Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που όλοι, λίγο-πολύ, έχουμε «συναντήσει» μέσα από μια οθόνη. Είτε τον είδαμε στις αθάνατες ελληνικές ταινίες, είτε γελάσαμε με ατάκες του που έγιναν meme πριν υπάρξει καν το internet, ή απλά τον γνωρίζουμε σαν ένα πρόσωπο-σύμβολο μιας άλλης εποχής, αλλά με διαχρονική αξία.
Με πορεία δεκαετιών στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με μερικές από τις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού πολιτισμού. Και όμως, πίσω από τον γνωστό πρωταγωνιστή με την πλούσια καλλιτεχνική διαδρομή, βρίσκεται ένας βαθιά στοχαστικός άνθρωπος που μιλά με ειλικρίνεια, συγκίνηση και χιούμορ για τη ζωή, την τέχνη, τα όνειρα και την ελευθερία.
Τον συναντήσαμε γεμάτοι δέος, όχι μόνο για τη διαδρομή του, αλλά για την ακεραιότητα που διατηρεί ως άνθρωπος. Δεν διεκδικεί τίτλους, ούτε ζει στο παρελθόν. Μιλά για το θέατρο σαν να είναι η ανάσα του. Μιλά για τη ζωή με την απλότητα και τη σοφία ενός ανθρώπου που έζησε πολλά και τα στοχάστηκε ακόμη περισσότερο.
«Παντού υπάρχει μια ρωγμή, από εκεί μπαίνει το φως» γράφει στην αρχή της αυτοβιογραφίας του.
Λόγια του Leonard Cohen. Από εκείνη την ρωγμή χωρέσαμε κι εμείς, και ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες.

Το ραντεβού μας ήταν στο δεύτερο σπίτι ενός ηθοποιού: στο καμαρίνι του λίγο πριν από την παράσταση, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, στο Θέατρο Κήπου.
«Δεν ξέρω γιατί την αγαπώ τόσο πολύ αυτήν την πόλη»
Η συζήτηση έρχεται κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη που ο ίδιος δεν έχει απλώς επισκεφτεί – την έχει αγαπήσει.
«Η Θεσσαλονίκη ήταν μία πόλη στην οποία έλεγα από πολύ νέος ότι θέλω να ζήσω. Δεν το έλεγα για πλάκα, ούτε για να παινέψω την πόλη. Κάθε φορά που ανέβαινα, έλεγα ότι δεν μπορούσα να χορτάσω αυτήν την πόλη. Στην πορεία προέκυψε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Κάθισα, λοιπόν, ενάμιση χρόνο και το κατευχαριστήθηκα! Δεν ξέρω γιατί την αγαπώ τόσο πολύ αυτήν την πόλη, ίσως επειδή έχω και πολύ καλούς φίλους εδώ. Το φαγητό δε, το κάτι άλλο! Η Θεσσαλονίκη κάποτε μπορεί να χαθεί, αλλά το φαγητό της όμως δεν θα τελειώσει ποτέ».
Μας διηγήθηκε επίσης εκείνη τη φοβερή ιστορία από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του ‘64, όπου προβαλλόταν η ταινία του Γεωργιάδη, «Γάμος αλά Ελληνικά» στην οποία πρωταγωνιστούσε. Αποφάσισε να έρθει οδικώς, ώσπου στον Πλαταμώνα, κάτω από το κάστρο, έπεσε σε έναν γκρεμό εικοσιπέντε μέτρων! Βγήκε αλώβητος από το αυτοκίνητο, και με οτοστόπ ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να τον παραλάβει ασθενοφόρο και να τον πάει στα επείγοντα.
Έπειτα η συζήτηση μας επικεντρώθηκε στο έργο που πρωταγωνιστεί, «Εκείνος κι Εκείνος» σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα. Την στιγμή της συνέντευξης, μας διέκοψαν ευγενικά ο Λεωνίδας Κακούρης και η Δημήτρης Σταρόβας που έμπαιναν στο καμαρίνι για να προετοιμαστούν. «Τι σκαρώνετε εδώ μπροστά στην πλάτη μου;!», αποκρίθηκε ο Δημήτρης Σταρόβας!
Αναφορικά με την απόφαση να μεταφερθεί η σειρά «Εκείνος κι Εκείνος» στο θέατρο, μισό αιώνα μετά την αρχική προβολή της στην ΕΡΤ, ο κ. Κωνσταντίνου αναφέρει:
«Καταρχάς, ο Διαμαντόπουλος, ο οποίος ήταν δάσκαλός μου στο Θέατρο Τέχνης, αλλά και ο φίλος μου ο Μιχαλακόπουλος, είχαν κάνει αυτή τη σειρά για να σατιρίσουν την Επταετία και να περάσει κάποια μηνύματα, τα οποία έχουν παραμείνει ακόμα και σε αυτό το έργο. Λέει κάποια στιγμή σε μια κοπέλα:
– Είσαι παντρεμένη;
– Όχι.
– Τι είσαι, ελεύθερη;
– Ελεύθερη; Κανείς δεν είναι ελεύθερος…
Εκτός από εμάς τους δύο που κάνουμε τους αλήτες. Αυτά είναι μηνύματα της εποχής. Η σειρά είχε τότε πολύ μεγάλη θεαματικότητα. Κι έτσι αποφασίσαμε, να το ανεβάσουμε. Το έργο είναι διαχρονικό, μιλάει για πράγματα που ζούμε και σήμερα, για όνειρα απατηλά, για στόχους που έχουν αυτοί οι δύο άνθρωποι με σκοπό να ζήσουν καλύτερα και να ζήσουν ελεύθεροι.
Τι εννοούμε ελεύθεροι; Ανένταχτοι, δεν θέλουν να ανήκουν πουθενά. Έχουν βρει λοιπόν ως σκέψη ένα αβγό. Μέσα στο αβγό ζεις τη ρουτίνα της ζωής. Ένας υπάλληλος θα σηκωθεί το πρωί, θα ξυριστεί, θα φάει το πρωινό του, θα πάει στη δουλειά, θα γυρίσει από αυτήν, θα κοιμηθεί. Και θα σηκωθεί ξανά την επόμενη μέρα για να κάνει τα ίδια. Αυτά δεν τα θέλουμε καθόλου.
Σκεφτείτε ότι στην παράσταση δουλεύουμε έξι μέρες τον χρόνο και πάμε στον ΟΑΕΔ και ζητάμε επίδομα. Και γίνεται χαμός με τον Σταρόβα!
Θέλω να πω ότι το έργο είναι πράγματι διαχρονικό. Θα δείτε ότι η φιλοσοφία του αγγίζει πολύ τη σημερινή πραγματικότητα. Τα όνειρα των ανθρώπων δεν χάνονται. Ο καθένας λέει “αν ήμουν πλούσιος, αν είχα το ένα, αν είχα το άλλο”. Σε κάθε περίπτωση, οι δύο πρωταγωνιστές θέλουν να παραμείνουν εκτός συστήματος. Θέλουν να είναι στην ύπαιθρο, να βλέπουν τα αστέρια…».
«Το θέατρο είναι η ζωή μου»

Μπορεί ο Γιώργος Κωνσταντίνου να έγινε γνωστός στο πανελλήνιο ως «Αντωνάκης», αλλά η μεγάλη του αγάπη είναι το θέατρο.
«Δεν αγαπώ απλά το θέατρο περισσότερο, το θέατρο είναι η ζωή μου. Το θέατρο είναι το θεμέλιο, είναι οι ρίζες, είναι το παν! Όταν δίνω συμβουλές σε νέους ανθρώπους, που ξεκινούν από τις τηλεοράσεις, τους λέω ότι η τηλεόραση είναι κάτι το εφήμερο. Η χρονιά που θα σταματήσει το σίριαλ, θα χαθείς κι εσύ.
Μπορεί και οι ταινίες να είναι διαχρονικές, ωστόσο το θέατρο είναι οι ρίζες, είναι ο χώρος που με γνώρισε και με δέχτηκε ο κόσμος, όταν ξεκίνησα ως ένας ταλαντούχος νέος ηθοποιός. Με βάση το θέατρο, οτιδήποτε άλλο έχτιζα, είτε στο σινεμά, είτε στην τηλεόραση, γινόταν αποδεκτό».
Ο περισσότερος κόσμος αγάπησε τον Γιώργο Κωνσταντίνου από ταινίες, όπως «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» ή σκηνές όπως το «Προφιτερόλ», αλλά είναι γεγονός ότι έργα στα οποία πρωταγωνίστησε, όπως «Οι Κόπανοι», λαμβάνουν τη δέουσα αναγνώριση, πολλές δεκαετίες μετά.
«Όταν το γύριζα αυτό, δεν είχα υπόψη μου ότι θα γίνει αυτός ο χαμός. Το έκαναν ακόμη και κόμιξ, το οποίο εξαντλήθηκε πάρα πολύ γρήγορα, πριν λίγο καιρό».
«Είμαι φιλαράκι με τους μανάβηδες, με τους χασάπηδες»
Στην ερώτηση ποια θεωρεί τη μεγαλύτερη του επιτυχία, μετά από τόσες δεκαετίες στον καλλιτεχνικό χώρο, η απάντησή του δεν χωράει σε οριοθετημένα πλαίσια, όπως άλλωστε και η καριέρα του.
«Αυτό που πολλές φορές λέω και πιστεύω ακράδαντα είναι ότι εγώ δεν κέρδισα απλά τα χρήματα, τα οποία φεύγουν απ’ όλες τις μεριές. Ούτε ήμουν ποτέ πολύ φιλόδοξος. Εγώ δεν έχω σχέση με αυτά. Κέρδισα όμως την αγάπη του κόσμου. Αν έρθετε παρέα μαζί μου ένα πρωί στη Λαχαναγορά, θα δείτε τι γίνεται. Δεν περιγράφεται. Είμαι φιλαράκι με τους μανάβηδες, με τους χασάπηδες. Με βλέπουν ως άνθρωπο της οικογένειάς τους. Αυτό είναι που κέρδισα»!
«Ήμασταν ανερμάτιστα παιδιά, δεν είχαμε μέλλον»
Αν καθόσασταν σε ένα παγκάκι, όπως αυτό της παράστασης, με τον νεότερο σας εαυτό, τι θα του προτείνατε να κάνει, τον ρωτάμε με περιέργεια.
«Το ξεκίνημα δεν ήταν τόσο καλό. Είμαι ένας άνθρωπος που έζησε την Κατοχή.
-Όχι μόνο ζήσατε την Κατοχή, όπως διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία σας, αλλά ήσασταν παρών ακόμα και στον τορπιλισμό της “Έλλης”!
– Αυτό πάλι ρε παιδιά (Γελάει)! Πήγαινε κάθε χρόνο η μάνα μου στην Τήνο για την Παναγία και έτυχε να ήμουν κι εγώ εκεί! Απίστευτο!

Πάντως σε ό,τι αφορά την ερώτηση, δεν θα μπορούσα μάλλον να συνεννοηθώ με τον τότε εαυτό μου. Ξέρετε, τότε, ήμασταν ανερμάτιστα παιδιά, δεν είχαμε μέλλον. Ήμασταν 10-15 ετών παιδιά, χωρίς μέλλον. Ούτε η Ελλάδα τότε είχε μέλλον. Μετά την Κατοχή, άρχισε να φτιάχνεται η χώρα. Δεν ήξερα λοιπόν τι μου γίνεται. Ήθελα να γίνω αεροπόρος.
Μια μέρα η μάνα μου με ρώτησε αν θα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Κι εγώ είπα ναι, χωρίς να το πιστεύω. Οι γονείς μου ήταν γενικά προοδευτικοί άνθρωποι. Όταν όμως μπήκα στο θέατρο τέχνης, τότε το θέατρο μπήκε πραγματικά στις φλέβες μου. Έπαθα εξάρτηση. Δεν θα μπορούσα να πω λοιπόν κάτι στον νεότερο εαυτό μου. Αυτός θα έκανε ό,τι τράβαγε η ψυχή του».
– Για εσάς λοιπόν το θέατρο είναι ένα ελιξίριο της νιότης;
– Δεν ξέρω αν είναι ελιξίριο, αλλά ξέρω ότι χωρίς το θέατρο, εγώ δεν θα ζούσα σήμερα! Έτσι νομίζω δηλαδή!

Συνέντευξη: Βαγγέλης Λαζαρίδης & Βασίλης Ιατρούδης
Φωτογραφίες: Ελευθερία Καραμέρη