*περιέχει spoilers*
Μετά το θρυλικό αριστούργημα “Poor Things”, ο Γιώργος Λάνθιμος επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη πλέον αποφασισμένος να εδραιώσει το όνομα του, την τεχνοτροπία του, το πρώιμο “λανθιμικό” κινηματογραφικό στυλ και να εξασφαλίσει την υστεροφημία του. Στα μάτια μου όμως, ίσως καταλήγει να φαίνεται πια επιτηδευμένος, εμπορικός και αρκετές φορές κατά την διάρκεια της ταινίας αναμενόμενος.
Ωστόσο αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει. Με αυτή και μόνο τη φράση αντιλαμβάνεται κανείς το δίλημμα στο οποίο βρίσκομαι αναφορικά με το “Kinds of Kindness“…
Οι Ιστορίες Καλοσύνης (ο ελληνικός τίτλος) λοιπόν είναι μια ανθολογία η οποία έχει τον χαρακτήρα σειράς παραβολών, αν θεωρήσουμε βέβαια ότι έχει σκοπό να προσφέρει κάποιο δίδαγμα στον θεατή. Τρεις -μαγικός αριθμός- ιστορίες που δεν έχουν καμία σχέση με την καλοσύνη αλλά με την εκμετάλλευση. Τρεις αυτόνομες ιστορίες που συνδέονται με το τρίπτυχο σεξ, χρήματα, εξουσία το οποίο διαιωνίζεται κατά την διάρκεια της ταινίας. Η διαφορά όμως με το ρετροφουτουριστικό “Poor Things”, το οποίο πραγματευόταν αντίστοιχες «παθογένειες» της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, είναι ότι αυτή η ταινία εξελίσσεται στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Και διόλου απίθανο δεν είναι ότι αυτό αποτελεί τον κύριο λόγο, για τον οποίο έχει λάβει σχόλια και κριτικές όσον αφορά την παράνοια (καμία), την αβολοσύνη (επίσης καμία), την οποία δεν συνοδεύει η εκκεντρική φαντασία όπως στην προηγούμενη επιτυχία του. Αντιθέτως, επιτρέπει την ανεμπόδιστη και άμεση ταύτιση του θεατή με τις καταστάσεις που περιγράφονται χωρίς καμία επικάλυψη με περίεργα κουστούμια, εφέ και ανάμιξη ιστορικών περιόδων, που θα δικαιολογούσαν την «τρελή» συμπεριφορά των ηρώων- το “Kinds of Kindness” απευθύνεται απευθείας στον μέσο άνθρωπο και περισσότερο στον μέσο Αμερικανό.
Η ταινία εξελίσσεται στις Η.Π.Α., ακολουθεί την αμερικανική κουλτούρα όπως ζυμώθηκε από την εποχή του αμερικανικού ονείρου μέχρι το σημερινό του ξεθώριασμα και την σταδιακή παγκόσμια εξάπλωση του, τον αμερικανικό καπιταλιστικό τρόπο σκέψης, την ανάγκη του ατόμου να αναρριχηθεί στην κοινωνική πυραμίδα για να νιώσει σημαντικός στο αχανές τοπίο των πολιτειών και να αποκτήσει νόημα στη ανιαρή ζωή του. Τέλος, πραγματεύεται την στροφή του σε αιρετικές μορφές πίστης, που τον οδηγούν όλο και πιο βαθιά στην τρέλα.
Τίποτα που να αφορά την ευρωπαϊκή, μεσογειακή αντίληψη και σκέψη. Τίποτα το πρωτότυπο που να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο παρθενογένεση αλλά στηριγμένο στην ιδεολογική βάση της σύγχρονης Αμερικής και τέλος σε καμία περίπτωση τέχνη per se, δηλαδή «καθαρή» γνώση, αυτοτελής, αυτάρκης και αποκομμένη από εξωτερικές επιρροές και χρησιμότητες (πράγμα σχεδόν αδύνατο γι’ αυτή την μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης).
Παρ’ όλη την εμπορικότητα του εγχειρήματος, την ανάγκη του Λάνθιμου να προσελκύσει το κοινό με τον χαρακτηριστικό σουρεαλιστικό τρόπο διήγησης, την εξωφρενικότητα, την ανατριχίλα και τη ψύχωση για παραλογισμό και υποτονικότητα, η τρεις ιστορίες προσφέρουν ένα θέαμα που θα τρομάξει τον «κοινό θνητό» θεατή. Αβίαστα θα διακρίνει την ομοιότητα με την δική του ζωή χωρίς να χρειαστεί να αποκωδικοποιήσει αινίγματα, να ερμηνεύσει συμβολισμούς και νοήματα. Όλα είναι ξεκάθαρα, ολοφάνερα. Ακόμα και η επανάληψη των προσώπων των ηθοποιών στις τρεις «παραβολές», προοικονομεί τον προσανατολισμό και των άλλων ιστοριών.
Οι κύριες προβληματικές που καθόλου άτσαλα δεν εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ταινίας, ακολουθούν την ανθρώπινη εγκεφαλική λειτουργία, τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου και την κοινωνική πρακτική: η κακόβουλη εξάρτηση, ο έλεγχος από αυτούς που έχουν την εξουσία, η αλλοτρίωση και οι θυσίες που πράττει ο άνθρωπος για να καλύψει τις επίπλαστες και πλασματικές ανάγκες του όπως ορίζονται από τις επιταγές της κοινωνίας, η υποτακτικότητα και ο κομφορμισμός, η σαδομαζοχιστική συμπεριφορά, η άβουλη προσωπικότητα και χειραφέτηση.
Στην αντίπερα όχθη συνυπάρχουν η απαίτηση για εξαγνισμό και λύτρωση, η αναζήτηση του εκλεκτού- μεσσία που θα φέρει την αποκάλυψη (Dune vibes), η δυσκολία απελευθέρωσης από το σύστημα που φαντάζει απροσπέλαστη, οι κενές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, η καχυποψία, η γυναίκα ως αντικείμενο εκμετάλλευσης και παροχής ευχαρίστησης, η εμμονικότητα και η ανάγκη αναζήτησης σκοπού.
Τρία εφιαλτικά παραμύθια που παρουσιάζουν τον άνθρωπο και κυρίως την άσχημη πλευρά του, την απαισιόδοξη, που δεν έχει μέλλον και δεν δίνει βάση στις αξίες, τα δημιουργήματα του, την προέλευση του. Πρόκειται για μια ταινία που πέρα από προβληματισμούς, θα προκαλέσει στον θεατή θλίψη για τη πορεία του ανθρώπου με κίνδυνο μάλιστα να χάσει το κουράγιο του και να πιστέψει στην αυτοκαταστροφικότητα του ανθρώπινου πολιτισμού καθώς και ο ίδιος την παρατηρεί και είναι μέρος αυτής της σήψης που μπορεί να καταλήξει σε θανατηφόρα συμπεριφορά.
Ίσως σκοπός των δυο σεναριογράφων και συνεργατών, του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμη Φιλίππου, είναι να μας ενημερώσουν με σκοπό την έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων. Και με αφορμή αυτόν τον στόχο αφηγούνται τρεις ιστορίες, διαφορετικές όσον αφορά το ιστορικό και την πλοκή αλλά παράλληλα ίδιες, επαναλαμβανόμενες, γραφικές που όμως καταφέρνουν να ενοχλήσουν αλλά και να διασκεδάσουν ή μάλλον να ψυχαγωγήσουν τον θεατή δεσμεύοντας την προσοχή του για 164 λεπτά.
Το “Kinds of Kindness” συνολικά αποτελεί μια υπενθύμιση για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δηλαδή την σκληρότητα του κόσμου η οποία αποδίδεται από τους ηθοποιούς με μια υποβόσκουσα αγωνία, τραγελαφικότητα, τραγική ειρωνεία (στο τέλος με τον θάνατο της Μάργκαρετ Κουόλι) μετατρέποντας το ύφος της ταινίας σε κωμωδία ή ιλαροτραγωδία όπως έχει χαρακτηριστεί από πολλούς.
Ως προς το επιμύθιο υπάρχει μια στασιμότητα όσον αφορά τον χαρακτήρα των ηρώων που παραμένουν επίπεδοι, χωρίς να επιδεικνύουν κάποια αλλαγή. Υπάρχει άραγε κάποιο ελπιδοφόρο μήνυμα ή ο Λάνθιμος δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη να κάνει τον θεατή να πιστέψει στην υπεροχή του ανθρώπινου πνεύματος και ότι τελικά τον τελευταίο λόγο τον έχει ο ίδιος άνθρωπος;
*Γράφει ο Στέφανος Παπανικολάου*