Sophy Romvari: «Είναι πραγματικό προνόμιο να μπορείς να κάνεις ταινίες για τις δικές σου εμπειρίες»

Sophy Romvari

Συναντήσαμε την Kαναδο-ουγγαρέζα σκηνοθέτιδα Sophy Romvari στο 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, λίγο πριν την ελληνική πρεμιέρα της πρώτης της ταινίας μεγάλου μήκους, ονόματι Blue Heron

Παγκοσμίως γνωστή για τις ταινίες μικρού μήκους, όπως το Pumpkin Movie, το Norman Norman, και το βαθιά προσωπικό και πολυβραβευμένο της ντοκιμαντέρ Still Processing, η Romvari έχει δημιουργήσει ένα έργο που διακρίνεται από ενσυναίσθηση, καθώς πραγματεύεται θεματικές όπως η οικογένεια, η παιδική ηλικία, οι αναμνήσεις, ακόμα και οι πιο θολές, και το τι τελικά απομένει. 

Όσα η ίδια νιώθει ότι θα παρέμεναν ανείπωτα, αν δεν υπήρχε η κινηματογραφική γλώσσα. 

Το Blue Heron, που κλείνει με το τραγούδι “Some Things Lost a Long Time” του Daniel Johnston, συνεχίζει την εξερεύνηση της νεαρής σκηνοθέτιδας, ενώ μας υπενθυμίζει ότι όταν το χρειαζόμαστε περισσότερο, το παρελθόν μας μπορεί να είναι (έστω για λίγο) παρόν. Την ευχαριστώ από καρδιάς για αυτή τη συζήτηση.

-Γεννήθηκες στον Καναδά, αλλά η καταγωγή σου είναι από την Ουγγαρία. Ένα από τα πρώτα σου ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, Remembrance of Jozsef Romvari, είναι η ιστορία του παππού σου. Είναι η σκηνοθεσία ένας τρόπος για να συνδεθείς με τις ρίζες σου;

– Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος είναι ο τρόπος μου να επικοινωνώ. Είναι κάτι που νιώθω πολύ έντονα, η ανάγκη να επικοινωνήσω μέσα από την οπτική γλώσσα. Νομίζω ότι αυτή η ταινία δείχνει κατά κάποιον τρόπο το πώς κάποιος μπορεί να γίνει κινηματογραφιστής ή γιατί κάποιος γίνεται κινηματογραφιστής, από την άποψη του να μεγαλώνεις σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και να έχεις μια κοσμοθεωρία γύρω από τον τρόπο που σκέφτεσαι για την καταγραφή και τις εικόνες.

«Ήταν σαν μια μεγάλη καλοκαιρινή κατασκήνωση»

– Το Blue Heron λοιπόν, είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου. Πώς ήταν η μετάβαση;

-Μου άρεσε πολύ να γυρίζω μια ταινία μεγάλου μήκους, είχα ένα καταπληκτικό καστ και συνεργείο. Οι ταινίες μικρού μήκους μου ήταν πολύ πιο αυθόρμητες και δούλευα με πολύ λιγότερα άτομα, οπότε η διαφορά ήταν μεγάλη. Αλλά μου άρεσε πολύ η διαδικασία. Ήταν σαν μια μεγάλη καλοκαιρινή κατασκήνωση.

-Ποιες ήταν οι κύριες προκλήσεις στη δημιουργία ενός coming-of-age film;

-Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η εργασία με περιορισμένο προϋπολογισμό. Η αναπαράσταση της δεκαετίας του ‘90 απαιτούσε προσεκτική προσοχή στις λεπτομέρειες, όπως είναι τα κοστούμια και το σχεδιασμό της παραγωγής. Ήταν δύσκολο, αλλά πιστεύω ότι τα καταφέραμε.

«Η δική μου ταινία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αναμνήσεις»

-Κάποιοι έχουν ήδη συγκρίνει το Blue Heron με το Aftersun, επειδή αφηγείται την ιστορία ενός παιδικού καλοκαιριού. Τι πιστεύεις ότι είναι το ιδιαίτερο σε αυτή την συνθήκη, το να περνάς το καλοκαίρι ως παιδί, που μπορεί να εμπνεύσει έναν καλλιτέχνη;

-Πολλοί άνθρωποι νοσταλγούν τα καλοκαίρια της παιδικής τους ηλικίας, γιατί είναι η περίοδος που νιώθουν πιο ελεύθεροι από ποτέ. Εκτός σχολείου, ανέμελοι, χωρίς υποχρεώσεις. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, τόσοι πολλοί σκηνοθέτες επιστρέφουν στις ταινίες τους στα παιδικά τους καλοκαίρια.

Αν κάνεις μια ταινία για τη δική σου εμπειρία, πάντα θα διαφέρει από άλλων, ανάλογα με το πώς μεγάλωσες, πού μεγάλωσες, τι σου έκανε εντύπωση, τις αναμνήσεις σου και το πώς θέλεις να απεικονίσεις αυτές τις αναμνήσεις, αν είναι να τις απεικονίσεις. Η δική μου ταινία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αναμνήσεις, αλλά είναι επίσης αναμειγμένη με φαντασία και άλλα στοιχεία.

Blue Heron
via filmfestival.gr

-Είδα ότι έφτιαξες μια λίστα στο Letterboxd με τις επιρροές σου για την ταινία. Θέλεις να πεις κάτι για αυτές;

-Ναι, τι έβαλα σε αυτή τη λίστα; Ξέχασα! Μερικές από τις ταινίες σε αυτή τη λίστα ήταν πράγματα που συνειδητοποίησα εκ των υστέρων. 

Όπως το La Cienega, που συνειδητοποίησα μόνο μετά το τέλος των γυρισμάτων των σκηνών του παιδικού καλοκαιριού, πόσο με επηρέασε. Όπως έκανε εκεί η Lucrezia Martel, νομίζω ότι με τον ίδιο τρόπο προσπάθησα να απεικονίσω ένα φυσιολογικό καλοκαίρι στη ζωή ενός παιδιού, αλλά και με την παρουσία ενηλίκων. Δεν θυμάμαι τι άλλο έβαλα στη λίστα.

-Έβαλες και λίγο Κασσαβέτη, νομίζω.

-Ναι, πράγματι, θαυμάζω τον Κασσαβέτη. Ο τρόπος με τον οποίο χειριζόταν την κάμερα, με τα ξεχωριστά πλάνα του, με εμπνέει πολύ.

– Kάποιος έγραψε επίσης στο Letterboxd για την ταινία σου: «Θα καθίσω σε μια γωνία και θα κλαίω για μια μέρα αν με χρειαστεί κανείς». Έχουν επηρεάσει οι εφαρμογές όπως το Letterboxd και αυτού του είδους η άμεση αλληλεπίδραση με το κοινό τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούν οι σκηνοθέτες σήμερα;

-Ελπίζω ότι αυτό έρχεται μόνο μετά από τη δημιουργία της ταινίας… Είναι ενδιαφέρον να έχεις πρόσβαση στις αντιδράσεις ανθρώπων που δεν είναι απαραίτητα επαγγελματίες κριτικοί, αλλά μπορεί επίσης να είναι επικίνδυνο για τον ίδιο λόγο, επειδή λαμβάνεις απόψεις από ανθρώπους που, ίσως δεν είναι το επάγγελμά τους να γράφουν για ταινίες…

Οι απόψεις τους είναι επίσης έγκυρες, αλλά δεν μπορείς να τις σταθμίσεις με τον ίδιο τρόπο απαραίτητα. Είναι λοιπόν ευλογία και κατάρα.

-Η σχέση μεταξύ αδελφών που παρουσιάζεται στην ταινία, η οποία είναι μια αρκετά ενδιαφέρουσα δυναμική, δεν έχει διερευνηθεί ακόμη διεξοδικά στον κινηματογράφο. Στο Sentimental Value ίσως γίνεται η αρχή. Εσύ πώς αποφάσισες να δημιουργήσεις την ταινία σου από αυτή την οπτική γωνία;

– Συμφωνώ, δεν είχα δει πολλές ταινίες από την οπτική γωνία ενός αδελφού ή μιας αδελφής κάποιου που είναι ο κύριος χαρακτήρας. Στο Blue Heron, η κύρια ηρωίδα μου είναι και η αφηγήτρια και η αδελφή του κυρίου χαρακτήρα, οπότε βλέπουμε την οπτική της ως παιδιού, αλλά και ως ενήλικης και πώς επηρέασε τον μελλοντικό της εαυτό να μεγαλώνει σε αυτό το περιβάλλον.

Νιώθω ότι ως σκηνοθέτης ψάχνω πάντα μια συγκεκριμένη οπτική γωνία για να διηγηθώ μια ιστορία και δεν ήθελα να την δείξω από αυτή την οπτική γωνία που είχα δει στο παρελθόν, οπότε αυτή ήταν η δική μου οπτική γωνία. Ένιωσα ότι μπορούσα να μιλήσω πιο ελεύθερα από τη δική μου οπτική γωνία ως αδελφή του αδελφού μου, του οποίου την ιστορία διηγούμαι.

«Είναι πραγματικό προνόμιο να μπορείς να κάνεις ταινίες για τις δικές σου εμπειρίες»

– Είναι δύσκολο να αναπολείς την παιδική σου ηλικία μέσω του κινηματογράφου και της τέχνης γενικά, ή και θεραπευτικό;

– Νομίζω ότι είναι και τα δύο. Είναι πραγματικό προνόμιο να μπορείς να κάνεις ταινίες για τις δικές σου εμπειρίες. Είναι κάτι πραγματικά μαγικό, οπότε νιώθω πολύ τυχερή που μπορώ να το κάνω. 

Φωτό: Αιμίλιος Χατζηδημητρίου-Πιστοφίδης / dreamonline.gr

-Υπάρχει κάποιο συναίσθημα που θέλετε να αφήσει το Blue Heron στο κοινό, μετά την προβολή, όταν φεύγουν από την αίθουσα;

-Νομίζω ότι, αν μη τι άλλο, ελπίζω οι άνθρωποι να μπορούν να το παρακολουθήσουν με ανοιχτή καρδιά και, αν νιώσουν κάτι, να επιτρέψουν στον εαυτό τους να το νιώσει, αλλά αν δεν νιώσουν τίποτα, τότε προφανώς να μην πιέσουν τον εαυτό τους να νιώσει κάτι. 

Ωστόσο, έχει επιτρέψει σε πολλούς ανθρώπους να νιώσουν τη δική τους οικογενειακή θλίψη ή να σκεφτούν τις δικές τους οικογένειες σε ένα διαφορετικό πλαίσιο και να μιλήσουν για πράγματα που ίσως είναι στιγματισμένα ή δύσκολο να συζητηθούν, όπως είναι η ψυχική υγεία και οι ψυχικές ασθένειες.

Αν συμβεί αυτό, είναι πραγματικά καταπληκτικό, αλλά επίσης πιστεύω ότι δεν θέλω κανείς να δει την ταινία και να νιώσει άσχημα αν δεν έχει αυτή την αντίδραση, γιατί είναι μια πολύ συναισθηματική ταινία, προέρχεται από ένα συναισθηματικό μέρος, αλλά δεν είναι για όλους.

Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως 

Φωτογραφίες: Αιμίλιος Χατζηδημητρίου-Πιστοφίδης

Blue Heron

Director: Sophy Romvari

Country: Canada, Hungary

Runtime: 90’

Σύνοψη

Η πατρίδα, λένε, είναι τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας. Υπάρχουν όμως και καλοκαίρια που διαλύουν την αίσθηση του ανήκειν και στραγγίζουν κάθε απόθεμα ανεμελιάς και αθωότητας κι από τις πιο βαθιές, εφεδρικές δεξαμενές. Στο υπόκωφο πλην εκκωφαντικό ντεμπούτο της, η σκηνοθέτρια Σόφι Ρομβάρι συνεχίζει τις απόπειρες αυτοβιογραφίας των πολυβραβευμένων μικρού μήκους της και επιστρέφει σε μια οριακή εποχή, μέσα από φωτεινά και σκοτεινά θραύσματα της μνήμης. Η οκτάχρονη Σάσα, το μόνο κορίτσι μιας επταμελούς οικογένειας που μετοικεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90 από την Ουγγαρία στη Νήσο Βανκούβερ, προσπαθεί να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον· παράλληλα παρατηρεί, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει, τον αγαπημένο της μεγάλο αδερφό να ολισθαίνει στη διαταραχή και τους «μεγάλους» να παγώνουν από φόβο και αμηχανία.

Μοιράσου το:

Αφροδίτη Κεραμέως

Αφροδίτη Κεραμέως

Γεννήθηκα και ζω όλη μου την ζωή- μ’ένα ευχάριστο διάλειμμα 6 μηνών στο Αμβούργο- στην Θεσσαλονίκη. Το μεγαλύτερο μου ίσως flex είναι ότι όταν ήμουν μικρή είχα απομνημονεύσει τις πρώτες σελίδες (και τις παραπομπές τους) από τα «88 ντολμαδάκια» του Ευγένιου Τριβιζά. Η απομνημονευτική μου ικανότητα με οδήγησε αισίως στα 18 μου στην Νομική του ΑΠΘ και έπειτα με άφησε. Από τότε, αυτά που θέλω να θυμάμαι τα κρατάω σε σημειώσεις σε τετράδια, στο μαγνητόφωνο του κινητού μου (podcast alert) και στα φιλμ των αγαπημένων μου καμερών.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα