Ναι ή Όχι στο Politically Correct;

Μέχρι πού φτάνει η σάτιρα; Ποια είναι τα όριά της; Έχει όρια; Θα έπρεπε να έχει όρια;

Είναι τέχνη;

Γιατί politically correct; Πόσα πράγματα αγγίζει;

Χρησιμοποιούμε dark humor; Αλλάζει το χιούμορ; Γιατί αλλάζει; Πότε αλλάζει; Πώς αλλάζει; Από ποιόν αλλάζει;

Ήρθε η ώρα λοιπόν να αγγίξουμε και αυτό το θέμα!

Ας αρχίσουμε από τα βασικά. Όλα τα παραπάνω ερωτήματα δεν υφίσταντο μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Το χιούμορ -αν και αποτελούσε πάντοτε μια έννοια υποκειμενική- θα λέγαμε πως είχε κάποιες “σταθερές”, ή πως δεν γινόταν τόσο έντονα αντικείμενο κριτικής και διχασμού, αν μη τι άλλο. Στις περισσότερες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, παραδείγματος χάρη, παρατηρούμε-στο περίπου- παρόμοιο ύφος χιούμορ, δηλαδή παρόμοιες θεματικές που σχολιάζονταν κωμικά με σκοπό την παραγωγή γέλιου (π.χ. ένα ομοφυλόφιλο αγόρι, μια ανύπαντρη κοπέλα, ένας κουφός ήρωας κλπ).

Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει και η προσπάθεια για παραγωγή γέλιου από θεματικές σαν τις παραπάνω μοιάζει κοροϊδία για μια αρκετά μεγάλη μερίδα ανθρώπων. Γιατί;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει πρώτα να παρατηρήσουμε πότε συνέβη αυτή η αλλαγή αναφορικά με την αίσθηση του χιούμορ, και εν συνεχεία γιατί συνέβη.

Κατά προσέγγιση, λοιπόν, θα λέγαμε πως αυτή η μεταβολή έχει επέλθει στη χώρα μας τα τελευταία 10-15 χρόνια. Στο εξωτερικό ίσως επήλθε και λίγο νωρίτερα, αλλά ας παραμείνουμε στην Ελλάδα.

Τι άλλαξε στο διάστημα αυτό; Αρχίσαμε ως έθνος να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τις κοινωνικές ανισότητες, τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, τα στερεότυπα που διαιωνίζονταν, τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των “ευάλωτων” κοινωνικών ομάδων. Εάν, δε, αναλογιστεί κανείς πως όλα αυτά τα προβλήματα φτάνουν νομοτελειακά στο ζενίθ τους σε περιόδους οικονομικής κρίσης και διχογνωμίας για τα πολιτικά τεκταινόμενα, όπως συνέβη και κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας στη χώρα μας, αυτόματα καταλαβαίνουμε και τους λόγους για τους οποίους στράφηκε ο κόσμος και στα κοινωνικά ζητήματα.

Βέβαια, το πιο άξιο παρατήρησης απ’ όλα, κατ’εμέ, είναι πως το αποκορύφωμα της παραπάνω συνθήκης ήρθε μετά την καραντίνα, μετά τον Covid-19. Τι έγινε τότε; Ο καθένας στην καραντίνα προσπάθησε “να βρει τον εαυτό του”. Όταν όμως αυτό συμβαίνει σε πολλά ατομικά επίπεδα ταυτόχρονα, δύσκολο είναι να μην συμβεί και σε ομαδικό, δηλαδή σε εθνικό. Έτσι, κι εμείς ως έθνος, ύστερα από σχεδόν μια 15ετία οικονομικής κρίσης, πολιτικής αστάθειας, πανδημίας, καταστροφών, δύσκολα θα αποφεύγαμε μία εσωτερική κρίση, μία κρίση ταυτότητας, εθνικής ταυτότητας. Μαζεύτηκαν πολλά.

politically correct
Πηγή: pexels.com

Και τι γίνεται όταν αντιμετωπίζουμε μία οποιασδήποτε φύσεως κρίση; Ανατρέχουμε στο παρελθόν. Παρατηρούμε, θυμόμαστε, μιλάμε, βλέπουμε τι μας στενοχωρεί και προσπαθούμε να το αλλάξουμε. Έτσι και σε αυτήν την περίπτωση, πολλές είναι οι φωνές που επιδιώκουν να φέρουν ριζικές αλλαγές στη δομή της ελληνικής κοινωνίας.

Ο καθρέπτης μιας κοινωνίας, κατά τη γνώμη μου, μιας εποχής, μιας αντίληψης είναι η τέχνη που την φανερώνει. Ουκ ολίγες φορές, για παράδειγμα, ανατρέχουμε σε μεσαιωνικούς πίνακες ζωγραφικής για να πληροφορηθούμε για το κλίμα ή τις αντιλήψεις της εποχής. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που σήμερα προβάλλονται ταυτόχρονα τόσες πολλές σειρές εποχής στην ελληνική τηλεόραση, οι περισσότερες από αυτές με δραματική χροιά. Είναι και αυτό κομμάτι της διαδικασίας ενδοσκόπησης και αναδρομής με στόχο την εξέλιξη, μια επίπονη και πολλές φορές δυσάρεστη διαδικασία – για αυτό και οι δραματικές σειρές.

Επομένως, θέλουμε να αλλάξουμε την τέχνη μας για να αλλάξουμε την κοινωνία μας.

Στον αντίποδα, όμως, θα μπορούσε να πει κανείς πως η κοινωνία ως έννοια είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο, βαθύ, περίπλοκο, σημαντικό αλλά παράλληλα και συγκεκριμένο, αντικειμενικό σε σχέση με την τέχνη, που είναι μια καθαρά υποκειμενική έννοια. Οπότε η αλλαγή θα έπρεπε να ξεκινήσει πρώτα από την κοινωνία και όχι από την τέχνη.

Εδώ λοιπόν έρχεται ο διχασμός. Εδώ κουμπώνουν όλα τα ερωτήματα που θέσαμε στην αρχή.

Από πού να αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει;

Τέχνη – Κοινωνία; Κοινωνία – Τέχνη;

Παρατήρηση 1η:

Υπενθυμίζουμε πάντα πως μιλάμε για δύο έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.

Παρατήρηση 2η:

Διευκρινίζουμε πως υπάρχει και η μερίδα ανθρώπων που δεν υποστηρίζει γενικότερα αυτήν την πρόοδο, ούτε μέσω της τέχνης ούτε μέσω της κοινωνίας και πορεύεται μόνον με τις αρχές του παρελθόντος. Εμείς δεν θα ασχοληθούμε με αυτήν.

Από τη μια πλευρά, επικρατεί η άποψη πως η κωμωδία στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το θέατρο, το ίντερνετ, ως μια μορφή τέχνης αντικατοπτρίζει την κοινωνία και είναι από τους άμεσα φανερούς δείκτες επιπέδου, πολιτισμού, και παιδείας της. Επομένως, έχει χρέος να αλλάζει και να προσαρμόζεται συνεχώς, προκειμένου να επικοινωνεί τις εκάστοτε αρχές, αξίες και ανάγκες της κοινωνίας που αντιπροσωπεύει. Κυρίως μέσα από αυτήν μπορεί ο καθένας μας να πληροφορηθεί και να συναισθανθεί με τον πιο γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο τον προβληματισμό του απέναντι.

Εφόσον, δηλαδή, η τέχνη αποτελεί μια μορφή έκφρασης κι έναν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, οφείλει να επικοινωνεί ευγενή αισθήματα, σεβασμό, κατανόηση, και να μην επικρίνει το διαφορετικό, έστω και κωμικά, έστω και σε επίπεδο μικρής και αμελητέας σημασίας ή βαρύτητας. Συνεπώς, κατά αυτήν την άποψη, πρέπει να υπάρχει η πολιτική ορθότητα, το politically correct, ώστε να μην αισθάνεται καμία ομάδα στοχοποιημένη, περιθωριοποιημένη ή πως δεν τυγχάνει σεβασμού και αποδοχής.

Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέραμε και παραπάνω, η τέχνη είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Κι επειδή ακριβώς είναι ένας από τους ύψιστους τρόπους έκφρασης, δεν θα έπρεπε να υποτάσσεται σε περιορισμούς και καλούπια. Το σενάριο αυτό άλλωστε, έστω και στην υπερβολή του, θυμίζει περισσότερο καθεστώτα λογοκρισίας και δικτατορίας, στα οποία καταπνίγεται κάθε απόπειρα ελεύθερης έκφρασης ή βούλησης. Στο κάτω-κάτω της γραφής, εφόσον γίνεται λόγος για χιούμορ και τίποτα από όσα λέγονται ή γίνονται δεν έχει μεγάλη βαρύτητα, θεωρείται περιττό από τους υπέρμαχους αυτής της άποψης να τα εκλαμβάνουμε όλα ως προσβολές, υπονοούμενα, κακεντρέχειες ή μικρότητες.

Μια ακόμη σκέψη τους είναι πως από παλιά και για πολλά χρόνια υπήρχαν οι ίδιες σταθερές στο χιούμορ και όλοι ήταν ευχαριστημένοι, οπότε γιατί να αλλάξει τώρα; Αλλάζει η αίσθηση του χιούμορ; Ίσα-ίσα, θα έλεγε κανείς πως η δημιουργία μιας κωμωδίας γίνεται καλοπροαίρετα, οπότε όσοι διαφωνούν ίσως τελικά να σκέφτονται περισσότερο την αρνητική πλευρά αυτού του χιούμορ, σε σχέση με τους δημιουργούς του που απλά εκφράζουν την τέχνη τους.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, πάντα η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Αν αναλογιστούμε πως τα προηγούμενα χρόνια επικρατούσε μόνον η τελευταία άποψη, δηλαδή του να δημιουργούμε κάτι καλλιτεχνικό χωρίς να σκεφτόμαστε αν θα προσβληθεί κάποιος ή όχι, είναι επόμενο τώρα να φτάνει στο αποκορύφωμά της η αντίθετη άποψη, υπέρ του politically correct. Άλλωστε κάθε δράση συνεπάγεται μια ίση και αντίθετη αντίδραση. Το τυλιγμένο χαρτόνι πρέπει να το γυρίσεις από την αντίθετη πλευρά για να ισιώσει. Το πρόβλημα είναι πως πρέπει να περιμένουμε την ιστορία να δείξει ποια από τις δύο αυτές αντιλήψεις δύναται τελικά να επιβιώσει στη σημερινή και την αυριανή κοινωνία. Χρειάζεται να περάσει πολύς χρόνος, γιατί καμία κοινωνική αλλαγή δεν έρχεται σε ένα βράδυ.

Τι μπορούμε να κάνουμε μέχρι τότε; Δυστυχώς όχι πολλά πράγματα, αλλά νομίζω πως υπάρχει μια προσωρινή λύση. Καλό θα ήταν, λοιπόν, οποιαδήποτε πλευρά κι αν υποστηρίζουμε, να μην είμαστε απόλυτοι και να δεχόμαστε να ακούσουμε και τον απέναντι. Ακούγεται μικρό, και απλό, αλλά απ’ ότι φαίνεται είναι αρκετά δύσκολο τελικά.

Οι μεν, παραδείγματος χάρη, θα μπορούσαν να αποφεύγουν το χιούμορ που αφορά σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, εκτός ίσως αν ανήκουν και οι ίδιοι σε αυτές. Με άλλα λόγια, ας χρησιμοποιούμε το μαύρο χιούμορ μόνο για τον εαυτό μας, σε πλαίσιο αυτοσαρκασμού. Και οι δε, όμως, στον αντίποδα, δεν χρειάζεται να λιθοβολούν αμέσως οποιονδήποτε αναφέρεται με κωμικό τρόπο στο άτομό τους και την ομάδα τους. Στο τέλος-τέλος, αν ενεργεί καλοπροαίρετα, με έναν πολιτισμένο διάλογο μπορεί και να αλλάξει. Αν όμως ενεργεί κακοπροαίρετα, τι μας κάνει να πιστεύουμε πως η επίθεση και ο πόλεμος θα τον αλλάξουν;

Ας ρίξουμε λοιπόν όλοι λίγο νερό στο κρασί μας και ας πάμε παρακάτω.

Μοιράσου το:

Αγγελίνα Κατράνη

Αγγελίνα Κατράνη

Γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιά, σπουδάζω Παιδαγωγικά αλλά αγαπάω πάρα πολύ και τις Ανθρωπιστικές επιστήμες και τις Τέχνες, κυρίως το Θέατρο. Η ανάγκη μου για έκφραση εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια της εφηβείας σε ανάγκη για γράψιμο, και σήμερα είναι τρόπος ζωής. Γράφω για την κοινωνία και τον πολιτισμό. Λατρεύω να βλέπω σειρές, να τρώω γλυκά και να μιλάω με ανθρώπους με χιούμορ. Προσπαθώ να συνδυάζω ευαισθησία με δυναμισμό, γλυκύτητα με αυστηρότητα, ρομαντισμό με ρεαλισμό. Να είμαι ταυτόχρονα και ώριμη και παιδί. Μότο μου το carpe diem!

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα