Είναι ευκόλως αντιληπτό ότι ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε με τα παιδιά (οκ, προφανώς και γενικότερα!) αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα στη διαμόρφωση της σχέσης μας με αυτά. Το πώς θα αποφασίσουμε να διαδράσουμε μαζί τους επιφέρει αντιδράσεις διαφορετικές σε κάθε παιδί και σταδιακά διαμορφώνει ακόμα και τη συμπεριφορά του. Κανένα παιδί δεν είναι τυχαία αντιδραστικό, κανένα παιδί δεν είναι τυχαία ενοχικό, κανένα παιδί δεν είναι τυχαία υπάκουο κλπ… Όλες αυτές οι συμπεριφορές προφανώς και είναι αποτέλεσμα αρκετών συνιστωσών, ωστόσο σήμερα θα σταθούμε για λόγους συντομίας, αλλά και λόγω του τίτλου του θέματος που επιλέξαμε, στο πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε υγιή επικοινωνία με τα παιδιά.
Πώς, όμως, μπορούμε να θέσουμε τα σωστά θεμέλια για την επικοινωνία αυτή και να δημιουργήσουμε μια σχέση που θα αντέξει στο χρόνο και θα συνοδεύεται κι από την παρουσία εκατέρωθεν αγνών συναισθημάτων; Όλη η σχετική βιβλιογραφία και τα ερευνητικά δεδομένα καταλήγουν ότι ιδιάζοντα ρόλο παίζει η διάθεση του γονέα να ακούσει το παιδί και να αφουγκραστεί τη συναισθηματική του κατάσταση και μάλιστα με έναν τρόπο που αυτό θα γίνει αντιληπτό από το παιδί.
Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι σαν γονείς, προκειμένου να είμαστε «καλοί», θα πρέπει να «κάνουμε και όλα τα χατίρια». Πώς μπορούμε με άλλα λόγια να είμαστε γονείς με τα παιδιά μας κι όχι γονείς εναντίον των παιδιών μας;
1. Πρώτο σημαντικό σημείο είναι να αφήσουμε το παιδί να μας εξηγήσει τι θέλει/συμβαίνει («σε ακούω», «για πες μου», «είμαι εδώ για σένα») και να περιμένουμε υπομονετικά να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Σε περιπτώσεις που υπάρχει κάποιο έντονο συναίσθημα (θυμός με νεύρα, λύπη με κλάμα κλπ.) θα πρέπει να του δείξουμε ότι είμαστε εκεί για αυτό επικοινωνώντας το συναίσθημα που βλέπουμε να το προβληματίζει («Εσύ κλαις πολύ. Πρέπει να είσαι πολύ λυπημένος/η», «Πρώτη φορά σε βλέπω τόσο θυμωμένο/η» κλπ.).
Γενικά, σε οποιαδήποτε φάση της συζήτησης βλέπουμε ότι κάποιο έντονο συναίσθημα αρχίζει να εμφανίζεται, πρέπει να χρησιμοποιούμε μια ανταπόκριση τέτοιου είδους, ώστε να μάθει το παιδί ότι αποδεχόμαστε όλα τα συναισθήματα. Αποκρίσεις του τύπου «μην κλαις», «μην θυμώνεις» κλπ. περνούν στο παιδί το έμμεσο μήνυμα ότι είναι συναισθήματα μη αποδεκτά και μπαίνει σε διαδικασία να τα καταπιέσει, πράγμα που έχει ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο μετέπειτα.
2. Από τη στιγμή που το παιδί αντιληφθεί ότι ακούγεται η άποψή του πρέπει να μπούμε στη διαδικασία να διερευνήσουμε το πρόβλημά του χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να βρούμε εμείς τη λύση. Αυτή θα πρέπει ιδανικά να βρεθεί από το ίδιο το παιδί, ενώ αν υπάρχει δυσκολία είμαστε εκεί απλά για να δώσουμε κάποιες ιδέες, μόνο αν και εφόσον ζητηθεί. Αυτή η διαδικασία, αν ακολουθείται συστηματικά, δημιουργεί μια σχέση εμπιστοσύνης στην οικογένεια, το παιδί αναγνωρίζει ότι η άποψή του λαμβάνεται υπόψιν, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η αυτονομία του στη λήψη αποφάσεων.
3. Σε περιπτώσεις συνεχιζόμενης διαφωνίας και αδυναμίας εξεύρεσης άμεσης λύσης, όπου κανείς δεν είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στα θέλω του άλλου, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να προσπαθήσουμε να επιβληθούμε χρησιμοποιώντας ως εφόδιο την ηλικία, την εμπειρία, τη δύναμή μας… Ο σεβασμός είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να κερδίζεται κι όχι να απαιτείται, γιατί τότε μπορεί να μετατραπεί στο ακριβώς αντίθετο (ασέβεια) ή σε φόβο.
Ο τρόπος αυτός, πέρα από το ότι γκρεμίζει οποιαδήποτε προσπάθεια κάναμε προηγουμένως, έχει μια σειρά αρνητικών αποτελεσμάτων στο μέλλον, γιατί το παιδί μαθαίνει να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο και να το χρησιμοποιήσει αργότερα. Δεν θέλουμε έναν κόσμο, όπου επικρατεί ο δυνατότερος, αλλά έναν κόσμο όπου όλες οι απόψεις πρώτα ακούγονται, υπάρχει πλήρης ισονομία και στο τέλος υπάρχει μια απόφαση, μετά από συζήτηση.
4. Τέλος, ένα εξίσου σημαντικό κομμάτι αποτελεί και το πώς αισθάνεται ο ίδιος ο γονέας μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία. Αν για οποιονδήποτε λόγο χάνεται η υπομονή και η διάθεση για επικοινωνία, τα νεύρα πολλές φορές κάνουν την εμφάνισή τους σε ανύποπτες στιγμές ή γενικά δημιουργούνται συνεχώς προβλήματα στη σχέση με το παιδί, αυτό είναι κάτι απόλυτα αποδεκτό και έρχεται σαν φυσιολογικό αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων (πολύωρη εργασία – κούραση, άγχος, μνήμες του παιδικού παρελθόντος και άλλα).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις που δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να βρούμε λύσεις σε καθημερινά προβλήματα, υπάρχει πάντα η αναζήτηση βοήθειας από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας με ειδίκευση στις σχέσεις παιδιού-γονέα. Δεν πρέπει να αποτελεί ταμπού η αναζήτηση αυτή, αλλά μια ουσιαστική επιλογή στην επίλυση προβλημάτων.
Κλείνοντας το σύντομο αυτό άρθρο αξίζει να αναφερθεί ότι η σύγχρονη (επι)κοινωνία χρειάζεται να δομηθεί σωστά, ώστε να υπάρχει καλύτερη συνύπαρξη με τους υπόλοιπους συνανθρώπους μας. Η ευγένεια, ο σεβασμός και η ανοιχτότητα δεν είναι έννοιες που δημιουργούνται χωρίς πρώτα από όλα την ύπαρξη υγιούς επικοινωνίας. Για τον λόγο αυτό όσο κι αν ακούμε ότι διανύουμε μια εποχή αποξένωσης των ανθρώπων, χρειάζεται έμπρακτα να προωθήσουμε την αποδοχή διάθεσης για επικοινωνία, η οποία με τη σειρά της καταπολεμά την αποξένωση αυτή. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος από το να εμφυσήσουμε τις αρχές αυτές στα παιδιά.