Γεωμετρία Πολέμου: Το τριγωνικό κενό που σχηματίζουν Ιράν- Ισραήλ- Ελλάδα

Τις πρώτες ώρες της 13ης Ιουνίου 2025, η Μέση Ανατολή εισήλθε σε μια νέα, απροκάλυπτη φάση μετωπικής αντιπαράθεσης, όταν το Ισραήλ εξαπέλυσε την επιχείρηση «Operation Rising Lion» — μια εκτεταμένη, συνδυασμένη αεροπορική εκστρατεία με στόχο κρίσιμες στρατιωτικές και πυρηνικές υποδομές εντός του ιρανικού εδάφους.

Η απάντηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας υπήρξε ταχύτατη και κλιμακωτή. Υπό τον τίτλο «Operation True Promise III», το Ιράν εκτόξευσε πάνω από 150 βαλλιστικούς πυραύλους και δεκάδες drones κατά ισραηλινών πόλεων, συμπεριλαμβανομένων του Τελ Αβίβ και της Ιερουσαλήμ, προκαλώντας εκτεταμένες ζημιές και εγείροντας την απειλή μιας πλήρους περιφερειακής ανάφλεξης. 

Οι εξελίξεις αυτές αποκαλύπτουν τη δραματική κλιμάκωση στις σχέσεις των δύο κρατών, οι οποίες από καιρό δονούνται υπό τη σκιά της πυρηνικής απειλής, της ιδεολογικής αντιπαράθεσης και της μάχης για περιφερειακή ηγεμονία. Η αεροπορική επίθεση του Ισραήλ εναντίον ιρανικών στρατιωτικών και πυρηνικών εγκαταστάσεων –η μεγαλύτερη μονοήμερη επιχείρηση του είδους από τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991– δεν ήταν μόνο μια απάντηση σε στρατηγικές προκλήσεις, αλλά μία πράξη συνειδητής ανατροπής του status quo. Το Τελ Αβίβ επέλεξε την οδό της στρατιωτικής πρωτοβουλίας προκειμένου να αποτρέψει την, κατά την εκτίμησή του, αναπόφευκτη απόκτηση πυρηνικών όπλων από την Τεχεράνη, τη στιγμή που οι διπλωματικές γραμμές ΗΠΑ–Ιράν είχαν παγώσει και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις παρέμεναν αμήχανες παρατηρήτριες.

Πέρα από την άμεση στρατιωτική διάσταση, η σύγκρουση αυτή σηματοδοτεί ένα βαθύ γεωπολιτικό ρήγμα, με επιπτώσεις που ξεπερνούν τα σύνορα των δύο κρατών και διαχέονται σε όλο το εύφλεκτο σύστημα της Μέσης Ανατολής. Η αποδιοργάνωση της ιρανικής αεράμυνας, σε συνδυασμό με την πολιτική ενίσχυση του ισραηλινού κατεστημένου, δημιουργούν νέα δεδομένα, ενώ η διεθνής κοινότητα –διχασμένη ανάμεσα στη νομική τυπικότητα και τη στρατηγική αναγκαιότητα– περιορίζεται για ακόμη μία φορά σε εκκλήσεις για «αυτοσυγκράτηση».

Η αντίδραση του Ιράν δεν υπήρξε μόνο αναμενόμενη, αλλά και ενδεικτική της περιορισμένης του δυνατότητας για συμβατική στρατιωτική προβολή ισχύος. Αν και η αντεπίθεση της Τεχεράνης είχε περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης σύρραξης δεν μπορεί να αποκλειστεί, ειδικά στην περίπτωση που το Ιράν επιλέξει να ενεργοποιήσει περιφερειακές πολιτοφυλακές και έμμεσα δίκτυα επιρροής, όπως τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο, τους Χούθι στην Υεμένη και τους σιιτικούς παραστρατιωτικούς σχηματισμός στο Ιράκ και τη Συρία.

 

Πηγή: pexels.com

Το συμβάν συνιστά τομή στις περιφερειακές ισορροπίες. Το Ιράν εξέρχεται στρατιωτικά τραυματισμένο αλλά πολιτικά συσπειρωμένο. Η εσωτερική καταστολή των διαφωνούντων, η εργαλειοποίηση του θρησκευτικού αισθήματος και η επίκληση του “μάρτυρα πυρηνικού έθνους” δημιουργούν ένα επικίνδυνο μείγμα εθνικιστικού φανατισμού και εξωτερικής επιθετικότητας.

Το ισραηλινό επιτελείο, από την άλλη, όχι μόνο επιβεβαιώνει την αποφασιστικότητά του να λειτουργεί ως «μοναχικός παίκτης» σε κρίσιμα ζητήματα εθνικής ασφάλειας, αλλά ουσιαστικά επισημοποιεί την αδυναμία του διεθνούς συστήματος να συγκρατήσει την κούρσα των εξοπλισμών ή να διαχειριστεί μέσω θεσμικών διαύλων έναν τόσο έντονο ανταγωνισμό.

Η ισραηλινή στρατηγική, βάσει της οποίας υλοποιήθηκαν τα χτυπήματα, εστιάζει σε τρεις συνιστώσες:

  1. Ψυχολογικό πλήγμα, δηλαδή διάψευση της αξιοπιστίας του ιρανικού καθεστώτος ως προς την δυνατότητα αποτροπής → μειωμένη εμπιστοσύνη στις ιρανικές δυνάμεις ασφαλείας 

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ιράν είχε οικοδομήσει μια ιδεολογική αφήγηση περί “αήττητης επανάστασης” η οποία στηριζόταν μεταξύ άλλων:

α. στην ύπαρξη ενός διατλαντικού φράγματος μέσω της κινεζικής ή ρωσικής στήριξης 

β. στην ουδετερότητα της Σαουδικής Αραβίας

γ. στη διστακτικότητα των ΗΠΑ να εμπλακούν άμεσα 

Με την επίθεση αυτή, όλες οι παραπάνω προσδοκίες κατέρρευσαν μέσα σε λίγες ώρες, καθώς καμία από τις παραμέτρους αυτές δεν αποσόβησε την επίθεση, ούτε και λειτούργησε κατευναστικά μετά την εκδήλωσή της.

 

2. Διαχείριση πεδίου πληροφοριών, δηλαδή παραπληροφόρηση που αποσκοπούσε στην απενεργοποίηση του ιρανικού μηχανισμού αντίδρασης → διαμόρφωση κίβδηλου “ειρηνικού κλίματος” στην Τεχεράνη

 

3. Μυστική διείσδυση – επίτευξη υπεροχής, δηλαδή στρατιωτική παρείσφρηση με drones και εκρηκτικά συστήματα → βύθιση των ιρανικών συστημάτων άμυνας και διασφάλιση της ισραηλινής υπεροχής στο τελικό πλήγμα

 

Η αναδιάταξη της Μέσης Ανατολής ως απόρροια αυτής της κρίσης είναι βαθύτερη και πιο περίπλοκη από ό,τι μπορεί αρχικά να διαφανεί. Οι σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου εμφανίζονται διχασμένες: η Σαουδική Αραβία επιθυμεί την ανάσχεση της ιρανικής επιρροής, ωστόσο ανησυχεί για την ανεξέλεγκτη στρατιωτικοποίηση της περιοχής και τη δυναμική αποσταθεροποίησης των εσωτερικών της μετώπων. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υιοθετούν πιο τεχνοκρατική προσέγγιση, επιχειρώντας να λειτουργήσουν ως κόμβος μεσολάβησης, ενώ η Ιορδανία και η Αίγυπτος διατηρούν επιφυλάξεις, παρακολουθώντας τις εξελίξεις με το βλέμμα στραμμένο στον Λίβανο και τη Διώρυγα του Σουέζ.

Εντός αυτού του εύθραυστου και ταχέως μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ιστορικές ευκαιρίες αλλά και σε απαιτητικές προκλήσεις. Η στρατηγική σχέση Αθήνας – Τελ Αβίβ, που οικοδομήθηκε μεθοδικά τα τελευταία δέκα χρόνια, αναδεικνύεται σε σταθερό πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, η συστηματική ανταλλαγή τεχνογνωσίας σε τομείς όπως η κυβερνοάμυνα, η αεροπορική συνεργασία (ιδίως μέσω της 117 Πτέρυγας Μάχης στην Ανδραβίδα) και η ενεργειακή συνέργεια (με επίκεντρο τον αγωγό EastMed και τις υποθαλάσσιες υποδομές LNG στη Ρεβυθούσα και στον Ασπρόπυργο) προσφέρουν στην Ελλάδα στρατηγικό πλεονέκτημα. Όμως, αυτό το αβαντάζ συνοδεύεται από την ανάγκη για λεπτή ισορροπία, καθώς η Αθήνα δεν θα πρέπει να διαρρήξει τους διπλωματικούς δεσμούς της με τον αραβικό κόσμο.

Αυτή η παράλληλη διπλωματική κατεύθυνση δεν είναι μόνο επιθυμητή· είναι αναγκαία σε μια εποχή όπου η Μέση Ανατολή επαναχαρτογραφείται από νέες συγκρούσεις, άξονες συνεργασίας και σκιώδεις ανταγωνισμούς. Η στρατηγική εγγύτητα Αθήνας – Τελ Αβίβ δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως εχθρική ή επιθετική θέση. Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα οφείλει να καταστήσει σαφές, μέσα από ένα πολυδιάστατο διπλωματικό αφήγημα, ότι η συμμαχία της με το Ισραήλ εντάσσεται στο πλαίσιο μιας πολιτικής σταθερότητας, όχι περιχαράκωσης.

Η στρατηγική τοποθέτηση της Ελλάδας στο «μαλακό υπογάστριο» της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την ενεργή συμμετοχή της στις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την ενεργειακή απεξάρτηση από αυταρχικά καθεστώτα, ενισχύει περαιτέρω την ανάγκη για ενεργή ανάγνωση των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Καθώς η μεταφορά ενέργειας μέσω θαλάσσιων οδών γίνεται στρατηγικό διακύβευμα, η Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε κρίσιμο κόμβο σταθερότητας, αρκεί να διαχειριστεί με σύνεση τη ρευστή γεωπολιτική σκακιέρα — χωρίς να εξαντλείται στην προσκόλληση μονοδιάστατων επιλογών. Με πιο απλά λόγια, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να διατηρεί διττό χαρακτήρα, πρωτίστως γιατί, υπό αυτές τι συνθήκες, η επιβίωση των μικρότερων κρατών εξαρτάται λιγότερο από το μέγεθος των στρατών τους και περισσότερο από την ακρίβεια της στρατηγικής τους πυξίδας.

Τα σενάρια που προκύπτουν για την εξέλιξη της κρίσης είναι τρία, το καθένα με διακριτές επιπτώσεις στο διεθνές σύστημα και με επιμέρους αναγνώσεις για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και την Ελλάδα.

Το πρώτο σενάριο είναι η αναδίπλωση μέσω πολυμερών διαπραγματεύσεων (De-escalation Diplomacy). Η εντεινόμενη οικονομική ασφυξία του Ιράν λόγω των αυστηροποιημένων κυρώσεων, οι διαδοχικές εσωτερικές κοινωνικές αναταραχές και η απώλεια αξιοπιστίας των υπηρεσιών ασφαλείας, ενδέχεται να οδηγήσουν την Τεχεράνη σε αναγκαστική αναδίπλωση. Υπό αυτό το σενάριο, αναμένεται ενεργοποίηση ενός διαπραγματευτικού μηχανισμού μέσω τρίτων – πιθανώς με μεσολάβηση του Κατάρ, του Ομάν ή της Ελβετίας, καθώς και ευρωπαϊκών κρατών με παραδοσιακή προσβασιμότητα στην Τεχεράνη, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.

Η αναβίωση ενός νέου πυρηνικού συμφώνου τύπου JCPOA, πιθανώς με αυστηρότερους μηχανισμούς εποπτείας αλλά μεγαλύτερα ανταλλάγματα για το Ιράν, θα μπορούσε να επαναφέρει ένα ελάχιστο επίπεδο σταθερότητας. Η αποκλιμάκωση αυτή θα αποσυμπιέσει το γεωπολιτικό περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου και θα ενισχύσει τις επενδυτικές προσδοκίες για ενεργειακές υποδομές στην Ελλάδα και την Κύπρο, προσδίδοντας αξία στην ατζέντα της ΕΕ για διαφοροποίηση ενεργειακών πηγών. Ωστόσο, το σενάριο αυτό προϋποθέτει βούληση για ρεαλιστικό συμβιβασμό, την οποία έως τώρα η ηγεσία του Ιράν δεν έχει δείξει έμπρακτα.

Το δεύτερο σενάριο είναι η επέκταση της σύγκρουσης και η περιφερειακή αποσταθεροποίηση (Regional Conflagration). Σε περίπτωση που το Ιράν επιλέξει να διατηρήσει την εχθρική του στάση μέσω των δικτύων του, τότε το ενδεχόμενο ταχείας αποσταθεροποίησης σε πολλαπλά μέτωπα καθίσταται ιδιαίτερα πιθανό. Η εκτόξευση πυραύλων από τον Νότιο Λίβανο ή η στόχευση αμερικανικών και ισραηλινών εγκαταστάσεων στον Κόλπο θα πυροδοτούσε έναν φαύλο κύκλο αλυσιδωτών επιθέσεων.

Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να εμπλακούν έμμεσα – κυρίως με ειδικές δυνάμεις και υποστήριξη ISR (Intelligence, Surveillance, Reconnaissance) προς το Ισραήλ – ενώ οι περιφερειακές δυνάμεις όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία θα πιεστούν να πάρουν θέση. Η Ρωσία και η Κίνα, από την πλευρά τους, πιθανόν να επιχειρήσουν εκμετάλλευση της κατάστασης για ενίσχυση του απορρυθμιστικού ρόλου τους απέναντι στη Δύση, με στόχο να κεφαλαιοποιήσουν γεωοικονομικά, μέσω όπλων, ενεργειακών συμφωνιών, στρατιωτικής επιρροής.

Ισραήλ
Πηγή: pexels.com

Η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ και πυλώνας σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, θα βρεθεί σε κατάσταση αυξημένης επιφυλακής. Η ενδεχόμενη γενίκευση της σύγκρουσης θα αναδείξει τη στρατηγική σημασία των ελληνικών βάσεων (Σούδα, Αλεξανδρούπολη, Λάρισα) για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές δυνάμεις. Επίσης, το ελληνικό εμπορικό ναυτικό θα επηρεαστεί άμεσα από την ανασφάλεια στις θαλάσσιες οδούς του Κόλπου, αναγκάζοντας την Αθήνα να απαιτήσει μεγαλύτερη ναυτική παρουσία της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το τελευταίο και ίσως πιο σύνθετο σενάριο είναι η “ακαθόριστη” κατάπαυση και ο ανασχηματισμός συμμαχιών (Strategic Rebalancing). Στην περίπτωση αυτή θα υπάρξει μια «παγωμένη σύγκρουση», δηλαδή αναστολή των στρατιωτικών επιχειρήσεων χωρίς σαφή ειρήνευση, συνοδευόμενη από στρατηγική μετατόπιση συμμαχιών. Η προοπτική αυτή δείχνει το Ισραήλ να αναθεωρεί τη μέχρι πρότινος μονοσήμαντη εξάρτησή του από τις ΗΠΑ και να προσεγγίζει περιφερειακές δυνάμεις όπως η Ινδία, η Αίγυπτος, τα ΗΑΕ και η Ελλάδα, οικοδομώντας ένα νέο «club» ασφάλειας και τεχνολογικής συνεργασίας.

Παράλληλα, το Ιράν –αντιμέτωπο με συρρίκνωση της περιφερειακής του επιρροής– επιχειρεί να ενισχύσει τους δεσμούς του με χώρες του BRICS, ενώ διαμορφώνει πιο σύνθετες διπλωματικές σχέσεις με Κίνα, Ρωσία και πιθανώς την Τουρκία. Αυτή η διπολική τάση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας, όπου η Ανατολική Μεσόγειος αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα και οι περιφερειακοί δρώντες αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία.

Για την Ελλάδα, το σενάριο αυτό προσφέρει στρατηγική ευκαιρία για την ανάδειξή της ως πυλώνα μιας πολυμερούς περιφερειακής ισορροπίας. Μέσω τριμερών σχημάτων (Ελλάδα–Ισραήλ–Κύπρος, Ελλάδα–Αίγυπτος–Γαλλία) αλλά και νέων μορφών συνεργασίας που θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν Ινδία ή ΗΑΕ, η Αθήνα αποκτά ρόλο διαμορφωτή και όχι απλώς παρατηρητή. Όμως, αυτή η εξέλιξη απαιτεί συστηματική ενίσχυση της διπλωματικής και αμυντικής της παρουσίας, ευελιξία στην εξωτερική πολιτική και διορατικότητα ως προς τις μακροπρόθεσμες γεωοικονομικές εξελίξεις.

Η παρατεταμένη δομική αβεβαιότητα που ταλανίζει την περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλοιώνει ολοένα και περισσότερο τα όρια μεταξύ πολέμου και ειρήνης, αποτροπής και πρόκλησης, διπλωματίας και σύγκρουσης. Μέσα σε ένα τόσο δυναμικό τοπίο ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος για το τί μέλλει γενέσθαι. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα –ρητά ή υπόκωφα– θα καθορίσουν την ασφάλεια, την κυριαρχία και τη γεωστρατηγική θέση των κρατών της περιοχής για τις δεκαετίες που έρχονται.

Το κρίσιμο ερώτημα που μένει αναπάντητο δεν αφορά τόσο το τι θα ακολουθήσει, αλλά ποιος θα έχει τη την ανθεκτικότητα για να επιβιώσει και τη διορατικότητα για να διαμορφώσει το νέο μεσανατολικό παράδειγμα.

Μοιράσου το:

Νικολέτα Καρπινκάκη

Νικολέτα Καρπινκάκη

Από μικρή ηλικία είχα έντονο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά και πολιτικα ζητήματα, με στόχο να κατανοήσω τις εξελίξεις που διαμορφώνουν τον κόσμο γύρω μου. Η κοινωνική ευαισθησία και η πολιτική δράση είναι σημαντικά στοιχεία της προσωπικότητάς μου, γι' αυτό και η επιλογή μου να ακολουθήσω τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές ήταν φυσικό επακόλουθο. Παράλληλα, η λογοτεχνία και το θέατρο με γοητεύουν, καθώς θεωρώ ότι βοηθούν στην κατανόηση των ανθρώπινων σχέσεων και της κοινωνίας. Μέσα από τα άρθρα μου επιδιώκω να ενισχύσω τη συζήτηση πάνω σε θέματα που μάλλον δεν είναι και τόσο μακριά και ξένα όσο θέλουμε ή μας αρέσει να πιστεύουμε ότι είναι.

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα