Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης: «Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αλλαγή και μια εξωστρέφεια στο ελληνικό ντοκιμαντέρ»

Εσείς γνωρίζατε ότι υπάρχει εθνογραφικό φεστιβάλ; Είχαμε την χαρά να συζητήσουμε με τον Κωνσταντίνο Αϊβαλιώτη, Διευθυντή και ιδρυτικό μέλος του οργανισμού ETHNOFEST και του ομώνυμου φεστιβάλ.

O Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης εξειδικεύεται στο ντοκιμαντέρ και τα φεστιβάλ κινηματογράφου (PhD, Πάντειο Πανεπιστήμιο, MA Goldsmiths College) και είναι κάτοχος πτυχίου Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και δύο μεταπτυχιακών τίτλων στην Ανθρωπολογία της Εκπαίδευσης και στην Οπτική Ανθρωπολογία.

Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα βρίσκονται το δημιουργικό και εθνογραφικό ντοκιμαντέρ, τα φεστιβάλ κινηματογράφου και οι κινηματογραφικές αγορές (Film Markets), υιοθετώντας μια διεπιστημονική προσέγγιση στο πεδίο των πολιτιστικών βιομηχανιών.

Την περίοδο 2008-2016 εργάστηκε στις “Νύχτες Πρεμιέρας” στην ομάδα προγράμματος ενώ την περίοδο 2017-2020 διετέλεσε Διευθυντής Προώθησης στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (Hellas Film). Σήμερα είναι Διευθυντής και ιδρυτικό μέλος του ETHNOFEST, συντονιστής των προγραμμάτων Thessaloniki Locarno Industry Academy και Agora Lab στο πλαίσιο της Αγοράς του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο πανεπιστήμιο Αιγαίου, όπου διδάσκει Ιστορία και Θεωρία του Ντοκιμαντέρ και Οπτικοακουστική Κληρονομιά.

Από το 2015 έχει κάνει παραγωγή σε περισσότερα από 20 ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, έχει σκηνοθετήσει 4 ντοκιμαντέρ μικρού μήκους ενώ το 2023 ολοκληρώνει την πρώτη παραγωγή ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους.

Είναι χαρά μας που ο Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης είναι το Πρόσωπο της Εβδομάδας, από τα τελευταία της σεζόν, μιας σεζόν που ήταν αδύνατον να κλείσει χωρίς ένα Φεστιβάλ.

“Μου άρεσε το γεγονός ότι δεν πήγαινες να μελετήσεις ποσοτικά”

– K. Αιβαλιώτη, τι σας ενέπνευσε ως φοιτητή να ασχοληθείτε με την ανθρωπολογία, δεδομένου ότι είναι ένας περίπλοκος κλάδος;

– Ανήκω στην κατηγορία των φοιτητών που δεν μπήκαν στην σχολή τους συνειδητά. Δεν ήξερα τι ήταν η κοινωνική ανθρωπολογία. Όταν έδινα πανελλαδικές δεν κατάφερα να περάσω στις πρώτες μου επιλογές και αποφάσισα να δώσω μια ευκαιρία σε αυτήν τη σχολή και την αγάπησα αμέσως. Αυτό που μου άρεσε ήταν η σύνδεση της με την επιτόπια έρευνα και με την συμμετοχική παρατήρηση, κάτι που στις μέρες μας χρησιμοποιούν πολλοί κλάδοι. Μου άρεσε το γεγονός ότι δεν πήγαινες να μελετήσεις ποσοτικά, αλλά να πηγαίνεις ο ίδιος και να περάσεις πολύ χρόνο με την κοινότητα και την ομάδα ή το φαινόμενο που θέλεις να μελετήσεις, έβλεπες τον κόσμο με ένα διαφορετικό μάτι.

Φωτ: ethnofest.gr

– Πάνω σε αυτό, η κάμερα και το οπτικοακουστικό μέσο πώς λειτουργεί;

– Ουσιαστικά η χρήση των οπτικοακουστικών μέσων έρχεται στη συνέχεια, αντί να είσαι στην έρευνα με ένα μπλοκάκι και ένα στυλό, έχεις την καμερα και καταγράφεις, αποτελεί ενα αντικείμενο καταγραφής και όχι ανάλυσης, όπου μετά αναλύεις το υλικό που έχεις καταγράψει και φτάνεις στο ίδιο αποτέλεσμα. Πλέον μέσα από τα εργαλεια του κινηματογράφου, καταφέρνεις να παράξεις ένα υλικό που μπορεί να λειτουργήσει και ως μέσο ανάλυσης.

– Πώς και πότε αποφασίσατε ότι για εσάς η ανθρωπολογία δεν είναι το “μπλοκάκι και το στυλό”, αλλά η κάμερα;

– Η πρώτη μου επαγγελματική ταυτότητα δεν θεωρώ ότι είναι η ανθρωπολογία, αλλά οι πολιτισμικές σπουδές (Film Studies) και δεν χρησιμοποιώ την κάμερα για αυτόν τον λόγο, ναι μεν πέρασα από αυτόν τον ρόλο, αλλά δεν το κάνω. Η παραγωγή μιας ταινίας είναι κάτι πολύ ακριβό και είναι μια δύσκολη διαδικασία, επομένως τα βασικά εργαλεία θέλουν χρόνο, να μείνεις εκεί πολύ καιρο, οπότε το κόστος είναι μεγάλο και δύσκολο.

Φωτ: Σοφία Βαφειάδου / dreamonline.gr

– Κάπως έτσι καταλήξατε εσέις στο Ντοκιμαντέρ και επιλέξατε την εθνογραφική προσέγγιση;

– Ναι, κάποια στιγμή στις σπουδές μου, ανακάλυψα την οπτική ανθρωπολογία, το ανακάλυψα μέσα από κάποια μαθήματα, ήμουν και τυχερός γιατί το μάθημα το έκανε η σπουδαία Εύα Στεφανή κι εκεί σκέφτηκα να δοκιμάσω να με δω σε αυτόν τον χώρο, κι έτσι σπούδασα στο Λονδίνο οπτική ανθρωπολογία σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Αυτό μου άνοιξε πολλούς δρόμους, μπορεί να μην πήρα τον δρόμο της δημιουργίας ταινιών, αλλά σε κάτι εξίσου ενδιαφέρον.

“Οι Νύχτες Πρεμιέρας με έφεραν πιο κοντά στα Φεστιβάλ”

– Θα ήθελα να σας ρωτήσω και για τις Νύχτες Πρεμιέρας που εργαστήκατε. Φαντάζομαι ότι από εκεί ξεκίνησε και η σχέση σας με τα Φεστιβάλ.

– Όταν γύρισα από το Λονδίνο είχα συνεργαστεί με ένα Φεστιβάλ το οποίο δεν υπάρχει πλέον, το Platforma Video, το οποίο είχε ασχοληθεί με ψηφιακές ταινίες μικρού μήκους, αλλά ουσιαστικά οι Νύχτες Πρεμιέρας με έφεραν πιο κοντά στα Φεστιβάλ και το συγκεκριμένο το αγάπησα, γιατί το παρακολουθούσα από το 1995. Με έφερε κοντά στη δομή ενός φεστιβαλ, είδα πως στήνεται ένα φεστιβαλ από μέσα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Λονδίνο, είχα πρόσβαση σε μια βιβλίοθήκη γεμάτη από DVD κάθε είδους, οπότε γνώρισα έναν κόσμο που τότε είχε δύσκολη πρόσβαση. Η όλη μου εμπειρία αυτή βοήθησε περισσότερο από το πτυχίο μου, ώστε να συμμετάσχω στις Νύχτες Πρεμιέρας.

Πηγή: ethnofest

“Πού πάνε όλες αυτές οι ταινίες που παράγονται κάθε χρόνο σε αυτά τα μεταπτυχιακά;”

– Αυτό θεωρείτε ότι ήταν το σημείο αναφοράς για να δημιουργήσετε το Ethnofest;

– Ναι, ακριβώς! Είναι και τα δύο: το ένα με βοηθάει να καταλάβω τι χρειάζεται ένα φεστιβάλ και τι θέσεις χρειάζονται αλλά και ο χρόνος, το πρόγραμμα, τα βήματα πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ. Το άλλο κομμάτι έχει να κάνει με τις μεταπτυχιακές μου σπουδές. Σε πολλά τμήματα οι διπλωματικές εργασίες είναι ταινίες μικρού μήκους, οπότε μου ήρθε το ερώτημα και σε εμένα και σε μερικούς συναδέλφους που συζητάγαμε, “όλες αυτές οι ταινίες που παράγονται κάθε χρόνο σε αυτά τα μεταπτυχιακά σε όλοκληρο τον κόσμο, πού καταλήγουν, πού πάνε; Κάθονται στα αρχεία του πανεπιστημίου; Οπότε αυτό το ερώτημα δημιούργησε την ανάγκη “χώρου” για αυτές τις ταινίες.

Φωτ: Σοφία Βαφειάδου / dreamonline.gr

– Άρα εσείς βλέπατε στην αρχή τις ταινιές που “σκονίζονταν” στα πανεπιστήμια και σκεφτήκατε ότι ο χώρος που θα μπορέσουν να ξαναέρθουν στην επιφάνεια είναι ένα Φεστιβάλ; Πόσο εύκολο ήταν στην αρχή;

– Το αρχικό ερώτημα ήταν που πηγαίνουν αυτές οι ταινίες και αν υπάρχει αξιόλογη παραγωγή για να σηκώσει ένα φεστιβάλ. Το δεδομένο που μπορεί να μην είναι γνωστό είναι ότι το Ethnofest ιδρύθηκε το 2010. Το 2008-09 μας δώθηκε η ευκαιρία να το δοκιμάσουμε στο Platforma Video και η πρώτη πρόταση κατατέθηκε εκεί. Την πρώτη χρονιά λάβαμε 40 ταινίες, στην αρχή απευθυνθήκαμε σε συμφοιτητές μας και μετά λάβαμε από όλο τον κόσμο ταινίες από συμφοιτητές μας σε άλλα ακαδημαϊκά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και το Harvard.

Από αυτές διαλέξαμε 14 και η ανταπόκριση των δημιουργών αλλά και του κοινού ήταν πολύ καλή, το 2009 πήγε ακόμα καλύτερα και είδαμε ότι υπάρχει ο χώρος για κάτι τέτοιο. Δεν σκεφτήκαμε να το κάνουμε αυτόνομο Φεστιβάλ, απλά το Platforma Video αποφάσισε να σταματήσει να υπάρχει, και δημιούργησε ένα άλλο φεστιβάλ στη Σύρο. Εκεί αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε ένα δικό μας Φεστιβάλ. 

– Γενικά η προτίμηση σας ήταν για ταινίες μικρού μήκους, γιατί σας αρέσουν τόσο;

– Έχω δύο απαντήσεις σε αυτό: πρώτον μου αρέσει το γεγονός ότι βλέπουμε πως μπορούμε να μελετήσουμε και να αναλύσουμε κάτι σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και δεύτερον η προτίμηση μου είναι αποκλειστικά στις διπλωματικές εργασίες και όχι σε κάτι άλλο, γιατί οι διπλωματικές εργασίες έχουν μικρό χρονικό διάστημα για να γίνουν. Τα παιδιά έχουν να διαχειριστούν ένα θέμα λιγότερο των 30 λεπτών μέσα σε 6-8 μήνες.

Πηγή: ethnofest

“Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έχει μάθει στο κοινό τι είναι ντοκιμαντέρ”

– Βλέπουμε ότι το κοινό ενδιαφέρεται να βλέπει ντοκιμαντέρ και διαφορετικά μεταξύ τους, κατά τη γνώμη σας όμως το ελληνικό κοινό τι είδους ντοκιμαντέρ προτιμάει να δει; Στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης βλέπουμε το κοινό να αλλάζει συνεχώς θεματικές με εντυπωσιακό τρόπο.

– Έχω την εντύπωση ότι αυτήν την απάντηση μπορεί να την δώσει ένα παιδί ή ένα μέλος από το πρόγραμμα του φεστιβάλ, καθώς τα τελευταία χρόνια τα βλέπω με μια άλλη οπτική, γιατί δουλεύω είτε στην παραγωγή ταινιών, είτε διδάσκοντας, ειδικά για το φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης συμμερίζομαι την εικόνα που έχεις, κι αυτό συμβαίνει γιατί το φεστιβάλ έχει κερδίσει το κοινό του, δηλαδή να πιστεύει το κοινό πως ό,τι κι αν διαλέξει θα δει κάτι ενδιαφέρον.

Όπως είχε πει και ο Δημήτρης Εϊπίδης, το φεστιβάλ έχει μάθει στο κοινό τι είναι ντοκιμαντέρ, γιατί το κοινό νόμιζε ότι ντοκιμαντέρ είναι μόνο National Geographic ή επιστημονικό ντοκιμαντέρ. Αυτό το έσπασε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, το κοινό έμαθε πραγματικά τι σημαίνει ντοκιμαντέρ και έχει εκπαιδεύσει νέους δημιουργούς. Μέσα στα ντοκιμαντέρ περιέχονται πολλές τάσεις και προσεγγίσεις.

Για αυτούς που δεν πηγαίνουν στα Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, ίσως ακόμα να πιστεύουν ότι ντοκιμαντέρ είναι μόνο τα National Geographic. Θέλω να ελπίζω πως έχει μεγαλώσει ο αριθμός των ανθρώπων που πλέον ξέρουν ότι δεν είναι μόνο αυτό.

– Να πάμε λίγο και στις Ελληνικές παραγωγές όσον αφορά τα ντοκιμαντέρ. Οι Έλληνες παραγωγοί επιλέγουν την Ελλάδα ή ψάχνουν και θέματα εκτός χώρας;

– Η εντύπωση μου είναι ότι όσο πάμε πιο πίσω, τα ντοκιμαντέρ που βλέπαμε ήταν για την Αρχαία Ελλάδα κλπ. Για να κάνεις ντοκιμαντέρ χρειάζεται χρόνος και χρήματα, ειδικά αν θέλεις να πας στο εξωτερικό, οπότε αυτός ο παράγοντας ίσως κρατάει πολλούς δημιουργούς εντός των συνόρων. Ωστόσο υπάρχουν πολλοί δημιουργοί που επιλέγουν το εξωτερικό, όπως ο Άγγελος Ράλλης και η Ελίνα Ψύκου. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλοί Έλληνες που κάνουν δουλειές στο εξωτερικό ή συνδυάζουν και την Ελλάδα μέσα στα ντοκυμαντέρ τους. Ίσως να παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια αλλαγή και εξωστρέφεια στο ελληνικό ντοκιμαντέρ τόσο σε θεματικό, όσο και σε γεωγραφικό επίπεδο.

Φωτ: Σοφία Βαφειάδου / dreamonline.gr

Έχετε περάσει και διοικητικά από το Κέντρο Κινηματογράφου…

– Πέρασα σε μια πολύ δύσκολη εποχή για το Κέντρο, που άλλαζε συνέχεια διοικήσεις, ωστόσο πλέον δεν είναι τόσο απόμακρο όπως ήταν, γιατί έχει περάσει και εποχές που το έψαχνες και δεν το έβρισκες.

– Ξεχωρίζετε κάποιο ντοκιμαντέρ από αυτά που έχετε δει, λαμβάνοντας υπόψη και τα φετινά δεδομένα;

– Είναι όντως μια δύσκολη ερώτηση που ίσως χρόνο με τον χρόνο αλλάξει. Μια ταινία που εντυπωσιάστηκα όταν την είδα για τον τρόπο που έγινε και το τι κατάφεραν οι δημιουργοί να κάνουν είναι από την Αμερική του 2020 που λέγεται “Bloody Nose, Empty Pockets”. Σίγουρα από τις πρόσφατες ταινίες του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης ήταν αυτή που ξεχώρισα για την αμηχανία που προκάλεσε στο κοινό. Μετά θα πρόσθετα δύο αγαπημένες μου: η μία είναι το Grey Gardens του 1975 των αδερφών Μέισλες, θεωρώ ότι είναι ένα τρομερό επίτευγμα των ελληνικών ντοκιμαντέρ, ενώ αγαπάω πολύ και τις ταινίες της Εύας Στεφανή.

“Ζούμε σε μια εποχή που μπορούμε να παράξουμε πολύ πιο εύκολα υλικό”

Φωτ: Σοφία Βαφειάδου / dreamonline.gr

– Τι θα θέλατε να πείτε σε όσους διαβάσουν τη συνεντευξή μας;

– Σκέφτομαι πάντα σε μια εποχή που τα μέσα είναι εύκολα προσβάσιμα, είναι επίσης πολύ πιο φθηνά, άρα ζούμε σε μια εποχή που μπορούμε να παράξουμε πολύ πιο εύκολα υλικό. Δεν θα δώσω συμβουλή αλλά ευχή. Αυτή η ευκολία να μην μας παρασύρει στο πόσο εύκολα παράγουμε κάτι, αλλά να δίνουμε χρόνο και να καταλαβαίνουμε καλά τι κάνουμε και τι θέλουμε να πούμε και γιατί το λέμε, ειδικά στον χώρο του ντοκιμαντέρ.

Συνέντευξη: Σοφία Βαφειάδου & Βαγγέλης Λαζαρίδης

Μοιράσου το:

Σοφία Βαφειάδου

Σοφία Βαφειάδου

Απόφοιτη Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ, διανύοντας περιόδο rebranding με προσανατολισμό στο ντοκιμαντέρ (fingers crossed) και τα οπτικοακουστικά μέσα. Από 3 χρόνων μέσα σε μία πισίνα (αργή κολυμβήτρια μην ψάξετε αποδόσεις) και παντα με μια φωτογραφική στα χέρια μου. Προσπαθώντας να βρω τα όμορφα κάδρα γύρω μου και να καταγράψω πτυχές και ιστορίες που αξίζει να αναδειχθούν.

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα