναισθήματα.
Θα σκοτώσει συνολικά τέσσερα κορίτσια, έχοντας γίνει πια αντιληπτή από τις αρχές και έχοντας ίσως συνειδητοποιήσει πως η δικαιοσύνη θα είναι τιμωρητική για τις ύβρεις που διέπραξε. Ο θάνατός της, όταν προσπαθώντας να ξεφύγει από τους χωροφύλακες παρασύρεται από την παλίρροια, είναι ταυτόχρονα ανθρώπινη και θεία δίκη, αλλά και μια προσωπική πορεία που χαράσσεται ανάμεσα σε φόνους θηλυκών. Έτσι, ο ύστατος φόνος, αυτός του εαυτού της, αποτελεί μια απέλπιδα προσπάθεια αποδέσμευσης από έναν ασφυκτικό κλοιό που της έχει στερήσει αμετάκλητα την προσωπική ελευθερία.
Η Φραγκογιαννού είναι, φυσικά, εγκληματίας και υπεύθυνη για την οδύνη που προκάλεσε σε τόσους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του παιδιού της. Το έγκλημα εδώ όμως, είναι κατά βάση συλλογικό. Υπεύθυνη είναι μια ολόκληρη κοινωνία που νομοτελειακά καθορίζει τις προοπτικές των μελών της με βάση το φύλο και την τάξη τους. Έτσι, το διαγενεαλογικό τραύμα μεταβιβάζεται από το ένα πονεμένο κορίτσι στο επόμενο, μέχρι η οργή να εκφραστεί με τρόπο θυελλώδη και (αυτο)καταστροφικό.
Η Χαδούλα είναι φόνισσα, αλλά πρωτίστως είναι ένα κορίτσι που αφέθηκε μόνο του, υποχρεωμένο να φροντίζει καταναγκαστικά, χωρίς να έχει μάθει ποτέ πώς μοιάζει η φροντίδα. Διαμορφώνει έτσι, μια προσωπικότητα κενή και ψυχρή, που στερείται τη χαρά, γιατί έχει εμπεδώσει πως δεν της αξίζει. Είναι εγκληματίας, γιατί δεν αποδέχεται την κοινωνική της μοίρα και πνίγοντας νεαρά κορίτσια νιώθει πως πνίγει την καρδιά του κακού.
Κατά κοινή ομολογία, είναι σαρωτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Παπαδιαμάντης διεισδύει στην ψυχή μιας τόσο σκοτεινής, σχεδόν διαβολικής ηρωίδας. Ο λόγος όμως για τον οποίο την εξανθρωπίζει, δεν είναι η άφεση των αμαρτημάτων της, αλλά μια θέση βαθιά πολιτική: οι νοσηρές κοινωνίες είναι που γεννούν τους νοσηρούς ανθρώπους και όχι το αντίστροφο. Η προέλευση του κακού βρίσκεται πράγματι εντός μας, αλλά η έκφρασή του πυροδοτείται μόνο όταν εξωτερικές δυνάμεις καθυποτάσσουν το πνεύμα μας και υπαγορεύουν τους όρους της ζωής μας.
Φαίνεται, δηλαδή, πως για τον Παπαδιαμάντη η Φραγκογιαννού είναι η πρώτη της σειράς της που αντιδρά στο φαλλοκρατικό κατεστημένο. Γι’ αυτό, η «Φόνισσα», σε αντίθεση με άλλα κείμενα της εποχής, “γερνάει” τόσο καλά. Παρά τα εκατόν είκοσι χρόνια της, η ιδέα του θύματος που διεκδικεί την αφήγηση της προσωπικής του ιστορίας, στρέφοντας το μαχαίρι στον εαυτό του, φαντάζει απειλητικά επίκαιρη.