Οι 10 καλύτερες ταινίες του 2022

Είναι αλήθεια, ότι το συγκεκριμένο άρθρο άργησε. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Αρχικά, στην καθυστέρηση κυκλοφορίας ορισμένων ταινιών στις ελληνικές αίθουσες και κατ’ επέκταση στον χρόνο που χρειάστηκε, για να σχηματίσουμε μία εμπεριστατωμένη άποψη και δεύτερον σε κάποιες προσωπικές υποχρεώσεις. Χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, ήρθε η ώρα να περάσουμε στη λίστα με τις 10 καλύτερες ταινίες του 2022.

10. Living (Αισθάνομαι ζωντανός)

Πηγή: letterboxd.com

Υπόθεση: Στο Λονδίνο του 1953, ένας φιλήσυχος γραφειοκράτης ενημερώνεται, ότι πάσχει από μία ανίατη ασθένεια και αποφασίζει να αξιοποιήσει στο έπακρο τον χρόνο που του έχει απομείνει.

Άποψη: Δεν είναι απαραίτητο μία σπουδαία ερμηνεία να συνοδεύεται από εξάρσεις, έντονες αντιδράσεις και συναισθηματικούς εντυπωσιασμούς. Σπουδαία ερμηνεία είναι αυτή που μεταδίδει στον θεατή την ατμόσφαιρα της περιόδου, στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα, την προσωπικότητα, τις σκέψεις, τα πιστεύω του πρωταγωνιστή, την ανάγκη του να νιώσει άνθρωπος. Αυτό ακριβώς κατορθώνει ο φανταστικός Bill Nighy.

Μέσω ενός ήρεμου, ανέκφραστου και συχνά απαθούς ανθρώπου, το Living καταλήγει σε ένα απλό και γνώριμο, αλλά πολύ σημαντικό συμπέρασμα: η ζωή είναι μικρή και πρέπει να εκμεταλλευόμαστε κάθε στιγμή, να έχουμε τόλμη, θάρρος και να μην φοβόμαστε να ζήσουμε.

Στον σκηνοθετικό τομέα, ο Oliver Hermanus υιοθετεί έναν ήρεμο τρόπο παρουσίασης των γεγονότων, ακριβή και εύστοχο για την εποχή και για το θέμα, με το οποίο καταπιάνεται. Εστιάζει στα πρόσωπα, αφήνει τους ηθοποιούς να «μιλήσουν» με τις ερμηνείες τους, προβαίνει σε μία ενδοσκόπηση σχετικά με τη μεγαλοπρέπεια και την απλότητα του δώρου που λέγεται ζωή.

Ο Rodney Williams του Bill Nighy αντιλαμβάνεται, ότι έχει αποξενωθεί, η ευγενική, αλλά απόμακρη συμπεριφορά του τον έχει οδηγήσει σε μία τρόπον τινά εκούσια περιθωριοποίηση, από την οποία έχει έρθει η ώρα να απαλλαγεί και να νιώσει, όπως ποτέ άλλοτε δεν ένιωσε σε ολόκληρη τη ζωή του.

Η φωτογραφία του Jamie D. Ramsay συνδυάζεται αρμονικά με το ύφος της σκηνοθεσίας και των ερμηνειών, με χρώματα άλλοτε μουντά και άλλοτε πιο ζωντανά, χωρίς ποτέ να ξεφεύγει από την απλότητα του όλου εγχειρήματος.

9. Top Gun: Maverick

Πηγή: flix.gr

Υπόθεση: Ο ατίθασος και ασυμβίβαστος Pete Mitchell αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει μία ομάδα νέων πιλότων, αλλά και να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του.

Άποψη: Ο Tom Cruise ήταν, είναι και θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών. Τι και αν έχει πατήσει τα 60, παραμένει άνετος, γεμάτος ενέργεια, πάθος και αφοσίωση. Πέρασαν 36 χρόνια και πολλές περιπέτειες μέχρι το Top Gun, η ταινία που καθόρισε μία ολόκληρη γενιά, να αποκτήσει συνέχεια, όμως άξιζε κάθε χρόνος αναμονής. Δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις στις οποίες ένα σίκουελ ξεπερνά την αρχική ταινία, όμως το Top Gun: Maverick «κατατροπώνει» τον προκάτοχό του.

Είναι αξιοθαύμαστη η προσπάθεια όλων των συντελεστών για την επίτευξη του τέλειου, από τους ηθοποιούς έως τον τελευταίο άνθρωπο πίσω από την κάμερα. Και μιας και είπαμε πίσω από την κάμερα, δεν είναι μόνο ο Tom Cruise που ήθελε με όλη του την ψυχή να γίνει αυτή η ταινία. Το ίδιο όραμα μοιράζεται και ο σκηνοθέτης Joseph Kosinski, με τους δύο να έχουνε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν και πιο συγκεκριμένα στην ταινία Oblivion.

Αρκεί να αναφέρουμε, ότι για τις εναέριες σκηνές μάχης οι ηθοποιοί έμαθαν να πιλοτάρουν οι ίδιοι τα αεροσκάφη, με το σύνολο των σκηνών να χαρακτηρίζονται από μία αξιοζήλευτη αληθοφάνεια. Τα ειδικά εφέ χρησιμοποιούνται όπως και όποτε πρέπει, η μουσική στέκεται επάξια δίπλα σε αυτή του Top Gun και οι ηθοποιοί δίνουν όλοι το 100% των δυνατοτήτων τους.

Αυτό όμως που καθιστά τόσο ξεχωριστό το Top Gun: Maverick είναι ο σεβασμός και η αγάπη για τους συντελεστές της πρώτης ταινίας. Όλη η ψυχή του Top Gun αποτυπώνεται σε μία απλή, αλλά πολύ δυνατή και συγκινητική σκηνή, την οποία μοιράζονται ο Tom Cruise και ο Val Kilmer, ή αλλιώς ο Maverick και ο Iceman.

8. The Fabelmans

Πηγή: theguardian.com

Υπόθεση: Στη δεκαετία του 1950, ο μικρός Sammy ανακαλύπτει τη μαγεία του κινηματογράφου και βάζει στόχο να πραγματοποιήσει το όνειρό του και να γίνει σκηνοθέτης.

Άποψη: The Fabelmans ή αλλιώς The Spielbergs. Μέσα από το The Fabelmans, o Steven Spielberg, ένας εκ των σπουδαιότερων σκηνοθετών στην ιστορία του κινηματογράφου, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τις αναμνήσεις του, αναπολεί το παρελθόν, θυμάται τις ωραίες και δύσκολες στιγμές της παιδικής του ζωής, την οικογένειά του, όλα όσα συνέβαλαν στο να ακολουθήσει την καριέρα του σκηνοθέτη.

Εκτελώντας παράλληλα και χρέη σεναριογράφου, μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις στην καριέρα του, ο Spielberg αποτίει φόρο τιμής στον χώρο, στον οποίο διαπρέπει εδώ και πολλά χρόνια ως ένας ταπεινός και ακούραστος υπηρέτης του, φέρνει στο επίκεντρο το μικρό Sammy, έναν αθώο, ρομαντικό και ενθουσιώδη νεαρό, που τρέφει αγνά συναισθήματα για τον κινηματογράφο, ζει και αναπνέει, για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.

Η οικογένειά του, πότε αποτελεί στήριγμα, και πότε τον αποθαρρύνει, πάντα όμως είναι εκεί. Από τη μία βλέπουμε τον αυστηρό και απόλυτο πατέρα του, που δεν θέλει να ακούει για τον κινηματογράφο, και από την άλλη την πρόσχαρη και συχνά αιθεροβάμων μητέρα του, ένα ελεύθερο και ατίθασο πνεύμα, με τους Paul Dano και Michelle Williams να συνθέτουν ένα παράδοξο δίδυμο, με εντάσεις, αλλά και τρυφερές στιγμές, όπως ακριβώς ο Spielberg θυμάται τους δικούς του γονείς.

Ο Janusz Kaminski υπογράφει τη φωτογραφία, με χρώματα ζεστά, εναρμονισμένα με τη στοργή και την αγάπη του Spielberg στην σκηνοθεσία και ο John Williams «ντύνει» μουσικά μία από τις προσωπικές και γλυκές ταινίες των τελευταίων ετών.

7. Women Talking (Γυναικείες Κουβέντες)

ταινίες
Πηγή: nytimes.com

Υπόθεση: Σε μία κοινωνία Μενονιτών, οι κακοποιημένες γυναίκες συζητούν για το αν θα μείνουν ή θα αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον για αυτές και τα παιδιά τους.

Άποψη: Ένα επίκαιρο θέμα είναι χωρίς αμφιβολία η εκμετάλλευση και κακοποίηση των γυναικών σε όλα κοινωνικά στρώματα, χωρίς διακρίσεις. Η ταινία Women Talking βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, τα οποία συνέβησαν σε μία απομονωμένη κοινότητα Μενονιτών στη Βολιβία μεταξύ του 2005 και του 2009. Έναν χρόνο αργότερα εκδόθηκε ένα μυθιστόρημα από τη Miriam Toews σχετικά με αυτά τα γεγονότα και πέρυσι ήταν η σειρά της σεναριογράφου και σκηνοθέτιδας Sarah Polley να αντλήσει έμπνευση από το μυθιστόρημα και να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη.

Αν και διαχειρίζεται ένα πολύ σοβαρό και λεπτό ζήτημα, τόσο το σενάριο, όσο και η σκηνοθεσία αποφεύγουν τους φθηνούς συναισθηματισμούς. Αντιθέτως, η Polley σέβεται το υλικό, δημιουργεί ένα μουντό και άχρωμο θεατρικό περιβάλλον, με έμφαση στις ερμηνείες, αλλά κυρίως στην ανθρώπινη πτυχή των χαρακτήρων. Η συναισθηματική και σωματική κακοποίηση, η τρομοκρατία, ο μισογυνισμός που διαιωνίζονται και ενσταλάζουν τον φόβο στις καρδιές των γυναικών είναι προβλήματα, που συνεχίζουν να υφίστανται σε κάθε κοινωνία, χωρίς εξαιρέσεις.

Η φωτογραφία του Luc Montpellier είναι εσκεμμένα διακριτική, με τα χρώματα να απουσιάζουν και να συμβολίζουν την απελπισία, την κόπωση, τη θλίψη στην οποία έχουν βυθιστεί οι γυναίκες. Οι ερμηνείες απογειώνουν το Women Talking, με τις Rooney Mara, Jessie Buckley, Claire Foy, Judith Ivey και Ben Whishaw να καθηλώνουν το κοινό.

6. Glass Onion: A Knives Out Mystery

Πηγή: npr.org

Υπόθεση: Ένας δισεκατομμυριούχος καλεί πέντε φίλους του στο εξοχικό του στο ιδιωτικό του νησί για ένα παιχνίδι μυστηρίου, στο οποίο κάποιος πρόκειται να δολοφονηθεί. Μαζί τους θα έρθει και ο δαιμόνιος ντετέκτιβ Benoit Blanc, που όμως δεν έχει λάβει πρόσκληση….

Άποψη: Όταν βγήκε το Knives Out το 2019, κανένας δεν περίμενε, ότι θα κατάφερνε να αναζωογονήσει το είδος των ταινιών whodunit. Με το Glass Onion, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Rian Johnson και ο πρωταγωνιστής Daniel Craig πετυχαίνουν να φέρουν μία φρέσκια ιστορία, καθώς και να εξελίξουν τον χαρακτήρα του Benoit Blanc, εξερευνώντας νέες πτυχές της προσωπικότητάς του. Ένα από τα βασικά συστατικά της πρώτης ταινίας ήταν οι έξυπνες αναφορές σε φλέγοντα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της σύγχρονης εποχής, όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και οι ταξικές ανισότητες.

Παρόμοια πρόθεση παρατηρείται και στο sequel, με χαρακτήρες καιροσκόπους, οσφυοκάμπτες και φιλάργυρους, ο καθένας εκ των οποίων αποπειράται να κερδίσει την εύνοια του ιδιόρρυθμου δισεκατομμυριούχου (τον οποίο ερμηνεύει ο πάντα φανταστικός Edward Norton), ο οποίος με τη σειρά του μετατρέπει τους γύρω του σε πειθήνια και ανυποψίαστα πιόνια προς προσωπική του τέρψη. Όλοι θέλουν να εξυπηρετήσουν τα απώτερα κίνητρά τους, καταστρατηγώντας οποιαδήποτε έννοια ηθικής, σεβασμού και αλληλεγγύης.

Στον τομέα των ερμηνειών ο Daniel Craig, έχοντας αφήσει για τα καλά πίσω του τον James Bond, συνεχίζει να είναι διασκεδαστικός και να προκαλεί μία αίσθηση αγαλλίασης στον θεατή όποτε εμφανίζεται στην οθόνη. Ο Benoit Blanc του Craig είναι ευφυής, οξυδερκής, ευγενικός, έχει τις δικές του ιδιορρυθμίες και τοποθετεί πάνω απ’όλα την αλήθεια.

Άξια συμπαραστάτρια του Craig είναι η Janelle Monae, η ερμηνεία της οποίας διακρίνεται από συναισθηματικό εύρος, με τον χαρακτήρα της να έχει κομβική συμβολή στην επίλυση του μυστηρίου. Όλοι οι ηθοποιοί κάνουν πολύ καλή δουλειά και απογειώνουν την ευρηματική και ευφάνταστη πένα και κάμερα του Johnson σε μία ταινία με έντονο σασπένς από την αρχή έως το τέλος.

5. The Pale Blue Eye

Πηγή: gr.ign.com

Υπόθεση: Το 1830 ένας ντετέκτιβ ερευνά μία σειρά από φόνους στη στρατιωτική ακαδημία του West Point στη Νέα Υόρκη, ενώ ένας ενθουσιώδης και ιδιαίτερος δόκιμος ονόματι Edgar Allan Poe προσφέρει τη βοήθειά του.

Άποψη: Για τις υποκριτικές ικανότητες του Christian Bale δεν χρειάζεται να μιλήσουμε. Έχουν ειπωθεί πολλά για αυτό το τέρας της υποκριτικής, άλλα τόσα όμως πρέπει να ειπωθούν και για τον Harry Meling, τον ηθοποιό που κάποτε υποδυόταν τον κακομαθημένο νταή ξάδερφο του Harry Potter και πλέον έχει εξελιχθεί σε έναν εξαιρετικό ηθοποιό.

Οι δύο τους συνθέτουν ένα άκρως ταιριαστό και στιβαρό δίδυμο, παρασύροντας τον θεατή στο ζοφερό, ατμοσφαιρικό και συχνά τρομακτικό περιβάλλον που «χτίζει» με υπομονή, μεράκι και έμφαση στη λεπτομέρεια ο αξιόλογος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Scott Cooper. Ο Cooper δεν ενεργεί βεβιασμένα, αντίθετα παρουσιάζει τους χαρακτήρες και τα κίνητρά τους, την ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία τους, παρουσιάζει τη σχέση τους μέσα από διάφορα στάδια, καθώς πρόκειται για δύο έντονες και δυναμικές προσωπικότητες.

Τα χρώματα είναι μουντά, ενώ η επιβλητική μουσική του σπουδαίου Howard Shore ακροβατεί μεταξύ κορύφωσης και αποκλιμάκωσης, μπερδεύοντας τον θεατή και καθιστώντας αδύνατη την πρόβλεψη της επόμενης σκηνής. Οι ερμηνείες είναι γενικότερα πολύ καλές, ενώ η ταινία καταφέρνει και κερδίζει ακόμη περισσότερο τις εντυπώσεις με το συγκλονιστικό φινάλε για τη σκληρότητα και την υποκρισία μίας εποχής και την απομυθοποίηση ορισμένων θεσμών.

4. Elvis

Πηγή: hollywoodreporter.com

Υπόθεση: Η ζωή του Έλβις Πρίσλεϊ από τα νεανικά του χρόνια, μέχρι τις τελευταίες του παραστάσεις, πριν από τον θάνατό του, τον Αύγουστο του 1977.

Άποψη: Όταν ο Baz Luhrmann αποφάσισε να φέρει στη μεγάλη οθόνη τη ζωή του «Βασιλιά», γνώριζε πόσο παράτολμο ήταν το εγχείρημά του. Πόσο εύκολο είναι να χωρέσεις σε 2, 2,5, 3 ώρες τη ζωή μίας τόσο τεράστιας μουσικής προσωπικότητας, ενός ανθρώπου που παραμένει ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μουσικής σκηνής;

Με περίσσεια αυτοπεποίθηση, στιλ και άνεση πίσω από την κάμερα, ο Luhrmann δημιουργεί ένα φαντασμαγορικό και πολύχρωμο σόου, όπως ακριβώς άρμοζε στον έναν και μοναδικό βασιλιά. Στον ρόλο του Elvis βλέπουμε τον φανταστικό Austin Butler, με τον Butler να έχει μελετήσει με τεράστια προσοχή, συγκέντρωση και αφοσίωση και την παραμικρή λεπτομέρεια στην κινησιολογία και τη γενικότερη συμπεριφορά του Elvis.

Δίπλα του στέκεται ο Tom Hanks, ως ο ατζέντης του Elvis, Tom Parker, ο οποίος είναι και ο αφηγητής της ιστορίας και παρουσιάζεται ως ένας στυγνός εκμεταλλευτής, ένα αρπακτικό που βλέπει τον πελάτη του ως μία αστείρευτη πηγή χρημάτων. Ο Luhrmann επιλέγει να εστιάσει στο είδωλο Elvis, στην επίδρασή του στην εποχή και στη μουσική, αφήνοντας στην άκρη την πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού του, τα ναρκωτικά, τις καταχρήσεις, τις αποφάσεις στην προσωπική του ζωή, που τον οδήγησαν σε αδιέξοδο, μετά από ένα σημείο.

Η μουσική, η φωτογραφία, οι ερμηνείες εναρμονίζονται πλήρως με το όραμα του Baz Luhrmann για μία μεγαλοπρεπή ταινία, με τα τραγούδια του Elvis να μένουν αναλλοίωτα μέσα στον χρόνο.

3. All Quiet on the Western Front (Ουδέν Νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο)

Πηγή: netflix.com

Υπόθεση: Το 1917, ο 17χρονος Paul και τρεις φίλοι του κατατάσσονται στον γερμανικό στρατό γεμάτοι ενθουσιασμό και ενέργεια και αποστέλλονται στο Δυτικό Μέτωπο. Εκεί θα γνωρίσουν από πρώτο χέρι τη φρίκη του πολέμου.

Άποψη: Πόσο συχνά βλέπουμε μία γερμανική ταινία για τον πόλεμο; Και πόσο συχνά μία γερμανική ταινία με θέμα τον πόλεμο είναι τόσο επιβλητική, θεαματική, πολυδιάστατη, συγκινητική, γεμάτη συναισθήματα και σκέψεις; Όλοι μας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αντιλαμβανόμαστε τον μέσο Γερμανό στρατιώτη του Α’ και ακόμη περισσότερο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως ένα πειθήνιο και άψυχο δολοφονικό όπλο.

Το Ουδέν Νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο, το οποίο βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Erich Maria Remarque, έρχεται και καταρρίπτει με τρόπο εκκωφαντικό όλα αυτά τα στερεότυπα και τη διαστρεβλωμένη αντίληψη που έχει αποκρυσταλλωθεί για τους Γερμανούς στρατιώτες. Ο Edward Berger αναλαμβάνει τα σκηνοθετικά ηνία και υπογράφει τη συγγραφή του σεναρίου μαζί με τους Lesley Patterson και Ian Stokell και μεταδίδει στον θεατή τον τρόμο και τον όλεθρο που επιφέρει ο πόλεμος.

Η σκηνοθεσία είναι ωμή, σκληρή, συχνά ανατριχιαστική, χτίζει την αγωνία των πρωταγωνιστών με σκηνές άβολες για τον θεατή, δεν χαρίζεται σε κανένα σημείο των 2,5 ωρών, που διαρκεί η ταινία, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η φωτογραφία. Ένας πόλεμος δεν έχει νικητές και ηττημένους με την απλή και εύπεπτη έννοια, όλοι χάνουν κάτι.

Ο Paul και οι φίλοι του κατατάσσονται, θεωρώντας, ότι υπηρετούν κάποιον ρομαντικό σκοπό, ότι ο πόλεμος ανταποκρίνεται σε αξίες και ιδανικά, γρήγορα όμως χάνουν την αισιοδοξία τους, την αθωότητά τους, τον ίδιο τους τον εαυτό. Στιγματίζονται για πάντα, χάνουν την ανθρωπιά τους, βυθίζονται στον βούρκο των συμφερόντων και της κερδοσκοπίας ως αναλώσιμα πιόνια.

2. Tár

Πηγή: instyle.gr

Υπόθεση: Η Lydia Tár, μαέστρος παγκοσμίου φήμης, έχει τα πάντα. Μία στιγμή όμως αρκεί, για να γκρεμίσει όλα όσα έχει χτίσει.

Άποψη: Όταν ο Todd Field συνέλαβε και συνέγραψε το σενάριο της ταινίας, ήξερε (όπως ο ίδιος δήλωσε), ότι υπήρχε μόνο μία ηθοποιός, που θα μπορούσε να υποδυθεί τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Το όνομα αυτής; Cate Blanchett. Σε μία από τις κορυφαίες ερμηνείες του αιώνα που διανύουμε, η Blanchett μαγνητίζει, καθηλώνει, διδάσκει.

O Field χτίζει έναν καθόλα ρεαλιστικό χαρακτήρα, με πάθη, αδυναμίες, αθέατη πλευρά, εμπλουτίζει με στοιχεία βιογραφίας την πρωταγωνίστριά του, δίνει την εντύπωση πως όσα βλέπει ο θεατής έχουν πράγματι συμβεί. Μέσα από την αρμονική συνεργασία του Field στο σενάριο και τη σκηνοθεσία, της Blanchett στον πρωταγωνιστικό ρόλο και της Hildur Guðnadóttir στη μουσική επένδυση, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για το αδιάτρητο και την κατάχρηση της εξουσίας, την ανηθικότητα των ισχυρών, που αισθάνονται, ότι ο κόσμος τους ανήκει, υπερβαίνουν κάθε όριο, εκμεταλλεύονται και χειραγωγούν, αρνούνται να συμμορφωθούν με τις επιταγές της κοινωνίας, μέχρι την στιγμή της μοιραίας και αναπόφευκτης πτώσης και παρακμής.

Όπως προείπαμε, η Cate Blanchett δεσπόζει, όπως πολλάκις έχει κάνει παρελθόν, αργά, αλλά σταθερά παρακολουθούμε τον χαρακτήρα της να πέφτει θύμα της ματαιοδοξίας και να οδηγείται στην παράνοια, μέχρι την ώρα που η θεία δίκη έρχεται και πρέπει να πληρώσει για τις πράξεις της.

1. The Banshees of Inisherin (Τα Πνεύματα του Ινίσεριν)

Πηγή: aiff.gr

Υπόθεση: Στην Ιρλανδία του 1923, ο Colm και ο Padraic είναι κολλητοί και αχώριστοι, μέχρι τη στιγμή που ο πρώτος αποφασίζει να διακόψει κάθε δεσμό με τον κάποτε καλύτερό του φίλο, οδηγώντας τον Padraic στην απελπισία.

Άποψη: Πόσοι σκηνοθέτες καταφέρνουν να προκαλούν αίσθηση κάθε φορά που κυκλοφορούν μία νέα ταινία; Σίγουρα είναι λίγοι και αναντίρρητα στη συγκεκριμένη λίστα εντάσσεται και ο φανταστικός Martin McDonagh. Ο καταξιωμένος αυτός θεατρικός και κινηματογραφικός συγγραφέας γράφει και σκηνοθετεί μία καταπληκτική ιλαροτραγωδία για τη φιλία, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη σκληρότητα και το απρόβλεπτο της ανθρώπινης φύσης με φόντο τη φωτεινή και καταπράσινη φανταστική νήσο του Ινισέριν (το οποίο στα ιρλανδικά σημαίνει το νησί της Ιρλανδίας) και δικαίως κερδίζει τον άτυπο τίτλο του δημιουργού της καλύτερης και πιο πολυδιάστατης ταινίας του 2022.

Στην τέταρτη μόλις σκηνοθετική του απόπειρα, ο McDonagh μεταφέρει τα γεγονότα στη δεκαετία του 1920, μία περίοδο κατά την οποία μαινόταν ο ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος. Μπορεί ο εμφύλιος να μην διαδραματίζει κάποιο καίριο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής, όμως συνιστά ένα πανέξυπνο παραλληλισμό για τη φιλία των δύο πρωταγωνιστών, ένα οξυδερκή πολιτικό σχολιασμό, μία κοφτερή ματιά στα άδυτα της Ιρλανδίας.

Ο Colin Farrell, ένας ούτως ή άλλως ηθοποιός πολύ υψηλού επιπέδου, δίνει ερμηνεία ζωής, ως ο σαστισμένος και καλοκάγαθος Padraic, ένας άνθρωπος ήρεμος, άβουλος, που φτάνει στα όριά του από την αδιαφορία του πρώην φίλου του και καταφεύγει σε ό,τι πιθανή λύση μπορεί να σκεφτεί, για να γεφυρώσει το χάσμα.

Από την άλλη, ο Brendan Gleeson είναι επίσης εξαιρετικός, ενσαρκώνει το «κακό» στο πρόσωπο του Colm, ενός ανθρώπου, που ψάχνει να βρει την ησυχία του, αλλά με το λάθος τρόπο, ενώ φαίνεται να βασανίζεται από ψυχολογικά προβλήματα, με τις απρόβλεπτες και σοκαριστικές ενέργειές του.

Ειδική μνεία αξίζει να γίνει στην Kerry Condon, που υποδύεται την αδερφή του Colin Farrell, καθώς και στον Barry Keoghan, που υποδύεται ένα συγχωριανό μειωμένων νοητικών ικανοτήτων, τον οποίο ξυλοκοπεί ο πατέρας του.

Μοιράσου το:

Γιώργος Ψάλλας

Γιώργος Ψάλλας

Αντισυμβατικός και υπερβολικά διαφορετικός για την ηλικία μου, θα με βρεις να προτιμάω την ηρεμία από την ένταση και την παράνοια, να βλέπω ταινίες, να ακούω μουσική (την κανονική, όχι αυτή που βρίσκεται στη μόδα), να παρακολουθώ τα αθλητικά τεκταινόμενα και ενίοτε να διαβάζω βιβλία.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα