Αυτή τη βδομάδα φιλοξενούμε στο site μας τον Γιώργο Ζυγούρη. Ο ηθοποιός που ενσάρκωσε τον αγαπημένο μας Οδυσσέα στη σειρά “Σέρρες”του Γιώργου Καπουτζίδη, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη με αφορμή τις παραστάσεις για το “Λεωφορείον ο Πόθος”. Στο θέατρο Αριστοτέλειον, μέσα στον χώρο όπου φιλοξενείται η παράσταση κι ενώ οι υπόλοιποι συντελεστές ετοίμαζαν τα σκηνικά για την τελευταία εμφάνιση του έργου στη πόλη μας, ο Γιώργος Ζυγούρης μας μίλησε για την πορεία του στο θέατρο, τον τρόπο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς, τον δικό του ρόλο, αλλά και την βία στην οποία καταλήγει (και) ο χαρακτήρας του, ο Μιτς.
Η βία άλλωστε αποτελεί κοινό παρονομαστή και με το “Cleansed”, το πολυαναμενόμενο έργο που ήδη μετρά αλλεπάλληλα sold-out στην Αθήνα και έτσι αποτελεί ένα νέο υποκριτικό στοίχημα για τον Γιώργο. Η συζήτησή μας οδηγήθηκε αναπόφευκτα στις “Σέρρες”, τη σειρά που έβαλε το δικό της “λιθαράκι” στην ΛΟΑΤΚΙ+ εκπροσώπηση στην ελληνική τηλεόραση και (γιατί όχι;) εγκαινίασε μια νέα εποχή γι’αυτήν. Τον ευχαριστούμε θερμά γι’ αυτή την πολύ όμορφη συζήτηση!
-Ξεκίνησες να σπουδάζεις θέατρο στο ΔΠΘ της Πάτρας. Πριν από αυτό, όμως, σπούδασες Χημικός Μηχανικός. Πώς γεννήθηκε η ανάγκη να σπουδάσεις θέατρο;
-Από περιέργεια. Αρχικά, ήμουν στη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου Πατρών. Μια φίλη μου ήταν στη σχολή του ΔΠΘ Πάτρας, που άνοιξε εκείνη τη χρονιά. Και μου είπε, μήπως θέλεις να έρθεις; Και πήγα. Έτσι απλά.
Πάντα έλεγα ότι ήθελα μόλις τελειώσω τη σχολή να γυρίσω στην Αθήνα και να μπω σε κάποια δραματική.
-Άρα κατάγεσαι από την Αθήνα;
-Ναι, πήγα στη Πάτρα για να σπουδάσω. Στη δεύτερη χρονιά του Χημικού Μηχανικού άνοιξε αυτή η σχολή θεάτρου. Τότε, βέβαια, ήθελα να φύγω από την Πάτρα, δεν μου άρεσε καθόλου και έκανα 10% για να φύγω. Εν τέλει δεν έφυγα. Ήρθε, ούτως ή άλλως, και το θέατρο μετά, οπότε καλύτερα που δεν έφυγα!
–Και τα έκανες και τα δύο ταυτόχρονα;
-Ναι, ταυτόχρονα. Αλλά τη Χημικών Μηχανικών δεν την τελείωσα. Έχουμε ακόμα εφτά μαθήματα, έδωσα τώρα τον Σεπτέμβριο, δύο!
Για μένα βοηθάει να αλλάζω παραστάσεις. Να ασχολούμαι και με κάτι άλλο. Το κυκλώνεις και από μια άλλη πλευρά το θέμα της υποκριτικής. Έχει μια άλλη οργάνωση και λογική το Πολυτεχνείο, και τα μαθηματικά που έχει κυρίως ως αντικείμενο. Δεν θα ήθελα να κάνω μόνο ένα πράγμα στη ζωή μου, θα ήθελα να ξέρω ότι έχω κι άλλες γνώσεις.
-Πώς ήταν, λοιπόν, η πορεία σου στο θέατρο; Συνάντησες εμπόδια;
-Μετά τη σχολή, επέστρεψα στην Αθήνα. Πήγα σε πολλές ακροάσεις. Στην πρώτη ακρόαση που πήγα ήταν ένας χορός για την παράσταση του Αντώνη Αντύπα, το «Πόθοι κάτω από τις Λεύκες». Ήταν και η τελευταία του παράσταση. Πέθανε πριν δύο χρόνια.
Και μετά πάλι ακροάσεις, πολλές ακροάσεις. Και κάπως η μία δουλειά, ευτυχώς, με πήγαινε στην άλλη. Είναι ένα τελείως διαφορετικό στάδιο όταν τελειώνεις τη σχολή. Βγαίνεις στον επαγγελματικό χώρο και είναι άλλο τοπίο, είναι ζούγκλα. Στην αρχή, με είχε πιάσει κατάθλιψη.
Θυμάμαι είχα δει την παράσταση “Νεοπτόλεμου Μύησις”, που είχε κάνει το εθνικό θέατρο στο Μουσείο Μπενάκη. Έβλεπα τον Νεοπτόλεμο, που κι αυτός αντιμετωπίζει στο έργο ένα ζήτημα ενηλικίωσης και είχα δακρύσει βλέποντας την παράσταση, γιατί καταλάβαινα ότι πρέπει κι εγώ να συγκρούομαι με κάτι προσωπικό μέσα μου, ώστε να καταφέρω να ξεπεράσω κάποια πράγματα και να πω ότι τελείωσε η σχολή.
Τελείωσε το ονειρικό κομμάτι, το ρομαντικό και υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να αφήσεις πίσω, να μην τα σκοτώσεις, να τα κρατήσεις μέσα σου και να δουλεύεις έχοντάς τα διαθέσιμα να βγαίνουν όπου μπορούν να βγαίνουν. Αλλά είναι σκληρή η μετάβαση. Πόσο μάλλον για εμάς που ήμασταν στην Πάτρα. Στην Πάτρα δεν υπάρχει άλλη επαγγελματική θεατρική εκπαίδευση. Αυτό ήταν καλό για το κομμάτι της εκπαίδευσης, το να είσαι απομονωμένος.
Είχε κάποια αρνητικά και κάποια θετικά. Τα θετικά ήταν ότι είχα ασχοληθεί μόνο με την εκπαίδευσή μου. Στην Αθήνα, ας πούμε, βλέπεις ένας πάει για διαφήμιση, άλλος θα πάει για μια ταινία μικρού μήκους. Εντάξει, και αυτά καλά είναι, είναι εμπειρία. Απλώς εγώ το προτιμώ που ήμουν εκεί, στο ονειρικό κομμάτι.
-Τα γυρίσματα για τις “Σέρρες” πότε τα έκανες;
-Έκανα ταυτόχρονα και γυρίσματα για τη σειρά και πρόβες για το “Λεωφορείο ο Πόθος” που παιζόταν τότε στην Αθήνα. Τώρα που ξανά πιάσαμε την παράσταση τον Σεπτέμβριο, άκουγα τη μουσική και ξύπναγαν μέσα μου μνήμες από εκείνες τις μέρες που ήμουν μία στα δεκάωρα γυρίσματα και μία στις παραστάσεις.
-Άρα έκανες multitasking κι εδώ.
-Εντάξει, έτσι είναι η δουλειά μας. Δεν φτάνει κιόλας. Εννοώ και πέρα από το οικονομικό, είναι και η όρεξή σου, όταν έρθει κάτι που σε ενδιαφέρει δεν θες να πεις όχι, θες να το δοκιμάσεις. Εγώ είμαι ακόμα σε αυτήν την ηλικία. Υπάρχουν άλλοι ηθοποιοί που τα έχουν δοκιμάσει κι έτσι επιλέγουν μεταξύ των προτάσεων. Εγώ τώρα είμαι σε μια παραγωγική ηλικία και οποιοσδήποτε ηθοποιός στην ηλικία μου πιστεύω ότι νιώθει τα ίδια πράγματα. Θέλει να κάνει όσο περισσότερα πράγματα μπορεί, να κερδίσει γνώσεις.
«Το κοινό της Θεσσαλονίκης ίσως να είναι λίγο πιο διψασμένο»
-Τώρα που κάνεις παραστάσεις και εδώ, θεωρείς ότι το κοινό της Θεσσαλονίκης διαφέρει από αυτό της Αθήνας;
-Θεωρώ πρωτίστως ότι το θέατρο της Θεσσαλονίκης διαφέρει από αυτό της Αθήνας. Στην Αθήνα η παράσταση παιζόταν σε έναν άλλο χώρο, τρεις φορές μικρότερο από αυτόν της Θεσσαλονίκης και ήταν άλλη παράσταση. Έπρεπε να γίνουν προσαρμογές, δηλαδή, με τα μικρόφωνα και με κάποιες ποιότητες υποκριτικές και σκηνοθετικές. Κάποια πράγματα σκηνοθετικά έπρεπε να αλλάξουν.
Το κοινό… δεν ξέρω. Νομίζω είναι το ίδιο. Δεν διαφέρει σε κάτι. Ίσως να είναι λίγο πιο διψασμένο μιας και υπάρχουν λιγότερες παραστάσεις που παίζονται. Ακόμα και με τον πληθυσμό αν το δεις αναλογικά, πάλι λιγότερες είναι. Αλλά, βλέπουν πολύ θέατρο.

«Η δουλειά μας, τελικώς, είναι να καταλαβαίνουμε και να δικαιολογούμε τον χαρακτήρα. Το συμπέρασμα το βγάζει ο θεατής»
-Το έργο “Λεωφορείο ο Πόθος” θέτει διάφορα ζητήματα και κυρίως θέτει το ζήτημα της βίας. Σε σχέση με τον χαρακτήρα που υποδύεσαι: στην αρχή το κοινό πιστεύει ότι δεν θα υποκύψει στη βία μιας και είναι πιο τρυφερός, πιο επικοινωνιακός και τελικά υποκύπτει και καταφεύγει και αυτός στη βία. Σε προβλημάτισε αυτό; Πώς το προσέγγισες υποκριτικά;
-Υπάρχουν διάφορα είδη βίας στο έργο. Για εμένα η βία είναι χαρακτηριστικό των αδύναμων ανθρώπων. Δηλαδή ο Μίτς εκείνη τη στιγμή προδίδεται. Έχει ανοίξει τον εαυτό του και αναπτύσσει σχέση με μια γυναίκα που σε αυτήν στηρίζει πάρα πολλά πράγματα και τη στιγμή που απογοητεύεται αντιδρά με αυτόν τον τρόπο. Δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτό που του συμβαίνει.
Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος που ασκεί βία, από τους serial killers μέχρι το παιδάκι στο δημοτικό, έχει έναν καθαρο λόγο για τον οποίο το κάνει και πιστεύει ότι έχει δίκιο. Το οποίο, φυσικά, δεν δικαιολογεί τη βία. Είναι δείγμα αδυναμίας το να επιλέγει κάποιος να χρησιμοποιήσει βία για κάτι που δεν μπορεί να διαχειριστεί με άλλο τρόπο.
Η βία, λοιπόν, είναι ένα χαρακτηριστικό που ανήκει στο σύμπαν του έργου και στον κόσμο που υπάρχουν αυτοί οι τρεις. Με αυτόν τον τρόπο διαβάζεται κιόλας από την Μπλανς όταν λέει αναφέρεται στις νύχτες που περνάνε οι τρεις τους ως “η νύχτα των πιθήκων”.
Εγώ προσπαθώ να βρω έναν άνθρωπο πληγωμένο, που είχε στηρίξει όλες τις ελπίδες σε αυτή τη σχέση, είχε μιλήσει στη μητέρα του γι’ αυτήν και καταλήγει σε ένα ξέσπασμα βίας, μια στιγμή βίας. Βέβαια, μια στιγμή είναι αυτό που βλέπει εν τέλει ο θεατής. Υπάρχει, όμως, μια ολόκληρη πορεία που μπαίνει μέσα. Στην ουσία κι αυτός προδίδει τις ελπίδες της Μπλανς κι αυτό είναι εξίσου βία με την απόπειρα βιασμού που κάνει.
Η δουλειά μας, τελικώς, είναι να καταλαβαίνουμε και να δικαιολογούμε τον χαρακτήρα. Το συμπέρασμα το βγάζει ο θεατής.

-Πιστεύεις ότι το έργο μιλάει σήμερα με τον ίδιο τρόπο που μιλούσε στο κοινό όταν γράφτηκε;
-Ναι, είναι ένα κλασικό έργο. Ακόμα κι εμείς, τόσο καιρό ανακαλύπτουμε πράγματα στο έργο που δεν τα είχαμε σκεφτεί στο στάδιο των προβών. Δηλαδή πέρασαν πόσοι μήνες παράστασης για να τα καταλάβουμε. Όταν βλέπεις ότι ανακαλύπτεις και άλλα πράγματα στο έργο, πόσες συνδέσεις μπορείς να κάνεις και πώς μπορεί να μιλήσει για τον καθένα από εμάς με διαφορετικό τρόπο, σημαίνει ότι μπορούν να γίνουν πάρα πολλές ανακαλύψεις. Αυτό είναι που κάνει ένα έργο κλασικό και διαχρονικό. Μπορεί να παίζεται 80 χρόνια και να είναι ακόμα επίκαιρο.
-Πάμε τώρα στις “Σέρρες”. Πόσο καιρό μείνατε στις Σέρρες για τα γυρίσματα της σειράς;
-Δύο βδομάδες. Είχα πάει άλλη μια φορά, βέβαια, με μια παράσταση περιοδεία. Το πιο ωραίο πράγμα στις Σέρρες, που φυσικά υπάρχει και σε όλη την επαρχία, είναι ότι το μεσημέρι σταματάνε όλα. Ντρέπεσαι να βγεις έξω στον δρόμο να κάνεις φασαρία. Είναι όλα τόσο ήσυχα.
«Η σειρά έβαλε το δικό της λιθαράκι για την ιστορία της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, παρουσιάζοντας έναν γκέι ρόλο ως φυσιολογικό άνθρωπο που ερωτεύεται και αυτός φυσιολογικά»
-Ο Οδυσσέας στη σειρά είναι ένας χαρακτήρας ο οποίος είναι queer και επιτέλους αντιμετωπίζεται ως ένας κανονικός άνθρωπος και όχι σαν καρικατούρα, όπως το έδειχναν οι σειρές στα 90’s. Πώς το βίωσες να ενσαρκώνεις αυτόν τον χαρακτήρα;
-Queer είναι όλη η σειρά. Queer θεωρείται κάτι που είναι διαφορετικό και πράγματι η σειρά έχει διαφορετική προσέγγιση. Το έχει αναφέρει και ο Γιώργος Καπουτζίδης ότι συνήθως οι γκέι ρόλοι για να είναι αποδεκτοί στην κοινωνία και στην ελληνική τηλεόραση πρέπει να είναι είτε καρικατούρες ή να τους δέρνουν στο ξύλο και να υποφέρουν προκειμένου να γίνουν συμπαθείς στο κοινό.
Η σειρά έβαλε το δικό της λιθαράκι για την ιστορία της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, παρουσιάζοντας έναν γκέι ρόλο ως φυσιολογικό άνθρωπο που ερωτεύεται και αυτός φυσιολογικά. Στη δεύτερη σεζόν έχει λυθεί και το ζήτημα από τον πατέρα και δεν ασχολείται ο ίδιος ο Οδυσσέας με την καταπίεση από την κοινωνία.
Έχει λυθεί αυτό το θέμα και απλώς διεκδικεί το δικό του μερίδιο στην συνύπαρξη με την κοινωνία. Αυτό για μένα είναι ένα λιθαράκι. Είναι σαν να έχει πάρει ένα φορμάτ ταινίας, όπως το “Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ” και να έχει βάλει έναν γκέι ρόλο για πρωταγωνιστικό, κάτι το οποίο συνιστά ένα επόμενο στάδιο αποδοχής.
Εγώ δεν έκανα τίποτα διαφορετικό, δεν είπα, δηλαδή, να παίξω τον γκέι και αυτό νομίζω είναι η απόδειξη ότι είναι όλα ίδια, η αγάπη πρέπει να είναι ίδια για όλους και από όλους και αυτό το πράγμα διεκδικεί και ο Οδυσσέας, την αγάπη, με τον ίδιο τρόπο που την διεκδικώ και εγώ και ο Γιώργος και ο οποιοσδήποτε.

-Βλέποντας τη σειρά, αυτό που έφερε ο Οδυσσέας στις Σέρρες και αυτό που μετέδωσε στους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί ήταν ότι είχε ενσυναίσθηση. Με την ενσυναίσθησή του επηρέασε και τους γύρω του. Τους βλέπουμε σιγά-σιγά να γίνονται πιο κατανοητικοί. Άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων του; Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ την ενσυναίσθηση;
– Δεν χρειάστηκε μόνο ο Οδυσσέας να κάνει ένα βήμα για να πλησιάσει στους άλλους. Και οι άλλοι χρειάστηκε να κάνουν ένα βήμα για να πλησιάσουν τον Οδυσσέα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μετακίνησης είναι πώς ο πατέρας μαθαίνει τι σημαίνει queer, τι σημαίνει jockstrap. Το ότι μετακινήθηκε και έκανε αυτό το βήμα, με συγκίνησε προσωπικά.
Η δική μου ενσυναίσθηση ήρθε μετά τη σειρά, όταν είδα τόσο αρνητικά σχόλια. Έτυχε κάτω από το instagram μου να γράψουν “έχει βαλθεί να μας μάθει ο Καπουτζίδης τι κάνει με τον κώλο του”. Δυστυχώς, πρέπει να μάθετε κι εσείς τι κάνετε με το μυαλό σας, άμα είναι να γράφετε τέτοια σχόλια!
Κατάλαβα ότι αν αισθάνομαι εγώ προσβεβλημένος εκπροσωπώντας αυτούς τους ανθρώπους, τους συνεργάτες μου, τους φίλους μου, τον Οδυσσέα, τις “Σέρρες”, επειδή έπαιξα σε μια σειρά και με ενοχλούν τα σχόλια που γίνονται, φαντάσου πώς είναι ένας άνθρωπος να αισθάνεται έτσι όλη του τη ζωή. Άρα η δική μου ενσυναίσθηση σαν Οδυσσέας ήρθε μέσα από μένα, μετά τη σειρά.
-Πιστεύεις πως η αλλαγή που έγινε στον πατέρα του Οδυσσέα μπορεί να υπάρξει; Είναι κάτι ρεαλιστικό;
-Ναι, πιστεύω ότι γίνεται. Πιστεύω ότι τα πάντα γίνονται. Το ενδεχόμενο της ανατροπής και της έκπληξης πρέπει να μένει ανοιχτό στη ζωή μας, άμα θέλουμε να είμαστε χαρούμενοι. Όχι χαρούμενοι βασικά, περισσότερο εννοώ ζωντανοί. Πρέπει να διατηρούμε το ενδεχόμενο της ανατροπής.
-Κάποια αγαπημένη στιγμή από τα γυρίσματα που κρατάς και θέλεις να μοιραστείς;
-Μια φοβερή στιγμή που δεν μ’ άφησαν να την πω αλλού και θέλω να την πω εδώ! Είναι στο επεισόδιο 17, στο τέλος. Στο επεισόδιο, αυτό, καθώς φεύγουμε από το τραπέζι, είναι η θεία Σταματίνα που κάνει ότι πονάει για να φύγουμε κι έχει έρθει με ένα γλυκό στην αρχή του τραπεζιού. Όταν φεύγουν, της έδωσε ο Σταμάτης μια οδηγία ως σκηνοθέτης μας.
Λέει στη Σταματίνα, θέλω να κοιτάξεις το γλυκό και να σκεφτείς “πού θα πάει τώρα αυτή η πάστα φλόρα για να μην πάει χαμένη, πού αλλού θα την πάω;”. Και έκανε ένα βλέμμα η Γιούλη, που εγώ πέθανα στα γέλια. Δηλαδή, ήμουν στη σκηνή στην αγκαλιά του μπαμπά μου, υποτίθεται ότι έκλαιγα και είχα βυθιστεί και γέλαγα.
«Τι γίνεται με τα στοιχεία των γκέι ανθρώπων που δεν είναι τόσο συμβατικοί με την κοινωνία που ζούμε;»
-Θεωρείς ότι η σειρά με τον τρόπο που χειρίζεται και προβάλλει σημαντικά θέματα μπορεί να επηρεάσει επόμενες ελληνικές παραγωγές;
-Ναι, πιστεύω ότι είναι το λιθαράκι μιας ομάδας, ενός ανθρώπου σε αυτό που ονομάζεται αποδοχή, ενσωμάτωση και συμπερίληψη. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν τις αντιθέσεις τους. Είχα διαβάσει κάποια πράγματα που λέγαν ότι είναι ένας καθωσπρέπει ρόλος και γι’ αυτό τον αποδέχεται η κοινωνία. Τι γίνεται με τα στοιχεία των γκέι ανθρώπων που δεν είναι τόσο συμβατικοί με την κοινωνία που ζούμε; Αυτό είναι ένα επόμενο λιθαράκι άμα θέλει κάποιος να το εξερευνήσει.
Δεν γίνεται να μιλήσεις για όλα τα θέματα σε μία σειρά. Οπότε προφανώς κάποιος έχει να βάλει και ένα λιθαράκι ακόμα, όλο αυτό έχει μία διαδρομή. Θέλει υπομονή και χτίσιμο. Είναι αυτό που λείπει κιόλας. Δεν κοιτάμε ποτέ μακροχρόνια. Παραπονιόμαστε συνέχεια: γιατί δεν έγινε τώρα;. Θα γίνει αργότερα: κάνε κι εσύ κάτι γι’ αυτό.

-Σε σχέση με την παράσταση που ανεβαίνει στην Αθήνα, το “Cleansed” της Sarah Kane, στην οποία συνεργάζεσαι ξανά με τον ίδιο σκηνοθέτη, τον Δημήτρη Καραντζά, και έχετε ήδη sold-out: ποιες προσδοκίες έχεις από αυτή τη νέα δουλειά;
-Είναι εργάρα! Ανυπομονώ να ξεκινήσουμε. Έρχομαι αντιμέτωπος, όπως και όλοι πιστεύω ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι, με πράγματα και στοιχεία του χαρακτήρα μας που δεν μας είναι οικεία.
Φαίνεται πολύ ωραία δουλειά μέχρι στιγμής, και έχουμε αγαπήσει όλοι οι συντελεστές το έργο. Ελπίζω να το αγαπήσει και το κοινό για τους ίδιους λόγους. Ξέρω ότι φαινομενικά είναι ένα έργο που μιλάει για τη βία, αλλά μέσα από τις πρόβες καταλαβαίνω ότι είναι ένα έργο που μιλάει για το πώς μπορείς, ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες, να πιστεύεις στην αγάπη και να πολεμάς γι’ αυτήν.
Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως & Βασιλική Παρίση






