Me, myself and I στο 2022

Όλοι έχουν ακούσει τους γονείς τους να περιγράφουν μία πιο ξέγνοιαστη εποχή, δίχως εφαρμογές, κινητά και ίντερνετ. Πολλοί είναι εκείνοι που διαχωρίζουν την ζωή σε πριν και μετά το ντεμπούτο των smartphones στην καθημερινότητά μας. Από τη στιγμή, όμως, που ειδικά τα κοινωνικά δίκτυα έγιναν κομμάτι αυτής, ήταν προφανές ότι μία γιγάντια πόρτα δυνατοτήτων ανοίχθηκε μπροστά μας. Πλέον ο καθένας μπορούσε να καλλιεργήσει μία νέα δεξιότητα και να μοιραστεί με τον υπόλοιπο κόσμο κάτι δικό του, ευκολότερα και ταχύτερα από ποτέ.

Αυτό συνεχίζεται και σήμερα, κυρίως μέσω tik toks και άλλων σύντομων βίντεο. Οι χρήστες είναι λοιπόν ευτυχείς, ανακαλύπτοντας καινοτομίες, ενδιαφέροντα και ανθρώπους από όλο τον κόσμο, αποκομίζοντας την πολυπόθητη αίσθηση του ανήκειν και προκαλώντας τη δημιουργικότητά τους. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με το body positivity και την έκρηξη του κινήματος περί self-love, θα έλεγε κανείς ότι τα κοινωνικά δίκτυα και το διαδίκτυο εν γένει έχουν μετατραπεί σε μία γιορτή της μοναδικότητας.

Αυτό είναι που φαίνεται με μία πρώτη ματιά, και κατά βάση ισχύει. Δύσκολα αντικρούει κανείς το επιχείρημα ότι τα κοινωνικά δίκτυα έχουν οδηγήσει σε καινούριους τρόπους έκφρασης, όπως λ.χ. τα memes, και έχουν καταστήσει πιο προσιτούς άλλους. Το Instagram αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για επίδοξ@ φωτογράφους προκειμένου να χτίσουν πορτφόλιο και να κερδίσουν το κοινό. Στον αντίποδα, υποστηρίζεται ότι η πολύωρη έκθεση και το παθητικό σκρολάρισμα στις εφαρμογές αυτές σκοτώνει τη φαντασία και αποβλακώνει.

Αυτές οι πτυχές της σχέσης δημιουργικότητας και διαδικτύου είναι ήδη γνωστές, ωστόσο η εξίσωση δεν δείχνει να τελειώνει εδώ. Η διάχυτη σε αυτά τα μέσα δημιουργικότητα συνθέτει το μωσαϊκό της ανθρώπινης μοναδικότητας, και σίγουρα είναι ένα πανέμορφο σύνολο το οποίο συμπληρώνουμε όλοι. Παρόλα αυτά, αρχίζει κανείς να αναρωτιέται πόσο συνεισφέρει άραγε σε αυτό. Ή, ορθότερα, πόσο διαφέρει η δική του συνεισφορά από του άλλου. Ξεχωρίζει από εκείνη των υπόλοιπων 7.8 δισεκατομμυρίων; Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε την αντίληψή μας περί μοναδικότητάς μας;

Η μοναδικότητα είναι κάτι που μας διατρέχει όλους, βρίσκεται κυριολεκτικά στο DNA μας. Διαφέρουμε από τους άλλους μόνο κατά το 0,1% του γενετικού υλικού, και αυτό το ποσοστό είναι αρκετό για να εδραιωθούν εκατομμύρια διαφορές, από κληρονομικές ασθένειες μέχρι την αντοχή στο πικάντικο φαγητό. Οπότε βιολογικά μιλώντας ο καθένας είναι βεβαίως μοναδικός στον κόσμο. Η μοναδικότητα όμως έχει και το νόημα ότι αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας με έναν συγκεκριμένο τρόπο, και αυτό επιδρά στο πώς νιώθουμε για αυτόν.

Υπό αυτό το πρίσμα δεν θωρακίζεται από επιστημονικά δεδομένα, αλλά μένει ευάλωτη σε εξωτερικές επιδράσεις. Είτε έμφυτη είτε μη, η ανάγκη να ξεχωρίσουμε από το σύνολο είναι πανταχού παρούσα και μας δίνει μία αίσθηση αυτοεκτίμησης, η οποία και πλήττεται όταν κανείς βρίσκεται ανάμεσα σε δισεκατομμύρια χρήστες που προσπαθούν να κάνουν ακριβώς το ίδιο. Σε αυτό το πλαίσιο ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία ακόμη σύγκρουση: θέλουμε να ανήκουμε ή να ξεχωρίσουμε;

Ένα παράδειγμα που περικλείει αυτό το δίλημμα είναι τα τρεντς. Από τη μία θέλουν όλοι να τα ακολουθήσουν, ώστε να γίνουν αρεστοί και αποδεκτοί ως μέλη της κοινότητας. Από την άλλη, είναι δύσκολο να αντισταθούν στο να προσθέσουν την προσωπική τους πινελιά. Το ίδιο παρατηρεί κανείς και σε οποιαδήποτε άλλη, εντελώς τυχαία δραστηριότητα, λ.χ. στα βίντεο μαγειρικής. Πριν από τα κοινωνικά δίκτυα και πλατφόρμες όπως το YouTube και το TikTok, υπήρχαν απλώς τα παραδοσιακά βιβλία και οι εκπομπές μαγειρικής.

Αν κάνουμε τώρα μία γρήγορη έρευνα online, θα διαπιστώσουμε ότι η μαγειρική πια οριακά υπερβαίνει σε κατηγορίες το πορνό: θα βρούμε τον τύπο που μαγειρεύει όλος νεύρα και επιθετικότητα πετώντας τα υλικά σε όλο το δωμάτιο∙ θα βρούμε την κοπέλα που πάνω από το wok αναλύει την προβληματική σχέση της με τους γονείς της∙ θα βρούμε και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Και οι δύο εκείνοι θέλησαν να μοιραστούν ένα κομμάτι του εαυτού τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Διαπίστωσαν όμως ότι μόνο αυτό δεν ήταν αρκετό, και έτσι αποφάσισαν να προσθέσουν κάτι για να γίνει “μοναδικό”. Παρόλο που εξαρχής εκθέτουν μέρος της μοναδικότητάς τους, αυτό δεν τους καθιστά ξεχωριστούς.

Πηγή: freepic.com

Ο λόγος που καταφεύγουμε σε όλες αυτές τις πρακτικές δεν είναι τόσο ότι ξαφνικά το πεδίο της μοναδικότητας έγινε πιο ανταγωνιστικό, αλλά κυρίως διότι ο ανταγωνισμός είναι πλέον ζωντανός 24/7 στην οθόνη μας. Αν κάποιος ήθελε να γίνει ειδικός ή ο καλύτερος σε κάτι στα 1800, τότε χρειαζόταν να ξεπεράσει τους υπόλοιπους δεκάδες ομοίους του, για τους οποίους είχε γνώση. Δεν απειλούνταν όμως από κάποιον στην άλλη άκρη της γης, διότι αφενός δεν τον γνώριζε το κοινό του και αφετέρου, πιθανότατα ούτε ο ίδιος. Επιστρέφοντας όμως στο σήμερα, μία ολιγόλεπτη αναζήτηση στο διαδίκτυο θα δείξει ότι οι ταλαντούχοι είναι πολλοί και για να τα καταφέρει κανείς θα πρέπει να κάνει περισσότερα.

Αν η αυτοεκτίμηση στηρίζεται σε έναν βαθμό στο πόσο μοναδικούς θεωρούμε τους εαυτούς μας, η επίδραση των σόσιαλ αλλάζει το πορτρέτο μας. Σαν να μην έφτανε αυτό, η ανάγκη για μοναδικότητα αποκτά πλέον και την μορφή κοινωνικής πίεσης. Οι καμπάνιες στον χώρο της μόδας διακαώς αναζητούν “extraordinary people” που έχουν κάτι σπέσιαλ και τα μεγάλα πανεπιστήμια παύουν να ψάχνουν απλώς πολύπλευρες προσωπικότητες με προσόντα – σάμπως αυτό ήταν λίγο – αλλά υποψήφιους με ιδιαίτερο στόρι που τους κάνει να διακριτούς ανάμεσα στο πλήθος.

Πιθανότατα η πίεση αυτή προέκυψε ως ακούσιο αποτέλεσμα του κινήματος του self-love. Στην προσπάθεια να αποδεχτούμε τους εαυτούς μας και να τους αγαπήσουμε, αρχίσαμε να σκαλίζουμε για κάτι πιο σπέσιαλ εκεί που δεν υπήρχε. Οι προσωπικότητες-πρότυπα του σήμερα διαφέρουν εξαιρετικά από εκείνες προ είκοσι ετών. Συχνά τον κατάλογο αυτό συμπληρώνουν άτομα που πράγματι είναι πιο διαφορετικά από τον μέσο όρο, όπως η Lily D. Moore, και αυτό συνιστά έναν από τους λόγους που είναι μοναδικοί.

Αντί όμως να γιορτάσουμε την ευκαιρία όλων των τύπων ανθρώπων να αποτελέσουν πρότυπο, ένα μέρος μας εμμένει σε μία εγωκεντρική αντίληψη, αναρωτώμενο αν θα έπρεπε και εμείς να ήμασταν πιο ιδιαίτεροι για να νιώθουμε μοναδικοί. Η πίεση αυτή οφείλεται κατά μεγάλο ποσοστό στα κοινωνικά δίκτυα, δεδομένου ότι λειτουργούν με τη δύναμη του πλήθους και έχουν την παρενέργεια να βγαίνουν εκτός ελέγχου ασκώντας έντονη πίεση, έστω και αν αυτή είναι για καλό σκοπό.

Me
Πηγή: freepic.com

Όσο κι αν η υπερβολή αυτή δεν ωφελεί, το νόημα που κρύβει είναι όμορφο και σοφό: το να αγαπάμε τον εαυτό μας είναι το πιο υγιές και για να φτάσουμε εκεί πρέπει να τον ανακαλύψουμε και να τον αποδεχτούμε. Μέρος, όμως, του εγχειρήματος είναι και να συνειδητοποιήσουμε ότι μπροστά στον υπόλοιπο κόσμο ίσως δεν φαντάζουμε όσο μοναδικοί πιστεύαμε. Όσο περισσότερο ανακαλύπτουμε τους γύρω μας, τόσο εγγύτερα φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι ίσως δεν είμαστε τόσο ξεχωριστοί.

Αντί να επικεντρωνόμαστε σε αυτή την ανταγωνιστική οπτική, προτιμότερο είναι να εστιάσουμε στη δυνατότητα να έρθουμε πιο κοντά με ανθρώπους που μοιράζονται τα ίδια ενδιαφέροντα, ιδέες και ανησυχίες με εμάς. Ας μην ξεχνάμε ότι όσο μοναδικοί και αν νιώθουμε, κανείς μας δεν θέλει νιώθει μόνος.

Μοιράσου το:

Ιόλη Χριστοδούλου

Ιόλη Χριστοδούλου

Μεγάλωσα στην Αθήνα και τα τελευταία τρία χρόνια μένω στη Θεσσαλονίκη. Είμαι τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής του Α.Π.Θ. και περνάω αυτό το εξάμηνο στο Γκρατς της Αυστρίας. Μου αρέσει να ασχολούμαι συγχρόνως με διαφορετικά πράγματα, και αυτά που κυριαρχούν τώρα είναι ο χορός, τα ταξίδια και τα βιβλία. Ανέκαθεν μου άρεσε να αποτυπώνω στο χαρτί τις σκέψεις μου και να προβληματίζομαι για όσα έβρισκα ενδιαφέροντα γύρω μου. Με το DREAM ON-line έχω για πρώτη φορά την ευκαιρία να προβληματίσω λίγο και εσάς!

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα