«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» είναι ο μακροσκελής και περίεργος τίτλος του πολιτικού έργου που γράφτηκε από τον Ρουμάνο συγγραφέα Ματέι Βίζνιεκ κι εκδόθηκε το 2003. Αφορμή για τη συγγραφή αυτού του έργου στάθηκε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και οι οδυνηρές επιπτώσεις που είχε στους ανθρώπους αυτή η πολυετής κατάσταση πολιτικών αναταραχών και πολεμικών συγκρούσεων.
Κεντρικός πυρήνας του έργου είναι το ερώτημα του τί θεωρούμε πρόοδο στις αρχές του 21ου αιώνα. Τι σημαίνει για τον σύγχρονο άνθρωπο η λέξη «πρόοδος», στο όνομα της οποίας τον 20ο αιώνα —αλλά και τώρα— διαπράχθηκαν πόλεμοι, ξεριζωμοί, γενοκτονίες, εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής; Όλα αυτά μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα έντονων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αναταραχών. Πώς μπορεί να είναι η ζωή μετά από έναν πόλεμο;
Η ομάδα «The Young Quill» με τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Αικατερίνης Παπαγεωργίου επιλέγει να ανεβάσει αυτό το έργο στο Θέατρο Μπέλλος στην Αθήνα και να φιλοξενηθεί στο Artbox Fargani Theater στη Θεσσαλονίκη. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να μοιραστεί με το θεατρικό κοινό αυτούς τους προβληματισμούς και να αναρωτηθεί μαζί του αν και κατά πόσο όλα αυτά που συνέβησαν τότε και που συμβαίνουν ακόμα και σήμερα γίνονται για χάρη της εξέλιξης και της προόδου.
Υπόθεση του έργου
Κεντρικοί ήρωες του έργου είναι μια οικογένεια απλών καθημερινών ανθρώπων, θυμάτων πολέμου, που ξενιτεύτηκε κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων και επαναπατρίστηκε μετά το πέρας αυτών. Η μητέρα, Γιαζμίνσκα (Μαίρη Χήναρη), και ο πατέρας, Βίγκαν (Δημήτρης Πετρόπουλος), επιστρέφουν στο χωριό τους και στο μισοκατεστραμμένο σπίτι τους. Πέρα από τα πολλά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που έχουν να διαχειριστούν, κύριο μέλημά τους είναι να βρουν πού είναι θαμμένος ο γιος τους, Βίμπκο (Τάσος Λέκκας), ο οποίος σκοτώθηκε στον πόλεμο.
Η τοπική κοινωνία και συγκεκριμένα ο καινούργιος τους γείτονας (Αλέξανδρος Βάρθης), αλλά και η γριά γειτόνισσα, Μίρκα (Ελίζα Σκολίδη) εκμεταλλευόμενοι τον πόνο και την απώλεια του γιού τους, πατάνε επί πτωμάτων και προσπαθούν να βγάλουν προσωπικό κέρδος από το ζευγάρι, καταπατώντας ήθη και αξίες για χάρη του κέρδους. Μόνη οικονομική σανίδα σωτηρίας του ζευγαριού είναι η κόρη τους, Ίντα, η οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου έπεσε θύμα σωματεμπορίας και βρίσκεται κάπου στην Ιταλία ως εκδιδόμενη, απ’ όπου τους στέλνει εμβάσματα.
Μέσα από αυτήν την αναζήτηση του νεκρού γιου, μας παρουσιάζεται όλη η φρίκη που αφήνει πίσω του ο πόλεμος και που μας κάνει να αναρωτηθούμε για το μέλλον και τις συνθήκες που έπονται αυτού.
Ο τόπος του έργου δεν κατονομάζεται, αλλά υπονοείται πως βρίσκεται κάπου στα Βαλκάνια. Γνωρίζουμε ότι αναφέρεται στην έξοδο μιας σοσιαλιστικής χώρας από το κομμουνιστικό καθεστώς, η οποία μετατρέπεται σταδιακά σε μια καπιταλιστική χώρα του σύγχρονου δυτικού κόσμου, όπου κυριαρχεί το κέρδος και στην οποία όλα έχουν μία τιμή, όλα πωλούνται κι αγοράζονται. Αυτή η αποσιώπηση του τόπου προσφέρει μια οικουμενικότητα στο έργο. Δεν προσπαθεί να εστιάσει σε κάτι συγκεκριμένο, αλλά προσπαθεί να θίξει τα δεινά που βιώνει ο άνθρωπος σε μεταπολεμικές περιόδους ανά τους αιώνες.
Πρωταγωνιστές
Και οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης ερμηνεύουν περισσότερους από έναν ρόλους. Η Μαίρη Χήναρη (η οποία αντικατέστησε τη Μάνια Παπαδημητρίου) ερμηνεύει τη μητέρα, αλλά και μια πατρόνα της Ίντα στην Ιταλία. Στη μία αποτυπώνει σε χαμηλούς τόνους το αίσθημα του παραπόνου, της απώλειας, της απελπισίας που προσπαθεί να βρει παρηγοριά. Ενώ από την άλλη ως τσατσά γίνεται μια αδίστακτη γυναίκα που κύριο μέλημά της είναι να βγάλει κέρδος, πουλώντας το κορμί άλλων γυναικών, αλλά και το δικό της.
Ο Δημήτρης Πετρόπουλος ενσαρκώνει τον πατέρα, αλλά κι έναν προαγωγό/νταβατζή. Ως πατέρας υιοθετεί μια εσωτερική ερμηνεία με μεγάλη τρυφερότητα και με πολλή σιγή, η οποία είναι καθόλα εκκωφαντική. Όλο του το σώμα, η κινησιολογία και το βλέμμα είναι εναρμονισμένα με την όψη ενός καταρρακωμένου ανθρώπου. Ως νταβατζής από την άλλη, εμφανίζεται σκληρός και ωμός, ένας άνθρωπος που με τα λεφτά του μπορεί να επιβάλλεται στους γύρω του.
Στη συνέχεια, συναντούμε τον Τάσο Λέκκα τόσο στον ρόλο του νεκρού γιου, όσο και στον εκ διαμέτρου αντίθετο ρόλο μιας τραβεστί πόρνης. Ως νεκρός γιος έχει μια ιδιότυπη επικοινωνία με τον πατέρα του, η οποία ενώνει τον κόσμο των ζωντανών με τον κόσμο των νεκρών. Φέρει κατά κάποιον τρόπο το στοιχείο της συμφιλίωσης και της ειρήνης. Έχει μια αέρινη και αεικίνητη θωριά που γεμίζει τον χώρο με μια αισιοδοξία, πάρα το τραγικό της ιστορίας του. Ως τραβεστί πόρνη παρουσιάζεται ρεαλιστής, αποδεχόμενος τη δύσκολη κατάσταση που βιώνει, με νότες ωστόσο σκληρής συνειδητοποίησης για την κατάσταση που επικρατεί στον σύγχρονο δυτικό καπιταλιστικό κόσμο του κέρδους, της εκμετάλλευσης και της ατομικότητας.
Ακόμα η Ελίζα Σκολίδη ερμηνεύει την Ίντα, ένα πληγωμένο και αποξενωμένο άτομο, έρμαιο στα χέρια αιμοσταγών ανθρώπων. Δεν μιλά πολύ, μονάχα τραγουδά ένα μοιρολόι στη γλώσσα της ως μέσο αντίστασης σε αυτά που βιώνει και χορεύει με μια απίστευτα αέρινη κίνηση σε έναν κινούμενο στύλο.
Ωστόσο, τη συναντούμε και σε έναν τελείως αντίθετο ρόλο, αυτό της Μίρκα, της γριάς γειτόνισσας, η οποία μοιάζει λες και πρόκειται για την κακιά μάγισσα, βγαλμένη από κάποιο παιδικό παραμύθι. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να τονίσουμε πως η αλλαγή από τον έναν ρόλο στον άλλο γίνεται πολλές φορές σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, προβάλλοντας έτσι την υποκριτική της ικανότητα και ετοιμότητα.
Τέλος, έχουμε τον Αλέξανδρο Βάρθη, ο οποίος έχει τις περισσότερες εναλλαγές ρόλων (Στάνκο, συνοριοφύλακας, αδίστακτος μαυραγορίτης γείτονας, πελάτης σε οίκο ανοχής, άνθρωπος του υποκόσμου), τους οποίους αποτυπώνει με ιδιαίτερη προσοχή, έντονη εκφραστικότητα και άρτια εκφορά λόγου ενσταλάζοντας διαφορετική υποκριτική ποιότητα σε καθέναν από αυτούς.
Σχολιασμός παράστασης
Η θεατρική αυτή παράσταση με τον δυσκολοερμήνευτο τίτλο «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» είναι ένα πολιτικό έργο στο οποίο συνυπάρχουν πολλές αντιθέσεις. Βλέπουμε το φανταστικό να συναντά το πραγματικό μέσα από τις συνομιλίες του νεκρού Βίμπκο με τον ζωντανό πατέρα του. Μάλιστα, χάρη αυτής της ιδιόμορφης επικοινωνίας του Βίμπκο με τον πατέρα του, κάποιοι νεκροί πολέμου μέσα από ένα πουκάμισο αδειανό μας αφηγούνται τις ιστορίες τους, χτίζοντας έτσι μια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των νεκρών και των ζωντανών.
Επίσης, άλλη μια σημαντική αντίθεση που διακατέχει το έργο είναι αυτή όπου το δραματικό στοιχείο συνδιαλέγεται με το κωμικό. Το έργο πραγματεύεται ένα άκρως τραγικό και δραματικό θέμα, τον πόλεμο και τις επιπτώσεις αυτού στην κοινωνία και τον άνθρωπο. Ωστόσο, μέσα από τους δευτερεύοντες ρόλους, όπως του μαυραγορίτη γείτονα και της γριάς Μίρκα για παράδειγμα, αναδύεται ένα έντονα γκροτέσκο στοιχείο που χαρίζει στο κοινό κωμικές στιγμές και ένα είδος αποφόρτισης. Και στους δύο αυτούς ρόλους είναι εμφανές τόσο το τραγικό όσο και το κωμικό στοιχείο.
Το σκηνικό είναι απλό, αλλά καθόλα λειτουργικό: ένα ρημαγμένο τοπίο. Ένα κατεστραμμένο τραπέζι και ένα σύνορο, μια γραμμή από χώμα και διάφορα αντικείμενα που χωρίζει στα δύο τη σκηνή. Αυτή η γραμμή θα ισχυριζόμασταν πως συμβολίζει τα νέα σύνορα του κράτους, το σύνορο μεταξύ πραγματικού και φανταστικού κόσμου, καθώς και το εσωτερικό και το εξωτερικό του σπιτιού. Παράλληλα, οι φωτισμοί παίζουν καθοριστικό ρόλο, μιας και η ιστορία εναλλάσσεται μεταξύ του μεταπολεμικού τόπου και του τόπου όπου εργάζεται η Ίντα στην Ιταλία.
Ακόμα σημαντική μνεία αξίζει να κάνουμε στην ιδιαίτερη ενδυμασία που έχουν οι τέσσερις φιγούρες, όταν επιστρέφουν στον τόπο τους, όπου και τους υποδέχονται με σκληρότητα επιβάλλοντάς τους τη νέα συνθήκη ζωής. Οι φιγούρες αυτές φορούν μάσκες διπλής όψης, οι οποίες είναι καλυμμένες με λευκά κεντητά σεμεδάκια, κάτι που θα λέγαμε πως συμβολίζει μια σύνδεση με το παλιό και με τις παραδόσεις. Ακόμα φορούν μαύρα παλτά, στα οποία δυσκολεύεσαι να διακρίνεις το μπρος με το πίσω, αλλά και μαύρα παπούτσια που έχουν δύο μπροστινές όψεις. Αυτή η σύγχυση του μπροστά με το πίσω είναι θα λέγαμε μια τοποθέτηση στο κατά πόσο υπάρχει εξέλιξη ή τελικά ακόμα και οπισθοδρόμηση μετά από έναν πόλεμο, καθώς και μια προβολή της αδιέξοδης, πολλές φορές, αναζήτησης και περιπλάνησης ενός πρόσφυγα.
«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» είναι ένα επίκαιρο και σύγχρονο πολιτικό έργο που αναδεικνύει προβληματικές γύρω από τον πόλεμο και τη ζωή στον απόηχό του. Στηλιτεύει τον καπιταλισμό και ό,τι φέρει μαζί του, μιας και όπως είναι γνωστό «ο καπιταλισμός στο όνομα της προόδου και της εξέλιξης έχει διαπράξει και συνεχίζει να διαπράττει τα μεγαλύτερα εγκλήματα».
Είναι ένα έργο που ορίζει ως πεδίο δράσης του τα Βαλκάνια, μια περιοχή που ανά τους αιώνες έχει αποτελέσει πεδίο μάχης πολλών πολεμικών συρράξεων και που στα χώματά της φιλοξενούνται γενιές νεκρών ανθρώπων πολλών και διαφορετικών εθνικοτήτων και ιδεολογιών. Με αυτή, λοιπόν, την έντονη βαλκανική χροιά —την οποία έχουμε έντονα κι εμείς, αλλά προσπαθούμε να την αποβάλλουμε στις μέρες μας στον βωμό της παγκοσμιοποίησης και του δυτικού μοντερνισμού— ο Ματέι Βίζνιεκ μιλά για ένα οικουμενικό πρόβλημα, που ταλανίζει τους ανθρώπους κάθε εποχής και για το οποίο οφείλουμε να προβληματιζόμαστε και να ευαισθητοποιούμαστε καθημερινά, ειδικά τώρα με όλα αυτά που συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή.
Ταυτότητα παράστασης
Κείμενο: Ματέι Βίζνιεκ
Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη
Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου
Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου
Κουστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα
Πρωτότυπη μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου
Χορογραφίες: Χρυσηίς Λιατζιβίρη
Χορογραφία Pole Dancing: Μέλλω Διανελλάκη
Σχεδιασμός Φωτισμού: Κωστής Μουσικός
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Μαρτίνη
Βοηθός Ενδυματολόγου: Ίρις Μυρσίνη Σιδέρη
Ραφή Κοστουμιών: Francesco Infante
Ειδικές Κατασκευές Ενδυματολογικού – Κατασκευές Μασκών: Κωνσταντίνος Χαλδαίος
Ειδική Κατασκευή Παπουτσιών: D. Andrioti Shoes
Περούκες: Θωμάς Γαλαζούλας
Παίζουν (αλφαβητικά): Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Δημήτρης Πετρόπουλος, Ελίζα Σκολίδη, Μαίρη Χήναρη
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Γραφιστική επεξεργασία: IndigoCreative
Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble
Διεύθυνση παραγωγής: Φάνης Μιλλεούνης
Πληροφορίες παραστάσεων:
Πού: Θέατρο Μπέλλος, Αθήνα
Πότε: Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00
Διάρκεια: 105′
Εισιτήρια: 10€ (early bird), 12€ (μειωμένο: ΑΜΕΑ, φοιτητικό, ανέργων, άνω των 65), 15€ (κανονικό)
Η θεατρική παράσταση συνεχίζει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Μπέλλος στην Αθήνα για όλο τον Οκτώβρη, ενώ φιλοξενήθηκε στη Θεσσαλονίκη στο Artbox Fargani Theater για τρεις παραστάσεις στις 25 – 26 – 27 Σεπτεμβρίου 2024.