Στη ζωή του ο άνθρωπος, προκειμένου να αντιμετωπίσει ή καλύτερα να συμβιώσει με την ιδέα της ύπαρξης αστάθμητων παραγόντων, έχει ανάγκη μία μεταφυσική εξήγηση, μία ανώτερη δύναμη που αφενός δεν μπορεί να αντικρίσει, αφετέρου όμως αισθάνεται έντονα την παρουσία της κι ας μην μπορεί να την καταλάβει, γιατί ο εναγκαλισμός με την ιδέα ότι όλα “βρίσκουν τελικά το δρόμο τους” είναι μία αναγκαία προσπάθεια συμφιλίωσης με τη θνητότητα του, μία απόπειρα να αποδεχτεί την κατωτερότητα του σε σχέση με τη φύση, με τον κόσμο, με την ίδια τη χαοτική ζωή του που αν δεν επικρατούσε αυτή η σύγχυση και η βαβούρα, η ησυχία θα πλάκωνε τις σκέψεις του και μαζί το θνητό του σώμα και έτσι θα ένιωθε ακόμη μικρότερος.
Γιατί αυτό το χάος, μολονότι δε παραδέχεται ότι ταυτίζεται με τη ζωή του και χωρίς εκείνο η ύπαρξη του θα έφευγε όπως τα φύλλα των δέντρων χάνονται με τον φθινωπορινό άνεμο, είναι αυτό που ποθεί και ταυτόχρονα φοβάται περισσότερο από όλα: είναι υπέροχα τρομακτικό να παραδέχεσαι ότι υπάρχουν παράγοντες που εσύ δεν ελέγχεις όμως αυτοί ελέγχουν τη ζωή σου, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα μήτε για να τους σταματήσεις μήτε για να επιταχύνεις τη δράση τους.
Δεν μπορείς να τους χρησιμοποιήσεις υπέρ σου – δεν ξέρεις ποιοι είναι- δεν μπορείς να προφυλαχτείς για τις συνέπειες τους -δεν ξέρεις την αλκή που κρύβουν-. Και το κυριότερο: δεν γνωρίζεις αν η κατάσταση στην οποία βρέθηκες “κατά λάθος” είναι αυτή που θα σε οδηγήσει στην ευτυχία ή θα σε πετάξει ξαφνικά στο πάτωμα σαν το φύλλο που πέφτει βίαια στο χώμα όταν ο αέρας σταματά αιφνιδιαστικά. Το ερώτημα είναι: πρόκειται για έναν αέρα που θα σε οδηγήσει σταθερά εκεί που ποθείς και αν ναι, θα έπρεπε όντως να σε οδηγήσει σταθερά εκεί που ελπίζεις να πας;
Πόσο σίγουροι είμαστε πως γνωρίζουμε τι ποθούμε πραγματικά; Πως ξέρουμε ότι δεν θέλουμε να χάσουμε το τελευταίο κτελ για την επιστροφή μας σπίτι και να μείνουμε χωρίς σχέδια και ελπίδα σε ένα ξένο μέρος μέχρι το επόμενο πρωί; Ποιος μπορεί να μας εγγυηθεί ότι το “σωστό” είναι να τρέξουμε να προλάβουμε το λεωφορείο και ότι το χάος που θα προκληθεί αν εν τέλη δεν τα καταφέρουμε θα προσθέσει στη ζωή μας αυτό που δεν γνωρίζαμε ότι χρειαζόμασταν αλλά πλέον δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε χωρίς;
Η θεωρία του χάους στηρίζει τους πυλώνες της ζωής μας σε αστάθμητους εξωγενείς παράγοντες και ‘μεις βλέπουμε αυτό το οικοδόμημα να στηρίζεται σε ασταθείς κολώνες, η επιβίωση των οποίων εξαρτάται αποκλειστικά από τη δύναμη του αέρα. Στεκόμαστε αμέτοχοι και ακίνητοι να αντικρίζουμε τη ζωή μας να διαμορφώνεται από “ασήμαντες” στιγμές, διαπιστώνουμε πως μικρές αόρατες κλωστές “κινούν” τα γεγονότα και γεννούν τις αναμνήσεις μας χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε την προέλευση ή την υπαιτιότητα τους.
Μήπως όμως, αν αποδεχτούμε κάτι τέτοιο, αποδεχόμαστε την απόλυτη αδυναμία του ανθρώπου να διαμορφώσει τη ζωή του; Υπό αυτό το πρίσμα, η θεωρία του χάους εμμέσως καθιστά τον άνθρωπο μαριονέτα των συνθηκών και επιβεβαιώνει την μεγαλύτερη ανασφάλεια του: πως ό,τι και να επιδιώξει, όποια και όση προσπάθεια κι αν καταβάλει, η ζωή του θα καθοριστεί από το εισιτήριο που έχασε, από την πτήση που ακυρώθηκε, από τη δουλειά που δεν πρόλαβε, από μία και μόνο απλή απόφαση, που δεν θα μπορούσε κανείς εκείνη τη στιγμή να συνειδητοποιήσει την επιρροή που έχει και την αξία που θα αποκτήσει.
Υπό αυτό το πρίσμα καταλήγουμε να αποδεχόμαστε τη ρευστότητα της ζωής που πολλές φορές δεν εξαρτάται ούτε από δικές μας τυχαίες αποφάσεις και στιγμές αλλά από κάτι που ποτέ δεν θα δεις μα πάντα θα αισθάνεσαι: πεπρωμένο, μοίρα, τύχη, χάος. Διότι αν κάποιος αναλογιστεί τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του, τους ανθρώπους που γνώρισε και τις εμπειρίες που έπλασε, η συντριπτική πλειοψηφία ξεκινάει από μία απλή σύμπτωση, μία αυθόρμητη συγκυρία, ένα “λάθος”, μια παράλειψη και έτσι μια τυχαία γνωριμία γίνεται το φιλί της ζωής σου και ένα τυχαίο γεγονός το πεπρωμένο σου.
Είναι ανακουφιστική η ιδέα ότι ο καθένας προορίζεται για κάτι, ότι στο τέλος όλοι θα αποκτήσουν την έκφανση της ευτυχίας που τους αρμόζει. Είναι όμως τρομακτικό πως η κατάκτηση αυτής της ευτυχίας όχι μόνο εξαρτάται από παράγοντες που δεν ελέγχουμε άμεσα αλλά και ότι αυτοί οι παράγοντες εξαρτώνται εμμέσως από δικές μας συμπεριφορές που όσο κι αν αναλύσουμε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να διαπιστώσουμε εκ των προτέρων την έκβαση τους.
Τι γίνεται λοιπόν με το χάος; Είναι “σωστό” να αφεθείς στη δύναμη του, να παραδώσεις κάθε προσπάθεια στο βωμό της τύχης και να προσεύχεσαι για το καλύτερο; Όποιος αντιλαμβάνεται υπό αυτή την οπτική τη θεωρία του χάους πλανάται οικτρά, διότι η ζωή αποκτά το δικό της χάος μόνο όταν ο άνθρωπος καταγίνεται σε αγώνες και υπόκειται σε εμπειρίες με βάση τη λογική και την καρδιά του.
Για να “συμφιλιωθείς” λοιπόν με το χάος, ίσως πρέπει να κοιτάξεις κατάματα το αχανές πλάνο και να αποδεχτείς αφενός ότι για να βρεις την άκρη του νήματος πρέπει να χαθείς μέσα στο κουβάρι και αφετέρου ότι οι τυχαίες σπασμωδικές κινήσεις σου μέσα σε αυτό είναι που θα καθορίσουν με πια κλωστή θα καταλήξεις στο τέλος!