Το θέατρο Τ, ένας από τους πιο φιλόξενους χώρους καλλιτεχνικής έκφρασης στην Θεσσαλονίκη, ανοίγει τις πόρτες του σε νέους ανθρώπους με ταλέντο, πρωτότυπες ιδέες, φωτεινά όνειρα και πολλή όρεξη για να τα κατακτήσουν. Εξέχοντα παραδείγματα αυτών, οι καλλιτέχνιδες Κορίνα Κυρκίμη και Δέσπω Πύρτσιου. Συναντήσαμε τα κορίτσια αφού παρακολουθήσαμε την εξαιρετική παράσταση τους “το να έχεις φτερά και να μην μπορείς να πετάξεις/με σιχάθηκα”, εμπνευσμένη από το γνωστό και πολυπαιγμένο κείμενο “Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.” της Λένας Κιτσοπούλου.
Μας αφηγήθηκαν για το πώς ξεκίνησαν όλα, με αφορμή την διπλωματική εργασία της Κορίνας, για την μεταξύ τους συνεργασία και την σχέση τους με το ξεχωριστό αυτό έργο. Ήταν για εμάς μεγάλη χαρά να αναλύσουμε μια παράσταση που μας άγγιξε τόσο πολύ με τις δημιουργούς της, οι οποίες μέσα από την κουβέντα μας ανέδειξαν πολλά από τα σημεία που απασχολούν την νέα, πολλά υποσχόμενη γενιά καλλιτεχνών.
Η Κορίνα και η Δέσπω έχουν φτερά και τους ευχόμαστε, όσο περνάει ο καιρός να τα ανοίγουν όλο και περισσότερο. Τις ευχαριστούμε πολύ!
-Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς. Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το θέατρο;
Δέσπω: Με την Κορίνα, έχουμε κοινή ιστορία . Η γνωριμία μας ξεκινάει από το Γυμνάσιο, περάσαμε και οι δυο στο Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο στους Αμπελόκηπους, το μοναδικό καλλιτεχνικό σχολείο στη Βόρεια Ελλάδα. Ήμασταν συμμαθήτριες από την Α’ Γυμνασίου και οι δύο στην κατεύθυνση θεάτρου. Κι έπειτα δώσαμε εξετάσεις στην Γ’ Λυκείου: εγώ πέρασα στην θεάτρου στο ΑΠΘ, η Κορίνα δεν πέρασε με την πρώτη, οπότε έδωσε ξανά εξετάσεις και πέρασε με την δεύτερη. Ήμασταν, λοιπόν πλέον και στην ίδια σχολή, στην κατεύθυνση της υποκριτικής.
Εγώ τελείωσα και την σκηνοθεσία στο Τμήμα. Στη διπλωματική της η Κορίνα μου λέει «Θα με σκηνοθετήσεις!». Fast forward στο σήμερα, είμαστε στη δική μας version από την “Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.” της Λένας Κιτσοπούλου, στην σκηνή του θεάτρου Τ. Όλο αυτό ξεκίνησε ως project, από την διπλωματική της Κορίνας για το πανεπιστήμιο!
Κορίνα: Είχαμε την παρότρυνση της κ. Καλαϊτζή να φέρουμε την παράσταση στο θέατρο Τ. Το κυνηγήσαμε πάρα πολύ: στείλαμε mail για δικαιώματα, ψάξαμε μόνες μας χορηγούς, ψάξαμε χώρο για πρόβες. Ήμασταν, λοιπόν και οι καλλιτέχνες και οι παραγωγοί και οι διαφημιστές της παράστασης. Όλοι, σχεδόν, στην ομάδα που δούλεψε για το έργο, είμαστε από το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ και ήμασταν συμφοιτητές.

– Κορίνα, πώς επέλεξες τη “Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α” της Λένας Κιτσοπούλου; Ποια είναι η σχέση σου με το έργο;
Κορίνα: Γενικά εμένα η Κιτσοπούλου μ’ αρέσει πάρα πολύ, είχα διαβάσει κι άλλα διηγήματά της, μ’ αρέσει ο τρόπος που γράφει και όσα έχει να πει. Έψαχνα διάφορα κείμενα για τη διπλωματική μου και τίποτα δεν μου έκανε κλικ και θυμήθηκα ότι ένα κείμενο της Κιτσοπούλου δεν το έχω διαβάσει, τη “Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α”. Το βρήκα μάλιστα τελευταία στιγμή πριν κλείσει η βιβλιοθήκη για το καλοκαίρι κι απλά όταν το βρήκα, είπα στον εαυτό μου: «Ωραία, παρ’ το και φύγε».
Όταν το πρωτοδιάβασα, έλεγα: «Αποκλείεται, δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω εγώ αυτό». Ήταν πολύ διαφορετικό από τον τρόπο που σκέφτομαι, από εμένα την ίδια. Αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να το σκέφτομαι αφού ήταν ένα κείμενο που μου δημιούργησε πολύ έντονα συναισθήματα. Είναι, επίσης, ένα κείμενο που σου δίνει πάρα πολλές ευκαιρίες να δουλέψεις πάνω στην υποκριτική: έχει εναλλαγές συστημάτων, εναλλαγές ρυθμού, ένα πολύ αβανταδόρικο κείμενο για έναν ηθοποιό.
Δεν είναι, λοιπόν, πως δεν μ’ άρεσε το κείμενο, απλώς εγώ φοβόμουν ότι δεν θα μπορέσω να ανταποκριθώ.
Δέσπω: Είναι και λίγο σκοτεινό σε κάποια σημεία, οπότε φοβάσαι πόσο βαθιά μπορείς «να μπεις σε αυτό το συρτάρι».
Κορίνα: Εν τέλει, όμως, το δουλέψαμε και απελευθερώθηκα πάρα πολύ. Επειδή με τη Δέσπω γνωριζόμαστε τόσα χρόνια, μου έδινε το απόλυτα ελεύθερο περιβάλλον για να εκφραστώ και να δοκιμάσω, χωρίς να με κρίνει. Δοκιμάσαμε, λοιπόν, πάρα πολλά πράγματα και έτσι βρήκα τον τρόπο να επικοινωνήσω τα όσα με τρόμαζαν. Στο κείμενο, είτε έχουμε αφαιρέσει κάποια λόγια, είτε έχουμε βάλει δικά μου και δικές μου εμπειρίες, γι’ αυτό κιόλας η παράσταση είναι βασισμένη στο κείμενο της Κιτσοπούλου και δεν είναι αυτό καθαυτό το κείμενο.
-Με τι συναισθήματα περιμένετε να φύγει ο θεατής από την παράσταση;
Κορίνα: Πιστεύω ότι, ενώ πρόκειται για ένα δυνατό κείμενο, ο θεατής δεν φεύγει με βάρος επάνω του. Εξάλλου, δεν είναι αυτό που θέλουμε. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος του έργου, γίνεται ένα «πανηγύρι» που διέπεται από έντονα κωμικά στοιχεία, κι έτσι φεύγει το βάρος που ενδεχομένως προκάλεσαν οι προηγούμενες σκηνές. Επίσης, επειδή το κείμενο έχει γρήγορο ρυθμό, λέγονται κάποια πράγματα που δεν προλαβαίνεις, ίσως, εκείνη τη στιγμή να τα σκεφτείς, αλλά θεωρώ ότι είναι τόσο δυνατά και εύστοχα, ώστε ο θεατής να τα επαναφέρει μετά την παράσταση στην μνήμη του και να προβληματιστεί.
Δέσπω: Δεν σε αφήνει πολύ εύκολα να πέσεις στην λούπα του «τώρα με πήρε η κατρακύλα κι εμένα». Έχει μικρά σημεία , όπως εκείνο που η ηρωίδα διαλύει ολόκληρο το σαλόνι της και πετάει, βλέποντας κάποια πράγματα από ψηλά, κάποιες συγκεκριμένες αναμνήσεις, αλλά επανέρχεται πολύ γρήγορα αφού το ρίχνει όλο αυτό στις ασφάλειες του σπιτιού της, που πέφτουνε συνέχεια.
Για να απαντήσω και στην ερώτησή σου, επειδή το κείμενο ακουμπάει σε πάρα πολλά θέματα, ο καθένας φεύγει με κάτι προσωπικό δικό του, που του έκανε εντύπωση ή τον έκανε να ταυτιστεί.
-Θέλετε να δημιουργήσετε σχέση με το κοινό, εμείς που το παρακολουθήσαμε, το νιώσαμε πολύ έντονα αυτό.
Δέσπω: Βέβαια! Βοηθάει πολύ το ότι σκηνή και κοινό βρίσκονται τόσο κοντά εδώ, στο θέατρο Τ. Στις ερωτήσεις που κάνει η Κορίνα λοιπόν και τις απευθύνει στο κοινό, της έχω πει να είναι προετοιμασμένη ότι κάποια στιγμή μπορεί να έχουν και απάντηση. Είναι πράγματα, λοιπόν, που τα λέει όντως στα μούτρα του κοινού κι έτσι και ο θεατής θα πάρει αυτό που του είπε μαζί του, πρέπει να το πάρει μαζί του.
Είναι και η φύση του θεάτρου Τ, βολεύει πολύ το ότι είμαστε όλοι σε ένα σαλόνι. Αυτή την αίσθηση θέλαμε να δημιουργήσουμε κι εμείς. Νομίζω ότι είναι αρκετά κοντά ο θεατής και μπορεί να νιώσει το συναίσθημα.
Κορίνα: Ταιριάζει απόλυτα και στο κείμενο, μιας και είμαστε πραγματικά σε ένα σαλόνι.

“Η ηρωίδα δεν έχει να κρυφτεί από κανέναν, ούτε να μισήσει κάτι. Έχει σιχαθεί αρκετά τον εαυτό της, ώστε να φτάνει στο σημείο της απάθειας. “
-Η ηρωίδα είναι καθ’ όλη τη διάρκεια στο σαλόνι της, μονολογεί, εξομολογείται, μοιράζεται πράγματα που είναι δύσκολο να επικοινωνηθούν. Νιώθω πως υπάρχει κάτι μοναδικό σε αυτό το θεατρικό είδος του μονολόγου που εν δυνάμει μπορούμε να κάνουμε όλοι, μόνοι στο σαλόνι μας. Εσείς τι πιστεύετε;
Δέσπω: Για εμένα πρόκειται για μια γυναίκα που έχει κάνει ήδη ψυχοθεραπεία, φαίνεται από κάποια λόγια που λέει κι έχει απαρνηθεί την καραμέλα του ψυχολόγου, του «σκέψου θετικά». Ειρωνεύεται λίγο τη θετική σκέψη, τη θετική ενέργεια, τη γιόγκα, την απελευθέρωση, την ηρεμία κι όλα αυτά, έχει περάσει στο στάδιο του «δεν έχω να κρυφτώ από τίποτε άλλο, δεν έχω να περιμένω κάτι άλλο». Επομένως, αφού δεν έχει να περιμένει κάτι, αυτό που θα πει είναι η αλήθεια της και όλα όσα λέει χαρακτηρίζουν τον εαυτό της.
Δεν πιστεύω ότι ένας άνθρωπος με το που βγαίνει έξω, μπορεί μας κάνει μια αποκάλυψη: «δεν είμαι στα καλά μου σήμερα», κανένας δεν νομίζω να το κάνει, όμως αυτή επιλέγει να το πει σήμερα. Έχει μια φιλοσοφία ζωής: «Παιδιά λίγο μάπα το καρπούζι». Έχει φτάσει στο σημείο που έχει καταλάβει ότι έχει ζήσει κάποια πράγματα, δεν της αρκεί κάτι άλλο ή δεν έχει να χαρεί με κάτι άλλο και φτάνει σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση που πρέπει να περιμένει κάτι να της συμβεί.
Η συνθήκη της αναμονής είναι αυτή στο σαλόνι και νομίζω ότι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να βλέπει συνέχεια τηλεόραση, όπως μας εκθέτει κάποια στιγμή, είναι ένας άνθρωπος που πραγματικά καταφέρνει να μένει με τη σιωπή του. Γι’ αυτό άλλωστε έχουμε επιλέξει να μην παίζει κάτι σε μουσική. Είναι, λοιπόν, παράξενο να σκεφτούμε μία γυναίκα που είναι απολύτως μόνη κι απλώς έχει ανάγκη αυτήν την επικοινωνία. Δεν έχει να κρυφτεί από κανέναν, ούτε να μισήσει κάτι. Έχει σιχαθεί αρκετά τον εαυτό της, ώστε να φτάνει στο σημείο της απάθειας.
-Ο τίτλος σας πώς προέκυψε;
Δέσπω: Το κείμενο της Κιτσοπούλου έχει ως τίτλο το «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», που σε κερδίζει επειδή είναι αρκτικόλεξο. Η ηρωίδα ονομάζει Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. ένα αντικείμενο του έργου κι εμείς δεν θέλαμε να το πάμε εκεί. Έτσι κι αλλιώς, δεν συστήνεται ποτέ ως Μαιρούλα, υποθέτουμε μόνο ότι μπορεί να την λένε και έτσι. Όταν το είχε ανεβάσει πρώτη φορά η Κιτσοπούλου έπαιζε η Μαρία Πρωτόπαπα την ηρωίδα, οπότε το Μαρία-Μαίρη, μάλλον, από εκεί το κόλλησαν, επειδή έγραψαν μαζί το κείμενο και μάλλον μεταξύ τους το σκέφτηκαν.
Εμείς θέλαμε έναν τίτλο που να εμπερικλείει την γενικότερη κατάσταση που βρίσκεται η ηρωίδα: την αναμονή, την απάθεια…
Κορίνα: Την ανικανότητα να αλλάξει η ίδια την κατάστασή της…
Δεσπώ: Ο τίτλος, λοιπόν, προέκυψε επειδή κάποια στιγμή προς το τέλος το κείμενο λέει ότι «το να έχεις φτερά και να μην μπορείς να πετάξεις είναι κάτι το αχαρακτήριστο, το αδιανόητο, είναι κάτι το τελείως ελληνικό. Αυτή η ψυχολογία της κότας. Σε κάθε προσπάθεια να γκρεμοτσακίζεσαι και να προσπαθείς πάλι και πάλι και ξανά να γκρεμοτσακίζεσαι. Η στιγμιαία χαρά και πάλι απογοήτευση».
Είναι η εικόνα μιας κότας που πάει να πετάξει, τρέχει, τρέχει, σηκώνει τα φτερά της και δεν μπορεί και είναι αυτή η κατάσταση της ανημποριάς. Έχει τόση θέληση και μπορεί να πει τόσα πράγματα και ταυτοχρόνως είναι ο απόλυτα άπραγος άνθρωπος. Αν το παρατηρήσατε η Κορίνα στην παράσταση, δεν έχει βγει καν έξω από το χαλί.
Μια στιγμή μόνο βγαίνει και καμιά άλλη: ήταν η πρώτη συνθήκη που είχαμε βάλει. Ο ρόλος σου είναι να μην βγεις ποτέ έξω από το χαλί. Καν’ το οικείο, καν’ το κτήμα σου αφού αυτός είναι ο χώρος που ζεις. Πέρα από το χαλί, είσαι κάτι άλλο. Αυτός ο εγκλωβισμός, αυτό το ότι έχει χώρο, έχει θέληση, έχει πράγματα να πει, αλλά δεν μπορεί να το κάνει, αυτή η αντίθεση στην πράξη και στα λόγια αποτυπώνεται στην φράση που επιλέξαμε ως τίτλο: «Το να έχεις φτερά και να μην μπορείς να πετάξεις».
Το «Με σιχάθηκα» από την άλλη, είναι η κατάσταση. Εμένα, ούτως ή άλλως, μ’ αρέσουν οι μακροσκελείς τίτλοι.

“Είναι λυτρωτικό, να ακούς τις δικές σου σκοτεινές σκέψεις, δυνατά, στο θέατρο.”
-Για εμένα το παράδοξο με την παράσταση ήταν ότι ενώ η ηρωίδα ήταν σε μια άσχημη κατάσταση και εξέφραζε σκοτεινές σκέψεις, εγώ εν τέλει βγήκα ανακουφισμένη. Πώς το εξηγείται αυτό;
Δέσπω: Γιατί κάπως στα ξορκίζει. Πιστεύω ότι είναι λυτρωτικό, να ακούς τις δικές σου σκοτεινές σκέψεις, δυνατά, στο θέατρο.
Κορίνα: Τολμά να πει πράγματα που όλοι μπορεί να έχουμε σκεφτεί, αλλά δεν τολμούμε να τα παραδεχτούμε και να τα επικοινωνήσουμε σε κάποιο άλλο άτομο. Και μπορεί να είναι μέσα στη μοναξιά, στην απομόνωσή της και σε όλη αυτή τη μιζέρια, αλλά με το ότι μοιράζεται όλες αυτές τις μοναχικές σκέψεις, αυτό πιστεύω ότι μέσα σε αυτή τη μία ώρα την κάνει να αισθάνεται λιγότερο μόνη.
-Και κάνει αυτές τις σκέψεις πιο καθολικές, γιατί καμιά φορά νομίζεις ότι μόνο εσύ τις έχεις.
Δέσπω: Είναι ακριβώς το προσωπικό που γίνεται συλλογικό.
-Είναι θετικό που δόθηκε χώρος και βήμα σε νέους καλλιτέχνες όπως εσείς, εντός του θεάτρου. Είναι κάτι που κατακτήσατε εύκολα; Είναι κάτι που γενικά κατακτιέται εύκολα; Πιστεύετε έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με παλαιότερα;
Δέσπω: Η αλήθεια είναι ότι η Θεσσαλονίκη δεν έχει χώρους. Δεν δίνονται αυτοί οι χώροι. Είναι κάποια θέατρα που ακόμα κι αν πας να παρακαλέσεις, η πόρτα, ανοίγει συγκεκριμένες φορές και ειδικά σε νέους ανθρώπους που δεν έχουν κάποιο όνομα.
Από την άλλη, το γεγονός ότι από το 2023 έως τώρα έχουν δημιουργηθεί τόσες θεατρικές ομάδες στη Θεσσαλονίκη είναι το πιο ελπιδοφόρο πράγμα. Δημιουργούνται, κυρίως, από παιδιά που ξέρουμε, από τη σχολή, από διαφορετικά τμήματα κι έτσι έχουν λίγο απ’ όλα, ξεκινάνε όλοι για πρώτη φορά, είναι ένα επαγγελματικό βήμα και ας πούμε το θέατρο Τ είναι μία πάρα πολύ ανοιχτή σκηνή, την οποία μπορείς να την αξιοποιήσεις.
Πριν από κάποια χρόνια είχα ξεκινήσει κι εγώ με μία άλλη ομάδα να κάνουμε πράγματα. Είχαμε νοικιάσει έναν χώρο και τον δανειζόμασταν δύο ομάδες, κάναμε εκεί πρόβες και τον διαμορφώσαμε όλον εμείς από την αρχή. Πήραμε για απεντομώσεις, για κοινόχρηστα και ταυτόχρονα κάναμε και πρόβες.
Είναι καλό να ανοίξουν νέοι χώροι. Υπάρχουν δύο νέοι χώροι, όπως το lemon που άνοιξε τώρα στην Ολύμπου και χαίρομαι που άνοιξε ένας τέτοιος χώρος προορισμένος για πρόβες, γιατί συνήθως είναι υπόγεια, μέσα στην υγρασία. Θέλω να πιστεύω ότι αν τα νέα παιδιά ενωθούμε και κάνουμε μικρές ομάδες και το επιχειρήσουμε όλο αυτό πιο ομαδικά, δηλαδή 3 ή 4 ομάδες να μοιραζόμαστε έναν χώρο, κάπως τα έξοδα θα βγουν. Μακάρι, βέβαια να υπάρξουν τέτοιοι χώροι και να παρέχονται προς τις νέες ομάδες.
Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και είναι κρίμα γιατί βγαίνοντας από τη σχολή έχεις τόσο μεράκι και θέληση, που σταδιακά το χάνεις, γιατί χάνεις την αίσθηση του ότι κάποιος μπορεί να σε βοηθήσει σε όλο αυτό. Είναι πολύ δύσκολο να διαχειρίζεσαι και το οικονομικό κομμάτι και το κομμάτι της παραγωγής, ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι στις δικές σου αρμοδιότητες κανένα από αυτά, πέρα από το κομμάτι της υποκριτικής.

-Με όλες αυτές τις δυσκολίες σκέφτεστε να πάτε Αθήνα;
Δέσπω: Αυτή η πίστα της Αθήνας είναι άλλη πίστα, πολύ πιο δύσκολη, φοβερά κορεσμένη, αφού όλοι έχουν την ίδια σκέψη, ως ηθοποιοί να κατέβουν στην Αθήνα. Νομίζω, παρ’ όλα αυτά ότι είναι ωραίο να δοκιμάσουμε κι αυτή την πίστα. Πιο πολύ, βέβαια, με ιντριγκάρει το εξωτερικό.
Πέρσι τον Γενάρη πήγα στο Βερολίνο είδα κάποια πράγματα και είπα, «Εντάξει, κάνουμε κι εμείς θέατρο». Προφανώς κι εμείς κάνουμε ωραίο θέατρο, αλλά είναι διαφορετικές οι συνθήκες, αυτό είναι εμφανές. Στο εξωτερικό, υπάρχει κρατική χρηματοδότηση που πηγαίνει ξεκάθαρα στο θέατρο, εκεί σέβονται την τέχνη, δεν είναι απλά χόμπι. Σου βγαίνει, λοιπόν, μια αγανάκτηση στη Θεσσαλονίκη που είναι τόσο κλειστός ο κύκλος και τόσο περιορισμένα τα θέατρα.
Το Κρατικό Θέατρο για παράδειγμα, θα ήταν καλό να ανοίξει την πόρτα του στις νέες ομάδες. Έχει τόσες σκηνές που θα μπορούσε μία σκηνή να γίνει η αντίστοιχη πειραματική σκηνή της Αθήνας και να συμμετάσχουν νέοι δημιουργοί και νέοι σκηνοθέτες της πόλης και ο καλλιτεχνικός διευθυντής να επενδύσει σε αυτό το κομμάτι. Θα μπορούσε να συμβεί, αφού σαν ιδέα το έχουμε δει να υλοποιείται στην Αθήνα.
Κορίνα: Και με αυτόν τον τρόπο να έρθουν στο φως, άτομα σαν κι εμάς που ξεκινάμε τώρα, μόλις έχουμε βγει από την σχολή και πραγματικά προσπαθούμε «να μας δει κάποιος», να δουν ότι αγαπάμε πολύ αυτό που κάνουμε και θέλουμε να το μοιραστούμε με τον κόσμο.
– Τι θα λέγατε σε έναν θεατή που θέλει να έρθει να δει την παράσταση;
Κορίνα: Εννοείται να έρθει!
Δέσπω: Να το τολμήσει γιατί θα είναι ένα ευχάριστο βράδυ Δευτέρας που είναι κιόλας δύσκολη μέρα αλλά και Τρίτης που είναι εξάλλου το ξέσπασμα της Δευτέρας. Είναι μία ώρα που πραγματικά θα ξεχαστεί.
Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως & Βασιλική Παρίση
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Χώρος: Θέατρο Τ, Αλεξάνδρου Φλέμινγκ 16, Θεσσαλονίκη
Τελευταίες παραστάσεις: Δευτέρα 10& Τρίτη 11 Μαρτίου 2025, στις 21:30
Διάρκεια παράστασης: 75 λεπτά
Τιμές εισιτηρίων: 12€ Κανονικό | 10€ Μειωμένο (ΑμεΑ, φοιτητών, ανέργων, πολυτέκνων)
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/to-na-exeis-ftera-kai/
Πληροφορίες / Κρατήσεις: 2310 854 333
Parking: Ιδιωτικός χώρος parking ακριβώς δίπλα από το Θέατρο Τ. Τιμές: 3€ η πρώτη ώρα | +1€ για κάθε επόμενη ώρα
Σας ενδιαφέρει:
- Το Θέατρο Τ είναι προσβάσιμο σε αναπηρικά αμαξίδια.
- Δεν επιτρέπεται η είσοδος στο θέατρο μετά την έναρξη της παράστασης.
- Με την επίδειξη του εισιτηρίου σας, έχετε 10% έκπτωση στο ουζερί «Το Πλατανάκι» ακριβώς απέναντι από το Θέατρο Τ.