Την περασμένη Τετάρτη, βρεθήκαμε στο φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στις εγκαταστάσεις του ΚΘΒΕ, για να δούμε ένα θέατρο, για το οποίο δεν είχα ιδέα. Παρόλα αυτά, όταν με καλούν να δω κάποιο θεατρικό δεν λέω σχεδόν ποτέ όχι! Με αυτό τον τρόπο και χωρίς καμία απολύτως προσδοκία, αντίκρισα μια αίθουσα με ιδιαίτερα σκηνικά, που σίγουρα σου τραβούν την προσοχή, στην οποία επρόκειτο να ξεδιπλωθεί η δραματουργία του θεατρικού έργου «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της» του Βασίλη Κατσικονούρη, σε σκηνοθεσία Φρόσως Λύτρα.
Δεν θα σταθώ όμως στα σκηνικά, καθώς με την έναρξη της παράστασης άρχισαν και οι προβληματισμοί μου αναφορικά με τα ζητήματα που θίγει το έργο. Συγκεκριμένα, αφορά τη Φωτεινή, την πρωταγωνίστρια, η οποία έχει παρασυρθεί από την ομορφιά της ζωής και του έρωτα. Η πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει, ο δικός της κόσμος, δεν εντάσσεται στις κοινωνικές νόρμες, έχει μια αφηρημάδα, μια χαλαρότητα και της επιφέρει τεράστια ευτυχία. Ζει στο δικό της ζωτικό ψεύδος. Το ερώτημα, λοιπόν που τίθεται , είναι αν «πρέπει» να την ξυπνήσει ο κοινωνικός της περίγυρος ή αν το βέλτιστο είναι να την αφήσει να είναι ευτυχισμένη, μέσα έστω, στο δικό της σύμπαν .
Και αυτό είναι και το δικό μου ερώτημα: Ποσό συχνά βασιζόμαστε στην ειλικρίνεια μας και στη “στοργή” που νιώθουμε για τον απέναντι μας και προσπαθούμε να του «διαλύσουμε» τη δική του πραγματικότητα, ακόμα και αν δεν θέλει;
Έτσι, αυτό το ερώτημα κλήθηκε να απαντήσει μαζί με πολλά άλλα που συνόδευαν την έντονη αυτή θεατρική εμπειρία , ο κ. Κατσικονούρης, συγγραφέας του έργου. Στη συζήτηση συμμετείχαν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου, Αστέριος Πελτέκης μαζί με τη βοήθεια του θιάσου της παράστασης, της σκηνοθέτιδας Φρόσως Λύτρα καθώς και της κ. Παναγοπούλου Εύχαρις, αναπληρώτριας καθηγήτριας ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μετά την παράσταση της 23ης Οκτωβρίου.
Η συζήτηση βασίστηκε στην όμορφη, και ίσως καμιά φορά, διαστρεβλωμένη πραγματικότητα του να ζεις σε μια δική σου ολότητα και στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην ολότητα της Φωτεινής, που εκδηλώνεται μέσα από την ερωτική της ορμή. Κατά την άποψη μου, αλλά και του ίδιου του συγγραφέα, η πρωταγωνίστρια ίσως έχει περισσότερο τη ζωή στα χέρια της από τους υπόλοιπους χαρακτήρες της παράστασης. Οι ίδιοι, προσπαθούν διαρκώς να προσαρμοστούν σε πρότυπα που κρίνονται ως “σωστά” από την κοινωνία.
Η ξαδέρφη της Φωτεινής και ο άντρας της, προσπαθούν να σώσουν τον γάμο τους, ο οποίος φανερά βασίζεται στην έλλειψη επικοινωνίας και, πρακτικά, δεν μπορεί να σωθεί παραβλέποντας έναν βασικό πυλώνα προβλημάτων. Αντίστοιχα, ο ψυχολόγος της πρωταγωνίστριας, Κάρολος, με τον οποίο είναι και ερωτευμένη, προσπαθεί να την χρησιμοποιήσει ως ένα επιστημονικό πείραμα για τη διδακτορική διατριβή του. Κρίνοντας τα δικά τους προβλήματα ως ανύπαρκτα, επικεντρώνονται σε αυτό της Φωτεινής: την αναλύουν, την χρησιμοποιούν, πιστεύουν πως εκείνοι ξέρουν καλύτερα τι είναι σωστό για εκείνη.
Ο συγγραφέας επιπλέον στο έργο προσπαθεί να τονίσει πως, καθημερινά, νιώθουμε τύψεις να βιώσουμε τη χαρά απέναντι στη λύπη και τη δυστυχία των άλλων. Και όλο αυτό συνήθως συμβαίνει επειδή η παράδοση στο συναίσθημα αποδίδεται ως αδυναμία. Αντίθετα, έρχεται η Φωτεινή να μας υποδείξει το αίσθημα της ευτυχίας, το οποίο σταδιακά εξαλείφεται, όσο προσπαθεί ο περίγυρος της να την αποτραβήξει από την πραγματικότητά της.
Όμως, η ζωή είναι ένα τρελό πλέγμα από συνδυασμούς και η προσωρινή ασφάλεια που αποζητούμε συνέχεια για αποφυγή των πιθανών δεινών δεν έχει τίποτα να μας προσφέρει, παρά μια στασιμότητα και μια συναισθηματική συμφόρηση. Όσο ψάχνουμε να ζούμε με βάση τα κοινωνικά «πρέπει» και «θέλω» των άλλων, απομονωνόμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Και η μοναξιά αυτή είναι εκκωφαντική, όσο εκκωφαντική καταλήγει να είναι και η μοναξιά της Φωτεινής στο τέλος. Έτσι, μπαίνουμε σε μια κατάσταση αναμονής και ανασφάλειας και χάνουμε, σαν νερό που τρέχει από τα χέρια μας, το παρόν.
Πριν τελειώσω τον σχολιασμό μου για αυτή την παράσταση και την εποικοδομητική μας συζήτηση στο τέλος αυτής, θα ήθελα να σχολιάσω τον τίτλο αυτής. Τι σημαίνει πραγματικά παίρνω τη ζωή στα χέρια μου και πως έφτασαν, άραγε, αυτοί οι ηθοποιοί σε αυτό το σημείο; Πραγματικά πιστεύω πως η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι υποκειμενική. Κάποιοι νιώθουν ότι παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους όταν τα έχουν όλα υπό έλεγχο, ενώ άλλοι νιώθουν ότι το να μην προγραμματίζεις τη ζωή σου και απλά να την αφήνεις να κυλά ευχάριστα είναι το κλειδί. Πολλές φορές δεν χωρίζεται καν ανάλογα με το άτομο αλλά ανάλογα με τη φάση ζωής του καθενός!
Αν, πάντως, μου έμεινε κάτι από τη συζήτηση της παράστασης αυτής, είναι ότι είναι ωραίο να αφηνόμαστε πού και πού, για να ξέρουμε ότι έχουμε όντως πάρει τη ζωή στα χέρια μας.