Ο Βύρωνας Κριτζάς μας μιλάει για λατρεία

Το φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είχε soundtrack και αυτό δεν ήταν κανένα άλλο πέρα από το “εδώ μιλάνε για λατρεία” των Κόρε.Ύδρο. Ιθύνων νους για την εξέλιξη αυτή, το σημερινό “Πρόσωπο της Εβδομάδας”,  ο δημοσιογράφος και πλέον -ακόμα και αν ο ίδιος δεν τρελαίνεται για τον τίτλο-σκηνοθέτης, Βύρωνας Κριτζάς.

Περίπου πριν δύο εβδομάδες, είχαμε το προνόμιο να συναντηθούμε με τον Βύρωνα τη μέρα πριν από την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ “εδώ μιλάνε για λατρεία: η ιστορία των Κόρε. Ύδρο.”. Λες και δεν θα είχε αρκετούς Κόρε.Ύδρο. η κουβέντα μας, συναντηθήκαμε στο ομώνυμο καφέ “Ύδρο” , εκεί που μάλιστα έγινε και την επόμενη μέρα το after party της προβολής. Η πρεμιέρα -κυριολεκτικά, talk of the town, αφού την συζητούσαν μέχρι και στο διπλανό μας τραπέζι- ήταν η πρώτη ταινία που έγινε sold-out στο Φεστιβάλ και οι προσδοκίες του κόσμου ήταν εμφανώς υψηλές.

Spoiler alert, όλα πήγαν εξαιρετικά. Η ταινία κέρδισε το βραβείο κοινού για ντοκιμαντέρ άνω των 50 λεπτών, έγινε ένα από τα λιγοστά ελληνικά ντοκιμαντέρ που κέρδισαν τον “ασημένιο Αλέξανδρο” τα τελευταία χρόνια και συνεχίζει την πορεία της μέχρι σήμερα, με ενθουσιασμένους θεατές, φανς του συγκροτήματος και μη, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Όσο για εμάς, στη συζήτησή μας με τον Βύρωνα, μιλήσαμε για πολλά: για τη μουσική, το θρυλικό συγκρότημα, τις συνεντεύξεις και τα βιβλία του, για τον ίδιο. Και κλείσαμε με ένα τραγούδι- και μάλιστα όχι των Κόρε. Ύδρο. Τον ευχαριστούμε πολύ.

-Βύρωνα, επειδή είσαι το “Πρόσωπο της Εβδομάδας”, δεν γίνεται να μιλήσουμε μόνο για το ντοκιμαντέρ και τους Κόρε. Ύδρο., αλλά και για σένα και για την πορεία σου: αρχικά, πώς αποφάσισες να γίνεις δημοσιογράφος;

-Πέρασα στο Οικονομικό αλλά δεν μου άρεσε. Έψαχνα κάτι που να έχει σχέση με τη μουσική. Δεν ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, ήθελα να γράφω για μουσική. Έτσι ξεκίνησα. Αυτό πήγε καλά, “καλά πήγε αυτό” (γέλια), μου άρεσε, ένιωθα ότι μπορώ να το κάνω. 

Ξεκίνησα να γράφω κριτικές, να παίρνω συνεντεύξεις. Σύντομα όμως άρχισα να γράφω και κάποια γενικότερου ενδιαφέροντος κείμενα. Αφενός επειδή μου το ζητούσαν και αφετέρου  επειδή ένιωθα ότι δεν γίνεται να βιοποριστώ γράφοντας μόνο για μουσική. Στην πορεία προέκυψαν δύο βιβλία, πάλι με μουσικό περιεχόμενο, και τώρα ένα ντοκιμαντέρ, πάλι σχετικό με τη μουσική. 

Μπορεί κάποιος να πει ότι κάνω διαφορετικά πράγματα, αλλά επί της ουσίας το ίδιο κάνω, απλά με διαφορετικούς τρόπους. Διάφορα πρότζεκτ δηλαδή, με κοινό παρονομαστή την αγάπη μου για τη μουσική.

-Το πρώτο σου άρθρο το θυμάσαι;

-Α ναι, αλλά ήταν της πλάκας. Ήταν μια επέτειος από τον θάνατο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, είχα βρει δυο πράγματα από την Wikipedia, τα είχα ψιλο-αντιγράψει και τα μετέτρεψα σε άρθρο. Και είπα ότι αυτή είναι μια πάρα πολύ ωραία δουλειά (γέλια).

-Πολύ iconic όμως, για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ…

-Ναι, εντάξει. Πάντως δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Αλλά νομίζω έγραφα καλές εκθέσεις και είχα άποψη. Δηλαδή ήμουν 20 χρονών και είχα άποψη.

Φώτο: Αφροδίτη Κεραμέως / dreamonline.gr

-Όταν αποφάσισες να ασχοληθείς με τη μουσική, είχες κάποια πρότυπα; Υπήρχε, ας πούμε, ο Πετρίδης – δεν ξέρω άμα είσαι της “γενιάς Πετρίδη” – ή κάποιο συγκρότημα ή κάτι που διάβασες; Αν θυμάμαι καλά τότε έβγαινε και το Sonik

-Συμμετείχα και στο Sonik. Από τα 16 διάβαζα ξένα μουσικά περιοδικά, δηλαδή NME, Q, Mojo, λίγο Rolling Stone, λίγο Uncut και αυτό βοήθησε στο να καταλαβαίνω κάπως καλύτερα τη μουσική, να ακονίζω τα αγγλικά μου, αλλά και το ίδιο μου το γράψιμο. Από εκεί θα έλεγα ότι επηρεάστηκα κυρίως. 

Αργότερα, όταν ξεκίνησα όντως να γράφω, δηλαδή μετά τα 20, από ‘δω κι από ‘κει με επηρέασαν και κάποιοι Έλληνες. Για παράδειγμα, ο Αργύρης Ζήλος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατάφερα να γράφω σαν αυτόν. Αλλά επειδή ήταν ένα πολύ «κοφτερό» γράψιμο, με διεισδυτικότητα και ειρωνεία, το θαύμαζα.

Κάποιοι άλλοι που δεν έγραφαν απαραίτητα για μουσική με επηρέασαν, όπως ο Τσαγκαρουσιάνος, ο Πολιτάκης, ο Δημοκίδης που έχει ένα απλό, τρυφερό αλλά ουσιαστικό γράψιμο.

“Στο να ασχοληθώ με τους Κόρε. Ύδρο. με ώθησαν πολλά μικρά πράγματα. Μια πιο “ποιητική” εκδοχή είναι ότι αυτός ο στίχος “νιώθω πως πρέπει να αρχίσουν νέοι αγώνες” μου δημιουργούσε μια συγκίνηση και την αίσθηση ότι πρέπει να δώσω κι εγώ έναν καινούργιο αγώνα.”

-Είσαι δημοσιογράφος, είσαι συγγραφέας και τώρα μπαίνεις ουσιαστικά στον χώρο των ντοκιμαντέρ. Ποια είναι η σχέση σου με το είδος και με το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;

-Πάλι θα πάω στη μουσική, αφού με τα μουσικά ντοκιμαντέρ έχω κάποια εξοικείωση. Αυτά που ξεχωρίζω είναι το “No Direction Home” του Σκορσέζε που είναι φοβερό ντοκιμαντέρ, το “Sugarman” που είχε πάρει και Όσκαρ, το “The Story of Anvil” που είναι η ιστορία ενός μέταλ συγκροτήματος και μου είχε κάνει πολλή εντύπωση… Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μία φορά έχω έρθει, πέρσι, για κάποιες δημοσιογραφικές προβολές. Είχα δει το ντοκιμαντέρ για τον Γιάννη Σπανό του Άρη Δόριζα, επίσης πολύ ωραίο. 

Δεν είναι ότι το βλέπω σαν καριέρα, ότι θα κάνω ντοκιμαντέρ από ‘δω και πέρα. Είναι κάτι που προέκυψε από μία αγάπη για το συγκεκριμένο συγκρότημα και από μία ανάγκη να κάνω κάτι καινούργιο, που να μην το ξέρω. 

Στο να ασχοληθώ με τους Κόρε. Ύδρο. με ώθησαν πολλά μικρά πράγματα. Μια πιο “ποιητική” εκδοχή είναι ότι αυτός ο στίχος “νιώθω πως πρέπει να αρχίσουν νέοι αγώνες” μου δημιουργούσε μια συγκίνηση και την αίσθηση ότι πρέπει να δώσω κι εγώ έναν καινούργιο αγώνα. Πλέον το να πάρω μια καλή συνέντευξη, το να κάνω ένα ωραίο ρεπορτάζ δεν είναι ακριβώς “αγώνας”, είναι η δουλειά μου, αλλά αυτό [ενν. το ντοκιμαντέρ] ήταν όντως αγώνας, ο οποίος κράτησε πάνω από δύο χρόνια.

Ήταν πολύ ευχάριστο και πολύ βασανιστικό ταυτόχρονα. Ήταν λίγο σαν – δεν το έχω ζήσει, αλλά φαντάζομαι – να μεγαλώνεις ένα παιδί. Εννοείται ότι είσαι περήφανος και γουστάρεις και χαίρεσαι, αλλά στην καθημερινότητα είναι και ένα βάσανο ρε παιδί μου!

Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσες κάτι τέτοιο τόσο έντονα;

-Ναι, γιατί η διαφορά [ενν. με το ρεπορτάζ και τη δημοσιογραφία] εδώ ήταν ότι, πρώτον, κράτησε πολύ καιρό· τίποτα σε ένα κείμενο δεν κρατάει δυόμιση χρόνια (!) και ότι, δεύτερον, απαιτούσε τη συνεργασία με πολλούς ανθρώπους και τη διαχείριση αυτών των ανθρώπων. 

Ιδιαίτερα στο επικοινωνιακό κομμάτι, σκέψεις του τύπου «μην τον ενοχλήσω», ή «μην νομίζει ξαφνικά ότι απέκτησα μια υπεροψία του στυλ “εγώ είμαι ο σκηνοθέτης και θα κάνεις αυτό που θέλω εγώ”», με προβλημάτιζαν. Υπήρχαν στιγμές που ήθελα δηλαδή να γίνει το δικό μου και ένιωθα ότι αυτό πρέπει να το εκφράζω και να το πετυχαίνω με προσοχή. 

-Νομίζω οι σκηνοθέτες είναι γενικά οι άνθρωποι που θέλουν να γίνεται το δικό τους.

-Εγώ και σκηνοθέτης να μην ήμουν, θέλω να γίνεται το δικό μου! (γέλια)

-Να ρωτήσω ζώδιο;

-Δίδυμος, να γραφτεί παρακαλώ (γέλια)! Ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι μια ισχυρή προσωπικότητα. Αν είναι να κάνει τα χατίρια όλων και να ακούει τις γνώμες όλων και να αγχώνεται για το πώς θα τους έχει όλους χαρούμενους, ε στο τέλος θα τρελαθεί και δεν θα κάνει και καλή ταινία! Πρέπει να έχει μια ισχυρή γνώμη. Και είχα. 

Κάποιες φορές, ένιωθα ότι κάποιοι αντιστέκονταν ή μπορεί και εγώ να μην ήμουν τόσο ανοιχτός. Όταν πεις μια ιδέα, βρίσκεις εύκολα κάποιον που θα σου πει: “σκέψου κι αυτό”, “σκέψου και το άλλο”. 

Φώτο: Αφροδίτη Κεραμέως / dreamonline.gr

-Πάντως, τα βιβλία σε σχέση με την αρθρογραφία έχουν μια συγγένεια· αλλά το οπτικοακουστικό κομμάτι δεν είναι τόσο συγγενές με τη δουλειά που κάνεις.

-Ακριβώς. Παρ’ όλα αυτά, εγώ πάλι σαν άνθρωπος που γράφει το προσέγγισα, ειδικά στην αρχή. Σε αυτό το κομμάτι, ένιωθα αυτοπεποίθηση και δεν μου ήταν δύσκολο. Για να καταθέσεις μια πρόταση πρέπει να δώσεις ένα σενάριο το οποίο είναι 15.000 λέξεις νομίζω. Η παραγωγός μου έλεγε ότι κάποιοι δυσκολεύονται πάρα πολύ να το κάνουν αυτό, πόσο μάλλον για ένα ντοκιμαντέρ, που δεν έχει συγκεκριμένη υπόθεση. 

Αλλά εμένα αυτό μου βγήκε εύκολα, γιατί είχε να κάνει με γράψιμο, ενώ το θέμα των γραφιστικών, του μοντάζ, του τι θα μπει στην αφίσα, του να συνεννοηθείς με τον ηχολήπτη… Επίσης κάποια πράγματα γίνονταν με αργούς ρυθμούς, οπότε έπρεπε να έχω υπομονή, να περιμένω. Κάτι που επίσης με δυσκολεύει.

-Μπορείς να μοιραστείς κάποια αστεία ή αναπάντεχη στιγμή από τα γυρίσματα;

-Οι πιο ωραίες στιγμές ήταν αυτές που δεν υπήρχαν στο σενάριο. Ας πούμε, είχαμε πει ότι θα πάμε με τον Παντελή [ενν. τον Παντελή Δημητριάδη των Κόρε. Ύδρο.] στη θάλασσα και θα πάρουμε και ένα πλάνο που μπαίνει λίγο στο νερό. Αλλά ο Παντελής έμπαινε όλο και πιο βαθιά. Ο Γιάννης Κολόζης, ο Διευθυντής Φωτογραφίας μας, που κρατούσε την κάμερα, πήγαινε όλο και πιο μέσα, μέχρι που η κάμερα είχε φτάσει στο λαιμό του, για να μην βραχεί (γέλια).

Εμείς απλά το βλέπαμε αυτό από την παραλία και δεν ξέραμε πότε θα τελειώσει. Τέλος πάντων, βγήκαν έξω και ο Παντελής άρχισε να τυλίγεται με μια πετσέτα και να προσπαθεί να αλλάξει. Όλο αυτό συνεχίζαμε και το γράφαμε. 

Ώσπου κάποια στιγμή, ο Παντελής μου λέει: “Τι άλλο θέλεις;!” (γέλια). Και ο Γιάννης σταματάει την κάμερα, γυρνάει και μου λέει: “Θα πρέπει να είσαι πολύ χαρούμενος!”. Γιατί αυτό που συνέβαινε ήταν πολύ ωραίο, χωρίς να το έχουμε υπολογίσει.

Φώτο:Βίλμα Κόκκα/ ο Παντελής Δημητριάδης στα γυρίσματα της ταινίας

“Ξέρω ότι αυτός ο χαμός που συμβαίνει με τα γρήγορα sold out στις πρεμιέρες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας ασφαλώς δεν είναι επειδή “ο Βύρωνας έκανε ένα ντοκιμαντέρ”, αλλά επειδή είναι ένα ντοκιμαντέρ για τους Κόρε. Ύδρο.”

-Έχουμε το προνόμιο να μιλάμε μαζί σου πριν την πρεμιέρα της ταινίας. Ποιες είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματά σου, μία μέρα πριν; Ειδικά εφόσον και ο Παντελής πρόκειται να τη δει πρώτη φορά αύριο [ενν. την Παρασκευή 14 Μαρτίου];

– Έχω πολλή χαρά και πολλή προσμονή. Όλο αυτό το βλέπω περισσότερο από τη μεριά του φαν, ίσως θα βρεθώ και εγώ σε ένα επίκεντρο, αλλά πιο πολύ το προσεγγίζω και το βλέπω σαν φαν του συγκροτήματος. 

Ξέρω ότι αυτός ο χαμός που συμβαίνει με τα γρήγορα sold out στις πρεμιέρες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας ασφαλώς δεν είναι επειδή “ο Βύρωνας έκανε ένα ντοκιμαντέρ”, αλλά επειδή είναι ένα ντοκιμαντέρ για τους Κόρε. Ύδρο.

Είμαι απόλυτα συμφιλιωμένος με αυτό και χαίρομαι πάρα πολύ. Ο βασικός λόγος που έκανα αυτό το ντοκιμαντέρ, είναι επειδή ήθελα να το δω. 

-Ο Παντελής πώς το πήρε όταν του έγινε η πρόταση;

-Του έστειλα ένα μήνυμα για να του το πω και μου απάντησε μονολεκτικά: “Χρηματοδοτώ” (γέλια). Γούσταρε φουλ. Τελικά δεν χρειάστηκε να χρηματοδοτήσει, αλλά ήταν φουλ θετικός. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος, που είναι το άλλο βασικό μέλος, και λόγω του ότι δεν είχαμε τη φιλική σχέση που έχουμε με τον Παντελή και λόγω του ότι έχει μία άλλη προσωπικότητα – δεν του αρέσει η έκθεση, και αυτό είναι σεβαστό – είχε επιφυλάξεις από την αρχή. Του Αλέξανδρου δεν του άρεσε ποτέ να εκτίθεται, ούτε στα λάιβ, ούτε να μιλάει σε συνεντεύξεις. Του άρεσε να είναι στο στούντιο.

-Άρα αύριο θα δούμε ουσιαστικά τη ματιά και ενός θαυμαστή στην ταινία.

-Ναι. Έχει, βέβαια, και το στοιχείο του αντίλογου, γιατί υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δεν τους αποδέχονται και τους κοροϊδεύουν. 

-Το αγαπημένο σου τραγούδι των Κόρε. Ύδρο.;

-Νομίζω η “Χειραψία”. Αλλά και το “Εδώ Μιλάνε Για Λατρεία”, από το οποίο ονομάστηκε και η ταινία. Παρ’ ότι δεν είναι πολύ γνωστό, είναι πολύ αγαπημένο.

Φώτο: Αφροδίτη Κεραμέως / dreamonline.gr / από την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ

-Θα ήθελες να κάνεις άλλο ντοκιμαντέρ για κάποιο πρόσωπο που έχεις πάρει συνέντευξη;

-Για τον Τζίμη Πανούση θα είχε ενδιαφέρον ένα ντοκιμαντέρ, μιας και λέμε για ανθρώπους που τους έχω πάρει συνέντευξη. Και δεν έχει γίνει κάτι αντίστοιχο. Νομίζω είναι μια προσωπικότητα πολύ σημαντική, που πιάνει πολλά, το τραγούδι, τη σάτιρα, το συντηρητισμό του Έλληνα… 

Κάποιες φορές μου λείπει. Όταν βγαίνει ένα σούργελο ή ένας πολιτικός που κάνει κάτι απαράδεκτο, τον σκέφτομαι.

-Αξίζει μια αναφορά στα βιβλία σου. Πώς αποφάσισες να γράψεις το βιβλίο για τον Bob Dylan “Bod Dylan 100 Τραγούδια – Οι ιστορίες πίσω από αυτά και η σημασία τους”, δεδομένου ότι ήταν και η περίοδος που βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας;

-Ξεκίνησα πολύ πιο πριν.

-Άρα ήσουν και λίγο τυχερός.

-Ήμουν άνεργος (γέλια). Και έπρεπε κάτι να κάνω, για να μην νιώθω ότι βουλιάζω. Έτσι ξεκίνησα, θυμάμαι, να το γράφω.

Επίσης, σε ανύποπτο χρόνο, με τον Φοίβο Δεληβοριά είχαμε κάνει μία κουβέντα και λέγαμε: “O Dylan έχει 100 αριστουργήματα, έχει γράψει 100 αριστουργηματικά τραγούδια”. Θυμάμαι αυτή την ατάκα, δεν θυμάμαι ποιος από τους δύο την είπε. Τέλος πάντων, με έβαλε στη διαδικασία να σκέφτομαι: “Ωραία, και ποια είναι;”. Έτσι βγήκε το “Bob Dylan: 100 τραγούδια”. Το βιβλίο αφορά την ιστορία του κάθε τραγουδιού και τη σημασία του. 

Τα κείμενά μου εκεί είναι λίγο “άγουρα”. Είναι ένα βιβλίο χρήσιμο για κάποιον που τον ενδιαφέρει να εμβαθύνει στον Dylan, αλλά δεν ξέρω πόσοι είναι αυτοί οι άνθρωποι… Το επόμενο βιβλίο, προσπάθησα να είναι λίγο πιο ευχάριστο και φιλικό σε ένα κοινό που δεν θέλει ντε και καλά να μελετήσει κάτι, αλλά θέλει ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Εγώ αγαπάω περισσότερο το δεύτερο βιβλίο.

– Θεωρείς ότι το βιβλίο αυτό, “Οι ωραίοι έχουν χρέη”, πέρα από ένα βιβλίο για την μουσική, είναι και ένα κοινωνικό σχόλιο;

-Είναι τρία πράγματα: πρώτον μια μικρή ιστορία του ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων χρόνων, από το 1990 μέχρι το 2017 που βγήκε. Δεύτερον, έχει κάποια δικά μου βιογραφικά στοιχεία μέσα, γιατί αυτά τα τραγούδια τα έζησα, τα αγάπησα, μεγάλωσα μαζί τους. Τρίτον, στο φόντο, όπως σωστά είπες, βρίσκονται και οι κοινωνικές αλλαγές: το τι συνέβαινε στην Ελλάδα την κάθε περίοδο. 

Πολλές φορές, μάλιστα, το τραγούδι που επέλεγα, το επέλεγα ακριβώς γιατί μου έδινε την ευκαιρία να γράψω ένα σχόλιο. Π.χ. το “Μια Ελλάδα Φως” μου έδινε την ευκαιρία να θίξω την άνοδο του εθνικού φρονήματος και το Μακεδονικό ζήτημα, που είχε προκύψει εκεί στις αρχές των ’90s. 

-Υπάρχει κάποια συνέντευξη που πήρες και σου έχει μείνει αξέχαστη;

-Με τον Γιώργο Μαργαρίτη μου άρεσε πολύ. Εγώ έμενα Πετράλωνα και μαθαίνοντας ότι αυτός μένει Κηφισιά δώσαμε ραντεβού εκεί, σε ένα έτσι ζαχαροπλαστείο έτσι παλαιού τύπου. Με το που καθίσαμε, πιάσαμε την κουβέντα και του λέω ότι έρχομαι από Πετράλωνα. Μου λέει: “Σοβαρά; Στην παλιά μου γειτονιά; Και δεν μου το ‘λεγες ρε φιλαράκο;”. Λέω: “Εκεί έπρεπε να την κάνουμε τη συνέντευξη”. Μου λέει: “Θες; Πάμε!”. 

Δεν ξέρω αν το ξέρετε, αλλά είναι μια μεγάλη απόσταση, το Κηφισιά-Πετράλωνα. Ψήθηκε όμως και ουσιαστικά όλη η συνέντευξη έγινε στο αμάξι, από τη σημερινή του γειτονιά στην παλιά, από το σήμερα στο χθες. 

Πήγαμε στο καφενείο που σύχναζε όταν ήταν νέος και βρήκε και κάποιους παλιούς φίλους… Υπήρχε μια δράση στη συνέντευξη, οπότε σαν εμπειρία ήταν κάτι ιδιαίτερο…

Κατά τα άλλα ήταν πολύ σημαντικές για μένα οι συνεντεύξεις με τον Σαββόπουλο, την Πλάτωνος, τον Πανούση… Αλλά και με κάποιους «διεθνείς» που έχω κάνει από απόσταση, όπως ο Woody Allen ή η Patti Smith.

“Με τον Παντελή έχουμε κάνει πολλή παρέα· ξέρω τι άνθρωπος είναι, πώς σκέφτεται, τις ιδιοτροπίες του, γνώρισα τους γονείς του, τους φίλους του· αλλά το πώς έγραψε το “Άλλη Μια Νύχτα Σύγχυσης και Γέλιου”, δεν μπορώ να το καταλάβω…”

-Άρα δεν ισχύει το “never meet your heroes”;

-Όχι, δεν το πιστεύω, δεν έχω απογοητευτεί πολύ από κάποιον. Απλά ισχύει το “κράτα το ποίημα και όχι τον ποιητή” ή “κράτα το τραγούδι και όχι τον τραγουδιστή”. Αυτό είναι το σημαντικό. Όχι το να γίνεις κολλητός με τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη. Η ουσία είναι το έργο του, δεν υπάρχει κάτι καλύτερο να σου δώσει. 

Με τον Παντελή έχουμε κάνει πολλή παρέα· ξέρω τι άνθρωπος είναι, πώς σκέφτεται, τις ιδιοτροπίες του, γνώρισα τους γονείς του, τους φίλους του· αλλά το πώς έγραψε το “Άλλη Μια Νύχτα Σύγχυσης και Γέλιου”, δεν μπορώ να το καταλάβω… Όσο κοντά και να ‘ρθεις, υπάρχει το τραγούδι που είναι πάνω από αυτά και είναι πιο σημαντικό. 

-Πώς διαλέγεις τα πρόσωπα που θα κάνεις συνέντευξη;

-Προτείνω ή δέχομαι προτάσεις για πρόσωπα μόνο όταν νιώθω ότι μπορεί να βγει μια ωραία συνέντευξη από αυτά. Δηλαδή όταν νιώθω κάποια σύνδεση με αυτόν τον άνθρωπο, ή όταν με “τσιγκλάει”, κατά κάποιον τρόπο, και έχω κάποιες συγκεκριμένες ερωτήσεις, συγκεκριμένες απορίες… 

-Ποια ήταν η πρώτη συναυλία που θυμάσαι να σε επηρέασε;

-Η συναυλία που πραγματικά με επηρέασε ήταν μία συναυλία του Αγγελάκα το 2006 στο Ηράκλειο Κρήτης, με τους Επισκέπτες τότε… Μου άρεσε πάρα πολύ ο Αγγελάκας στη σκηνή. Και θυμάμαι ότι μετά τη συναυλία είχε πάρτυ μια συμμαθήτριά μου από το σχολείο, από το οποίο είχαμε αποφοιτήσει ήδη εδώ και έναν χρόνο. Μετά τη συναυλία πήγα σε αυτό το πάρτυ λοιπόν και εκεί κατάλαβα ότι έχω αλλάξει. 

Είδα τους παλιούς μου συμμαθητές και τον τρόπο που συνομιλούσαν και διασκέδαζαν, και επειδή είχε προηγηθεί αυτό το λάιβ, ένιωσα ότι πια η ζωή μου είναι πιο κοντά στο λάιβ, παρά στους παλιούς μου συμμαθητές. Αλλά ήταν και φοβερή συναυλία. Όταν είσαι 19 χρονών, κάποιες εμπειρίες, όπως ας πούμε ένα λάιβ, ή ένας δυνατός χωρισμός, σε σημαδεύουν για πάντα. 

Βύρωνας Κριτζάς
Φώτο: Αφροδίτη Κεραμέως / dreamonline.gr

-Θεωρείς ότι πέρα από τους Κόρε. Ύδρο. υπάρχουν άλλοι Έλληνες καλλιτέχνες που αξίζουν παραπάνω αναγνώριση;

-Ο κόσμος είναι αυτός που αποφασίζει. Εμείς οι δημοσιογράφοι πολλές φορές προβάλλουμε κάποια πρόσωπα, αλλά βλέπεις ότι μπορεί να μην παίζει και τόσο ρόλο το αν θα δώσει κάποιος συνεντεύξεις ή όχι, το αν θα γράψεις κάτι θετικό ή όχι.

Για παράδειγμα ο ΛΕΞ ή οι Χατζηφραγκέτα, είναι καλλιτέχνες που έχουν μεγάλη επιτυχία, χωρίς να δίνουν συνεντεύξεις. Αυτό που κάνουν έχει μιλήσει στον κόσμο και δεν χρειάζεται να μιλήσουν οι ίδιοι. 

– Σε αποχαιρετούμε με μία λίγο ιδιόμορφη ερώτηση. Αναζητώντας τα τραγούδια που αναφέρεις στο “Οι ωραίοι έχουν χρέη” στο YouTube πέφτουμε σε ένα μοτίβο: στο πρώτο σχόλιο κάτω από το καθένα διαβάζει κανείς: “2024 κανείς;” “2025 και ακόμα εδώ” κτλ.  Αυτό που θέλω να σε ρωτήσω, ως άνθρωπο που έχει ασχοληθεί και συνεχίζει να ασχολείται με την μουσική είναι το εξής: πιστεύεις ότι σήμερα υπάρχουν τραγούδια τα οποία θα θυμόμαστε “διαχρονικά” και έχουν γενικότερη απήχηση; Ή είναι αυτού του είδους η μουσική πλέον κάτι που ανήκει στο παρελθόν;

-Το τραγούδι σίγουρα δεν παίζει τον κοινωνικό ρόλο που έπαιζε κάποτε, αλλά εξαιρέσεις υπάρχουν. Δηλαδή τραγούδια που λένε κάτι ουσιαστικό για την εποχή και μιλάνε σε πολύ κόσμο, υπάρχουν μέχρι και σήμερα. 

Το πιο χαρακτηριστικό που μου έρχεται στο μυαλό από τα τελευταία χρόνια είναι η “Ανισόπεδη Ντίσκο” του Pan Pan με την Καλλιόπη Μητροπούλου. Είναι ένα τραγούδι που αν το πάρεις λογικά, δεν εξηγείται. Ξεκινάει και λέει ότι ήμασταν στην κίνηση, και ακούγαμε αυτό το κομμάτι, μετά λέει ότι παντρευτήκαμε και βαφτίσαμε το παιδί μας, μετά μοιράζεται τα άγχη του και μετά αναφέρει όλους τους αγαπημένους του Έλληνες καλλιτέχνες. Δηλαδή ό,τι να ‘ναι!

Κι όμως, είναι ένα πανέμορφο τραγούδι.  Και το μάθαμε όλοι. Συμβαίνει σπάνια στην Ελλάδα σήμερα, ένα τραγούδι τόσο γνωστό, να είναι και τόσο ωραίο. Αλλά συμβαίνει. 

Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως, Βαγγέλης Λαζαρίδης & Φαίδρα Στυλιανού 

Μοιράσου το:

Αφροδίτη Κεραμέως

Αφροδίτη Κεραμέως

Γεννήθηκα και ζω όλη μου την ζωή- μ’ένα ευχάριστο διάλειμμα 6 μηνών στο Αμβούργο- στην Θεσσαλονίκη. Το μεγαλύτερο μου ίσως flex είναι ότι όταν ήμουν μικρή είχα απομνημονεύσει τις πρώτες σελίδες (και τις παραπομπές τους) από τα «88 ντολμαδάκια» του Ευγένιου Τριβιζά. Η απομνημονευτική μου ικανότητα με οδήγησε αισίως στα 18 μου στην Νομική του ΑΠΘ και έπειτα με άφησε. Από τότε, αυτά που θέλω να θυμάμαι τα κρατάω σε σημειώσεις σε τετράδια, στο μαγνητόφωνο του κινητού μου (podcast alert) και στα φιλμ των αγαπημένων μου καμερών.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα