Ηθοποιός, σεναριογράφος, δημιουργός με προσωπικό στίγμα και ανεπιτήδευτη αμεσότητα. Η Σάρα Γανωτή δεν χρειάζεται συστάσεις, αλλά στη συνέντευξη που ακολουθεί, μας δίνει πολλά περισσότερα από αυτά που περιμένουμε: την αγάπη της για τη παραλία της Θεσσαλονίκης, αλλά και μια απίστευτη αγάπη για τη δουλειά της – είτε αυτή λέγεται υποκριτική, είτε γράψιμο, ή σκηνή ή τηλεόραση.
Η Σάρα Γανωτή είναι από τους ανθρώπους που δεν χρειάζεται να προσπαθήσουν για να σε κερδίσουν — το κάνει αβίαστα, με τον λόγο της, το χιούμορ της και την αλήθεια της. Σε αυτή τη συνέντευξη μιλήσαμε για πολλά: για την αγαπημένη της Θεσσαλονίκη (την οποία νιώθει σαν δεύτερο σπίτι), για το πώς είναι να αποχαιρετάς έναν ρόλο μετά από χρόνια, για τη Σκαρμούτσου που… ακόμα ζει στο TikTok, για τα σενάρια που γράφονται «χειρουργικά» αλλά με καρδιά και το πώς είναι να βρίσκεις (ή να μην βρίσκεις) τον δρόμο σου στα 20.
Μια κουβέντα για τη ζωή επί σκηνής που δεν ήθελες να τελειώσει — σαν τις καλές παραστάσεις.
«Βλέπω την παραλία και γαληνεύει η ψυχή μου»
– Τι συναισθήματα έχετε για την Θεσσαλονίκη;
– Την λατρεύω την Θεσσαλονίκη! Η Θεσσαλονίκη για μένα είναι μια πόλη πολύ οικεία. Εγώ μεγάλωσα Ελασσόνα, Αμβούργο και Κατερίνη. Οπότε τα χρόνια μετά το δημοτικό, ήμουν Κατερίνη, που είναι μισή ώρα δρόμος. Έχω σπίτι εδώ, είναι μια πόλη πολύ αγαπημένη για εμένα. Έχω πολλούς φίλους και συγγενείς εδώ οπότε την νιώθω σπίτι μου. Μου αρέσει βέβαια και πάρα πολύ ως πόλη, βλέπω την παραλία και γαληνεύει η ψυχή μου!
– Για το κοινό της Θεσσαλονίκης;
– Το κοινό της Θεσσαλονίκης με έχει εντυπωσιάσει πολύ. Είναι τόσο θερμό, τόσο δοτικό, τόσο εκδηλωτικό που πραγματικά ρε παιδιά νιώθω υποχρεωμένη απέναντι τους (γέλια). Είναι πολύ πιο εκδηλωτικοί από το κοινό της Αθήνας.
– Γενικά πολλοί λένε ότι το κοινό της Αθήνας διαφέρει από εκείνο της Θεσσαλονίκης…
– Έχουν μεγάλη διαφορά, ειδικά στις πρώτες παραστάσεις υπήρχανε γέλια σε σημεία που στην Αθήνα δεν γελούσε κανένας και απορείς. Είναι πολύ διαφορετικό το κοινό.
Δεν ξέρω με τι έχει να κάνει αυτό, έχει να κάνει με την κουλτούρα; Έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη δεν έχει πολύ θέατρο όπως μου λένε κάποιοι, λες και στην Αθήνα κάθε μέρα ο κόσμος είναι στα θέατρα… δεν το πιστεύω αυτό παιδιά, υπάρχει θεατρόφιλο κοινό αλλά δεν είναι τόσο μεγάλο, πιστεύω απλά ότι εδώ είναι οι άνθρωποι πιο εξωστρεφείς και εκδηλώνονται πιο πολύ, χειροκροτούνε όλοι.
– Ουσιαστικά υιοθετείτε την άποψη ότι το κοινό της Θεσσαλονίκης συμμετέχει έμπρακτα στην παράσταση;
– Ναι, η παράσταση είναι διαφορετική στην πόλη σας. Οι διπλές παραστάσεις εδώ δεν με κουράζουν. Έχω μια προσμονή πριν από κάθε παράσταση, σκέφτομαι «μμμ για να δω τι κοινό θα έχουμε τώρα»!

– Ας μιλήσουμε και για την παράσταση στην οποία πρωταγωνιστείτε. Τι σας έφερε στη Θεσσαλονίκη;
– Μας έφερε η παράσταση των Ρέππα – Παπαθανασίου «Για Μια Ζωή», μια δικιά τους κωμωδία που εκτυλίσσεται στην περίοδο της Κατοχής και φτάνει μέχρι τον Εμφύλιο και στην ουσία αφορά ένα ζευγάρι που έχει παντρευτεί, όπου ο άνδρας έχει φύγει στον πόλεμο και έχει πεθάνει οπότε εγώ ως μητέρα της νύφης φροντίζω να την ξαναπαντρέψω με έναν άλλον μέχρι που επιστρέφει ο πρώτος σύζυγος κι από εκεί αρχίζουν οι παρεξηγήσεις.
Δεν είναι βέβαια ένα έργο παρεξηγήσεων, θίγει την περίοδο εκείνη, όλη την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας και όλα αυτά τα στερεότυπα, τα οποία δυστυχώς υπάρχουν ακόμα. Όλα αυτά γίνονται σε μια πολύ σκοτεινή περίοδο, οπότε βλέπουμε τα πάθη των άλλων με μια πιο κωμική μάτια. Εμείς υποφέρουμε κι ο κόσμος γελάει. Στη Θεσσαλονίκη είναι η τελευταία μας παράσταση και τελειώνουμε μετά από δύο επιτυχημένα χρόνια. Υπήρχε η πρόταση να πάμε περιοδεία, αλλά κάποιοι δεν μπορούσαμε οπότε εδώ θα τελειώσουμε.
– Άρα εδώ θα ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο έργο. Πώς νιώθετε για αυτό;
– Ξέρεις, είναι μικροί θάνατοι αυτοί γιατί αποχαιρετάς έναν ρόλο, έναν άνθρωπο, που ο ρόλος πια δεν είναι ένα χαρτί και φεύγει.
– Είναι δύσκολη για εσάς η μετάβαση από έναν ρόλο στον άλλον;
– Όχι, απλώς εδώ την Μαρίκα την έχω λατρέψει, την έχω αγαπήσει πάρα πολύ και ο Ρέππας με τον Παπαθανασίου μου έδωσαν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία να κάνω αυτόν τον ρόλο και τους το χρωστάω. Πραγματικά πέρασα πάρα πολύ καλά.
– Η μετάβαση από το θέατρο στην τηλεόραση και από την ηθοποιία στο σενάριο πως είναι; Δεδομένου ότι έχετε κάνει και τα τέσσερα.
– Κοίταξε είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αλλά από την άλλη είναι πάρα πολύ κοινά. Γράφοντας δηλαδή ένα σενάριο είναι πολύ διαφορετικό από το να παίζεις και να κάνεις τηλεόραση, αλλά από την άλλη γράφοντας ένα σενάριο είναι σαν ένας ηθοποιός να ανακαλύπτει έναν ρόλο. Λες «Πως είναι αυτός ο ρόλος; Πως τον χτίζω;» Κι από την πλευρά του ηθοποιού λες «Ποιος είναι αυτός ο ρόλος;». Είναι πολύ κοντά, αλλά είναι και τελείως διαφορετικά.
«Στο σενάριο είσαι ολομόναχος και προσπαθείς να ανακαλύπτεις κόσμους»

– Το σενάριο είναι και μοναχική δουλειά…
– Βέβαια, το σενάριο είναι και μοναχική δουλειά, εγώ βέβαια συνεργάζομαι με τον Νίκο Σταυρακούδη, αλλά π.χ. στη Μουρμούρα ήμουν μόνη, είναι ένα κομμάτι που δεν το μοιράζεσαι, δεν έχει κοινωνικοποίηση. Είσαι ολομόναχος και προσπαθείς να ανακαλύπτεις κόσμους και να φτιάχνεις ιστορίες από όλο αυτό που παίρνεις καθημερινά, οι σεναριογράφοι είμαστε λίγο κλέφτες της καθημερινότητας, των ανθρώπων, των προσωπικοτήτων. Είμαστε κλέφτες, αυτό κάνουμε και φτιάχνουμε ιστορίες. Κλέβουμε στην ουσία.
– Η γενιά μας ξέρετε ότι σας έχει ταυτίσει με τη «Μαίρη Σκαρμούτσου», οπότε δεν γίνεται να μην αναφερθούμε σε αυτόν τον iconic ρόλο!
– Εντυπωσιάζομαι που ακόμα είναι trend η Σκαρμούτσου!
– Εκείνη την εποχή αυτό το συγκεκριμένο χιούμορ έθιγε πολλά ζητήματα…
– Για εμάς ήταν νορμάλ όλα αυτά, δεν υπήρχε τότε η πολιτική ορθότητα, οπότε ήταν πολύ φυσιολογικά όλα αυτά τα πράγματα. Κι αν θέλεις ήταν και μια ευκαιρία να τα θίγουμε αυτά τα ζητήματα, οπότε δεν μας έκανε κάτι εντύπωση, δεν υπήρχε τίποτα τότε που δεν το λέγαμε επειδή δεν είναι πολιτικά ορθό κλπ.
Λογοκρισία δεν είχαμε, όλα ήταν χύμα, ένα παιχνίδι και γι’ αυτό νομίζω ότι και ένας από τους λόγους που αυτές οι σειρές πέρασαν από γενιά σε γενιά είναι γιατί όλοι αγαπάμε το παιχνίδι, όταν το βλέπεις με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το γουστάρεις, σου αρέσει, μπαίνεις μέσα σε αυτό το παιχνίδι. Εγώ τουλάχιστον έτσι το ένιωθα τότε. Μπήκαμε σε αυτό όλοι μαζί και ήταν ένα πολύ ωραίο παιχνίδι.
«Την λάτρεψα την Σκαρμούτσου, την διασκέδασα!»
– Όταν πήρατε τον ρόλο της Σκαρμούτσου στα χέρια σας, πως νιώσατε;
– Όταν μου έδωσε τον ρόλο ο Ρήγας να τον διαβάσω είπα «τι είναι αυτό;» (Γελάμε). «Πώς φαντάστηκες ότι εγώ μπορώ να το κάνω αυτό;». Νόμιζα ότι ήταν κόντρα ρόλος, δεν ήταν όμως.
Καμία φορά δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου απόλυτα και χρειάζονται μικρές αφορμές για να πεις «ώπα ρε φίλε, εγώ με αυτήν ίσως δεν μοιάζω». Στην πορεία όμως και βλέποντας αυτόν τον ρόλο και παίζοντας αυτόν τον ρόλο κατάλαβα ότι όχι απλώς μοιάζω με αυτήν, αλλά και πολύ έντονα μάλιστα, κι έτσι μου βγήκε πολύ αυθόρμητα. Την λάτρεψα την Σκαρμούτσου, την διασκέδασα!
– Θα σας πάω και λίγο πιο πίσω, στο «Κάπου σε ξέρω». Αν οι Σταύλοι της Εριέττας Ζαΐμη ήταν μπροστά από την εποχή τους, το «Κάπου σε ξέρω» που θίγει σεξουαλικότητα και επαναπροσδιορισμό φύλου ίσως ξεπερνάει τα όρια της προοικονομίας…
– Δεν ξέραμε τι κάναμε τότε, άλλα χρόνια τελείως. Έχει να κάνει και με το τι αναζητάς από τις δουλειές που κάνεις, δηλαδή βαριόμουν να κάνω μια επιφανειακή δουλειά. Εγώ ήθελα πάντα το κάτι άλλο, αυτή λοιπόν ήταν μια δουλειά που θέλαμε «κάτι να πούμε», να σχολιάσουμε κάτι. Ήταν μια αληθινή ιστορία και όταν την άκουσα, ήθελα να θίξουμε την έννοια της φιλίας σε σχέση με την έννοια του ζευγαριού και πώς λειτουργεί αυτό το πράγμα. Ως ζευγάρι τελειώσαμε, αλλά ως φίλες υπάρχει μια ελευθερία και χτυπάει διαφορετικά. Εκεί ήρθε η ιδέα και υλοποιήθηκε πολύ εύκολα.
– Τότε τα κανάλια ήταν πιο προστατευτικά;
– Δεν μπορώ να στο πω απόλυτα αυτό γιατί υπήρξε κάποια περίοδος που το κανάλι μας είπε «περιορίστε το λιγάκι», σαν τα παιδάκια που κρύβονται και λένε «δεν με βλέπεις». Το είχαμε πει έτσι κι αλλιώς ότι αυτός έχει κάνει αλλαγή φύλου, ήταν ξεκάθαρο όπως και το ότι ήταν πρώην ζευγάρι. Αυτό συνέβη στην πορεία, στην αρχή δεν υπήρχε θέμα. Αντιμετωπίστηκε πολύ χαλαρά κι άνετα, κάτι που δεν ξέρω σήμερα πως θα αντιμετωπιζόταν.
– Το γεγονός ότι αυτό το κοινωνικό μήνυμα πέρασε μέσα από κωμωδία και όχι μέσω ενός δράματος έπαιξε ρόλο;
– Νομίζω ναι. Δεν ξέρω πως θα ήταν αν εκείνα τα χρόνια ήταν δράμα και το βλέπαμε πολύ σοβαρά, ίσως να μην γινότανε. Από την άλλη κι εμείς με την κωμωδία δεν θέλαμε να προσβάλουμε, ούτε τους Gay ούτε τα Trans άτομα.
– Ήταν γραμμένο το σενάριο πάνω στις ηθοποιούς;
– Ναι, πάνω στην Μαρία Καβογιάννη και την Καίτη Κωνσταντίνου.
– Γενικά το συνηθίζετε αυτό; Όταν γράφετε έχετε στο μυαλό σας έναν συγκεκριμένο ηθοποιό;
– Τις περισσότερες φορές ναι, συμβαίνει και το να μην υπάρχει κάποιος, να είναι το χάος, αλλά όταν βρίσκω κάποιον ηθοποιό το προσαρμόζω.
– Είναι λίγο χειρουργείο το σενάριο…
– Είναι μαθηματικά, είναι χειρουργείο.

– Να περάσουμε και στις αμοιβές των σεναριογράφων και των ηθοποιών, επειδή είχατε δηλώσει πως έχετε μείνει απλήρωτη από δουλειά…
– Στην κρίση είχα μείνει απλήρωτη όπως και οι περισσότεροι τότε, όχι μόνο οι σεναριογράφοι και οι ηθοποιοί, αλλά όλη η παραγωγή. Ήτανε μια μεγάλη παραγωγή και φυσικά δεν πληρωθήκαμε ποτέ, πήγαμε στα δικαστήρια και δεν πήραμε ποτέ τα λεφτά μας. Μετά την κρίση έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα.
Βέβαια, συμβόλαια μπορεί να υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις και είναι κάτι που προσπαθούμε εδώ και χρόνια με το ΣΕΗ, ώστε να διασφαλίζεται ο ηθοποιός. Ο ηθοποιός είναι μετέωρος στο επάγγελμα. Επίσης εμείς ζητάμε να πληρωνόμαστε και στις πρόβες, γιατί οι πρόβες είναι ακόμα πιο δύσκολη δουλειά. Δεν είναι χόμπι οι μήνες που κάνουμε πρόβες, είναι και αυτό ένα κομμάτι της διεκδίκησης.
Ξέρεις πόσο μετέωροι νιώθουμε οι ηθοποιοί στο επάγγελμα όταν για παράδειγμα κόβονται σειρές; Κάπως πρέπει να διασφαλίζεται αυτό, μιλάμε για 2025.
«Η σχέση με τον Νίκο είναι αδερφική»
– Να μιλήσουμε λίγο και για τη συνεργασία σας με τον Νίκο Σταυρακούδη. Πώς είναι αυτή η σχέση που έχει δημιουργήσει τόσες επιτυχίες;
– Η σχέση με τον Νίκο είναι αδερφική. Με τον Νίκο δεν είμαστε μόνο συνεργάτες, είμαστε οικογένεια, είναι ένα κομμάτι της ζωής μου πολύ ισχυρό και δυνατό, εξού και μπορούμε να επικοινωνούμε επαγγελματικά, μπορεί και να διαφωνούμε αλλά αυτό είναι παραγωγικό για να βρίσκουμε τη χρυσή τομή. Συμπληρώνει ο ένας τον άλλον.
– Τι συμβουλή θα δίνατε στα παιδιά της γενιάς μας;
– Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές καθόλου! Ο καθένας παίρνει τον δρόμο του και κάνει ό,τι θέλει. Να κάνετε αυτό που αγαπάτε, αυτό που σας αρέσει, να κάνετε αυτό που επιλέξατε και σίγουρα θα σε βγάλει κάπου, θα σε βγάλει στα ανοιχτά. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι επειδή σου δίνει μια ασφάλεια μόνο ή σου δίνει μια καλύτερη οικονομική άνεση. Σε περιορίζει, σε σφίγγει, σε μαραζώνει.
– Νιώσατε ποτέ περιορισμένη;
– Δεν πρόλαβα, όχι. Πολύ σύντομα κατάλαβα ότι δεν είναι για εμένα η φιλοσοφική, δεν θα μπορούσα να γίνω καθηγήτρια. Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον η εκπαίδευση, αλλά δεν είναι για μένα.
Είπα πως θα στραφώ προς την υποκριτική και δεν το έχω μετανιώσει. Έχει πάρα πολύ κόπο, πολλές δυσκολίες, πολλά βάσανα αυτή η δουλειά, έχει πολλές χαρές, μικρές και μεγάλες, οπότε στα νέα παιδιά θα έλεγα να κάνουν αυτό που αγαπάνε.
Κι αν δεν το έχουν βρει δεν πειράζει, θα το βρούνε. Υπάρχει πολλή αγωνία στα παιδιά που δεν ξέρουν τι θέλουν να κάνουν. Ε δεν πειράζει! Θα το βρεις, πρέπει να ξέρεις στα 18 και στα 20 τι θέλεις να κάνεις; Είναι δυνατόν; Δεν μπορεί ντε και καλά να το ξέρει ένα παιδί. Ας πάει να ταξιδέψει, να μυρίσει τη ζωή, να ανακαλύψει πράγματα και μετά θα βρει τον δρόμο του.
Συνέντευξη: Βαγγέλης Λαζαρίδης
Φωτογραφίες: Ελευθερία Καραμέρη