Η Σάλλυ Ρούνεϋ έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή στο αναγνωστικό κοινό τα τελευταία χρόνια ή εν πάση περιπτώσει σε όποιον επισκέπτεται βιβλιοπωλεία, αφού σε όποιο μέρος του κόσμου και να βρεθείς, και σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, μικρό ή μεγάλο, συνοικιακό ή μέρος αλυσίδας, δεν φαίνεται να λείπουν οι τίτλοι «Conversations with Friends» ή «Beautiful world where are you?» και μάλιστα, στο ράφι των ευπωλήτων. Εμείς εδώ λοιπόν, αποφασίζουμε να ανατρέξουμε στο έργο που την καθιέρωσε ως μυθιστοριογράφο και της προσέφερε το βραβείο στα British Book Awards αλλά και μια σειρά για το BBC Three και το Hulu, που άγγιξε εκατομμύρια θεατές.
«Κανονικοί άνθρωποι» είναι ο τίτλος του πολυβραβευμένου και λουσμένου με διθυραμβικές κριτικές μυθιστορήματος (και μετέπειτα σειράς της πλατφόρμας hulu) της Σάλλυ Ρούνεϋ, μιας πολλά υποσχόμενης νέας συγγραφέα από την Ιρλανδία. Πίσω από αυτή τη γενικότατη φράση, κρύβεται η ιστορία μίας σχέσης, αυτής της Μαριάν και του Κόννελ, δύο νέων που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και πορεύονται «στην πορεία αρκετών χρόνων, χωρίς να μπορούν να εγκαταλείψουν ο ένας τον άλλον» όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
Η πλοκή ξεκινά στα σχολικά χρόνια των πρωταγωνιστών όποτε και αυτοί παρουσιάζονται ως δύο χαρακτήρες διαμετρικά αντίθετοι. Ο Κόννελ, αρκετά εμφανίσιμος και δημοφιλής, έχει παρέες και έντονη κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εσωστρεφή Μαριάν, η οποία δεν έχει ούτε έναν φίλο. Σε οικονομικό επίπεδο πάλι, η δεύτερη είναι αρκετά ευκατάστατη, ζει σε μία έπαυλη και δεν φαίνεται να ανησυχεί για τα χρήματα σχεδόν ποτέ, τη στιγμή που η οικογένεια του Κόννελ έχει πολύ χαμηλότερο εισόδημα. Η (ταξική) απόσταση μεταξύ τους παρουσιάζεται εύστοχα, αφού η συγκυρία που τους φέρνει αρχικά κοντά είναι ο χρόνος που περνάει ο Κόννελ με τη Μαριάν, περιμένοντας τη μητέρα του που εργάζεται ως καθαρίστρια στο σπίτι της.
Αυτή είναι λοιπόν η αφετηρία του δεσμού τους όπου οι ήρωες, σαν «λουλούδια που δεν έχουν ακόμα ανθίσει» γράφουν οι New York Times, ολοκληρώνουν το κεφάλαιο της εφηβικής ζωής και αρχίζουν ένα νέο, αμφότεροι στο Trinity College του Δουβλίνου. Στη νέα τους λοιπόν αρχή, οι ρόλοι αντιστρέφονται, η Μαριάν κοινωνικοποιείται τη στιγμή που ο Κόννελ κλείνεται στον εαυτό του και αφιερώνεται στο διάβασμα. Το μόνο που μένει σταθερό πλέον είναι η επιρροή και η τυφλή εμπιστοσύνη που έχουν ο ένας στον άλλο: μία ιδέα της Μαριάν είναι αρκετή για τον Κόννελ ώστε να διαλέξει το αντικείμενο των σπουδών του, ενώ ένα σχόλιο του Κόννελ είναι ικανό να κάνει την Μαριάν να αμφισβητήσει τη νέα της σχέση.
Εδώ είναι λοιπόν που εντοπίζεται το αινιγματικό concept της «κανονικότητας». Κι αυτό γιατί βλέπουμε δύο ανθρώπους, που παρόλη την μεταξύ τους αγάπη και εκτίμηση, διστάζουν να είναι επισήμως μαζί και αρκούνται στο να ταιριάξουν στα καλούπια που έχουν δημιουργήσει άλλοι για εκείνους. Διάβασα κάπου ότι το να είσαι «κανονικός» συνιστά απλώς μια ψευδαίσθηση για τους ανασφαλείς ανθρώπους, ώστε να νιώθουν πως έχουν τον έλεγχο της ζωής τους. Πράγματι, οι ανασφάλειες και τα τραύματα τόσο των πρωταγωνιστών όσο και δευτερευόντων χαρακτήρων ξεδιπλώνονται στη διάρκεια του βιβλίου.
Ευθεία μάλιστα αναφορά γίνεται στην περίπτωση του Ρομπ, φίλου του Κόννελ από το σχολείο: «Τίποτα δεν είχε περισσότερη σημασία για εκείνον από την αποδοχή των άλλων… Ο Κόννελ δεν μπορούσε να τον κατακρίνει γι’ αυτό . Έτσι ήταν και ο ίδιος και χειρότερος. Ήθελε απλώς να είναι κανονικός άνθρωπος να κρύβει από τον εαυτό του ό,τι είναι ντροπιαστικό και μπερδεμένο». Αλλά περισσότερα για τον συγκεκριμένο για όσους διαβάσουν το βιβλίο.
Τι είναι άρα αυτό που μου έλειψε από το μυθιστόρημα (για να δικαιολογήσω και τον δικό μου αυτή τη φορά τίτλο.); Δεν το βρίσκω καθόλου δύσκολο να το εκφράσω με λέξεις : ήθελα απλώς λίγο ακόμη. Λίγο ακόμη εμβάθυνση στους χαρακτήρες, με περισσότερη αιτιολόγηση των ενεργειών τους και αποκάλυψη του παρελθόντος τους. Για το τελευταίο μάλιστα, οι ευκαιρίες δεν λείπουν. Για τον βίαιο πατέρα της Μαριάν, από τον οποίο πιθανότατα απορρέουν πολλά από τα θέματά της, γίνεται μια μόνο μικρή αναφορά. Από την άλλη, η περιπέτεια του Κόννελ με την κατάθλιψη προσπερνιέται σχεδόν επιδερμικά και φαίνεται στην πορεία να ξεχνιέται. Είναι πράγματι κρίμα να μην αναλύεται κάτι τόσο σημαντικό όχι μόνο γιατί η ψυχική ασθένεια είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα ζητήματα του καιρού μας και επομένως δεν θα περνούσε αδιάφορη από τους περισσότερους αναγνώστες αλλά και γιατί ταιριάζει στην πλοκή και η συγγραφέας έχει ήδη αποδείξει πως διαθέτει τα εφόδια να το αναπτύξει.
Κι έτσι φτάνουμε στο τέλος του βιβλίου, άρα συνιστάται σε όσους δεν έχουν το διαβάσει, να αποφύγουν την συγκεκριμένη παράγραφο. Για να αποτυπώσω λοιπόν γλαφυρά την εντύπωση μου θα είμαι ειλικρινής: μόλις διάβασα την τελευταία σειρά και είδα ότι επόμενη σελίδα ήταν αυτή με τις ευχαριστίες ήμουν πεπεισμένη ότι έλειπαν κάποιες σελίδες από το αντίτυπο μου. Δεν γίνεται να λήγει τόσο άδοξα, σκέφτηκα, αυτή η ιστορία ειδικά από την πλευρά της Μαριάν. Μία νέα γυναίκα του σήμερα δηλαδή, να αρκείται μόνο σε ό,τι έχει ζήσει με τον μέχρι πρότινος σύντροφό της και να τον διαβεβαιώνει πως ό,τι και να γίνει, τώρα που αυτός φεύγει για την πολυπόθητό νέο ξεκίνημα στις ΗΠΑ, θα είναι πάντα εκεί να τον περιμένει. Κι αν θεωρείται κάτι τέτοιο ως ένδειξη αφοσίωσης, η δική μου άποψη είναι πως όταν θέλεις κάποιον άνθρωπο στην ζωή σου, «κανονικό» ή μη, δεν πρέπει να τον θεωρείς ποτέ δεδομένο. Με την σκέψη αυτή, ελπίζω πως αν επαληθευθεί η φήμη περί συνέχειας του βιβλίου, η ηρωίδα Μαριάν θα βρει αυτό που ψάχνει στην ίδια και όχι σε κάποιον άλλο, όσο και αν τον αγαπάει.
Ολοκληρώνοντας το βιβλίο συνειδητοποίησα κάτι ακόμα που οπωσδήποτε επηρεάζει πολλά από τα αναγνώσματά μου. Για να μου αρέσει πραγματικά ένα βιβλίο πρέπει αν όχι να ταυτιστώ, τουλάχιστον να καταλάβω τους χαρακτήρες και να νοιαστώ για αυτούς. Και η αλήθεια είναι πώς οι δύο πρωταγωνιστές μου πέρασαν αρκετά αδιάφοροι καθώς κανένα στοιχείο του χαρακτήρα τους δεν με άγγιξε. Ζήτημα πολύ προσωπικό αλλά και ουσιώδες. Έτσι λοιπόν, όταν η Ρούνεϋ αρκετές φορές στο έργο της απέφυγε αριστοτεχνικά «πυροτεχνήματα» και κλισέ που εντοπίζονται συχνότατα σε ταινίες και βιβλία ( βλέπε σχολικοί χοροί, καρμικές επανασυνδέσεις κτλ) και εστίασε όχι στα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά στην συναισθηματική επίδρασή τους στους ήρωες, εντυπωσιάστηκα. Όμως δεν συγκινήθηκα.
Ένα ερώτημα που βασανίζει πολλούς, είναι το αν ένα βιβλίο με σχεδόν τρομακτική απήχηση αξίζει πραγματικά τον κόπο. Με μεγάλη χαρά ανακαλύπτω ότι αυτό ισχύει για πολλά κλασικά, που δικαίως κατέχουν τον τίτλο του αριστουργήματος, όπως το «άνθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ που διάβασα φέτος το καλοκαίρι για να με συγκλονίσει, ή «ο φύλακας στην σίκαλη», του Σάλιντζερ που είναι και πιστεύω θα εξακολουθήσει να είναι το αγαπημένο μου βιβλίο. Φυσικά και δεν αποκλείω έργα πιο πρόσφατα: τα «έθιμα ταφής» της Αυστραλής Χάνα Κεντ, που έκαναν αίσθηση προ ολίγων χρόνων, ξεπέρασαν την κάθε προσδοκία μου.
Κι αν αυτό δεν συνέβη, με τους «κανονικούς ανθρώπους» ελπίζω ο χρόνος και τα επόμενα έργα της Σάλλυ Ρούνεϋ να με διαψεύσουν.