Συναντήσαμε τον Κύριο και την Κυρία Μπάνγκο, κατά κόσμον Γιώργο Χούχο και Μαρίνα Αντωνοπούλου, στο περιθώριο της πρεμιέρας της νέας τους παράστασης με τίτλο «Ομπρέλα να Πάρεις» στο Καφωδείο Upstairs (Ελ. Βενιζέλου 45).
Ζευγάρι όχι μόνο στο θέατρο, αλλά και στη ζωή, οι δύο καλλιτέχνες ξεδιπλώνουν την πορεία τους που ξεκίνησε με αφορμή ένα βιβλίο. Με την «Υγρασία», αμφότεροι συστήθηκαν ως δίδυμο στο θεατρικό κοινό της Θεσσαλονίκης, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε η επιτυχία του «Λουγκάτ: Τα Πάθη του Έλληνα βρικόλακα».
Είχαμε το προνόμιο να παρακολουθήσουμε για πρώτη φορά bar-theatre, στον κόσμο του οποίου μας ξεναγούν οι Mπάνγκος στην παρακάτω συνέντευξη. Μας εξηγούν επίσης το πώς μπορεί να δέσει τόσο αρμονικά επί σκηνής ένας θεατρικός μονόλογος με την πανκ-ροκ μουσική, υπό το πέπλο μιας σουρεαλιστικής προσέγγισης σε πραγματικότητες που ζούμε και ξαναζούμε καθημερινά.
Ευχαριστούμε πολύ τις «δύο εντάσεις που μοιράζονται τον ίδιο καναπέ» για τον χρόνο που αφιέρωσαν!
– Πώς και πότε γεννήθηκαν ο Κύριος και η Κυρία Μπάνγκο;
Γιώργος: Κάποια στιγμή, το 2013, ήμασταν σε ένα βιβλιοπωλείο, όπου είδαμε ένα βιβλίο, το οποίο με ενδιέφερε πολύ και είχα πει ότι αυτό θα το κάνω δίσκο. Ήταν το «Εδώ» του Σάκη Σερέφα που είχε να κάνει με εγκλήματα της πόλης. Αυτό έφερε τη μία ιδέα μετά την άλλη και τελικά καταλήξαμε, μετά από καιρό, να κάνουμε την πρώτη μας παράσταση, την «Υγρασία» που αφορούσε «εγκλήματα πάθους» και κάπως έτσι γίναμε ομάδα. Ήμασταν ήδη ζευγάρι και μέσα από αυτή τη δουλειά γίναμε σιγά-σιγά ο Κύριος και η Κυρία Μπάνγκο!
Μαρίνα: Η σκέψη πίσω από τη σύμπραξή μας ήταν γιατί να περιμένουμε να το βρούμε αλλού, ας το κάνουμε εμείς. Όταν ήδη συμβιώνεις με κάποιον που εμπιστεύεσαι την αισθητική του, αλλά και τον εμπιστεύεσαι ούτως ή άλλως ως άνθρωπο, τότε νομίζω ότι είναι λογικό το επόμενο βήμα να είναι να γίνεις ομάδα μαζί του. Αναζητούσαμε από εδώ κι από εκεί έναν καλλιτεχνικό τρόπο έκφρασης και ξέρετε πολύ καλά ότι αυτό για διάφορους λόγους δεν είναι εύκολο. Οπότε, δημιουργήσαμε από μόνοι μας, όσο γίνεται, τις ιδανικές συνθήκες.
«- Πώς σε λένε; – Μπελ-Μπάνγκο!»
– Πώς προέκυψε όμως το όνομα;
Γιώργος: Γενικά, ήμασταν τότε σε μία διαδικασία που ψάχναμε όνομα, ώσπου μία στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι το είχαμε μπροστά μας. Έχουμε έναν γιο, τον Αύγουστο, ο οποίος εκεί γύρω στην ηλικία των δύο ετών, όταν τον ρωτούσαμε «πώς σε λένε», απαντούσε: «Μπελ-Μπάνγκο»! Δεν ξέρουμε το γιατί! Οπότε κρατήσαμε το Μπάνγκο και είναι κάτι που το οφείλουμε στον μικρό!
– Εκπροσωπείτε ένα θεατρικό είδος –το bar–theatre– σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό. Παρόλα αυτά, είστε πλέον ένα γνωστό δίδυμο στα θεατρικά δρώμενα της πόλης. Ποιες ήταν οι προκλήσεις που διαχειριστήκατε στην αρχή;
Μαρίνα: Οι προκλήσεις αφορούσαν περισσότερο τους σκηνοθέτες. Αυτοί είναι που καλούνται να υπηρετήσουν ένα αδοκίμαστο είδος θεάτρου. Στην ουσία πρόκειται για έναν αφηγηματικό-θεατρικό μονόλογο, πολυπρόσωπο κάποιες φορές, ο οποίος όμως δεν ζει μόνος του στη σκηνή, πάει χέρι-χέρι με τη μουσική. Πρέπει λοιπόν να παντρευτούν οι δύο κόσμοι της μουσικής και της πρόζας. Η πρόζα δεν είναι αμιγώς θεατρική, ούτε αμιγώς αφηγηματική, είμαι στην ουσία ένας άνθρωπος που πρέπει να υποδυθώ πολλαπλούς ρόλους.
Η σπαζοκεφαλιά αφορά περισσότερο τον σκηνοθέτη. Άμα εμείς είχαμε κάποιο πρόβλημα, αυτό θα ήταν να πείσουμε τον σκηνοθέτη ότι αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, μπορεί να γίνει στην πράξη. Βέβαια, δεν συναντήσαμε ιδιαίτερες δυσκολίες. Και ο Θωμάς Βελισσάρης, με τον οποίο συνεργαστήκαμε στις πρώτες μας δουλειές, αλλά και τώρα ο Στάθης Μαυρόπουλος, νομίζω ότι φάνηκαν αρκετά τολμηροί και χαρούμενοι με την ιδέα.
– Είναι εύκολη η εύρεση χώρων που θα φιλοξενήσει ένα τέτοιο εγχείρημα;
Γιώργος: Λόγω της υβριδικής μορφής αυτού που κάνουμε, υπάρχει ένα πρόβλημα στην εύρεση χώρου. Ο χώρος, δηλαδή, θα πρέπει να υποστηρίζει μία ζωντανή ορχήστρα. Όταν έχουμε μπάντα με ηλεκτρικά όργανα, αναγκαστικά πηγαίνουμε στη λύση του μπαρ, του live stage, που έχει την υποδομή να στηρίξει ηχητικά ένα τέτοιο εγχείρημα. Πολλά θέατρα δεν μπορούν να στηρίξουν ηχητικά και ακουστικά κάτι τέτοιο. Αυτό μας περιορίζει πάρα πολύ σε ό,τι αφορά τους διαθέσιμους χώρους.
Ούτως ή άλλως όμως, μας ενδιαφέρει αυτή η μορφή έκφρασης, μέσω bar με ποτό, όπου η σχέση με τον κόσμο είναι διαφορετική και όχι τόσο αποστασιοποιημένη, όπως θα ήταν σε ένα τυπικό θέατρο. Αυτό όμως δεν αποκλείει μελλοντικά να υπάρξουμε σε έναν πιο αμιγώς θεατρικό χώρο.
– Άρα για εσάς το bar-theatre είναι περισσότερο ανάγκη ή επιλογή;
Μαρίνα: Για μένα είναι επιλογή. Έχω ανάγκη την εγγύτητα για να απευθύνω τον λόγο, δεν μπορώ να τον απευθύνω σε ένα κοινό που βρίσκεται μακριά και σε βάθος, που δεν μπορώ να δω τον τελευταίο θεατή. Έχω ανάγκη, να γυρνάω το κεφάλι μου και να βλέπω μάτια.
Γιώργος: Σαφώς και είναι επιλογή. Καταλαβαίνετε όμως ότι αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείουμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό στο μέλλον. Ήδη δηλαδή εγώ έχω κάποιες ιδέες, αλλά δεν τις έχω πει στη Μαρίνα (γέλια)! Δεν αποκλείεται να γίνει κάτι άλλο που να υπηρετεί αυτή τη συνθήκη της εγγύτητας με έναν διαφορετικό τρόπο.
Ούτως ή άλλως, μου αρέσει να παίζω με ντεσιμπέλ, δηλαδή θέλω να έχω σαφή ρόλο ως μουσικός. Το να γράφω μουσική για μια θεατρική παράσταση –που το έχω κάνει στο παρελθόν- δεν μου αρκεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μουσική αναγκαστικά έχει υποδεέστερο ρόλο και υπηρετεί ένα σκηνοθετικό όραμα και περιβάλλον.
Θέλω η μουσική να έχει πρωταγωνιστικό ή συμπρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν είναι θέμα εγωισμού, είναι θέμα καλλιτεχνικής ανάγκης. Δεν με εκφράζει η μουσική για το θέατρο με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή να κάθομαι να γράφω για μία παράσταση. Δεν το υποτιμώ, αλλά με ευχαριστεί πολύ περισσότερο αυτό που κάνω τώρα, το να γράφω δηλαδή τραγούδια που καταμερίζονται ισομερώς στην παράσταση.
«Κάποιος μπαίνει να δει μια μουσικο-θεατρική παράσταση και έρχεται αντιμέτωπος με την παραγγελία»
– Ο κόσμος, που έρχεται να σας δει, αγκαλιάζει αυτό το θεατρικό είδος; Του ξενίζει ενδεχομένως στην αρχή;
Γιώργος: Είναι πράγματι περίεργο για τον κόσμο, είναι μία εντελώς διαφορετική συνθήκη. Σκεφτείτε ότι κάποιος μπαίνει να δει μια μουσικο-θεατρική παράσταση και έρχεται αντιμέτωπος με τη συνθήκη της παραγγελίας. Ο κόσμος μπορεί να παραγγείλει και εν μέσω της παράστασης και αυτό είναι κάτι που ξενίζει. Έχει τύχει δηλαδή να κάθονται άτομα μπροστά στο μπαρ και να ακούν από τη μία το κείμενο της Μαρίνας και από την άλλη τους σερβιτόρους να δίνουν παραγγελία. Είναι δύσκολο αυτό και πρέπει κάπως να το προσέξουμε. Μπορούν εύκολα να δημιουργηθούν διάφορα ευτράπελα. Οι άνθρωποι που δουλεύουν στα μαγαζιά, θα πρέπει και οι ίδιοι να συνηθίσουν αυτή τη συνθήκη, για να υπηρετήσουν το όλο πρότζεκτ.
– Φαντάζομαι ότι όλα αυτά απαιτούν και περισσότερη διάδραση με τον κόσμο, για «να σπάσει» ο πάγος. Σωστά;
Μαρίνα: Σίγουρα, αλλά ο κόσμος δεν είναι πάντα δεκτικός. Συνήθως, οι αντιδράσεις είναι αρνητικές, όταν απευθύνεις τον λόγο σε κάποιον. Κατευθείαν μαζεύεται στο καβούκι του και σταματάει να σε κοιτάζει για το υπόλοιπο της παράστασης, φοβούμενος την πιθανότητα να τον ενοχλήσεις ξανά.
Στην πραγματικότητα, εγώ που βρίσκομαι στη σκηνή δεν έχω κάποια απαίτηση από τον θεατή να απαντήσει «σωστά» ή να πει κάποια εξυπνάδα. Περισσότερο το κάνουμε για να χαλαρώσει αυτή η διμερής συνθήκη του ότι είμαι εγώ πάνω και εσείς κάτω και ότι εσείς θα πρέπει να ακούτε εμάς. Το καταλαβαίνω βέβαια ότι ο καθένας μπορεί να μην είναι στη δική μου διάθεση.
– Θυμάστε κάποια ξεχωριστή ιστορία από τις παραστάσεις που να λέτε ότι αποκλείεται να συμβαίνει αυτό τώρα;
Μαρίνα: Κάτι που εμένα προσωπικά δυσκολεύει είναι ότι αυτές οι σκηνές που παίζουμε, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο κίνησης. Συνήθως δεν μπορώ ούτε καν τα χέρια μου να σηκώσω! Αυτές οι σκηνές δεν είναι φτιαγμένες για να εξυπηρετούν τέτοιου είδους παραστάσεις. Οπότε καταλαβαίνετε τι μπορεί να έχει γίνει κατά καιρούς!
Γιώργος: Μια ιστορία που μου έχει μείνει ήταν όταν παίζαμε την «Υγρασία» σε ένα πολύ μικρό πατάρι. Εγώ είχα ένα βαλιτσάκι-τρόλεϊ με κάποια απαραίτητα πράγματα και δυστυχώς το ξέχασα επί σκηνής και έμεινε εκεί καθόλη τη διάρκεια της παράστασης! Ήταν ακριβώς μπροστά από τα τύμπανα με αποτέλεσμα έτσι όπως έπαιζε ο ντράμερ, το βαλιτσάκι να πέφτει προς τα μπροστά, πάνω στη Μαρίνα, που κόντευε να πέσει από τη σκηνή!
Από την άλλη βέβαια, όλα αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και χαρακτηριστικά μας. Μας αρέσει με έναν τρόπο να λέμε ότι έλκουμε την καταγωγή μας από το βερολινέζικο καμπαρέ ως είδος. Η συνθήκη του βερολινέζικου καμπαρέ προβλέπει να είσαι πολύ «mingling», ανάμεσα στον κόσμο. Όμως αν το δεις και ετυμολογικά, το καμπαρέ βγαίνει από τον πάρα πολύ κλειστό χώρο, οπότε αυτή ακριβώς η στενότητα του χώρου αποτελεί μία συνθήκη.
«Είναι κάτι που αν δεν το δεις, δεν ξέρεις αν θα σου αρέσει»
– Τι θα λέγατε σε κάποιον για να τον πείσετε ή να τον δελεάσετε να προτιμήσει το bar–theatre, αντί ενός συμβατικού θεάτρου;
Γιώργος: Καταρχάς, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει κάποια αντιπαλότητα με το συμβατικό θέατρο.
Μαρίνα: Αν παίζει Πέμπτη βράδυ, υπάρχει αντιπαλότητα (γέλια)! Εγώ θα του έλεγα ότι θα δει κάτι διαφορετικό. Είναι ένα «παραξένισμα». Για παράδειγμα, ήρθε τώρα ένας φίλος φίλου στην παράσταση και έφυγε λέγοντας ότι για πρώτη φορά στη ζωή του είδε ένα τέτοιο live. Ο άνθρωπος πίστεψε ότι βλέπει live με λόγια. Θετικά το είπε βέβαια, αλλά τον έβαλε για λίγο σε έναν άλλο κόσμο. Είναι κάτι που αν δεν το δεις, δεν ξέρεις αν θα σου αρέσει.
– Έχετε επίγνωση, αν κάτι αντίστοιχο με αυτό που κάνετε εσείς, έχει περισσότερη απήχηση κάπου αλλού στο εξωτερικό;
Μαρίνα: Δεν έχουμε δει κάτι που να ταυτίζεται ακριβώς με αυτό που κάνουμε εμείς. Στο εξωτερικό είναι περισσότερο διαδεδομένο το καμπαρέ και το σταντ απ, αλλά όχι με την ελληνική μορφή, ότι δηλαδή είμαι κάπου ψηλά και σας μιλάω με ένα μικρόφωνο. Ο καλλιτέχνης θα μπλεχτεί με τον κόσμο. Αυτά, ναι, είναι πιο διαδεδομένα στο εξωτερικό και υπάρχουν σε πιο εξελιγμένη φόρμα απ’ ότι τα συναντάμε εδώ στην Ελλάδα που είναι ακόμα κάπως πρωτόλεια.
– Ποιο είναι το μυστικό στο να υπάρχει ισορροπία, δηλαδή να μην επισκιάζει η μουσική τον μονόλογο ή το αντίστροφο;
Γιώργος: Κάνει ο καθένας τα δικά του (γέλια)!
Μαρίνα: Αυτό είναι περισσότερο στο χέρι του σκηνοθέτη, στο πώς δηλαδή θα διαχειριστεί το δέσιμο. Από εκεί και πέρα, αυτό που λέει ο Γιώργος είναι αλήθεια! Εγώ γράφω τα κείμενα, ο Γιώργος γράφει τη μουσική και εννοείται δεν είναι μυστικό τι γράφει ο καθένας. Απλά δεν επηρεάζει ο ένας τη δουλειά του άλλου. Δεν θα του κάνω εγώ προτάσεις, ούτε εκείνος σε μένα. Αν δούμε ότι υπάρχουν κενά στη σύμπραξη, θα τα γεφυρώσουμε. Εκ των πραγμάτων, ο χρόνος είναι μοιρασμένος. Ξέρουμε ότι μία τέτοια παράσταση δεν μπορεί να ξεφύγει πάνω από μία ώρα και είκοσι λεπτά. Όλα αυτά νομίζω ότι προκύπτουν πολύ φυσιολογικά.
«Aποτελεί στοίχημα να βρεις μουσικούς με τους οποίους θα ταιριάζεις»
– Οι προκλήσεις αλλάζουν ή παραμένουν ως επί το πλείστον οι ίδιες σε κάθε νέα θεατρική απόπειρα;
Μαρίνα: Στο μεταξύ μας, το challenging είναι ότι είμαστε ζευγάρι στη ζωή. Έχουμε παιδί. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λείπουμε ταυτόχρονα από το σπίτι στις πρόβες και τις παραστάσεις. Αυτό είναι ένα πρακτικό ζήτημα.
Γιώργος: Για μένα το challenging είναι πάντα οι συνεργασίες και η εύρεση του χώρου. Ούτως ή άλλως στη Θεσσαλονίκη, δεν υπάρχουν πολλά μαγαζιά που να μπορούν να στηρίξουν τέτοια πρότζεκτ. Σε μία μητροπολιτική περιοχή του ενός εκατομμυρίου, υπάρχουν 4-5 σκηνές που μπορούμε να βασιστούμε.
Φυσικά, υπάρχουν και οι άνθρωποι με τους οποίους θα συνεργαστείς. Έχει να κάνει πολλές φορές με το ύφος που θέλω εγώ να δώσω μουσικά, ποιους θα επιλέξω και με ποιους θα ταιριάξω. Στη συγκεκριμένη παράσταση ειδικά, νιώθω ευτυχία. Μάλλον επειδή ταίριαξαν πολύ τα χνώτα μας και είμαστε κοντά ηλικιακά. Η Μαρίνα μάλιστα με τον μπασίστα μας γνωρίζoνται από τα τέσσερα. Ήταν συμμαθητές από τα νήπια μέχρι τη Γ’ Λυκείου.
Υπάρχει ένα φοβερό κλίμα μεταξύ μας. Συνήθως, όταν κάνεις πρόβες τόσο καιρό, φτάνεις σε ένα σημείο που λες σιχάθηκα πια, πάμε να παίξουμε να τελειώνουμε. Θυμάμαι όμως το πρωί της ημέρας που ήταν η τελευταία μας πρόβα, ανυπομονούσα πάρα πολύ να έρθει το βράδυ να πάμε να κάνουμε πρόβα! Είναι ένα υπέροχο συναίσθημα. Δεν υποτιμώ τους μουσικούς των προηγούμενων παραστάσεων, αλλά αυτό μου συμβαίνει πρώτη φορά. Πάντα, αποτελεί ένα στοίχημα να βρεις μουσικούς με τους οποίους θα ταιριάζεις!
«Η μεγαλύτερη επιδημία είναι ότι πέφτουμε μονίμως από τα σύννεφα»
– Μετά την επιτυχία του «Λουγκάτ», επιστρέφετε με τη νέα σας παράσταση, «Ομπρέλα να Πάρεις» στο Καφωδείο. Πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα;
Μαρίνα: Το έργο αυτό ξεκίνησε να γράφεται εν μέσω Covid. Ήταν τότε μία περίοδος που όλος ο κόσμος έγραφε. Έγραφε με μανία τις εμπειρίες του με τα lockdown, εν μέσω lockdown. Eμένα πάντα μου φαινόταν περίεργο το πώς μπορείς να γράφεις εν θερμώ για κάτι, την ώρα που το βιώνεις. Σκέφτηκα και εγώ, όπως πολλοί άλλοι άνθρωποι, ότι ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία να κάτσω να γράψω.
Η πραγματικότητα ήταν τόσο φορτωμένη από γεγονότα, αλλά και συναισθηματικά φορτισμένη που όλο αυτό κατάπινε την ενέργειά μου. Το μυαλό μου ήταν σκόρπιο και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ για να γράψω κάτι. Οπότε είπα στον εαυτό μου ότι από τη στιγμή που δεν μπορείς να γράψεις, τουλάχιστον κάτσε και παρατήρησε. Συνέβαιναν πολλά πράγματα είναι η αλήθεια.
Τότε διαπιστώνεις ότι διαχρονικά η μεγαλύτερη επιδημία είναι ότι πέφτουμε μονίμως από τα σύννεφα. Ό,τι και να συμβεί, πέφτουμε από τα σύννεφα. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η ιδέα.
Γιώργος: Μου ήρθε στο μυαλό ένα μικρό κειμενάκι, όπου ο κόσμος έπεσε στην κυριολεξία από τα σύννεφα. Κάτι για μία νοσοκόμα που εργαζόταν σε ένα νοσοκομείο, όπου διακομίζονταν άνθρωποι που είχαν πέσει από τα σύννεφα. Έστειλα αυτή την ιδέα στη Μαρίνα και μου έκανε πολύ μεγάλη έκπληξη η αντιμετώπιση της ως προς αυτήν. Μετά από λίγο, μου έρχεται ένα μήνυμα στο κινητό που έλεγε «διάβασε λίγο το τάδε κείμενο». Αυτή ήταν η απαρχή του έργου.
– Στην παράσταση παντρεύετε διάφορα είδη και τεχνικές, ωστόσο μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η άγνωστη –για εμάς- επίκληση στη μεσαιωνική χορεομανία. Ποιες είναι οι δεξαμενές της έμπνευσής σας, τα ερεθίσματά σας;
Μαρίνα: Αντλώ μεγάλο μέρος της έμπνευσής μου από την πρώτη μου ιδιότητα ως αρχαιολόγος. Δεν ασχολούμαι πλέον ενεργά με την αρχαιολογία, αλλά παραμένει μια μεγάλη αγάπη. Όπως το θέατρο, έτσι και η αρχαιολογία έχουν στον πυρήνα τους την ανθρώπινη συμπεριφορά, αυτήν ακριβώς εξάλλου προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε.
Οι προηγούμενες παραστάσεις μας είχαν επίσης στηριχτεί σε πραγματικά γεγονότα και πίσω από την ενασχόληση βρισκόταν πάντα η αποκωδικοποίηση. Το «Λουγκάτ» έχει να κάνει με τον Θανάση Βάγια, εκείνον τον τρομερό σφαγέα, ενώ και η «Υγρασία» έχει να κάνει με «εγκλήματα πάθους». Το κοινό στοιχείο και στα δύο αφορά το γιατί, γιατί να φτάσεις κάποιος άνθρωπος σε ένα τέτοιο σημείο.
Επομένως και με τη χορεομανία, κάπως έτσι λειτούργησα. Πρόκειται για μία ιστορία που πάντα με γοήτευε. Το σπάσιμο της νόρμας, η απόλυτη κατάλυση των κοινωνικών συμβάσεων και κανόνων και το θυμικό που φτάνει στο να σωματοποιείται, καθώς δεν αρκεί πια η έκφραση με λόγο.
Προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω την ιστορία, η δική μου ερμηνεία είναι πως πολύ απλά σκέφτονταν να πάνε να τα κάνουν όλα «λαμπόγυαλο», δεν γινόταν αλλιώς. Θα χορεύουμε μέχρι να πεθάνουμε και θα σας πάρουμε όλους μαζί! Χορεύοντας χωρίς σταματημό και χωρίς οίκτο για τον ίδιο μας τον εαυτό, θα σαρώσουμε ό,τι μπορεί να σαρωθεί. Θα είναι η έσχατη λύση στο ρεζίλι που ζούμε.
«Φροντίζω πάντα να προσφέρω γέφυρες με την πραγματικότητα»
– Θεωρείτε ότι είναι δύσκολο για το κοινό να αντιληφθεί στην ολότητά του το σουρεάλ; Yπάρχει κόσμος που χάνεται στην πορεία;
Μαρίνα: Ναι, είναι πολύ δύσκολο. Ελπίζω πως δεν χάνονται και ότι αν χαθούν, θα ξαναβρεθούν! Γράφοντας εγώ, φροντίζω πάντα να προσφέρω γέφυρες με την πραγματικότητα. Δεν γράφω κάτι αμιγώς σουρεαλιστικό. Προσφέρω αναγνωρίσιμα στοιχεία, γιατί αν κάποιος αισθανθεί ότι ψάχνει να καταλάβει τι συμβαίνει σε μια σφαίρα, πέραν του ρεαλιστικού, να μπορέσει να βρει άγκυρες και πατήματα σε κάτι οικείο, ώστε να επανέλθει.
Γιώργος: Eίναι σουρεαλιστικό με την έννοια που περιγράφει η Μαρίνα. Δεν είναι εξπρεσιονιστικό, δηλαδή με την έννοια του ότι βγάζεις τα σώψυχά σου με έναν τρόπο που δεν είναι κατανοητά. Είναι σουρεάλ με την έννοια ότι αντιβαίνει στους φυσικούς νόμους.
Μαρίνα: Το πλαίσιο του έργου, πάντως, νομίζω ότι είναι απόλυτα αναγνωρίσιμο. Είναι ένα νοσοκοκομείο, όπως αυτό που ξέρουμε, μία νοσοκόμα, όπως αυτή που ξέρουμε, μία κυβέρνηση, όπως αυτές που έχουμε γνωρίσει. Η συνθήκη είναι απλά σουρεαλιστική, αλλά θεωρώ ότι είναι κάτι εύκολα κατανοήσιμο από το κοινό. Δεν πιστεύει κανείς ότι θα πέσουν άνθρωποι από τα σύννεφα και να προσπαθήσει να το ερμηνεύσει λογικά. Τώρα αν υπάρχει, θα ήθελα να τον γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο (γέλια)!
«Μην του μιλάς του Γιωργάκη θα πάθει εγκεφαλικό»
– Υπάρχει ακόμα το άγχος της πρεμιέρας ή το έχετε αποβάλει;
Γιώργος: Υπάρχει πάντα το άγχος της προσέλευσης. Όσον αφορά την πρεμιέρα ειδικά, εγώ στη συγκεκριμένη παράσταση, δεν είχα τόσο πολύ άγχος. Μάλλον γιατί είχα τόση πολλή στήριξη από τους μουσικούς. Ίσως επειδή παίζω και ένα ιδίωμα που κατά κάποιον τρόπο δικαιολογεί και το λάθος. Καλλιτεχνικά λοιπόν δεν είχα άγχος. Είχα το άγχος το αν θα αρέσει και πώς θα περάσει στον κόσμο. Αυτό υπάρχει, δεν σταματάει ποτέ, γιατί κακά τα ψέματα είσαι στο ελεύθερο θέατρο, δεν είσαι κάπου αλλού που οι μισθοί είναι εξασφαλισμένοι. Έχουν πέσει λεφτά σε αυτήν την παραγωγή και με έναν τρόπο πρέπει να ρεφάρουν.
Το πιο μεγάλο όμως άγχος που είχα σε αυτήν την παραγωγή είναι ότι εμείς οι ίδιοι ήμασταν οι παραγωγοί με ό,τι αυτό συνεπάγεται: με τις προσλήψεις, τις συμβάσεις εργασίας, τα POS και τις ταμειακές, τα λογιστικά και τα φορολογικά, τις αμοιβές, τη διαμόρφωση του χώρου, τα γραφιστικά και την προώθηση… Όλα αυτά συνέβαιναν παράλληλα με το καλλιτεχνικό, οπότε κάποια στιγμή ήταν πολύ overwhelming! Υπήρξε μάλιστα και μία φάση που λέει η Μαρίνα στον Στάθη (σ.σ. Μαυρόπουλο, ο σκηνοθέτης της παράστασης): «μην του μιλάς του Γιωργάκη θα πάθει εγκεφαλικό»! Ήταν τόσα πολλά τα πράγματα που έπρεπε να σκεφτώ, οπότε σε κάποιες στιγμές χανόμουν.
Μαρίνα: Ο εξισορροπιστής σε όλη αυτήν την κατάσταση, καθόλη τη διάρκεια των προβών, ήταν ο Στάθης Μαυρόπουλος, ο σκηνοθέτης μας. Είναι ένας τόσο δοτικός, διαθέσιμος, ανοιχτός άνθρωπος, που λειτουργούσε πάντα εξισορροπιστικά και έτσι μπορούσαμε να δουλεύουμε χωρίς εντάσεις, χωρίς νεύρα. Ο καθένας είχε τον χώρο του και μπορούσε να ακούσει τον άλλον. Αυτό ήταν κάτι το τρομερά ανακουφιστικό. Όταν έχεις όλο αυτό το βάρος και έχεις από πάνω και έναν σκηνοθέτη που σου προκαλεί παραπάνω ένταση, αυτό δεδομένα δεν θα πάει καλά! Χρωστάμε πολλά ευχαριστώ στον Στάθη, όπως και στους μουσικούς.
– Δραστηροποιείστε καλλιτεχνικά στη Θεσσαλονίκη. Θα θέλατε κάποια στιγμή όμως να περιοδεύσετε και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας;
Γιώργος: Θα το θέλαμε πάρα πολύ, είναι διακαής μας πόθος εδώ και χρόνια, αλλά δυστυχώς το κόστος είναι απαγορευτικό. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μουσικοί μπορεί να είναι φίλοι, αλλά πληρώνονται κανονικά. Σαφώς και υπάρχει μια ανοχή, δεν παίρνουν δηλαδή την αμοιβή που θα έπαιρναν σε κάποια μεγάλα projects. Το οικονομικό δυστυχώς αποτελεί πάντα τροχοπέδη.
Μαρίνα: Αν μιλάμε για κοντινούς προορισμούς, τα πράγματα είναι σίγουρα πιο εύκολα. Αν μιλάμε όμως για την Αθήνα, που είναι η μητρόπολη της Ελλάδας, όπου μάλιστα τα πράγματα είναι πολύ πιο ανταγωνιστικά, δεν ωφελεί σε κάτι το να πάει κάποιος και να κάνει τρεις εμφανίσεις σε μια εβδομάδα. Πρέπει να είσαι εκεί και να επιμείνεις. Αυτό πρακτικά δεν είναι πάντα εφικτό. Υπάρχουν κάποια ζητήματα ευελιξίας σε τέτοιου είδους projects. Δεν νομίζω ότι είναι άλυτα, αλλά δεν έχουν αποτελέσει ποτέ την απόλυτη προτεραιότητά μας. Όταν κάποια στιγμή θα αισθανθούμε την ανάγκη να κατεβούμε, νομίζω ότι θα το κάνουμε να γίνει!
«Υπάρχουν δύο εντάσεις που συναντιούνται στο ίδιο σπίτι και κάθονται στον ίδιο καναπέ!»
– Ποιο είναι το δυσκολότερο κομμάτι στη συνεργασία σας;
Μαρίνα: Υπάρχουν δύο εντάσεις που συναντιούνται στο ίδιο σπίτι και κάθονται στον ίδιο καναπέ!
Γιώργος: Εγώ δεν νομίζω ότι αυτό είναι πρόβλημα. Δεν ξέρω βέβαια πώς το βιώνει ο γιος μας την ένταση όλης αυτής της διαδικασίας, όταν φτάνουμε προς την πρεμιέρα. Στο μεταξύ μας, δεν νομίζω ότι υπάρχουν τριβές. Το άλλο σημαντικό κατ’ εμέ είναι το ότι γνωρίζουμε και οι δύο ότι ο άλλος έχει ένταση. Οπότε υπάρχει μια κατανόηση και από τους δυο μας. Ξέρουμε από πού πηγάζει η ένταση. Οπότε θα κάνω το βήμα πίσω, θα λυθεί κάτι χωρίς κάποια κουβέντα, γιατί ξέρουμε από πού προέρχεται. Είμαστε δύο κόσμοι που επικοινωνούν!
– Έχετε σκεφτεί ίσως να κάνετε κάτι για μικρότερα κοινά;
Γιώργος: Νομίζω πως όχι. Το έχω κάνει στο παρελθόν, να γράψω δηλαδή για παιδικό θέατρο, αλλά δεν με συγκινεί καθόλου!
Μαρίνα: Εγώ έκανα αφήγηση για χρόνια, αλλά για ενήλικες. Δεν μπορώ να πω ότι ξέρω να διαχειρίζομαι τις πιο μικρές ηλικίες. Ίσως πιο πολύ στα γραπτά, επειδή έχω και ένα παραμύθι που πρέπει κάποια στιγμή να ξανα-χτενίσω. Σε ό,τι αφορά τα παραστατικά, είναι κάτι που δεν έχουμε σκεφτεί.
– Τι θα θέλατε να πείτε, κλείνοντας, στους αναγνώστες αυτής της συνέντευξης;
Γιώργος: Να προσέχουν τι ψηφίζουν!
Μαρίνα: Και την επόμενη φορά που θα νιώσουν ότι πέφτουν ξανά από τα σύννεφα, να το σκεφτούν διπλά!
Χορηγός Επικοινωνίας της παράστασης: DREAM ON-line
- Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
- Κλείστε τώρα τα εισιτήριά σας με ένα κλικ στον σύνδεσμο: https://www.ticketservices.gr/event/omprela-na-pareis-kafwdeio-elliniko/
Συνέντευξη: Φαίδρα Στυλιανού & Βασίλης Ιατρούδης
Υπεύθυνη Επικοινωνίας: Σοφία Βαφειάδου