Πάνε μήνες από την πρώτη φορά που η υφιστάμενη κυβέρνηση έκανε λόγο για την εισαγωγή του πολύκροτου νομοσχεδίου που αφορά στον γάμο ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία. Φρόντισε να το κυκλοφορήσει στον δημόσιο διάλογο, ώστε να καταγραφούν οι πρώτες αντιδράσεις της κοινής γνώμης και των βουλευτών, τόσο της Νέας Δημοκρατίας, όσο και των λοιπών κομμάτων.
Το πολιτικό κεφάλαιο του 41% που επισφράγισε τη δεύτερη θητεία της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, τον έχει καταστήσει πολιτικά κυρίαρχο –ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς τον κατακερματισμό του αντίπαλου δέοντος- σε σημείο, που δεν θα ήταν αδόκιμο να υποστηριχθεί πως δεν υφίσταται πολιτικό ρίσκο.
Η επικοινωνιακή στρατηγική
Δεν χωρά καμία αμφισβήτηση ότι η επιδίωξη της Κυβέρνησης να υπερψηφίσει το νομοσχέδιο που αφορά στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία, μοιάζει με μήλο της έριδος που δοκιμάζει τη σχέση του κυβερνώντος κόμματος με την (ακρο)δεξιά του βάση. Ο λόγος για τον υπουργό Επικρατείας, Μάκη Βορίδη, ο οποίος έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να υπερψηφίσει ένα τέτοιο νομοσχέδιο, ο βουλευτής Θάνος Πλεύρης, αλλά και ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς.
Τις τελευταίες βδομάδες, μέσα σε μια πυρετώδη προσπάθεια εύρεσης πολιτικών (δεξιών) προσώπων προς υπεράσπιση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και της τεκνοθεσίας, και συνεπώς, της υπερψήφισης του επικείμενου νομοσχεδίου, επιστρατεύθηκε ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος επωμιζόμενος τη μεταφορά του ζητήματος στο πιο συντηρητικό κοινό, εμφανίστηκε να διακηρύττει ότι «επί της αρχής, δεχόμαστε ότι οι ομόφυλοι συμπολίτες μας έχουν τα ίδια δικαιώματα με όλους μας».
Καθόσον, όμως, η Κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να κατευνάσει τις σφοδρές αντιδράσεις, ο Πρωθυπουργός, αξιοποιώντας τις δηλώσεις του Κασσελάκη, προχώρησε σε διευκρινίσεις, σύμφωνα με τις οποίες το επικείμενο νομοσχέδιο δεν θα προβλέπει τη δυνατότητα παρένθετης κύησης, διαφοροποιώντας, με αυτόν τον τρόπο, την Κυβέρνηση από την πολιτική γραμμή της αντιπολίτευσης, που είναι πιο «ακραία» και η ίδια δεν συμμερίζεται. Η κυβερνητική γραμμή επικοινωνίας, με στόχο να ελαχιστοποιήσει το όποιο πολιτικό κόστος, φροντίζει να τονίζει ότι ο εν λόγω νόμος αφορά σε μια συγκεκριμένη ομάδα, χωρίς να προκαλεί ζημία και να θίγει κάποια άλλη κατηγορία πολιτών.
Μερικές σκέψεις
Ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στην ΕΡΤ δήλωσε ότι «πάντα οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο γίνονταν από την κεντροαριστερά και κατά κανόνα η κεντροδεξιά ήταν πίσω από τις εξελίξεις». Στόχος της παραδοχής αυτής είναι να τονιστεί η πρωτοποριακή κίνηση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, να νομοθετήσει το θέμα της ισότητας στον γάμο. Άλλωστε, ανέκαθεν ο Πρωθυπουργός δήλωνε φιλελεύθερος και σημειωτέον, είχε υπερψηφίσει και το σύμφωνο συμβίωσης το 2015, κατά την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Παρόλα αυτά, η υπερψήφιση ενός τέτοιου νομοσχεδίου δεν θα έπρεπε να θεωρείται… υπερβατική καινοτομία, κατά τον ίδιο τρόπο που ένα κομμουνιστικό κόμμα θα αντιτασσόταν σε ένα νομοσχέδιο που αφορά στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, με βάση το πολιτικό του δόγμα περί κοινωνικό συμφέρον και επί ίσοις όροις προσβάσιμη εκπαίδευση. Κι αυτό γιατί εν προκειμένω, αυτό που διακυβεύεται είναι ζήτημα επέκτασης της έννοιας της «ισότητας», η οποία δεν είναι απλώς μια αξία ανάμεσα σε άλλες, αλλά η αρχή της πολιτικής μας ύπαρξης.
Είναι αλήθεια ότι τα στερεότυπα που έχουν παγιωθεί μέσα μας προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την επίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και από μηνύματα που ο κόσμος λαμβάνει χρόνια και συνεπώς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αμφισβητήσει τώρα. Ο ρόλος των στερεοτύπων είναι, στην πραγματικότητα, να απλοποιήσουμε τον κόσμο και να τον καταλάβουμε, βάζοντας αυτόν και τις κοινωνικές συμπεριφορές των ανθρώπων γύρων μας σε ευανάγνωστα κουτάκια. Με άλλα λόγια, αυτές οι πυρηνικές πεποιθήσεις που μας κατατρέχουν, δηλαδή οι σχηματισμένες από πριν γνώμες και αντιλήψεις μάς καθιστούν δύσκολο να ξεπεράσουμε τα κουτάκια στα οποία έχουμε εναποθέσει τις απόψεις μας και με τις οποίες αισθανόμαστε πολύ άνετοι, γιατί για χρόνια, ήταν ο μόνος σωστός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμασταν τον κόσμο.
Έπαψαν, άραγε, τα ετερόφυλα ζευγάρια να συνάπτουν γάμους από τότε που θεσπίστηκε το σύμφωνο συμβίωσης; Ή θα γίνει η Ελλάδα ένα έθνος ομοφυλόφιλων εφόσον νομιμοποιηθεί ο πολιτικός γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών;
Όσοι τάσσονται κατά αυτού του νομοσχεδίου διακηρύσσουν συχνά ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς τείνουν να σημειώνουν χειρότερες επιδόσεις, συγκριτικά με τα παιδιά ετερόφυλων ζευγαριών. Παρόλα αυτά, ολοένα και αυξάνονται οι έρευνες (ενδεικτικά η ανασκόπηση της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας), που αποδεικνύουν ότι τα παιδιά ομοφυλόφιλων γονέων δεν μειονεκτούν σε οποιαδήποτε πτυχή της ζωής τους, ούτε αναπτύσσουν οποιαδήποτε αρνητική επιρροή στη συναισθηματική, κοινωνική ή σεξουαλική τους ανάπτυξη.
Ένα δεύτερο επιχείρημα που επικαλούνται οι αρνητές του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων και της τεκνοθεσίας συμπυκνώνεται στη φράση «ένα παιδί για να μεγαλώσει θέλει τη μητέρα και τον πατέρα του». Μια άποψη, συντηρητική, που έχει επίσης της ρίζες της στην Εκκλησία ή στην πεποίθηση ότι κάθε φύλο συμβάλλει μοναδικά στην ανάπτυξη ενός παιδιού. Τέτοιες απόψεις έχουν διαμορφώσει θεωρίες του περασμένου αιώνα. Η επιστημονική, εμπειρική –κι όχι αμιγώς θεωρητική- έρευνα των καιρών μας καταρρίπτει τη φροϋδική θεωρία που, σύμφωνα με την οποία η ταύτιση με τον ομόφυλο γονέα είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου.
Η αλήθεια είναι ότι σημασία έχουν οι γονεϊκές δεξιότητες έναντι του γονεϊκού φύλου. Η αλήθεια είναι ότι η στέρηση από τα ομοφυλόφιλα άτομα του δικαιώματος σύναψης γάμου δεν αφορά μόνο σε μια πράξη διάκρισης, αλλά ταυτόχρονα επιδρά στη ψυχική τους υγεία, την ευημερία, την κοινωνική τους κινητικότητα και στερεί από αυτούς δικαιώματα νομικού, οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα.
Είναι πια καιρός να ξεπεράσουμε τις λογικές ομοιομορφίας και επιβολής ενός συγκεκριμένου προτύπου για τη μορφή της οικογένειας. Όχι επειδή οι συνθήκες είναι «ώριμες». Οι συνθήκες δεν θα είναι ποτέ ώριμες, όπως δεν ήταν σε καιρούς που έγιναν αντίστοιχες «ρηξικέλευθες» ρυθμίσεις: το 1952, όταν θεσπίστηκε το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, το 1982, έτος νομιμοποίησης του πολιτικού γάμου και μια χρονιά αργότερα, το 1983, όταν έπαψε να ισχύει ο νόμος που ήθελε τις γυναίκες να αποκτούν το επώνυμο του συζύγου τους μετά τον γάμο. Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις, όμως, θεωρούνται πια αυτονόητες.