Διονύσης Σαββόπουλος: ο άνθρωπος που ύμνησε τους «Κωλοέλληνες» και θύμωσε τους ραγιάδες

* Παραφρασμένος από τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι για τον Διονύση Σαββόπουλο, ο τίτλος του κειμένου φιλοδοξεί -επιτυχώς ή μη- να περιγράψει την πολυδαίδαλη διαδρομή του τραγουδοποιού από τη γέννησή του στη Θεσσαλονίκη προς το φως της αιωνιότητας.

2 Δεκεμβρίου 1944: Μέσα σε ένα εκρηκτικό πολιτικό κλίμα, ελέω Δεκεμβριανών, ο Διονύσης Σαββόπουλος έρχεται στον κόσμο, αφότου η μητέρα του έχει μεταφερθεί στο νοσοκομείο από μοτοσικλετιστή του ΕΛ.ΑΣ!

Μεγαλωμένος σε αστικό περιβάλλον, στην οδό Ζάννα της ανατολικής Θεσσαλονίκης, ο Διονύσης Σαββόπουλος θα ζήσει μια παιδική ηλικία «χωρίς τίποτα, που όμως τα είχε όλα».

Σε ηλικία 18 ετών, θα περάσει στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, και ακολουθώντας το ανήσυχο ρεύμα της εποχής του, θα επηρεαστεί έντονα από το φοιτητικό κίνημα του 1-1-4, την πολιτιστική διεθνοποίηση και φυσικά από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, για τον οποίο, όπως είχε πει, έκανε αγρυπνία έξω από το ΑΧΕΠΑ, μαζί με πολλούς νέους της εποχής.

Σύντομα όμως θα εγκατέλειπε το «ανυπόφορο» οικογενειακό περιβάλλον και με την άγνοια κινδύνου της νιότης του, θα κατέβαινε με ένα Φορτηγό στην Αθήνα για να ακολουθήσει ένα εντελώς διαφορετικό μονοπάτι, βασισμένο στο ροκ του δικού του παρόντος…

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία… γεμάτη από αγάπη και μίσος

Μια ιστορία που μπορείτε να διαβάσετε στην αυτοβιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου που κυκλοφόρησε, τον περασμένο Ιανουάριο (εκδ. Πατάκη), όπου στην ουσία δεν αφηγείται μόνο την προσωπική του πορεία, αλλά και την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας από τη σκληρή μετεμφυλιακή περίοδο, την Επταετία, μέχρι φυσικά τη Μεταπολίτευση.

«Ενταγμένος» στο λεγόμενο νέο κύμα καλλιτεχνών, ο Διονύσης Σαββόπουλος, δεν στρατεύτηκε ποτέ και για κανέναν, γιατί πολύ απλά δεν χωρούσε σε ιδεολογικά καλούπια. Αισθανόταν αμήχανα, όταν κάποιοι προσπαθούσαν επίμονα να του κολλήσουν ταμπέλες και αμέσως έσπευδε να τις διαψεύσει, συχνά με τον πιο «ηχηρό» τρόπο. Κυρίως όμως μέσα από τη μουσική του.

Όταν κυκλοφόρησε, εν μέσω «Αυριανισμού», το «Κούρεμα» (1989) και ο Διονύσης Σαββόπουλος κυριολεκτικά άλλαξε «look», πολλοί από τους μέχρι τότε θιασώτες του, αισθάνθηκαν προδομένοι, ότι ο «Νιόνιος» που αγαπήσανε και είχαν για «δικό τους», άλλαξε στρατόπεδο και «φλέρταρε» με το κατεστημένο της δεξιάς.

«Ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός κι ήρθε η πληρωμή, πέτρες σκανδάλων, σήψη πάντων προπαντός», τραγουδάει ο Σαββόπουλος στην «Αποτυχία της Αριστεράς». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω δίσκος ήταν ο λιγότερο επιτυχημένος εμπορικά δίσκος του καλλιτέχνη, ο οποίος είδε για ένα διάστημα το κοινό του να τον εγκαταλείπει.

Μέχρι σήμερα πολλοί επικριτές του, ακόμη και στις επίκαιρες νεκρολογίες, εκφράζουν τον θαυμασμό τους για το πρώτο μισό της ζωής του Σαββόπουλου και αναθεματίζουν το δεύτερο, λες και πρόκειται για διαφορετικό άνθρωπο. Το έργο βέβαια γνωστό, το είδαμε να παίζεται, ακόμα και με πρωταγωνιστή τον Μίκη Θεοδωράκη!

Βέβαια, το πρώτο «cancel» το είχε βιώσει αρκετά χρόνια πριν, την περίοδο της Χούντας (από την οποία έφαγε και μπόλικο ξύλο στα κελιά της), όταν το «ζεϊμπέκικο» με τη Σωτηρία Μπέλλου είχε λογοκριθεί, καθώς περιείχε «ανατρεπτικά νοήματα»

Πολλά χρόνια μετά, το 2017, ο Διονύσης Σαββόπουλος έμελλε να φάει ακόμη ένα ανέλπιστο cancel, αυτή τη φορά από την Ιερά Σύνοδο, η οποία ζήτησε να αφαιρεθεί η κατά τ’ άλλα αγαθιάρα και πολυτραγουδισμένη «Συννεφούλα» από το μάθημα των θρησκευτικών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διόλου ασχολήθηκε με το θέμα, καθώς ο Διονύσης Σαββόπουλος βρισκόταν προ πολλού στη «μαύρη λίστα», ειδικότερα μετά το αίτημά του να κηρυχθεί η Αθήνα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο περιθώριο των επεισοδίων του 2011 και της δημόσιας στήριξής του προς το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα του 2015.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ουδέποτε φοβήθηκε να εκφράσει τις απόψεις του για τη δημόσια ζωή, είτε μέσα από τα τραγούδια του, είτε στον δημόσιο λόγο, όπως οφείλει να κάνει κάθε καλλιτέχνης του διαμετρήματός του. Ήξερε ότι πολλές φορές θα του στοίχιζε, αλλά επέλεγε να το κάνει συνειδητά, όχι για να προκαλεί, αλλά λόγω μιας πηγαίας καλλιτεχνικής ευαισθησίας για τις κοινωνικές εξελίξεις αυτού του τόπου που τόσο θαύμαζε και αγαπούσε.

Συμφωνούσες ή διαφωνούσες μαζί του, το μόνο σίγουρο είναι ότι οι απόψεις του δεν περνούσαν απαρατήρητες, γι’ αυτό και πολεμήθηκε ανελέητα από τους αναμάρτητους δικαστές του πληκτρολογίου -επαγγελματίες και μη. Στα 60 χρόνια της σπουδαίας διαδρομής του, κάποιοι επιλέγουν ακόμα και σήμερα -με κοπτοραπτική διάθεση- να σταθούν σε συγκεκριμένα περιστατικά για να πετάξουν λάσπη στον ανεμιστήρα.

Επειδή συνήθιζε να δανείζεται στοιχεία από τη δημοτική παράδοση, κάποιοι τον είπαν λογοκλόπο.

Επειδή έγραψε τους «Κωλοέλληνες», θίχτηκαν οι δεξιοί και οι αριστεροί και τον αποκάλεσαν Ανθέλληνα.

Επειδή έτυχε να διαφωνήσει κάποτε για τη σκηνή μιας ταινίας της Φρίντας Λιάππα που έδειχνε ένα παιδί να βλέπει τους γονείς του να κάνουν σεξ, πολλοί τον χαρακτήρισαν νεο-ορθόδοξο συντηρητικό.

Επειδή πρότεινε ένα νέο μοντέλο διαχείρισης του μεταναστευτικού (λες και αυτό που είχαμε ή έχουμε είναι πολύ καλύτερο), κάποιοι τον αποκάλεσαν φασίστα.

Επειδή κάποτε, σε μία συναυλία, έβγαλε την Καλομοίρα μέσα από μία τούρτα, κάποιοι τον αποκάλεσαν σεξιστή (και μάλλον γεροξεκούτη).

Επειδή στις τελευταίες εκλογές τόλμησε να εκφράσει ξεκάθαρη πολιτική θέση, κάποιοι τον αποκάλεσαν «θεραπαίνιδα του Μητσοτακέικου»  (ο Αλέξης Τσίπρας, πάντως, υπερασπίστηκε δημόσια τον τραγουδοποιό).

Τον κατηγόρησαν ακόμη, επειδή τάχθηκε υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού για τον Covid-19 και αργότερα επειδή εξέφρασε με παρρησία την αλληλεγγύη του προς την Ουκρανία…

Σταματώ εδώ όμως, γιατί κυριεύομαι από ενοχές που αφιέρωσα τόσες αράδες στην ασημαντότητα ορισμένων φωνών. Παραθέτω απλά την ανάρτηση του Σταύρου Ξαρχάκου με αφορμή τον θάνατο του «Νιόνιου».

Ο τρωτός Διόνυσος του ελληνικού πενταγράμμου

Έως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, πολλά έχουν ειπωθεί για την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του Διονύση Σαββόπουλου. Πάντοτε, το φευγιό μιας διακεκριμένης προσωπικότητας αποτελεί την ιδανική ευκαιρία για αγιοποίηση, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν θα το ήθελε ούτε ο ίδιος, ούτε θα θεωρούσε ότι του αξίζει.

Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι καλλιτέχνες όλων των ρεπερτορίων και κάθε γενιάς είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον άνθρωπο, δάσκαλο και καλλιτέχνη Σαββόπουλο.

Από τον Μανώλη Μητσιά, τη Χάρις Αλεξίου, τον Αντώνη Ρέμο και την Άννα Βίσση, μέχρι τη Μαρίνα Σάττι, τον Κωστή Μαραβέγια, τον Φοίβο Δεληβοριά και την Κλαυδία, ο Σαββόπουλος ήταν για την ελληνική δισκογραφία κάτι σαν ένα ιερό τοτέμ, το πιο προσιτό μάλλον από όλα τα άλλα.

Ο «Νιόνιος», όμως, μόνο τέλειος δεν ήταν. Είχε πολλές αδυναμίες, τις οποίες περιγράφει λυρικά στο βιβλίο του. Αδίκησε φίλους και κοντινούς του ανθρώπους, μετάνιωσε για συμπεριφορές του, ενώ όπως παραδέχεται δεν υπήρξε ούτε ο καλύτερος πατέρας, ούτε ο καλύτερος σύζυγος.

Έζησε όμως τη ζωή που ήθελε, όπως την ήθελε. Παρόλο που δεν έκανε διεθνή καριέρα, η μουσική του είχε πάντα κάτι το κοσμοπολίτικο και το λαϊκό ταυτόχρονα. Ίσως να έφταιγε ο μεγάλος σεβασμός με τον οποίο αντιμετώπιζε την ελληνική γλώσσα, η οποία στους στίχους του φαινόταν τόσο λαμπερή και πλούσια. Μπορεί πάλι να φταίει το γεγονός ότι η μουσική του πάντρευε με έναν μοναδικό τρόπο την Ανατολή με τη Δύση και στη μέση ξάφνου εμφανιζόταν ένας ονειροπόλος Καραγκιόζης που δεν ήξερε ποιον δρόμο να πάρει… Καλά μαντέψατε!

Σταματώ εδώ, και πάλι, γιατί κάθε προσπάθειά μου να σχολιάσω περαιτέρω το περιεχόμενο της μουσικής του, θα ήταν μάταιη, καθώς είμαι ανίκανος, ακόμα και να σφυρίξω την εισαγωγή της «Συννεφούλας».

 Η Gen Z πρόλαβε να δει Σαββόπουλο

Για τον Διονύση Σαββόπουλο, η καλλιτεχνική αυλαία έμελλε να πέσει, τέσσερις ακριβώς μήνες πριν από τον θάνατό του.

Στις 21 Ιουνίου, έδωσε την τελευταία του συναυλία μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τον γενέθλιο τόπο του, όπως συνήθιζε να λέει. Κοντά στην αρχαία Πύδνα, σε μια μεγάλη πεδιάδα στη σκιά του Ολύμπου. Και είχα την τύχη να βρίσκομαι εκεί.

Ο συναυλιακός χώρος του Rockwave δεν γέμισε από κόσμο, αλλά μπορούσες να διακρίνεις ότι όσοι πήγαν, δεν ήθελαν μόνο να διασκεδάσουν με τις διαχρονικές επιτυχίες του τραγουδοποιού, αλλά και να αποδώσουν έναν φόρο τιμής, εν είδει προσκυνήματος για όλα όσα έχει προσφέρει στον ελληνικό πολιτισμό.

Και δεν πήγα με τους γονείς μου. Πήγα με τους συνομήλικους φίλους μου, την Αφροδίτη, τη Βίκυ, τη Φαίδρα και τον Βαγγέλη. Και μάλλον ήταν από τις πιο σωστές αποφάσεις της ζωής μου, καθώς αν ο Σαββόπουλος έφευγε από τη ζωή, χωρίς να τον έχω δει έστω μια φορά, δεν θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό μου…

Μετά από μία δύσκολη εβδομάδα, θυμάμαι, τα τραγούδια του Σαββόπουλου λειτούργησαν ως βάλσαμο στην ψυχή. Και δεν ήταν μόνο τα τραγούδια, ήταν φυσικά και τα λόγια του, οι ιστορίες που μοιραζόταν με μπόλικη δόση θεατρικότητας (π.x. για το Woodstock), καθώς εκτός από σπουδαίος τραγουδοποιός, ήταν και δεινός αφηγητής.

Ήταν ο παππούς που θα ήθελες να έχεις για να σου λέει ιστορίες και παραμύθια. Καθισμένος, όπως ήταν, έμοιαζε και λίγο με τον Άη Βασίλη! Η τρυφερή φιγούρα, η οικεία βραχνή φωνή, η ζωντάνια και η παιδικότητα του λόγου του σε κέρδιζαν μονομιάς. Τα «ξωτικά», στο πλάι του, η Κλαυδία και η Αλεξάνδρα Σιετή, στάθηκαν με σεβασμό δίπλα στον μεγάλο συνθέτη, ο οποίος ανέκαθεν είχε αδυναμία στους νέους δημιουργούς.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη DREAM ON-line (@dreamonline.gr)


Το «ζεϊμπέκικο», το ερμήνευσε καθηλωτικά, με τη βοήθεια ενός παλαιότερου μαθητή, του Αλκίνοου Ιωαννίδη, ενώ η τελευταία υπόκλιση έγινε μετά το «Hey Jude» των Beatles.

Sorry Paul, αλλά πλέον αυτό το τραγούδι, το έχω συνδέσει με «Νιόνιο»!

 Διονύσης Σαββόπουλος
Φωτ: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr

Θα κλείσω το κείμενο με μία επιθυμία και μία εκτίμηση:

Όσον αφορά την πρώτη, θα ήθελα να δω περισσότερο Σαββόπουλο στα σχολικά ανθολόγια. Ίσως κι ένα αυτοτελές τεύχος, για να τον αποκρυπτογραφήσουμε, τόσο εμείς, όσο και οι επόμενες γενιές με τη δέουσα -πλέον- νηφαλιότητα. Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά, άλλωστε;

Εκτιμώ, τέλος, ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος θα είναι ιδιαίτερα γενναιόδωροι με τον Διονύση Σαββόπουλο, γιατί ακόμα θα ταξιδεύουν με τα τραγούδια του σε μια θάλασσα μικρή ή θα την βλέπουν νοερά μέσω μιας θαλασσογραφίας

 

* «Προτεινόμενη» βιβλιογραφία:

Μοιράσου το:

Βασίλης Ιατρούδης

Βασίλης Ιατρούδης

Απολαμβάνω να γράφω με άποψη για όλα τα σημαντικά της επικαιρότητας. Με σταθερή έδρα τη Θεσσαλονίκη, είμαι απόφοιτος του Τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ και στο DREAM ON-line εκτελώ χρέη Αρχισυντάκτη. Λάτρης του καλού φαγητού, αγαπώ ιδιαίτερα τα ταξίδια, τη φωτογραφία και τον αθλητισμό. Το μότο μου; Μίλα λιγότερο, Άκου περισσότερο!

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα