«Τι θα ‘θελα;
Θα ‘θελα να μπορώ να βγαίνω από το σπίτι µου εύκολα. Να μπαίνω µε το αµαξίδιο
στο λεωφορείο και να πηγαίνω στο σχολείο, στη δουλειά µου ή για διασκέδαση.
Τι ωραία θα ήταν, να μπορώ να διασχίσω μια λεωφόρο, ν’ ανεβοκατεβώ στις
διαβάσεις και να περπατήσω στο πεζοδρόμιο.
Θα µ’ άρεσε, µε τη βοήθεια του σκύλου οδηγού και το λευκό µου μπαστούνι, να πάω
κάπου για φαγητό.
Να μπορώ να καταλάβω μια συζήτηση ή μια ταινία γιατί έχει διερμηνεία κωφών.
Θα µ’ άρεσε να µε δεχόταν η γειτονιά, εμένα που μένω σε ξενώνα της Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. και
προσπαθώ να σπουδάσω ή να δουλέψω.
Εγώ, που έχω κάποιο σωματικό, ψυχικό ή πνευµατικό έλλειμα, δυσκολεύομαι να
επιβιώσω στην Ελλάδα.
Εγώ, όμως θέλω να ζήσω, και μάλιστα εδώ. Σ’ αυτόν τον τόπο.»
~ Λίλα Πατρόκλου
«Κυριακή 3 Δεκεμβρίου: Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία». Το 2006, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, διατυπώνοντας πως «στα ΑμεΑ συμπεριλαμβάνονται άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, νοητικές, πνευματικές ή αισθητηριακές βλάβες, οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια δύνανται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους».
Ως άτομα με αναπηρίες (ΑμεΑ) – κι όχι «άτομα με ειδικές ανάγκες», όρος απαρχαιωμένος – μπορούν να νοηθούν, μεταξύ άλλων, οι τυφλοί κι όσοι έχουν σοβαρές διαταραχές στην όραση, οι κωφοί και οι βαρήκοοι, άτομα με κινητικές διαταραχές, με νοητική καθυστέρηση, με ψυχικές νόσους και συναισθηματικές αναστολές. Τα άτομα αυτά δεν ανήκουν σε μια ενιαία κατηγορία και δεν αποτελούν μια ενιαία κοινωνική ομάδα. Κάθε αναπηρία είναι διαφορετική, όπως διαφορετικό θα έπρεπε να θεωρείται και το κοινωνικό προφίλ του κάθε ατόμου. Στο σύνολό τους, όμως, τα άτομα με αναπηρίες μοιράζονται ένα κοινό: την εμπειρία τους με τις κάθε λογής μορφές κοινωνικού αποκλεισμού, έτσι όπως προκύπτουν από τους χώρους της εκπαίδευσης, της απασχόλησης, του ίδιου του δομημένου περιβάλλοντος και των εμποδίων του.
Ποια η αξία της θέσπισης μιας παγκόσμιας ημέρας, αφιερωμένη σε μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων, όταν εμπράκτως στερείται περιεχομένου; Αφορμή γι’ αυτή μου τη σκέψη, στάθηκε ένα πρωινό, όταν αντίκρισα στη στάση του λεωφορείου, έναν άντρα, τυφλό, που, παρόμοια με εμένα, περίμενε για να εξυπηρετηθεί από τη συγκοινωνία που ακούει στο όνομα… «ΟΑΣΘ». (παύση για αναστεναγμό).
Εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει ποια λεωφορεία περνούσαν. Βλέπετε, ο «εκσυγχρονισμός» της ηχητικής αναγγελίας αφίξεων των λεωφορείων, δεν δούλευε εκείνη τη μέρα. Υπήρξαν άνθρωποι που προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν, να τον ενημερώσουν, μα αυτοί ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι, πάντοτε βιαστικοί να πάνε στις δουλειές τους, τον αγνοούσαν, με έναν τρόπο που περισσότερο έμοιαζε να προέρχεται από άγνοια και φόβο. Φόβο προς κάτι ξένο, κάτι το διαφορετικό, ίσως και εύθραυστο.
Προσβασιμότητα
Η προσβασιμότητα αποτελούσε ανέκαθεν μελανό σημείο στη ζωή κάθε ανθρώπου με αναπηρία, ενισχύοντας τα προβλήματά τους σε επίπεδο ευκαιριών συμμετοχής και πλήρους ένταξης στον κοινωνικό ιστό. Η επιλογή του τρόπου ζωής τους, της εκπαίδευσης, της εργασίας, της διαμονής ή της διασκέδασής τους γίνεται με μόνο γνώμονα τη δυνατότητα πρόσβασης, την ίδια στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι πολίτες έχουν το προνόμιο να κάνουν τις επιλογές τους βασιζόμενοι σε δεκάδες άλλα κριτήρια. Έτσι, οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν κάποια αναπηρία καταλήγουν να ζουν σε καθεστώς κοινωνικής απομόνωσης. Κοινώς, κλείνονται στο σπίτι τους, σε κάποιο ίδρυμα και θέτουν τη ζωή τους σε παύση.
Ο τρόπος αντιμετώπισης των ατόμων µε αναπηρία είναι δείγμα του πολιτισμού μιας χώρας. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία ενός προσβάσιμου δικτύου, είναι η διασφάλιση προσβάσιμων μεταφορών, που θα συνδυάζουν κατάλληλους σχεδιασμούς και στοχευμένα σε βαρύτερες αναπηρίες συστήματα. Η πρόσβαση στις μεταφορές δεν περιορίζεται μόνο στα ίδια τα μέσα μεταφοράς.
Προσβάσιμες μεταφορές σημαίνει πρόσβαση σε όλο το εύρος των υποδομών και των εγκαταστάσεων. Σημαίνει πρόσβαση στα εκδοτήρια εισιτηρίων, στις στάσεις και τους σταθμούς, στα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τους χώρους στάσης και στάθμευσης. Σημαίνει εκπαίδευση του προσωπικού που εργάζεται στον χώρο των μεταφορών. Σημαίνει ασφάλεια και ειδικούς εξοπλισμούς, όπως ράμπες, μηχανισμούς από/επιβίβασης, ηχητικές και οπτικές σημάνσεις, εύληπτες πινακίδες για τα άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα αντίληψης και επικοινωνίας.
Προσβασιμότητα, τέλος, σημαίνει ενσυναίσθηση: τη βαθιά κατανόηση ότι οι άνθρωποι με αναπηρίες έχουν δικαίωμα στη συμμετοχή και πως όλοι, κι ο καθένας ξεχωριστά, είναι υπεύθυνος γι’ αυτό.
Τα παραπάνω πινακάκια παρατίθενται ενδεικτικά. Μπορείτε να βρείτε περισσότερα εδώ: 2001, European Commission, Directorate-General for Employment, Industrial Relations and Social Affairs, Unit EMPL/E/4 ATTITUDES OF EUROPEANS TO DISABILITY -EUROBAROMETER 54.2
Η Εικόνα
Ας μη μιλήσουμε για λίγο για όλα τα λαμπρά επιτεύγματα αυτών των ανθρώπων, έτσι όπως παρουσιάζονται, με έναν ενοχλητικά υπέρμετρο θαυμασμό, από τα ΜΜΕ, θαρρείς και πρόκειται για μια μερίδα της κοινωνίας με υπερφυσικές δυνάμεις. Αυτή η «θετική υπερβολή» δεν λειτουργεί σε καμία περίπτωση προς όφελος αυτών των ανθρώπων και δεν συνιστά παρά διαστρέβλωση της πραγματικής τους εικόνας, καθώς επιλεκτικά παρουσιάζεται μια φωτεινή πτυχή της ζωής τους, που καθόλου δεν θα έπρεπε να προξενεί εντύπωση.
Ας μιλήσουμε για θέματα που μπορεί να προκαλέσουν αμηχανία. Ας μιλήσουμε για την ψυχολογία αυτών των ανθρώπων, για το κοινωνικό τους άγχος που κορυφώνεται στη σκέψη ότι θα χρειαστούν βοήθεια, για το θάρρος που απαιτείται προκειμένου να ανταπεξέλθουν σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει αυτή τη «βοήθεια» ως αδυναμία, δεν είναι καθόλου φιλόξενη και δεν δείχνει καμία ενσυναίσθηση.
Ας μιλήσουμε για την κοινωνία της υποκρισίας, αυτής που ζει με ψευδαισθήσεις και υποκριτικές «νόρμες», που κάνει λόγο για «διαφορετικότητα», αλλά εν τοις πράγμασι φαίνεται να απαξιώνει και να αφαιρεί από αυτό το πιθάρι τα άτομα με τις κάθε λογής αναπηρίες, σα να επρόκειτο για μονάδες που ποτέ δεν θα μπορούσαν να ενσωματωθούν πλήρως στους προνομιακούς της κόλπους.
Το να χρειάζεσαι και να προσφέρεις βοήθεια είναι ανθρώπινο. Παρόλα αυτά, η κοινωνική εικόνα που έχει παγιωθεί για τους ΑμεΑ, «άτομα περιορισμένης κοινωνικής ικανότητας», συνοδεύεται από αισθήματα υποτίμησης και οίκτου. Τα άτομα με αναπηρία δεν είναι παθητικά και συνεχώς εξαρτημένα άτομα. Δεν είναι αντικείμενα φιλανθρωπίας. Οι ιδιαιτερότητές τους, σωματικές, νοητικές ή ψυχικές, δεν θα έπρεπε να αφήνουν χώρο για κανένα κοινωνικό άλλοθι που τροφοδοτεί και αναπαράγει δομές άνισης μεταχείρισης.
Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι τείνουμε να εστιάζουμε στην αναπηρία και να την αντιλαμβανόμαστε ως υστέρηση, δυστυχία και ανικανότητα. Μα δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Οι άνθρωποι με αναπηρία δεν είναι άνθρωποι που προσπαθούν να ξεπεράσουν την αναπηρία τους: είναι άνθρωποι που μαθαίνουν να ζουν με αυτή. Μαθαίνουν να είναι εξίσου λειτουργικοί, εξίσου παραγωγικοί και μαζί τους, οφείλουμε να μαθαίνουμε κι εμείς.