Τα βραβεία Όσκαρ τελείωσαν όσο αδιάφορα ξεκίνησαν κι αυτό γιατί, όπως συμβαίνει σχεδόν κάθε χρόνο με φωτεινή εξαίρεση το 2020, χρονιά των «Παρασίτων», άφησαν πολλές σπουδαίες ταινίες στην απέξω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το εξαιρετικό “Decision to leave” του Park Chan Wook για το οποίο μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο της Άννας Μπαλή εδώ αλλά και η ταινία στην οποία είναι αφιερωμένο το παρόν άρθρο,”Aftersun” της Charlotte Wells, που κέρδισε μόνο μια υποψηφιότητα για α’ ανδρικό ρόλο αποδίδοντας μεν δικαίως τα εύσημα στον Paul Mescal για τη συγκλονιστική του ερμηνεία, αλλά παραγκωνίζοντας μια σπουδαία στο σύνολό της ταινία.
Το “Aftersun” λοιπόν, είναι η ταινία της χρονιάς μου, η οποία ανεξαρτήτως βραβείων που ούτως ή άλλως στον χώρο του κινηματογράφου πληθαίνουν- ακόμα κι αν δεν πάρεις Όσκαρ υπάρχει πιθανότητα να πάρεις Bafta ή Critic’s Choice Award- έμεινε στην καρδιά του κοινού της. Κι όπως έχουμε πει επανειλημμένα και θα συνεχίσουμε να το λέμε, αυτό είναι το μόνο που μετράει.
Η σκηνοθέτης Charlotte Wells στο ντεμπούτο της, επιλέγει να γυρίσει στο παρελθόν της, στις τελευταίες της διακοπές με τον πατέρα της και να μετουσιώσει τις αναμνήσεις της σε τέχνη.
Ένα απροσδιόριστο καλοκαίρι ίσως στα 90’s, σε ένα τουριστικό θέρετρο κάπου στις ακτές της Τουρκίας. Οι Σκωτσέζοι Calum (Paul Mescal) και Sophie (Frankie Corio), πατέρας και κόρη, περνούν μαζί ένα μικρό διάστημα των διακοπών τους λίγο πριν η τελευταία επιστρέψει στο σχολείο. Η ταινία δεν έχει κάποιου είδους αφήγηση και έτσι οτιδήποτε μαθαίνουμε για αυτούς το μαθαίνουμε από τις μεταξύ τους συζητήσεις.
Οι δυο τους λοιπόν, φαίνεται να μην ζουν στην ίδια πόλη, καθώς η Σόφι μένει με τη μητέρα της στο Εδιμβούργο, ενώ ο Κάλουμ συγκατοικεί αλλάζοντας δουλειές στο Λονδίνο. Παρά τον λίγο κοινό τους χρόνο, η μεταξύ τους οικειότητα είναι εμφανής από την πρώτη στιγμή: με το που μπαίνουν στο λεωφορείο για το ξενοδοχείο τους αποκτούν το πρώτο inside joke τους κοροϊδεύοντας την ξεναγό τους.
Όσα μπορώ να πω για την πλοκή φτάνουν μέχρι εδώ. Όχι γιατί υπάρχουν spoilers αλλά γιατί η συνέχεια της ταινίας δεν έχει πλοκή αλλά αντιθέτως απαρτίζεται από απλά περιστατικά, ευχάριστα ή δυσάρεστα ,που συμβαίνουν σε αυτές τις διακοπές, ενώ πολλά από αυτά είναι απαθανατισμένα από μία βιντεοκάμερα.
Το πρώτο της φιλί, μια βραδιά καραόκε, καταδύσεις με τον Κάλουμ, ένα μαγαζί με χειροποίητα χαλιά και ένα αρχαίο θέατρο είναι στιγμιότυπα μεμονωμένα, που έχει συγκρατήσει η Σόφι από το χρονικό αυτό διάστημα με τον πατέρα της,ο οποίος προσπαθεί να είναι εκεί για εκείνη, και πέρα από τα επιφανειακά, όπως το να φροντίζει να μην καεί ποτέ από τον ήλιο (εξ’ού και ο τίτλος της ταινίας), παλεύει ώστε αυτές τις λίγες μέρες, να της προσφέρει τον καλύτερο του εαυτό. Προσπάθεια αξιοσημείωτη, γιατί ο Κάλουμ βιώνει κατάθλιψη και αυτοκτονικές τάσεις: αυτό συνάγεται από πολλά στοιχεία στην ταινία.
Η μόνιμη αναζήτηση για παράδειγμα του νοήματος της ζωής, μέσω του tai chi αλλά και των αμέτρητων βιβλίων που κουβάλησε μέχρι την Τουρκία, η ευθεία παραδοχή στον εκπαιδευτή των καταδύσεων “I’m surprised I made it till 30”, τα αλλεπάλληλα ξεσπάσματά του, είτε μπροστά, είτε κρυφά από την κόρη του. Η σκηνή που κυριολεκτικά σπαράζει ανακαλύπτοντας ότι η Σόφι έχει πάντα μαζί της τα γράμματα και τις καρτ ποστάλ που τις στέλνει αυτός τον χειμώνα, είναι σίγουρα αυτή που αναδεικνύει το υποκριτικό μεγαλείο του Paul Mescal.
“Τhis is our last dance”
Όταν τελικά οι δυο τους αποχαιρετιούνται στο αεροδρόμιο δεν ξέρουμε αν θα ξανασυναντηθούν. Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, αυτό τουλάχιστον υπονοείται με τη χρήση του “under pressure” των Queen και David Bowie στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ένα από τα ομολογουμένως πιο αριστουργηματικά κλεισίματα ταινιών τα τελευταία χρόνια, και ίσως η πιο τρανταχτή απόδειξη της αδικίας των Όσκαρ που δεν το περιέλαβε καν ως υποψηφιότητα για τη σκηνοθεσία.
To τραγούδι δεν ολοκληρώνεται ποτέ, δίνοντας μας την αίσθηση του ημιτελούς για τους δύο πρωταγωνιστές.
Η φράση “under pressure” δεν ακούγεται επίσης ποτέ. Γιατί άλλωστε να ακουστεί; Παρά τις δύσκολες στιγμές του Κάλουμ, οι διακοπές των δυο τους παραμένουν διακοπές: ανέμελες και ξέγνοιαστες, μια απόπειρα να ξεχάσεις τις έγνοιες του υπόλοιπου χρόνου και να χαθείς στον ήλιο και τη θάλασσα.
Τη δεύτερη φορά που είδα το Aftersun πήγα με την αδερφή μου, η οποία για λίγο κοιμήθηκε ώστε μετά να αισθανθεί άσχημα που δεν είδε ολόκληρη την ταινία για την οποία με τόση αγάπη της μίλησα. Ωστόσο, πέρα από το ότι έχω απενοχοποιήσει πλήρως τον ύπνο στο σινεμά, της είπα ότι είναι κατεξοχήν ταινία για να κοιμάσαι. Δηλαδή, για τον θεό, με μια σκηνή τριών λεπτών με τη Σόφι να κοιμάται (η οποία προκάλεσε το φοβερό αποτέλεσμα -και τις δύο φορές που πήγα- το κοινό στην αίθουσα να προσπαθεί να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερη ησυχία) αν είσαι και κουρασμένος, δεν έχεις πολλά περιθώρια. Και στην ουσία της άλλωστε, είναι η ταινία που θα κάνει να νιώσεις τόσο οικεία, επικοινωνώντας με εικόνες που μπορεί να ανήκουν και σε δικά σου παρελθοντικά καλοκαίρια.
Είχα λανθασμένα την ταμπέλα «ταινία της χρονιάς» συνδεδεμένη με την έννοια ενός υπερθεάματος. Μην πάτε να δείτε το Aftersun με τέτοιες προσδοκίες.
Γιατί φέτος στην ταινία της χρονιάς είναι πιο απλά τα πράγματα: πιο απλά, πιο ειλικρινή, πιο τρυφερά. Γιατί αρκείται στις αναμνήσεις μιας σχέσης, σε ό,τι έχει μείνει στον καθένα από τις διακοπές των παιδικών του χρόνων. Σε στιγμιότυπα θολά όσο οι εικόνες της βιντεοκάμερας της Σόφι.