O σκοτεινός κόσμος της Σίρλεϊ Τζάκσον ζωντανεύει ξανά!

Το περασμένο φθινόπωρο κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Μεταίχμιο μια νέα σειρά με βιβλία τρόμου με τίτλο «Tenebrae». Μέσα απ’ αυτή, οι αναγνώστες έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με έργα και συγγραφείς του κλασικού τρόμου. «Tenebrae» σημαίνει σκοτάδι και τα έργα της σειράς που εντάσσονται σ’ αυτή, όπως σημειώνουν οι εκδότες, αναδεικνύουν το υπαρκτικό σκοτάδι και την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου μυαλού και της ανθρώπινης φύσης.

Η αρχή έγινε με μια από τις σημαντικότερες Αμερικανίδες συγγραφείς του 20ου αιώνα, τη Σίρλεϊ Τζάκσον. Με τις επανεκδόσεις των έργων της «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» και «Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο» το αλλόκοτο και το παράδοξο ζωντανεύουν για να αναδείξουν μια διαφορετική λογοτεχνία τρόμου: εσωτερική, παρανοϊκή, ψυχωτική, γεμάτη από ανθρώπινα φαντάσματα και παράλογους ιδεασμούς.

Σίρλεϊ Τζάκσον: η συγγραφέας

Γεννημένη στο Σαν Φρανσίσκο το 1916, η Σίρλεϊ Τζάκσον ξεκίνησε να ασχολείται με τη συγγραφή ήδη απ’ τα φοιτητικά της χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά της στο λογοτεχνικό περιοδικό της σχολής της. Η ζωή της σημαδεύτηκε από δύσκολες προσωπικές σχέσεις, ιδιαίτερα με τη μητέρα της και τον σύζυγό της, καθώς και από χρόνια ψυχικά προβλήματα που την ταλαιπώρησαν μέχρι και τον πρόωρο θάνατό της το 1965.

Φαίνεται πως υπήρξε τυπικό δείγμα της γυναίκας του αμερικανικού μεταπολεμικού προαστίου: αφοσιωμένη σύζυγος, φροντιστική μητέρα τεσσάρων παιδιών και νοικοκυρά. Όμως, πίσω από τη συμβατική εικόνα υπήρξε ταυτόχρονα ένα ανήσυχο, βαθιά καλλιτεχνικό πνεύμα. Αγαπούσε τις σκοτεινές ιστορίες και τα μάγια, ενώ σύμφωνα με βιογραφικές πηγές δεν δίσταζε να τα ασκεί και η ίδια. Με το έργο και τη στάση ζωής της αμφισβήτησε ανοιχτά τις κοινωνικές επιταγές της εποχής που την εγκλώβιζαν σε ρόλους που δεν την εξέφραζαν.

Προσωπικό ύφος

Η γραφή της είναι λιτή και κινηματογραφική, όμως πίσω από την απλότητά της πάλλεται μια ένταση βαθιά και υπόγεια. Επιλέγει να εστιάζει με σαφήνεια στην ευαισθησία του ανθρώπινου μυαλού απέναντι στα εξωτερικά ερεθίσματα και στις λεπτές ρωγμές της καθημερινότητας.

Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών της, άνθρωποι συνηθισμένοι, έρχονται αναπάντεχα αντιμέτωποι με το ανοίκειο, το παράδοξο. Συχνά αυτό είναι απόρροια μιας παρανοϊκής κοινωνικής πραγματικότητας, την οποία δεν μπορούν παρά να αποδεχτούν. Η διαδικασία της αποδοχής, όμως, είναι βασανιστική. Η ένταση που γεννιέται δεν εκδηλώνεται άμεσα, όμως πάλλεται υποδόρια κάτω από τον επιφανειακό ιστό της αφήγησης ώσπου τελικά γίνεται εκκωφαντική.

Η Σίρλει Τζάκσον αποφεύγει τις εξηγήσεις. Οι λέξεις λειτουργούν υπαινικτικά αφήνοντας χώρο στην ενδόμυχη ταραχή που ολοένα και εκδηλώνεται. Η ανασφάλεια που προκαλεί το ανοίκειο, η έλλειψη της αίσθησης του γνώριμου και σταθερού κλονίζει βαθιά τους ήρωες και όλο το οικοδόμημα της ύπαρξής τους. Η αφορμή αρχικά μπορεί να είναι φαινομενικά ασήμαντη, όμως η αιτία είναι πάντα βαθιά ριζωμένη, ικανή να οδηγήσει σε πλήρη αποδόμηση του εαυτού και σε αμφισβήτηση της ύπαρξής τους.

Με τον ίδιο τρόπο, ο φόβος στα δημιουργήματά της δεν είναι κυρίαρχος με την παραδοσιακή έννοια, ούτε βασίζεται σε εξωτερικές, υπερφυσικές απειλές. Αντίθετα, αιωρείται στην ατμόσφαιρα σαν μια αδιόρατη ανησυχία για αδιευκρίνιστους λόγους. Ο αναγνώστης διαισθάνεται από νωρίς ότι κάτι δεν πάει καλά με τους πρωταγωνιστές χωρίς να είναι σε θέση να διασαφηνίσει τι ακριβώς είναι αυτό, συχνά μέχρι και το τέλος της ιστορίας.

Αυτή η έλλειψη εξηγήσεων συχνά δημιουργεί δυσφορία και μια εντεινόμενη ανασφάλεια που αυξάνει την αίσθηση του τρόμου. Ο φόβος έτσι γίνεται υπαρξιακός, όχι επειδή κάτι συμβαίνει, αλλά επειδή το ρήγμα του ψυχισμού των ηρώων τούς απειλεί.

«Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο»

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός διαταραγμένου ψυχισμού αποτελεί η Μέρικατ, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματός της «Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο». Μέσα από τη δική της αφήγηση, παρακολουθούμε την ιστορία της οικογένειας Μπλάκγουντ, η οποία έχει σημαδευτεί από μια μαζική δηλητηρίαση με αρσενικό, που σημειώθηκε χρόνια πριν κατά τη διάρκεια του δείπνου.

Από τα επτά μέλη της οικογένειας επιβίωσαν μόνο τρία: η Μέρικατ, η αδερφή της, Κόνστανς και ο θείος τους, Τζούλιαν. Παρότι η Κόνστανς είχε κατηγορηθεί αρχικά για τον θάνατο των υπόλοιπων μελών, τελικά αθωώθηκε. Το στίγμα και η καχυποψία των συγχωριανών τους ωστόσο παρέμειναν, οδηγώντας τους σε μια οικειοθελή απομόνωση.

Τζάκσον
«Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο»

Η Κόνστανς δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι, ο θείος Τζούλιαν βυθίζεται όλο και περισσότερο στις εμμονές του ανοϊκού γερασμένου μυαλού του και η Μέρικατ είναι η μόνη που έχει μια ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο. Όταν εμφανίζεται ο ξάδερφός τους, Τσαρλς, η εσωτερική απομονωμένη καθημερινότητα τους κλυδωνίζεται. Όμως, η Μέρικατ είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να προστατεύσει την αδερφή της και τον ερμητικά κλειστό τους κόσμο.

Η σημασία της ασφάλειας και της ρουτίνας για την οικογένεια Μπλακγουντ είναι πρόδηλη απ’ τις πρώτες σελίδες, ιδιαίτερα για την Μέρικατ. Νιώθουν ευτυχισμένοι στον περίκλειστο κόσμο τους, βλέπουν απειλητικά οποιονδήποτε πλησιάζει την οικία τους (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) και η καθημερινότητά τους επαναλαμβάνεται συνεχώς από μέρα σε μέρα και βδομάδα σε βδομάδα.

Τα δύο κορίτσια περνούν τη ζωή τους χωρίς διάθεση για κοινωνικοποίηση. Η Μέρικατ, εκδηλώνοντας συχνά έμμονες ιδέες και παρανοϊκές τελετουργίες, προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει τη σταθερότητα στον κόσμο τους. Οποιαδήποτε αλλαγή είναι για εκείνους τεράστια απειλή που πυροδοτεί ακραία συναισθήματα και αντιδράσεις.

Απ’ την πρώτη στιγμή που παρακολουθούμε τις σκέψεις της Μέρικατ, γίνεται φανερό το ρήγμα του ψυχισμού και η διαταραγμένη λογική που την διακρίνει. Ως αφηγήτρια χαρακτηρίζεται «αναξιόπιστη» γιατί οτιδήποτε εικάζει και συμπεραίνει διακατέχεται από έντονα δραματοποιημένα συναισθήματα, συχνά βίαια και επιθετικά ένστικτα και μια ασυνείδητη επιθυμία για την πρόκληση κακού.

Η συγγραφέας σκιαγραφεί την ψυχοσύνθεσή της με δεξιοτεχνία, παρατηρώντας και αναλύοντας τις αντιδράσεις της χωρίς να εστιάζει στην ερμηνεία ή την ψυχολογική αιτιολόγηση. Το σημαντικό δεν είναι το γιατί αλλά το πώς εκδηλώνεται η διαταραχή στην κλειστοφοβική καθημερινότητα, σ’ ένα προστατευτικό περιβάλλον που ταυτόχρονα λειτουργεί ως φυλακή παράλογων ιδεασμών. 

«Η λοταρία και άλλες ιστορίες»

Αν στο «Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο» η Τζάκσον στρέφεται κυρίως στην ατομική ψυχοπαθολογία της πρωταγωνίστριας, στη συλλογή διηγημάτων της «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» το ενδιαφέρον της εστιάζει και στην κοινωνική ψυχοπαθολογία. Εκεί που τα λεπτά όρια ενός άγνωστου, παράδοξα δομημένου κόσμου είναι ικανά να επηρεάσουν όχι μόνο το άτομο σαν φορέα της κοινωνίας, αλλά και ολόκληρη την κοινότητα συνολικά.

Στο κυρίως διήγημα «Η λοταρία», αυτό για το οποίο έγινε περισσότερο γνωστή η συγγραφέας, μια φρικιαστική τελετουργία εκτυλίσσεται κάθε χρόνο σε μια μικρή πόλη. Εκεί, μέσω μιας κλήρωσης επιλέγεται ένας πολίτης που καταδικάζεται σε λιθοβολισμό από τους συγχωριανούς του. Το μακάβριο έθιμο ακολουθείται πιστά, ανάγεται σε κοινωνική νόρμα και αποκτά ένθερμους υποστηρικτές.

«Η λοταρία»

Ακροβατώντας ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, πότε εστιάζοντας στο ένα και πότε στο άλλο, οι ήρωες των διηγημάτων υποφέρουν από μια στρεβλή κανονικότητα που τους έχει επιβληθεί. Οι λεπτές ισορροπίες ανατρέπονται πάντα επειδή αντιδρούν παράδοξα. Αυτή τους η διαφορετικότητα εκδηλώνει είτε τη διαταραχή που βασανίζει τον ψυχισμό τους, είτε την εναντίωση τους σε μια βαθιά άρρωστη κοινωνική πραγματικότητα. Τίποτα απ’ τα δύο δεν εκδηλώνεται ως βέβαια υγιές ή «φυσιολογικό».

Σ’ ένα παραμορφωμένο κόσμο, κάθε αντίδραση μοιάζει αλλόκοτη, ως και παρανοϊκή. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί την επίφαση της «κανονικότητας» ως εργαλείο τρόμου, προβληματίζοντας ταυτόχρονα κοινωνιολογικά.

Η κοινωνική συμμόρφωση σε παρανοϊκούς κανόνες, η ηθική απονέκρωση του ατόμου και της κοινότητας φαίνεται να απασχολούν έντονα την Τζάκσον. Δεν είναι τυχαίο που τα θέματα αυτά επανέρχονται συχνά και σε άλλα διηγήματά της. Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι ιστορίες της είναι επαναστατικά σκοτεινές, γιατί η ψυχική επιβάρυνση των ηρώων δεν παρουσιάζεται μόνο ως ατομικό βάσανο, αλλά και ως ασυνείδητη μορφή αντίστασης απέναντι στο επιβεβλημένα «κανονικό». Όσο κι αν φαίνεται αλλόκοτη ή επικίνδυνη, η απόκλιση είναι ο μόνος τρόπος επιβίωσης σ’ έναν κόσμο που η λογική έχει διαβρωθεί από τις κοινωνικές συμβάσεις.

Συμπερασματικά

Συμπερασματικά, το έργο της Σίρλεϊ Τζάκσον δικαίως συγκαταλέγεται στα κλασικά της αμερικανικής λογοτεχνίας και παραμένει διαχρονικά επίκαιρο. Η συγγραφέας μας υπενθυμίζει πως ο πραγματικός τρόμος δεν φωλιάζει στο υπερφυσικό ή μη πραγματικό, αλλά στο ανθρώπινο και καθημερινό. Εκεί που το άτομο αποκόπτεται από την κοινωνία και μια εσωτερική σκοτεινή ρωγμή διαταράσσει τη φαινομενικά στέρεη κοινωνική δομή. 

Η «τέλεια» οργανωμένη κοινότητα, οι συνήθειες, οι παραδόσεις καθώς και οι θεσμοί που την συγκροτούν δεν αρκούν για να συγκρατήσουν το αλλόκοτο του ανθρώπινου μυαλού. Μέσα απ’ την ανάδειξη του ανοίκειου, η συγγραφέας τονίζει τη σημασία της διαφορετικότητας. Ο ατομικός και συλλογικός παραλογισμός λειτουργεί σαν μια υπενθύμιση πως τελικά το πιο αληθινό βλέμμα μπορεί να προέρχεται από αυτόν που φαινομενικά έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

*Οι φωτογραφίες δημιουργήθηκαν με AI*

Μοιράσου το:

Εύη Κουργιούνη

Εύη Κουργιούνη

Γεννήθηκα στην Αθήνα και είμαι απόφοιτη του τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ. Από τη φιλολογική σχολή μου ξεχωρίζω τον χώρο της λογοτεχνίας, τον οποίο αγαπώ από παιδική ηλικία, ενώ μ’ αρέσει επίσης να γράφω. Με την προσωπική μου σελίδα στο social media τα τελευταία χρόνια έχω ασχοληθεί με την παρουσίαση/κριτική βιβλίων. Παράλληλα, έχω εξασκηθεί λίγο στη διόρθωση και μετάφραση κειμένου. Στο DREAM-Online φιλοδοξώ να γράφω για βιβλία που διαβάζω, συγγραφείς που ξεχωρίζω, ταινίες που είδα και προτείνω ή οτιδήποτε άλλο με εμπνεύσει να πιάσω μολύβι και χαρτί ή απλά να ανοίξω ένα Word.

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα