Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων και κινημάτων στην Ευρώπη έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια ως ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα της πολιτικής σκηνής της γηραιάς ηπείρου. Εν μέσω των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αναταράξεων, η ακροδεξιά έχει καταφέρει να κερδίσει σημαντική απήχηση, επηρεάζοντας τις εσωτερικές εξελίξεις των κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά και την ίδια την πολιτική αρχιτεκτονική της Ένωσης.
Το φαινόμενο αυτό, το οποίο σημειώνει σταθερή ανάπτυξη, υπογραμμίζει βαθύτερες κοινωνικο-πολιτικές μεταβολές που επηρεάζουν και θέτουν υπό αμφισβήτηση τις θεμελιώδεις αξίες που διαπνέουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Η άνευ προηγουμένου κρίση ταυτότητας, που εκδηλώνεται μέσα από τις αλλοπρόσαλλες ενέργειες της Ένωσης, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να συμβαδίσει με τις εξελίξεις, φανερώνει τον ιδεολογικό και πολιτικό διαχωρισμό που επικρατεί στο εσωτερικό του οργανισμού.
Από το 2020 και μετά, η Ευρώπη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με πληθώρα διαρθρωτικών κρίσεων, που όχι μόνο αναδεικνύουν τις αδυναμίες των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, αλλά και αποδεικνύουν την αναξιοπιστία των θεσμών της ΕΕ στα μάτια μιας αυξανόμενης μερίδας των πολιτών. Αυτή η απογοήτευση εκφράζεται με την εκρηκτική παρουσία ακροδεξιών δυνάμεων, οι οποίες ευνοούνται από την αποδυνάμωση της πολιτικής ομοφωνίας και την ενίσχυση εθνικιστικών και αντιευρωπαϊκών τάσεων, σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση και η μετανάστευση επανακαθορίζουν τα όρια του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου στην Ευρώπη.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ανοδική πορεία των εν λόγω κομμάτων δεν είναι ούτε τυχαία ούτε επιφανειακή. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτεται εντελώς το συγκυριακό στοιχείο, απλώς καθίσταται σαφές ότι η ερμηνεία του φαινομένου δεν θα πρέπει γίνει στα στενά όρια των “αναπάντεχων” εξωτερικών παραγόντων που οδηγούν στη συγκεκριμένη κατάσταση.
Σε μία τέτοια περίπτωση θα χαρακτηρίζαμε την άνοδο αυτή ως στιγμιαία αντίδραση, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια νοοτροπία. Με άλλα λόγια, η εκμετάλλευση των ανησυχιών που εκφράζει η κοινωνία είναι μια μέθοδος που εμπίπτει στη φιλοσοφία της ακροδεξιάς. Επομένως, η άνοδός της οφείλεται πρωτίστως στον συνδυασμό της ανασφάλειας με την έλλειψη εμπιστοσύνης στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις.
Εν μέσω της οικονομικής αβεβαιότητας, της κοινωνικής αναταραχής και της προσφυγικής κρίσης, οι ακροδεξιοί πολιτικοί σχηματισμοί εμφανίζονται να αντανακλούν τους φόβους μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής κοινωνίας, που αισθάνεται αποξενωμένο από την πολιτική ελίτ και την προοδευτική ευρωπαϊκή ατζέντα.
Από την υγειονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του COVID-19 μέχρι την κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι συνθήκες έχουν συντελέσει καθοριστικά στη δυναμική επανεμφάνιση αυτών των πολιτικών μορφωμάτων, τα οποία κατάφεραν να εισχωρήσουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Η αδυναμία της ΕΕ να προσφέρει αποτελεσματικές λύσεις για τα καίρια ζητήματα της μετανάστευσης, της εσωτερικής ασφάλειας και της οικονομικής σταθερότητας καθιστά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της ΕΕ πιο ευάλωτα σε επιθέσεις από τα ακροδεξιά κόμματα, τα οποία κατηγορούν τα όργανα της ΕΕ για την υπερβολική γραφειοκρατία και την απουσία ουσιαστικής πολιτικής βούλησης.
Επιπλέον, σε επίπεδο διπλωματίας η ροπή προς την ακροδεξιά έχει δημιουργήσει εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών, δυσχεραίνοντας τη λήψη κοινών αποφάσεων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η έλλειψη κοινής κατεύθυνσης, η έμφαση στην εθνική κυριαρχία εις βάρος της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, και η ανικανότητα για συμβιβασμούς σε διεθνείς υποθέσεις καθιστούν την ΕΕ πιο επιρρεπή σε εσωτερικές διαιρέσεις και λιγότερο αποτελεσματική στην εξωτερική σκηνή.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο δεξιός εξτρεμισμός στην Ευρώπη, εν μέρει, αντανακλά μια παγκόσμια μετάβαση, όπου οι παραδοσιακές αξίες και ιδέες αμφισβητούνται έντονα, οδηγώντας σε μια αναγέννηση του εθνικισμού και της απομόνωσης.
Η επανεκλογή του Τραμπ με το σύνθημα “America First” ενθάρρυνε πολλά από τα ευρωπαϊκά λαϊκιστικά πολιτικά σχήματα, γεγονός που οδηγεί σε μια ισχυρότερη διακρατική συμμαχία μεταξύ αυτών των ακροδεξιών κομμάτων και των αμερικανικών λαϊκιστικών κινημάτων, δημιουργώντας έναν νέο πόλο πολιτικής επιρροής με παγκόσμια εμβέλεια.
Πέραν τούτου, η προεδρία Τραμπ προσφέρει στους ευρωπαίους ακροδεξιούς ηγέτες μεγαλύτερη πολιτική νομιμοποίηση και στήριξη. Για παράδειγμα, στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι, η οποία έχει ήδη επιδοθεί σε εθνοκεντρικές πολιτικές και κριτική προς την ΕΕ, μπορεί να ενισχύσει την πολιτική της, αναφερόμενη στο μοντέλο του Τραμπ. Ουσιαστικά, η τραμπική επιρροή δεν προσδίδει μόνο βαρύτητα στις ευρωπαϊκές ακροδεξιές πολιτικές φιγούρες, αλλά ενδυναμώνει επίσης τις εσωτερικές τους θέσεις, επιτρέποντάς τες να επικαλούνται την πολιτική ατζέντα του “America First” ως πρότυπο για τις εθνικές τους στρατηγικές.
Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρείται μια αυξανόμενη διάσταση στις ευρωπαϊκές πολιτικές, με τις εθνικιστικές δυνάμεις να εργαλειοποιούν το επιχείρημα της διασφάλισης της εθνικής κυριαρχίας, να εμμένουν στην αποδοχή περιορισμένων ή μη εξωτερικών δεσμεύσεων και να απομακρύνονται από τις κοινές ευρωπαϊκές δεσμεύσεις.
Γίνεται αντιληπτό ότι η αποκλίνουσα πορεία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις θεμελιώδεις αξίες και τα ιδανικά, που διατυπώνονται στις Συνθήκες της Ένωσης και στον χάρτη των κοινών ευρωπαϊκών αξιών, συνιστά ένα από τα πλέον σοβαρά και σύνθετα προβλήματα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου.
Ο θεσμικός μηχανισμός της ΕΕ αντιμετωπίζει ολοένα και μεγαλύτερες δυσχέρειες στην εξισορρόπηση των εθνικών συμφερόντων με τα κοινά ευρωπαϊκά, ενώ οι πολιτικές αποφάσεις σε τομείς. όπως η ασφάλεια και η άμυνα γίνονται όλο και πιο αβέβαιες και πολωμένες.
Η επιταχυνόμενη άνοδος των ακροδεξιών στοιχείων σε συνδυασμό με την ευρύτερη διάβρωση των παραδοσιακών πολιτικών συσχετισμών, αναδεικνύει τον αμφιλεγόμενο ρόλο της ΕΕ και την ικανότητά της να διαφυλάξει τις ιδρυτικές της αρχές. Οι πολιτικές αντιφάσεις και οι ιδεολογικές εντάσεις που ανακύπτουν από αυτή την τάση προϊδεάζουν για μια μακροπρόθεσμη, και ενδεχομένως δραματική, αναδιάρθρωση του ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη.
Η προοπτική μιας Ευρώπης διαιρεμένης από εθνικιστικές και απαρχαιωμένες ιδεολογίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα εποχή αυταρχισμού και πολιτικού κλειδώματος, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η ανάγκη για έναν ενιαίο και αλληλέγγυο ευρωπαϊκό χώρο γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ, καθώς οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε απαιτούν συλλογική δράση και συνεργασία.