3 Σεπτεμβρίου 2020
Ο Damir Skomina σφυρίζει για τελευταία φορά στο Ντα Λουζ της Λισαβώνας. Ο ηλεκτρονικός πίνακας δεν λέει ψέματα. Η Μπαρτσελόνα έχει μόλις διασυρθεί από την Μπάγερν Μονάχου με το εκκωφαντικό 2-8 για τα προημιτελικά του Champions League. Μία από τις πιο μαύρες –αν όχι η πιο μαύρη- σελίδες στην ιστορία της ομάδας της Βαρκελώνης γράφτηκε το βράδυ της 14ης Αυγούστου 2020. Τα οχτώ γκολ σόκαραν. Η εικόνα της Μπαρτσελόνα το ίδιο. Γιατί φτάσαμε εκεί; Τι οδήγησε σε αυτό το διασυρμό; Γιατί ο Lionel Messi εξέφρασε την επιθυμία να αποχωρήσει; Γιατί η Μπαρτσελόνα θυμίζει ναρκοπέδιο; Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους οι Καταλανοί βρίσκονται στην πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας τους.
Πολλά λεφτά χωρίς αντίκρυσμα
Η τελευταία κατάκτηση της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης από την Μπαρτσελόνα χρονολογείται στο 2015. Τότε, η παρέα του Messi, του Νeymar και του Suarez, το περίφημο MSN, επιβλήθηκε της Γιουβέντους στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου με 3-1.
Από εκείνο το καλοκαίρι, μέχρι και το καλοκαίρι του 2019, οι Καταλανοί έχουν ξοδέψει σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ευρώ για μεταγραφές. Ένα δισεκατομμύριο στον κάλαθο των αχρήστων. Τα πιο πολλά από αυτά τα χρήματα δόθηκαν για παίκτες που απέτυχαν παταγωδώς. Arda Turan, Paco Alcácer, André Gomes είναι μόνο κάποιοι από τους παίκτες, για τους οποίους δαπανήθηκαν πολλά λεφτά και δεν προσέφεραν το παραμικρό. Ο Ousmane Dembélé αποκτήθηκε έναντι 138 εκατομμυρίων από την Ντόρτμουντ με την ελπίδα να εξελιχθεί στο μελλοντικό ηγέτη της ομάδας. Μέχρι σήμερα έχει δείξει μία έντονη αδυναμία στα βιντεοπαιχνίδια και το πρόχειρο φαγητό, έχοντας υποπέσει σε σωρεία πειθαρχικών παραπτωμάτων, σε ένα κρεσέντο ανωριμότητας και επιπολαιότητας. Ο Antoine Griezmann κόστισε 120 εκατομμύρια το περσινό καλοκαίρι. Ο Γάλλος Παγκόσμιος Πρωταθλητής και MVP στα γήπεδα της Ρωσίας το 2018 δεν έχει βρει το ρόλο του στους Καταλανούς. Στην πρώτη του χρονιά στο Camp Nou οι καλές στιγμές ήταν λίγες, οι κακές πολύ περισσότερες. Ούτε ο Ernesto Valverde, ούτε ο Quique Setien μπόρεσαν να αξιοποιήσουν τις ικανότητες και το ταλέντο του. Και εδώ έρχεται το ερώτημα. Μήπως ο Griezmann ήταν πολυτέλεια μη αναγκαία; Μήπως το σκεπτικό της απόκτησής του ήταν λανθασμένο; Ο Philippe Coutinho κόστισε το εξωπραγματικό ποσό των 145 εκατομμυρίων ευρώ το 2018. Σήμερα, είναι δανεικός στη Μπάγερν. Οι ομοιότητες των δύο περιπτώσεων είναι εμφανείς. Δύο ποδοσφαιριστές, πρωταγωνιστές στις προηγούμενες ομάδες τους, με περίσσιο ταλέντο και πολλές φιλοδοξίες, δεν κατάφεραν να κάνουν τη διαφορά στη Μπαρτσελόνα.
Την ίδια στιγμή, η άμυνα των Καταλανών παραπαίει, θυμίζει παιδική χαρά. Καμία συνοχή, καμία συνεννόηση, μόνο τέσσερις παίκτες να περιφέρονται σαν φαντάσματα, όποιοι κι αν παίζουν. Κανείς όμως, δεν έχει ενδιαφερθεί για την στελέχωση της αμυντικής γραμμής με παίκτες ικανούς να σηκώσουν το βάρος της φανέλας. Ένα παράδειγμα της σύγχυσης που επικρατούσε και επικρατεί ήταν ο δανεισμός του Jeison Murillo, μίας από τις ελάχιστες κινήσεις με στόχο τη βελτίωσης της αμυντικής λειτουργίας, το Γενάρη του 2019. Στους 6 μήνες παραμονής του στο Camp Nou, ο Κολομβιανός πραγματοποίησε μόλις 4 εμφανίσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταγραφών των τελευταίων χρόνων αφορά παίκτες που αγωνίζονται σε θέσεις της επίθεσης, εκεί που δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πρόβλημα δημιουργίας και εκτέλεσης.
Oι σχέσεις παικτών – διοίκησης
Ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα στην Μπαρτσελόνα των τελευταίων χρόνων είναι οι σχέσεις, ή μάλλον η ανυπαρξία αυτών, ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές της ομάδας και τη διοίκηση. Ο πρόεδρος Josep Maria Bartomeu ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την ευημερία και την πρόοδο του συλλόγου. Πιο πολύ ασχολήθηκε με τη διατήρηση της δημοτικότητάς του σε υψηλά επίπεδα, παρά με τα πραγματικά και υπαρκτά θέματα του συλλόγου. Τον περασμένο Φεβρουάριο βρέθηκε να είναι ο αρνητικός πρωταγωνιστής σε ένα πρωτοφανές σκάνδαλο. Όπως αποκάλυψε γνωστός ραδιοφωνικός σταθμός, ο Bartomeu είχε προσλάβει μία εταιρεία, η οποία λοιδορούσε τους ποδοσφαιριστές της ομάδας, πρώην και νυν, καθώς και διάφορους αντιπάλους του για την προεδρία του συλλόγου, με στόχο την αυτοπροβολή του.
Η κατάσταση είχε ήδη εκτραχυνθεί το καλοκαίρι του 2019, μετά την αδυναμία της διοίκησης να φέρει πίσω στο Camp Nou το Neymar, καλό φίλο του Lionel Messi. Η απάθεια και η αδιαφορία του ισχυρού άνδρα των Καταλανών ώθησαν τον Αργεντινό να εκφράσει την επιθυμία να ψάξει αλλού το ποδοσφαιρικό του μέλλον. Ο Αργεντινός σούπερ σταρ, όντας πλέον κουρασμένος ψυχολογικά από την αδυναμία του συλλόγου να βρει την απαραίτητη ηρεμία θέλει μία νέα πρόκληση, ένα ποδοσφαιρικό περιβάλλον που θα του προσφέρει τη δυνατότητα να ασχολείται μόνο με το ποδόσφαιρο.
Κεφάλαιο Masia
Η Μπαρτσελόνα ήταν ανέκαθεν μία ομάδα που έδινε βάση στην προώθηση και αξιοποίηση παικτών από τα σπλάχνα της. Ο μεγάλος Johan Cruijff πρώτα ως παίκτης και έπειτα ως προπονητής ήταν αυτός που άλλαξε την ιστορία της ομάδας. Υπό τη μαεστρική του καθοδήγηση και χάρις στην ποδοσφαιρική του ευφυΐα, οι ακαδημίες των Καταλανών εξελίχθηκαν στις κορυφαίες του κόσμου, με στόχο όχι μόνο την αμιγώς αθλητική πρόοδο, αλλά και την ανατροφή ανθρώπων με αξίες και σωστή νοοτροπία. Παίκτες που γαλουχήθηκαν με βάση τις αρχές και τα ιδανικά του συλλόγου και οι οποίοι διέπρεψαν ή διαπρέπουν με την φανέλα των Καταλανών.
Είναι χαρακτηριστικό πως στον τελικό του Champions League το 2009, η Μπαρτσελόνα παρατάχθηκε με 7(!) παίκτες και προπονητή προερχόμενους από τις ακαδημίες. Victor Valdes, Gerard Pique, ο αρχηγός Carles Puyol, Sergio Busquets, Xavi, Andres Iniesta Lionel Messi και Pep Guardiola στην άκρη του πάγκου οδήγησαν την Μπάρτσα στην κορυφή της Ευρώπης απέναντι στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Εκείνη η ομάδα με το περίφημο «tiki-taka» μάγεψε τους απανταχού ποδοσφαιρόφιλους και μνημονεύεται ακόμη και σήμερα ως η κορυφαία όλων από πολλούς. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει σοβαρό θέμα στην προώθηση νεαρών παικτών. Κανείς δε ζήτησε να «βγάζουν» οι ακαδημίες Iniesta, Xavi και Messi κάθε χρόνο. Εξάλλου, αυτό είναι ποδοσφαιρικά αδύνατο. Είναι όμως εξωφρενικό μία ομάδα με τόσο μεγάλη ιστορία στην παραγωγή ταλέντων να αδυνατεί ή ακόμη και να αδιαφορεί για τις ακαδημίες. Μοναδική εξαίρεση ο Ansu Fati, ο οποίος άρχισε δειλά-δειλά να παίρνει ευκαιρίες με την πρώτη ομάδα και να γίνεται κομμάτι του βασικού «κορμού».
Παίκτες – σημαίες που πρέπει να φύγουν
Βασικά, αυτή η κατηγορία αφορά τους Pique και Busquets. Ειδικά τον πρώτο. Πρόκειται για δύο παίκτες, οι οποίοι προσέφεραν πολλά όλα αυτά τα χρόνια. Προερχόμενοι και οι δύο από τη Masia υπήρξαν στυλοβάτες της ομάδας για αρκετές αγωνιστικές περιόδους. Ήταν παρόντες σε όλες τις μεγάλες επιτυχίες του συλλόγου. Υπήρξαν καθοριστικοί στο πλάνο του εκάστοτε προπονητή και δύο εξέχουσες προσωπικότητες στα αποδυτήρια. Κάποτε. Πλέον έχουν χάσει τη λάμψη τους, αδυνατούν να βοηθήσουν σε ουσιαστικό επίπεδο. Ο Pique πιο πολύ μιλάει, παρά παίζει. Δεν είναι κακό ότι μιλάει. Καλά κάνει. Και ο Ramos μιλάει. Αλλά ο Ramos φροντίζει να αποδεικνύει με κάθε ευκαιρία γιατί θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αμυντικούς όλων των εποχών. Είναι μία ηγετική παρουσία στα αποδυτήρια της Ρεάλ, αυτός που κανένας δεν τολμάει να αμφισβητήσει. Αντίθετα, ο Pique γκρινιάζει συνεχώς, λαϊκίζει με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, για τα πάντα. Μία του φταίει η Μαδρίτη, μία η Ισπανία που καταπιέζει την Καταλονία και πάει λέγοντας. Μέσα στο γήπεδο όμως, θυμίζει παλαίμαχο. Ένα αργό, δυσκίνητο, αγύμναστο βαρίδι. Αδυνατεί να καθοδηγήσει την άμυνα, όπως έκανε κάποτε ο τεράστιος Carles Puyol, συμπαίκτης και μέντοράς του. Είναι μία ανοικτή πληγή στην αμυντική λειτουργία της Μπαρτσελόνα και το χειρότερο είναι ότι παρασύρει και τον εκάστοτε παρτενέρ του, είτε αυτός λέγεται Umtiti, είτε Lenglet.
Το ίδιο βαρύς είναι και ο Busquets. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο που απαιτεί ταχύτητα και ένταση, παίκτες όπως ο Busquets δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Όταν είχε μπροστά του τον Xavi και τον Iniesta, οι οποίοι επωμίζονταν το μεγαλύτερο φορτίο για την ανάπτυξη του παιχνιδιού και τη δημιουργία φάσεων, έκανε συγκεκριμένα πράγματα. Η έλλειψη ταχύτητας και η νωχελικότητά του δεν φαίνονταν, λόγω της ποιότητας και ευφυΐας των δύο προαναφερθέντων. Πλέον δεν μπορεί να βοηθήσει. Είναι καιρός να ανοίξει χώρο για τον Frenkie De Jong να παίξει στη θέση, στην οποία τον θαυμάσαμε στον Άγιαξ.
Έλλειψη ανταγωνισμού στην Ισπανία
Μπορεί να ακούγεται παράλογο, αλλά είναι μία πραγματικότητα. Η Μπαρτσελόνα κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 2018 και του 2019 με διαφορά 14 και 11 βαθμών από τη δεύτερη Ατλέτικο. Δύο «ξεκούραστες» κατακτήσεις, που μπορεί να μεγάλωσαν την τροπαιοθήκη του συλλόγου, αλλά έκαναν κακό στην προσπάθεια των Καταλανών να φτάσουν στην κατάκτηση του Champions League. Σε όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά παιχνίδια, εμφανίστηκαν απροετοίμαστοι, τόσο από ψυχολογικής, όσο και από αγωνιστικής πλευράς. Μέχρι το φετινό πρωτάθλημα της Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα είχε ξεχάσει την έννοια του εγχώριου ανταγωνισμού. Η αδυναμία της Ατλέτικο και κυρίως της Ρεάλ να προβάλλουν αντίσταση έκρυψε κάτω από το χαλάκι τα προβλήματα της ομάδας, που ποτέ δεν έψαξε την εξέλιξη, τη βελτίωση, αλλά επαναπαύτηκε, έμεινε στάσιμη και το πλήρωσε.
Και το 2018, αλλά και το 2019, η Μπάρτσα γνώρισε οδυνηρούς αποκλεισμούς στο Champions League. Το 2018 για τα προημιτελικά, αν και είχε νικήσει με 4-1 στο πρώτο παιχνίδι, στη ρεβάνς γνώρισε την ήττα με 3-0 από τη Ρόμα, με το τρίτο γκολ να έρχεται από κεφαλιά του Κώστα Μανωλά. Έναν χρόνο αργότερα, αυτή την φορά για τα ημιτελικά, ηττήθηκε με 4-0 στο Anfield από τη Λίβερπουλ, αν και είχε νικήσει με 3-0 στον πρώτο αγώνα. Μία Λίβερπουλ που κατέβηκε χωρίς Mane και Salah, μόνο με τον Firmino από τους τρεις της επίθεσης, με τον φανερά λίγο για αυτό το επίπεδο Xherdan Shaqiri –ο οποίος έτρεμε σε όλο το ματς- και τον φιλότιμο Divock Origi που όμως πέτυχε δύο γκολ. Χαρακτηριστικό της έλλειψης συγκέντρωσης και προσήλωσης είναι η ολιγωρία όλης της ομάδας στο τέταρτο γκολ του Βέλγου, έπειτα από κόρνερ του Arnold. Μετά και τον αποκλεισμό από τη Λίβερπουλ τα καμπανάκια του 2018 έγιναν καμπάνες, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Εντός Ισπανίας, δεν χρειάστηκε ποτέ να «πατήσει» γκάζι, δεν ένιωσε να απειλείται. Υπήρχε πάντα η άνεση που μετατράπηκε σε εφησυχασμό και έπειτα σε ρουτίνα, η οποία και «πλήγωσε» την ανταγωνιστικότητα της ομάδας στο Champions League.
Κεφάλαιο προπονητής
Κανένας εκ των τελευταίων δύο προπονητών δεν κατάφερε να προσδώσει νέα στοιχεία στο παιχνίδι της Barcelona. Ο Ernesto Valverde, πρώην προπονητής του Ολυμπιακού και της Αθλέτικ Μπιλμπάο, οδήγησε την ομάδα σε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα, αλλά ποτέ δεν ένιωσε άνετα. Σε αρκετές περιπτώσεις δέχθηκε τα αρνητικά σχόλια των φίλων των Καταλανών, λόγω του όχι και τόσο θεαματικού στιλ ποδοσφαίρου που επέλεξε να ακολουθεί. Ήταν υπεύθυνος για τους δύο αποκλεισμούς από Ρόμα και Λίβερπουλ, παρέμεινε στη θέση του και τις δύο χρονιές, βρέθηκε πολλές φορές στην πόρτα της εξόδου, αλλά έπρεπε να περάσουν σχεδόν τρία χρόνια, για να γίνει κατανοητό ότι έπρεπε να φύγει. Η επιλογή του διαδόχου του ήταν το λιγότερο ακατανόητη και φανέρωσε πανικό, αμηχανία και απόγνωση. Από ονόματα όπως ο Mauricio Pocchetino, η διοίκηση Bartomeu κατέφυγε στη λύση του Quique Setien. Γνωστός στην Ισπανία για το επιθετικό του ποδόσφαιρο, με καλύτερη επίδοση την 6η θέση στον πάγκο της Ρεάλ Μπέτις, χωρίς κάποια σοβαρή επιτυχία, o Setien γρήγορα έχασε κάθε έρεισμα. Υπό τις οδηγίες του, η Μπαρτσελόνα άλλαξε προς το χειρότερο. Αδυναμία επιβολής στα αποδυτήρια, αποκλεισμός από την Μπιλμπάο στο κύπελλο, απώλεια του πρωταθλήματος από τη Ρεάλ, ντροπιαστική ήττα από την Μπάγερν Μονάχου στο Champions League. Απολύθηκε μετά τον αγώνα της Λισαβόνας, περνώντας στην ιστορία ως ένας από τους χειρότερους προπονητές που υπηρέτησαν το σύλλογο.
Συνοψίζοντας, είναι μία πολύ σημαντική περίοδος για το μέλλον της ομάδας. Λανθασμένες επιλογές, αδιαφορία, υπερεκτίμηση ορισμένων καταστάσεων φέρνουν το Lionel Messi εκτός Μπαρτσελόνα. Ο Ronald Koeman έχει ήδη ανακοινωθεί ως ο νέος προπονητής, αλλά απαιτούνται πολλά περισσότερα, για να ξαναβρούν οι Καταλανοί την χαμένη τους αίγλη. Υπομονή, ηρεμία, σχέδιο και πίστη είναι συστατικά απαραίτητα για την επαναφορά στον δρόμο των επιτυχιών.