Η ταινία «I, Daniel Blake» σε σκηνοθεσία του Κεν Λόουτς και σενάριο, του επί χρόνια συνεργάτη του, Πολ Λάβερτι[1] έχει ως θεματική τον αγώνα που δίνει ένας απλός πολίτης με την άκαμπτη κι εξαντλητική γραφειοκρατία, ώστε να αποκτήσει αυτά που δικαιούται και να έχει μια αξιοπρεπή ζωή. Είναι μια ταινία βρετανικής παραγωγής του 2016, η οποία είναι διαθέσιμη δωρεάν στην πλατφόρμα του ERTflix. Η ταινία, όταν πρωτοεμφανίστηκε, έλαβε αμφιλεγόμενα σχόλια από τους κριτικούς και το κοινό, κερδίζοντας ωστόσο τον Χρυσό Φοίνικα στο 69ο Φεστιβάλ των Καννών. Αναμφισβήτητα, όμως, είναι ένα έργο που αξίζει να σταθούμε.
Υπόθεση του έργου
Βρισκόμαστε στον βιομηχανικό βορρά της Αγγλίας και συγκεκριμένα στο Νιούκαστλ. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Ντάνιελ Μπλέικ (Dave Johns)· ένας 59χρονος χήρος ξυλουργός που μένει εκτός εργασιακού στίβου λόγω ενός σοβαρού καρδιακού επεισοδίου. Οι γιατροί τον κρίνουν ακατάλληλο να εργαστεί, μέχρι να επανέλθει πλήρως η λειτουργία της καρδιάς του. Ωστόσο, ύστερα από μια αξιολόγηση εργασιακής ικανότητας που περνά, η υπηρεσία πρόνοιας δεν του εγκρίνει τη χορήγηση επιδόματος ασθενείας. Από εκεί ξεκινάει κι ο Γολγοθάς αυτού του ανθρώπου να βρει το δίκιο του μέσα στο σαθρό, δυσπρόσιτο και αποτρεπτικό γραφειοκρατικό σύστημα.
Παρά την απορριπτική απόφαση για το επίδομα ασθενείας, ο Ντάνιελ πρέπει κάπως να ζήσει, γεγονός που καθίσταται αδύνατο να συμβεί χωρίς το επίδομα και χωρίς δουλειά. Προσπαθεί, λοιπόν, να κάνει ένσταση στην απορριπτική απόφαση, αλλά του εμφανίζονται διάφορα εμπόδια. Ένα εξ αυτών είναι ότι η ένσταση μπορεί να γίνει μόνο ηλεκτρονικά. Ο Ντάνιελ, όμως, είναι ένας άνθρωπος που δεν έμαθε ποτέ να χρησιμοποιεί τον υπολογιστή και ούτε χρειάστηκε να το μάθει και ποτέ. Επομένως, βρίσκεται αναγκασμένος από το κράτος στα 59 του χρόνια να εξοικειωθεί με το ψηφιακό σύστημα, ώστε να καταφέρει να επιβιώσει.
Παρά τις πολλές προσπάθειές του, το αποτέλεσμα εξακολουθεί να είναι αρνητικό για τον Ντάνιελ. Έτσι, του προτείνουν να κάνει αίτηση για το επίδομα εύρεσης εργασίας. Ωστόσο, για να πάρει αυτό το επίδομα πρέπει να παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργίας βιογραφικού και να αποδεικνύει στην υπηρεσία πως ψάχνει ενεργά εργασία 35 ώρες την εβδομάδα. Γεγονός παράδοξο, μιας και να βρει εργασία, δεν μπορεί με απόφαση γιατρού να εργαστεί.
Όπως μπορούμε όλοι να συμπεράνουμε, το γραφειοκρατικό σύστημα τον αναγκάζει να μπει σε ένα σωρό άσκοπες διαδικασίες που πέρα από χρονοβόρες, είναι κι έντονα ψυχοφθόρες για τη σωματική και την ψυχική του υγεία.
Παράλληλα με την ιστορία του Ντάνιελ, ερχόμαστε σε επαφή και με την ιστορία της Κέιτι (Hayley Squires). Η Κέιτι είναι μια άνεργη ανύπαντρη μητέρα δύο παιδιών που μόλις μετακόμισε από το Λονδίνο σε ένα σπίτι που της παραχώρησε το κράτος στο Νιούκαστλ. (Θα μπορούσε, ίσως, αυτό να ερμηνευθεί και ως μια πράξη εξοβελισμού της χαμηλότερης κοινωνικής τάξης από την περιοχή του κοσμικού Λονδίνου). Η Κέιτι γνωρίζει τον Ντάνιελ στη δημόσια υπηρεσία, όταν χάνει για λίγα μόλις λεπτά το ραντεβού της για την έγκριση του επιδόματος ανεργίας. Από εκεί κι έπειτα οι ζωές αυτών των ανθρώπων συνδέονται και αποτελούν στην πορεία σημαντικό στήριγμα ο ένας για τον άλλον.
Μέσα από την ιστορία της Κέιτι γνωρίζουμε τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι μονογονεϊκές οικογένειες χωρίς κανένα εισόδημα. Άνθρωποι που αντιμετωπίζουν ακραία ανέχεια και δεν έχουν να συντηρήσουν μόνο τον εαυτό τους, αλλά κυρίως έχουν να μεγαλώσουν και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Άνθρωποι που η ανάγκη της επιβίωσης πολλές φορές κάνει στην άκρη την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους.
Ανάλυση της ταινίας
Ο Κεν Λόουτς —ο εκπρόσωπος του βρετανικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπως τον αποκαλούν— δημιουργεί το «I, Daniel Blake»· μια πολιτική ταινία ως κοινωνικοπολιτικό αντίβαρο απέναντι στο αδίστακτο καπιταλιστικό σύστημα του σήμερα. Αφορμή αυτής της ταινίας μαθαίνουμε πως στάθηκαν η άνοδος των συντηρητικών στην εξουσία και οι μεταρρυθμίσεις στο αγγλικό σύστημα πρόνοιας, οδηγώντας μεγάλο μέρος των ευπαθών κοινωνικών ομάδων στην εξαθλίωση και στην αύξηση των ποσοστών αστεγίας. Αυτό το έργο, θα λέγαμε, πως αποτελεί μια γενικότερη απόρροια της λιτότητας που επιβλήθηκε σε όλες της ευρωπαϊκές χώρες κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων.
Στο «I, Daniel Blake» μπορούμε να διακρίνουμε μερικά δίπολα που παρατηρούνται στη σύγχρονη κοινωνία μας. Αρχικά, το δίπολο ψηφιακό και αναλογικό σύστημα. Στις μέρες μας, συνυπάρχουν άνθρωποι που δεν έζησαν με τα ψηφιακά μέσα, ούτε χρειάστηκε να εξοικειωθούν με αυτά, με ανθρώπους που δεν μπορούν να διανοηθούν τη ζωή τους χωρίς τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό. Ωστόσο, η πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει, ώστε να συγκεραστούν αυτοί οι δύο τρόποι ζωής. Φυσικά, χωρίς να εμμένει σε απαρχαιωμένες μεθόδους, αλλά και χωρίς να αποκλείει μια μερίδα ανθρώπων από τις βασικές τους ανάγκες.
Ένα άλλο δίπολο που συναντούμε στο έργο είναι η μαύρη εργασία ή η μαύρη αγορά έναντι στη νόμιμη εργασία. Μέσα στην ταινία γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι ο κόσμος εξωθείται στη μαύρη εργασία και την παρανομία, επειδή οι μισθοί που δίνονται για αυτά τα ωράρια σε μια νόμιμη εργασία είναι εξευτελιστικοί και δεν σου παρέχουν ούτε καν τα προς το ζην.
Τέλος, ένα ακόμα δίπολο αποτελεί αυτό της απρόσωπης και αυτοματοποιημένης γραφειοκρατίας απέναντι στην τιμιότητα, την υπερηφάνεια και την ευγένεια των απλών ανθρώπων. Τονίζεται πως όταν το κράτος δεν είναι εκεί για τους πολίτες του, η βασική και συνήθης λύση είναι η αλληλεγγύη, η ενσυναίσθηση και η στήριξη των συμπολιτών μεταξύ τους.
Στην ταινία αποτυπώνεται λιτά, τρυφερά χωρίς συναισθηματισμούς κι εξάρσεις και με κάποιες πινελιές χιούμορ η κοινωνική πραγματικότητα. Απεικονίζονται —σχεδόν με χαρακτηριστικά ντοκιμαντέρ— οι δυσκολίες και τα εμπόδια που αντιμετωπίζει καθημερινά ένας απλός πολίτης, όταν καλείται να συναναστραφεί με τις δημόσιες υπηρεσίες.
Να υπογραμμίσουμε εδώ πως οι ήρωες της ταινίας δεν είναι ξένοι, δεν είναι πρόσφυγες, ούτε μετανάστες. Δεν προέρχονται από κοινωνικές ομάδες που ιστορικά βασανίζονται μέσα σε τέτοιες συνθήκες και που συχνά συναντούμε σε έργα, τα οποία πραγματεύονται αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, κοινωνικό αποκλεισμό και ρατσισμό. Αντίθετα, είναι Άγγλοι πολίτες ενός «εξελιγμένου» δυτικού κόσμου που βιώνουν τη φτώχεια, την περιθωριοποίηση και τον εξευτελισμό από το ίδιο τους το κράτος.
Καταληκτικά, το «I, Daniel Blake» στηλιτεύει τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος στοχεύει στην αποθάρρυνση και την εξάντληση των πολιτών. Η σκόπιμη αυτή αναποτελεσματικότητά του φαίνεται να χρησιμοποιείται ως πολιτικό όπλο που ασκεί πίεση στον λαό. Είναι, λοιπόν, μια ταινία ωδή για όλους τους ανώνυμους ανθρώπους της εργατικής τάξης σε κάθε σύγχρονη καπιταλιστική χώρα, που παλεύουν καθημερινά για μια καλύτερη και πιο αξιοπρεπή ζωή. Είναι ένα έργο του σήμερα που εγείρει προβληματισμούς για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής και ισότιμης κοινωνίας, ενός κράτους πρόνοιας, ενός κράτους δικαίου, στο οποίο υπάρχουμε και ζούμε.