«Πώς ξέρεις ότι κάποια παιδιά δεν είναι ευτυχισμένα εκεί;»… ήταν η απορία που εξέφρασε ο Κύπριος ευρωβουλευτής σε συνέντευξή του σε νεαρό δημοσιογράφο για τα παιδιά της Ουκρανίας που απελάθηκαν παράνομα σε ρωσικό έδαφος.
Δεν μπορεί παρά κάποιοι να λυπήθηκαν με τα υπόλοιπα που άκουσαν από τον ίδιο. Άλλοι ίσως να τρόμαξαν συνειδητοποιώντας πόσο απλά ευλογοφανείς μεταμοντέρνες αποκρίσεις του στυλ «δεν υπάρχει μια αλήθεια αλλά διαφορετικές απόψεις» μπορούν να φέρουν σε προσωρινή αμηχανία έναν ικανό, αλλά ίσως ανυποψίαστο συνομιλητή, και να ρίξουν έτσι τη ρανίδα αμφιβολίας που αρκεί για να πειστούν πολλοί λιγότερο ικανοί ακροατές.
Για όσους λυπήθηκαν, αυτό σίγουρα οφείλεται στις ασταμάτητες αποδείξεις ότι όταν η ενοχή της άγνοιας έρχεται αντιμέτωπη με έναν κατήγορο, αυτός δεν μπορεί να της διδάξει απολύτως τίποτα. Το να κατηγορείς για προπαγάνδα και να σου απαντούν ότι είναι μια διαφορετική από τη δική σου άποψη μπορεί απ’ ό, τι φαίνεται να γίνει αφοπλιστικό.
Σε μια εποχή που περισσότερο από ποτέ βλέπουμε διαφορετικές προσλήψεις της πραγματικότητας να συγκρούονται τυφλά, αλλά τελεσίδικα, κάνοντάς μας να νιώθουμε αμήχανοι μέσα σε σκέψεις χιλιοπαιγμένες, τι αξία μπορεί να έχει το να επικυρώνουμε απλώς το ασυμπόρευτο των διαφορετικών μας κόσμων;
Απαιτείται, λοιπόν, μια άλλη προσέγγιση που θα εστίαζε ίσως σε ό,τι, κατά τον Φειδία, περιπλέκει το ζήτημα, παρόλο που ρητά διαφωνεί με τη ρωσική εισβολή. Όπως στο επιχείρημα ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ αποτέλεσε την υπαρξιακή απειλή που ανάγκασε τη Ρωσία να επιτεθεί. Στο γιατί συμφωνεί με αυτόν τον ισχυρισμό και όχι με το ότι η Ουκρανία είναι ένα ανεξάρτητο κράτος του οποίου η εισβολή παραβιάζει σε κάθε περίπτωση το διεθνές δίκαιο. Ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ εναπόκειται στην απόφαση κάθε ανεξάρτητου κράτους και η Ρωσία πρέπει να σέβεται την ανεξαρτησία τους. Ή να τον αφήσει να αναρωτηθεί γιατί γειτονικές χώρες έσπευσαν να ενταχθούν στη συμμαχία μετά τη ρωσική εισβολή. Μήπως δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν οι ίδιες τα εθνικά τους συμφέροντα;
Σημειωτέον ότι ο λόγος που δεν υπερψήφισε την επιστροφή των παιδιών είναι η πεποίθησή του ότι οι έρευνες επί του θέματος υπερβάλλουν και στερούνται αμεροληψίας. Σημειωτέον έτερο, η επισήμανση του Φειδία ότι συγκαταλέγεται στο top ten τουλάχιστον των εκλεγμένων ως προς τον χρόνο που αφιερώνει στην έρευνα για όσα καλείται να ψηφίσει, η οποία δεν στερείται αμεροληψίας, αλλά μόνο σοβαρότητας.
Θα επιχειρούσε έτσι κάποιος με αυτήν την προσέγγιση όχι να κατηγορήσει και να ψέξει τον αντίπαλο, αλλά να δει αν μπορούν να βρουν έναν κοινό τόπο, μια αφετηρία κοινής αλήθειας που τους ενθαρρύνει να ελπίζουν πως μπορούν να ξανασυναντηθούν. Κάτι αλλιώτικο από τις εγκλήσεις που εύλογα προκαλούν αντίδραση και μαζί της την απελπισία της αμετάκλητης απόστασης. Σαν να συνηγορείς υπέρ μιας προσπάθειας να καταλάβει αυτός που έχει άδικο την άγνοιά του. Αντί να τον κατηγορήσεις ότι έχει άδικο, προσπαθείς να του το δείξεις.
Να τελειώνουμε όμως και με τον Εντύ Μπελγκέλ. Έχει άραγε ο Φειδίας διαβάσει Εντουάρ Λουί; Γιατί ο Εντύ Μπελγκέλ θα ήταν ένα παιδί όντως ευτυχισμένο αν το απομάκρυναν από τον κόσμο της δημιουργίας και ανατροφής του.
Είναι ενίοτε δύσκολο να διακρίνεις για τυχόν περιθώρια γεφύρωσης του χάους που σε χωρίζει από τους δικούς σου ανθρώπους. Με τη φυγή του θα διαπιστώσει πάντως πως η σκληρότητα υπάρχει και στον άλλον κόσμο, της ομορφιάς των λέξεων και των τρόπων, κόντρα στις θαρραλέες του προσδοκίες πως επιτέλους μπορεί να είναι κι αλλιώς, και πως πάντα και παντού όπου αυτή η σκληρότητα υπάρχει, θα σου θυμίζει την οδύνη του να νιώθεις, στα κρυφά, ξένος.
Για να τελειώνουμε, λοιπόν, με τους Εντύ Μπελγκέλ, που υποφέρουν, και με τους Φειδίες, που κάνουν τους άλλους να υποφέρουν, πρέπει να τελειώνουμε με τους κόσμους που τους δημιουργούν. Πολεμώντας ακατάβλητα την άγνοια. Ενίοτε σημαίνει να συνηγορούμε υπομονετικά υπέρ της προσπάθειας αυτού που αγνοεί, και που μπορεί να είμαστε κι εμείς, και κατά της σκληρότητας απέναντι στην κοινοτοπία της άγνοιας.
*Ο Εντουάρ Λουί είναι ο συγγραφέας του «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»
Γράφει η Δήμητρα Κατσίκα