Ο Χρήστος Μασσαλάς σπούδασε θεωρία του κινηματογράφου και σκηνοθεσία στο Λονδίνο, ενώ επέστρεψε και ξεκίνησε να κινηματογραφεί στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης. Η μετάβαση του Χρήστου από τη θεωρία στην πράξη, από “movie geek” -όπως του αρέσει να αυτοαποκαλείται- σε καλλιτεχνικό δημιουργό, του έδωσε μια σειρά από εφόδια και συνέβαλε στη δημιουργία μιας ξεχωριστής, πολλά υποσχόμενης, σκηνοθετικής ταυτότητας. Ήδη οι ταινίες του, “Flowers and Bottoms”, “Copa Loca” και “Broadway” έχουν λάβει διεθνή αναγνώριση, ενώ η νέα του ταινία του “Killerwood” έκανε πρεμιέρα στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Συναντηθήκαμε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, για να μιλήσουμε για το πολυαναμενόμενο “Killerwood” και η αμιγώς κινηματογραφική μας συζήτηση, μας οδήγησε μεταξύ άλλων, στην έννοια του “guilty pleasure” στο σινεμά, στις δυσκολίες στον ελληνικό χώρο, με την αναμονή ως κύρια επίπτωσή τους, αλλά και μια συμβουλή προς τους νέους κινηματογραφιστές. Τον ευχαριστούμε θερμά!
– Πώς ξεκίνησε η αγάπη σου για το σινεμά και τι σε έκανε να πεις «εγώ με αυτό θέλω να ασχοληθώ»;
-Η πορεία του καθενός καθορίζεται από τα ειδικά γεγονότα της ζωής του αλλά και από πράγματα, από εντυπώσεις της ποπ κουλτούρας που είναι κοινές σε όσους ανήκουν στην ίδια γενιά. Έτσι, κάποιες ταινίες με έχουν καθορίσει γιατί έχουν εμφανιστεί σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Εγώ γεννήθηκα το ‘86, η γενιά μου, των mid 80’s δηλαδή και μετά, έζησε τη λεγόμενη αναγέννηση της Disney με τη Μικρή Γοργόνα το ‘89, μετά τον Aladdin, τον Βασιλιά των Λιονταριών…
Εγώ πέτυχα αυτό το renaissance, που μπορεί να το έζησε και η δική σου γενιά. Το θέμα ήταν ότι οι προηγούμενοι από εμάς, δεν το είχαν. Αυτές οι ταινίες μου μετέδωσαν μια ρομαντική θεώρηση των πραγμάτων, ένα ρομαντικό ζητούμενο.
Η θεώρηση είναι εξιδανικευμένη, ουτοπική και τελείως love-oriented, λίγο απ’ όλα. Μεγαλώνοντας έρχεσαι αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που δεν είναι έτσι, και αυτή η συνειδητοποίηση σου αφήνει μια μελαγχολία, αφού είχε εντυπωθεί τόσο πολύ μέσα σου αυτό το αλά Disney αφήγημα της νομοτέλειας της αγάπης.
Μετά από τη Disney, στη φάση που ήμουν πια 10-12 και έβγαινα πια από το παιδικό σινεμά, έπεσα πάνω στο renaissance των horror films, των slasher films, δηλαδή για παράδειγμα το “Scream” το οποίο βγήκε όταν εγώ ήμουν 10, το 1996, με εισήγαγε στον ενήλικο κινηματογραφικό κόσμο.
Τότε πραγματικά είχα πωρωθεί. Βέβαια έβλεπα όλες αυτές τις ταινίες κρυφά, γιατί δεν ήταν για την ηλικία μου, οπότε είχα βρει έναν τρόπο στο Video Club της γειτονιάς μου πήγαινα και τα έπαιρνα δήθεν για τον ξάδερφό μου, που ήταν μεγαλύτερος.
“Το Psycho ήταν για μένα το turning point”
– Άρα είχε και έναν μυστικισμό όλο αυτό…
– Ναι, πάρα πολύ. Και έβλεπα ταινίες και κρυφά, γιατί είχαμε στο πατρικό μου και ένα TV room, οπότε πήγαινα εκεί μέσα στη νύχτα όταν κοιμόντουσαν οι γονείς μου και έβλεπα αυτές τις βιντεοκασέτες. Φοβόμουν, αλλά μου άρεσε τρομερά η αδρεναλίνη του horror. Μέσα από τις ταινίες αυτές έπεσα πάνω στον Χίτσκοκ και στο “Psycho ”, που η πρώτη μου αντίδραση όταν το εντόπισα στα προτεινόμενα του Video Club ήταν «σιγά, μια ασπρόμαυρη ταινία θα είναι…» Τελικά όμως, ήταν για μένα το turning point.
Όταν είδα το “Psycho ”, έπαθα πλάκα, μου έγινε σαφές ότι υπάρχει μία σκηνοθετική ταυτότητα, ότι ο σκηνοθέτης είναι ένας δημιουργός ο οποίος καθορίζει τον κόσμο μιας ταινίας. Βλέποντας μάλιστα και τις επόμενες ταινίες του Χίτσκοκ, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ένα νήμα το οποίο συνδέει τη φιλμογραφία του, ένα ολόκληρο σύμπαν. Οπότε είναι ο Χίτσκοκ που του πιστώνω ας πούμε, την πλήρη συνειδητοποίηση μου, ότι θέλω να ασχοληθώ με το σινεμά.
Έπειτα άρχισα να εξερευνώ όλα τα είδη του σινεμά, του ευρωπαϊκού, του arthouse σινεμά… Με τη νέα μου ταινία, το “Killerwood” αισθάνομαι ότι υπάρχει ένα full circle moment, γιατί κάνω πια μία ταινία που είναι ένα ψευδο-ντοκιμαντέρ για έναν σκηνοθέτη που θέλει να κάνει ένα horror film, και που έχει αντλήσει έμπνευση από τα slasher, τύπου “Scream” αλλά και τα giallo. Έτσι, αυτό έχει να κάνει πολύ και με την απαρχή της δικής μου κινηματογραφικής ζωής.
– Έκανες σπουδές κινηματογράφου στο Λονδίνο. Τι σου άφησε η εμπειρία αυτή; Ήταν εξ αρχής στα πλάνα σου να επιστρέψεις και να κάνεις ταινίες στην Ελλάδα;
– Όπως κατάλαβες, από τα 10 ήμουν τόσο πολύ σινεφίλ ή movie geek -μου αρέσει περισσότερο αυτό σαν όρος- που ήξερα από τότε ότι θέλω να ασχοληθώ με το σινεμά. Δεν πέρασε ποτέ μία δεύτερη σκέψη, μήπως κάνω αρχικά κάτι πιο συμβατικό και το δω μετά. Το θέμα ήταν, πώς θα καταφέρω να πείσω τον περίγυρό μου.
Σημειωτέον ότι τη χρονιά που αποφοίτησα από το Λύκειο, το 2004, ήταν η πρώτη χρονιά που λειτούργησε η σχολή κινηματογράφου του ΑΠΘ. Ο συνδυασμός του ότι η σχολή ΑΠΘ αναπόφευκτα ήταν σε φάση test drive ακόμη και το ότι ήθελα να πάω να στο εξωτερικό με οδήγησε τελικά στο Λονδίνο. Επίσης είχα ζήσει ως παιδί για δύο χρόνια στο Δουβλίνο, οπότε μιλούσα καλά αγγλικά από πολύ νωρίς και είχα στο μυαλό μου πάντα ότι ήθελα να πάω σε κάποια αγγλόφωνη χώρα για σπουδές.
Τέλος πάντων, έκανα ένα deal με τους γονείς μου, οι οποίοι προφανώς δεν ενθουσιάστηκαν όταν τους είπα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης, μου είπαν «πέρνα σε μία σχολή στην Ελλάδα, να έχεις αυτήν την εναλλακτική να επιστρέψεις». Στο δικό τους μυαλό μάλλον αυτό που πήγαινα να κάνω ήταν μία τρέλα. Οπότε πέρασα στη Νομική, αλλά δεν πάτησα ποτέ.
Παράλληλα με τις πανελλήνιες, έστελνα portfolio και essays σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό. Tο πρώτο μου πτυχίο ήταν θεωρία κινηματογράφου, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι θέλω να κάνω filmmaking στην πορεία, αλλά ήθελα για αρχή να αποκτήσω το θεωρητικό framework για τις ταινίες. Τελειώνοντας, έκανα το μεταπτυχιακό μου στη σκηνοθεσία στο London Film School.
Έφυγα χωρίς να ξέρω αν θα γυρίσω, γιατί δεν ήθελα αρχικά. Eίχα φύγει σε μία φάση που κανείς στην Ελλάδα δεν φανταζόταν την οικονομική κρίση, το 2004 που ήταν και οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλά αυτή ήταν μία εκδοχή της Ελλάδας που δεν με γοήτευε καθόλου. Ίσα ίσα, πολλές εκφάνσεις της ελληνικής πραγματικότητας τότε με απωθούσαν.
“Ίσως αυτό το χάος της Ελλάδας να μου ταίριαζε περισσότερο”
– Είσαι ο πρώτος που ακούω να λέει κάτι τέτοιο. Οι περισσότεροι ωραιοποιούν εκείνη την εποχή.
– Το να ωραιοποιήσεις κάτι το οποίο έχει μείνει από την ποπ κουλτούρα ναι, αλλά το να ζεις σε αυτήν την πραγματικότητα είναι κάτι άλλο. Η ελληνική κοινωνία τότε, δεν άφηνε κανένα περιθώριο στη διαφορετικότητα, δεν ήταν πολύπλευρη, αλλά συντονισμένη σε ένα πολύ συγκεκριμένο, μονοσήμαντο αφήγημα προόδου.
Πήγα λοιπόν στο Λονδίνο χωρίς να ξέρω αν θα γυρίσω και εκεί ήταν πραγματικά η χαρά της ζωής για εμένα, επειδή ζούσα μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Έβλεπα ήδη τον κόσμο μέσα από ένα πρίσμα ποικιλομορφίας και διαφορετικότητας, κάτι που τελικά το βρήκα στο Λονδίνο. Στα χρόνια που έζησα εκεί, μου έγιναν πολλαπλές αποκαλύψεις για τη ζωή και για μένα τον ίδιο. Κάποια στιγμή όμως, αισθάνθηκα ότι έκλεισε αυτός ο κύκλος.
Αυτό συνέβη όταν η Ελλάδα είχε μπει για τα καλά στην κρίση, οπότε έκρινα ότι, ίσως αυτό το χάος της Ελλάδας να μου ταίριαζε περισσότερο. Με την έννοια ότι, όταν κάτι έχει αποσυντονιστεί τόσο πολύ, υπάρχει δυνατότητα να επαναπροσδιοριστούν πράγματα από την αρχή. Αισθανόμουν ότι γυρνώντας πίσω, ίσως να μπορούσα κι εγώ να προσδιοριστώ με νέο τρόπο και να βρω ένα νέο πεδίο για καλλιτεχνική έκφραση, όπου θα μπορούσα πλέον να εξερευνήσω πράγματα σε αχαρτογράφητα νερά.
– Άρα γύρισες μέσα στην κρίση! Και πώς ξεκίνησες να δουλεύεις ως σκηνοθέτης;
– Όταν δεν έχεις σπουδάσει εδώ, δεν έχεις ανθρώπους που ήσασταν μαζί στη σχολή και ούτε ξέρεις κανέναν, επομένως ξεκινάς από το μηδέν. Οπότε, ναι, τα πρώτα δειλά βήματα είχαν γίνει με το Φεστιβάλ Δράμας, που έστελνα τις μικρού μήκους που έκανα στην Αγγλία, και ερχόμουν και στο Φεστιβάλ, οπότε εκεί άρχισα να γνωρίζω κάποιους ανθρώπους.
Μέσα από παιδιά που γνώρισα στη Δράμα που ήταν κινηματογραφιστές, πολλοί από αυτούς σήμερα κάνουν κι αυτοί τις μεγάλου μήκους ταινίες τους, απέκτησα έναν κύκλο ανθρώπων. Στην Αθήνα σταδιακά αρχίσαμε να κάνουμε πράγματα μαζί, μικρά βιντεάκια, δουλευάμε ως videographers, έκανα μοντάζ για κάποιες εκπομπές και ντοκιμαντέρ, διάφορα πράγματα.
Ήμουν και είμαι αυτό που λέμε “jack of all trades” ξεκίνησα κάνοντας DIY ταινίες, οπότε έκανα μοντάζ, έκανα κάμερα, έκανα ήχο, έκανα όλα αυτά και αυτό με βοήθησε στο να μπορώ να συμμετέχω σε projects από διαφορετικά πόστα, ξέροντας πάντα ότι αυτό που θέλω να κάνω πρωτίστως είναι η σκηνοθεσία. Έτσι στην πορεία έκανα δύο μικρού μήκους ταινίες στην Ελλάδα, το “Flowers and Bottoms”, που ήταν τελείως DIY ταινία, και μετά το “Copa-Loca”, το οποίο δεν ήταν DIY αλλά ήταν μία no budget ταινία, με ένα πάρα πολύ μικρό συνεργείο, χωρίς χρηματοδότηση, που γυρίστηκε σε τρεις μέρες και μονταρίστηκε σε 10.
Αυτό ήταν ένα breakthrough: το “Copa Loca” πήγε στις Κάννες, και μετά από αυτό ξαφνικά οι άνθρωποι άρχισαν να με ξέρουν, αφού ήταν μία από τις πρώτες ελληνικές ταινίες μικρού μήκους που είχαν πάει στις Κάννες. Σίγουρα ήταν η πρώτη no budget ταινία που είχε πάει από την Ελλάδα. Πριν από τη δική μου είχε πάει βέβαια η ταινία της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη, το “Limbo”, που ήταν μια μεγάλη παραγωγή βέβαια. Αισθάνθηκα, ότι αυτό που έγινε με το ‘Copa-Loca’ έδωσε και ένα νεύμα στους υπόλοιπους κινηματογραφιστές ότι “ξέρεις κάνε μία καλή ταινία που με όποια μέσα έχεις, και μπορείς να πας έως τις Κάννες.”
Μετά από το “Copa Loca” πήγαν και άλλες ταινίες μικρού ή no budget και μάλιστα βραβεύτηκαν, όπως η ταινία της Jaqueline (ενν. Λέντζου), που επίσης ήταν μία ταινία που έγινε με σχεδόν τίποτα. Σαν να ξεκίνησε κάτι που δεν ξέρω αν ήταν η συγκυρία, δεν παίρνω προσωπικά κάποιο credit για αυτό, απλώς άνοιξε μία πόρτα που μπήκανε μετά και μπαίνουν ακόμη πολλοί αξιόλογοι κινηματογραφιστές.
– Και μετά ήρθε η πρώτη μεγάλου μήκους σου, το “Broadway”…
– Το “Broadway” πήρε πολλά χρόνια για να γίνει, βέβαια το ότι έγινε είχε να κάνει και με το ότι το “Copa-Loca” είχε πάει τόσο καλά, οπότε και κάποιοι άνθρωποι στο εξωτερικό έμαθαν τη δουλειά μου και θέλησαν να επενδύσουν σε αυτήν. Το “Broadway” ξεκίνησα να το δουλεύω πριν το “Copa-Loca” σκέψου, το 2014 και προβλήθηκε το 2022, πέρασαν οχτώ χρόνια και μεσολάβησαν πολλά. Ήταν μία σχετικά μεγάλη παραγωγή, συμπαραγωγή Ελλάδας-Γαλλίας-Ρουμανίας.
Όταν τελειώνεις από ένα project στο οποίο έχεις στοχοπροσηλωθεί για τόσα χρόνια, μετά είναι σαν να έχεις μία επιλόχεια κατάθλιψη «τι κάνω τώρα πια στη ζωή μου», σκέφτεσαι. Δεν θεωρώ ότι είναι υγιές να κάνεις τόσα χρόνια για μια ταινία, έκανα κι άλλα ταυτόχρονα βέβαια, αλλά το “Broadway” ήταν το μεγάλο μου project.
Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι δεν μπορεί -και αυτό δυστυχώς είναι το pattern με τις ελληνικές ταινίες- ο Έλληνας σκηνοθέτης να κάνει μία ταινία κάθε εφτά χρόνια. Ο κύκλος των ταινιών θα έπρεπε να είναι δυο-τρία χρόνια στην κάθε ταινία, με την έννοια ότι το γράφεις-το κάνεις.
Μια ταινία πρέπει να βγει προς τα έξω, όσο αυτό που σε ενέπνευσε υπάρχει ακόμα στην ατμόσφαιρα, στο λεγόμενο ‘zeitgeist’. Aν φύγει από εκεί, αν μετατοπιστεί το όλο πράγμα, αλλάζει και η όλη σημειολογία. Έτσι προφανώς συμβαίνει με τις ταινίες στο διηνεκές, η σημειολογία τους αλλάζει όσο αλλάζουν και οι εποχές. Αλλά όταν γράφεις μία ταινία το 2014, είναι πιθανό κάποια πράγματα που θέλεις να θίξεις, να έχουν ήδη θιγεί ήδη έως το 2022.
“Βγαίνοντας από το “Broadway” είπα: «θα κάνω μία νέα ταινία τώρα»”
– Οπότε στο “Killerwood” προσπάθησες να κάνεις το αντίθετο, να μην περιμένεις τόσο για να γίνει η ταινία.
– Βγαίνοντας από το “Broadway” είπα: «θα κάνω μία νέα ταινία τώρα». Είχα ένα άλλο σενάριο για το οποίο ήξερα ότι θα έπρεπε να περιμένω πολύ καθώς είναι μεγάλο το budget, το οποίο θα το κάνω στο μέλλον, αλλά είπα ότι δεν θα περιμένω πολύ, τώρα θα κάνω το “Killerwood”. Πέρυσι τέτοιο καιρό δεν είχαμε ξεκινήσει καν να το γυρίζουμε, για να καταλάβεις πόσο γρήγορα έγινε αυτή η ταινία.
Και έγινε το εξής, το οποίο εμένα μου φαίνεται τρομερά ενδιαφέρον και καθόλου τυχαίο: συνειδητοποίησα ότι φέτος υπάρχει μία τάση για slasher films, όπως το “Long Legs”, το “Maxine” και άλλες. Γενικά υπάρχει κάτι στην ατμόσφαιρα το οποίο έχει ωθήσει διάφορους δημιουργούς από διάφορα μέρη του κόσμου, από διαφορετικές γενιές, να κάνουν ταινίες που πατάνε πάνω στην παράδοση του slasher, του serial killer film.
Μπορεί είναι με τη μορφή ενός mockumentary το οποίο έχει και μια σατιρική χροιά, όπως κάνω εγώ με το “Killerwood”, μπορεί να είναι κάτι όπως το “Long Legs”, το οποίο είναι πιο κλασικό και μεταφυσικό. Οπότε κάτι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν μυριστεί στην ατμόσφαιρα, το οποίο οι ιστορικοί του μέλλοντος θα το αναλύσουν.
Έπρεπε να κάνω μία ταινία που να είχε το 1/10 του budget του “Broadway”, αλλά για να κάνω αυτό έπρεπε να βρω το κατάλληλο concept ώστε τα λιγότερα χρήματα να μην είναι έκπτωση, αλλά αυτό ακριβώς που το project χρειάζεται. Ένα mockumentary δηλαδή ήταν αυτό που θεώρησα ότι μπορεί να γίνει με λίγα χρήματα, γιατί θα το έκανα – και από άποψη budget- όπως θα έκανα ένα ντοκιμαντέρ.
– Άρα προσαρμόστηκες στα ελληνικά δεδομένα σε ό,τι αφορά το budget.
– Ένα mockumentary δεν χρειάζεται πάρα πολλά χρήματα. Είναι σαν να αποφασίσεις οτι σήμερα θα φτιάξεις πατάτες τηγανητές. Κανείς δεν σε σταματάει από το να φτιάξεις τις ωραίοτερες πατάτες τηγανητές. Θα πάρεις τις πατάτες και το λάδι και μια φριτέζα που λειτουργεί, ή ένα τηγάνι έστω, και εφόσον ξέρεις πως να τις κόψεις, πόσο να τις τηγανίσεις και πόσο να τις αλατίσεις, θα τις φτιάξεις. Και κάποιες μέρες, μπορεί ένα πιάτο πατάτες τηγανητές να είναι το μόνο που θες.
– Για αυτό ανέλαβες και την παραγωγή;
– Ναι, για να μπορέσει να γίνει και πιο ευέλικτα. Τις ταινίες μου τις έκανα παραγωγή ο ίδιος, τις μικρού μήκους. Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά να κάνεις μία ταινία no budget και μία ταινία micro budget, όπως το ‘Killerwood’, δηλαδή ακόμα και τα λίγα χρήματα που θα έχεις στη διάθεση σου δημιουργούν μια σειρά από υποχρεώσεις: ασφαλίσεις εργαζομένων, δόσεις, γραφειοκρατία… είσαι υπόλογος στο ελληνικό κράτος.
“Ο Αγγελόπουλος δεν έκανε ταινίες επειδή η προηγούμενη έκοβε εισιτήρια.”
– Αναφέρεσαι σε αυτό το multitasking, το κυνήγι που έχετε να κάνετε, οι σκηνοθέτες στην Ελλάδα. Υπάρχει περίπτωση πιστεύεις να βελτιωθεί το σύστημα; Ή η ελπίδα είστε εσείς οι κινηματογραφιστές που το παλεύετε και μόνο;
– Είναι ένας συνδυασμός. Από τη μία πάντα ζητάμε μεγαλύτερη κρατική ενίσχυση: παραδείγματος χάριν, περισσότερα φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις στις ταινίες. Από την άλλη, εφόσον οι ελληνικές ταινίες προσελκύσουν μεγαλύτερο κοινό, τόσο πιο πολύ θα αρχίσουν και περισσότεροι να επενδύουν σε αυτές, πχ. εταιρείες διανομής που θα έχουν κίνητρο να προαγοράζουν τις ταινίες, εφόσον υπάρχει μια συνολικά πιο υγιής προσέλευση στις αίθουσες. Όταν έχεις μια κινηματογραφία η οποία στηρίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στην κρατική χρηματοδότηση όπως είναι η ελληνική, αυτό που κερδίζεις είναι η ελευθερία έκφρασής σου, αφού μπορείς να κάνεις την ταινία που θες, χωρίς να υπάρχει το ζητούμενο ότι πρέπει η ταινία να κάνει εισιτήρια.
Χωρίς αυτή τη δυνατότητα, δεν θα υπήρχε όλο αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκό arthouse σινεμά. Το arthouse έτσι προέκυψε, μέσα από αυτή την ελευθερία που σου δίνει η κρατική χρηματοδοτήση. Δεν υπήρχε δηλαδή ο χρηματοδότης ή ο παραγωγός Χολυγουντιανού τύπου που σου λέει ότι «ωραία η ταινία σου, όμως πρέπει να είναι λίγο αλλιώς για να έχει απήχηση», ο σκηνοθέτης έκανε την ταινία που ήθελε και αυτή είτε έκανε, είτε δεν έκανε εισιτήρια. Ο Αγγελόπουλος δεν έκανε ταινίες, επειδή η προηγούμενη έκοβε εισιτήρια, δεν ήταν εμπορικός σκηνοθέτης. Συνέχιζε να κάνει ταινίες καθώς η κοινή γνώμη αναγνώριζε την καλλιτεχνική αξία του έργου του, ακόμη και αν αυτό δεν μεταφραζόταν σε εισιτήρια.
Το αρνητικό σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι μέσα από αυτό το μοντέλο παραγωγής μειώνονται οι ταινίες είδους, δηλαδή οι κωμωδίες, τα θρίλερ, κλπ. Γιατί αυτές είναι οι ταινίες που κατά παράδοση αποτελούν τον εμπορικό κορμό μιας κινηματογραφίας. Οι ταινίες είδους, οι ταινίες πλοκής είναι αυτές που συνήθως προσελκύουν ένα ευρύτερο κοινό, θεατές που θα πάνε να δούνε μια ταινία, γιατί θέλουν να δούνε τον αγαπημένο τους ηθοποιό ή γιατί θέλουν να γελάσουν ή να τρομάξουν ή να δούνε ένα love story. Που δεν πάνε στο σινεμά για να δούνε ταινίες ‘δημιουργού’, που δεν θα πάνε στο σινεμά για τον σκηνοθέτη, αλλά για το είδος της ταινίας.
Μετά την πτώση του Φίνου και όλου αυτού του παλιού συστήματος με τη Βουγιουκλάκη και τις ταινίες των σταρ κλπ, το κοινό ποτέ δεν επανήλθε μαζικά στις αίθουσες για ελληνικές ταινίες, παρά μόνο σε λίγες, μεμονωμένες περιπτώσεις.
– Και επειδή μιλήσαμε για τα industries : “Killerwood”, “Broadway”, υπάρχει μία αναφορά στην Αμερική. Προέκυψε ή ήθελες να το σχολιάσεις;
– Λοιπόν θα quotάρω τον Lars Von Trier, ο οποίος δεν μπαίνει ποτέ σε αεροπλάνα, έχει φοβία, και δεν έχει πάει ποτέ στην Αμερική, ενώ πολλές από τις ταινίες του εκτυλίσσονται στην Αμερική, τις οποίες έχει γυρίσει στην Ευρώπη αλλά στα Αγγλικά, όπως το “Dancer in the Dark”. Κάποιος τον είχε ρωτήσει πώς γίνεται να κάνεις ταινίες στην Αμερική, ενώ δεν έχεις πατήσει το πόδι σου εκεί.
Είχε απαντήσει ότι είναι τόσο Αμερικάνος, όσο κάποιος που ζει στην Αμερική, με την έννοια ότι έχει γαλουχηθεί από αυτή την κουλτούρα. Και μπορώ να πω ότι η δική μου γενιά πολύ περισσότερο από τη δική του: από την τηλεόραση, τις ταινίες, τα brand μέχρι και το φαγητό.
Εγώ προσπάθησα να καταλάβω τι impact έχει αφήσει μέσα μου και το γεγονός ότι έχω προγραμματιστεί από πολύ μικρός μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα με το αφήγημα ενός αμερικανικού ονείρου, ζώντας όμως σε μία πραγματικότητα ελληνική, με άλλες δομές, με άλλη εσωτερική παράδοση, γλώσσα και τα λοιπά. Αυτή η αντίθεση μεταξύ των δύο αυτών διαστάσεων μου έχει δημιουργήσει μία μελαγχολική σύγχυση.
Όπως λέγαμε πριν και με τη Disney, η συνειδητοποίηση ότι δεν λύνονται όλα με το φιλί της αληθινής αγάπης – ε, όλο αυτό σου αφήνει μια μελαγχολία, πώς να το κάνουμε.
– Να πούμε λίγο και για το “Killerwood”, πότε θα το δούμε στους κινηματογράφους ;
– Θεωρώ ότι δεν θα βγει στις αίθουσες πριν την άνοιξη. Το “Broadway” το είχαμε βγάλει αρχή φθινοπώρου που ήταν λίγο πριν κλείσουν τα θερινά, μόλις είχαν ανοίξει κάποια χειμερινά, που σκέφτεσαι «αν πάω σε θερινό θα κρύωσω, αν πάω σε χειμερινό θα κλειστώ μέσα» και τελικά λες «δεν θα πάω πουθενά». Οπότε αυτή τη φορά θα μου άρεσε αν ήταν θερινό all the way.
“Κάποιοι άνθρωποι, όπως κι εγώ, δεν αναγνωρίζουν την έννοια του guilty pleasure, το pleasure είναι pleasure, αποδέξου το και μην νιώθεις guilty!”
– Πώς ήταν η ανταπόκριση του κοινού στο φεστιβάλ;
– Έχω πάρει πολλές ζεστές κουβέντες αυτές τις μέρες. Κρατάω το «είχα καιρό να διασκεδάσω τόσο» που μου έχουν πει πολλοί. Έχει ενδιαφέρον όμως και θέλω να σημειώσω, ότι υπάρχουν και άνθρωποι που έρχονται να μου μιλήσουν και νιώθω ότι θέλουν να μου πουν ότι διασκέδασαν, αλλά σαν να υπάρχει ένα κράτημα, σαν να μην ξέρουν αν θα πρέπει να πάρουν την ταινία σοβαρά ή να την δουν σαν ‘guilty pleasure’.
Για μένα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση το να κάνω ταινίες που ισορροπούν μεταξύ σοβαρού και αστείου, είμαι αυστηρός στο να μην είναι οι ταινίες μου σοβαροφανείς, αλλά να υπάρχει πάντα ένα υπονομευτικό element, γιατί έτσι είναι και η ζωή. Και οι ταινίες άλλων σκηνοθετών που αγαπώ, ακόμη και αυτές που μοιάζουν πιο βαριές ή πιο καθαρά δραματικές, πάντα έχουν μια χιουμοριστική χροιά που υπονομεύει τη δραματικότητα, που σου υπενθυμίζει ότι η ζωή δεν είναι μονοσήμαντη.
Οπότε αυτή η προσέγγιση του σινεμά που βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο, είναι ένα ζητούμενο για μένα. Κάποιοι άνθρωποι, όπως κι εγώ, δεν αναγνωρίζουν την έννοια του guilty pleasure, το pleasure είναι pleasure, αποδέξου το και μην νιώθεις guilty! (γέλια)
– Ο πρωταγωνιστής του “Killerwood”, ο Τίτος, είναι σκηνοθέτης σαν εσένα. Πόσα βιωματικά στοιχεία του έδωσες; Και εμφανισιακά τον έκανες να σου μοιάζει; Τα γυαλιά κτλ.
– Θεωρώ ότι ο Τίτος είναι μια μάλλον κακόφωνη εκδοχή, όχι η δική μου μόνο, αλλά και του κάθε σκηνοθέτη, με την έννοια ότι ως σκηνοθέτης που θέλεις να κάνεις την ταινία σου, φλερτάρεις πάντα με μία πτυχή η οποία θα μπορούσε, αν εκτροχιαστεί, να γίνει είτε αυτοκαταστροφική, είτε καταστροφική προς τους άλλους,
Μπορεί πολύ εύκολα να χάσεις την ενσυναίσθηση σου, να μην σε νοιάζουν οι γύρω σου και απλώς να λες ότι «θα κάνω τα πάντα στον βωμό της ολοκλήρωσης αυτής της ταινίας». Θεωρώ ότι ο Τίτος είναι μία εκκωφαντική εκδοχή αυτού του πράγματος, το οποίο προσπαθώ να το αντιμετωπίσω κάθε μέρα, ώρα και στιγμή, και να μην είμαι αυτός ο άνθρωπος.
Έφτιαξα συνειδητά τον Τίτο ως έναν άνθρωπο που είναι 100% παρόρμηση. Η πρώτη του σκέψη είναι αυτή που θα εξωτερικεύσει, ο θυμός του, πολλά από αυτά τα πράγματα εγώ δεν τα κάνω. Προσπαθώ να μην εξωτερικεύω τον θυμό μου κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μετά βέβαια, αυτό μου δημιουργεί διάφορα ψυχοσωματικά, τα οποία ο Τίτος δεν έχει – τα αποκτούν οι γύρω του αλλά αυτός κοιμάται πιστεύω μια χαρά!
– Σκέφτομαι την απόπειρα αυτοκτονίας του Τίτου στην ταινία, επειδή ζήτησε την πρωταγωνίστριά του ένας άλλος σκηνοθέτης, η οποία βέβαια είναι μία απολύτως κωμική στιγμή…
– Αυτό για παράδειγμα: ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει να νιώθεις κτητικός με τους συνεργάτες σου, ειδικά με τους ηθοποιούς σου, να το νιώθεις μέσα σου, να νιώθεις αυτή τη ζήλια που νιώθει ο Τίτος: κανένας σκηνοθέτης δεν θα στο παραδεχτεί έτσι απλά. Προφανώς όμως, τους ηθοποιούς σου δεν μπορείς εύκολα να τους αποσυνδέσεις από το έργο σου, από το το έργο σας. Οπότε όταν βλέπεις έναν ηθοποιό που έχεις ταυτίσει με το έργο σου, σε ένα άλλο έργο, κάποιου άλλου δημιουργού, σε ένα άλλο κινηματογραφικό σύμπαν, κάτι σου κλωτσάει.
Η διαφορά μου με τον Τίτο είναι ότι εγώ όσο και αν ζηλέψω στιγμιαία θα προσπαθήσω να το επεξεργαστώ μέσα μου, και σίγουρα δεν είμαι ο άνθρωπος του εκβιασμού, σε καμία έκφανση της ζωής. Της επιμονής ναι, του εκβιασμού ποτέ. Ο Τίτος θα εκβιάσει, θα εξωτερικεύσει τη ζήλεια του, τον θυμό του, τον ανταγωνισμό του – και τελικά θα φέρει τα πάνω-κάτω, με τρόπο ανεπανόρθωτο.
Οπότε ναι, η ταινία δεν είναι αυτοβιογραφική ως προς τα γεγονότα, αλλά ως προς τις εμπειρίες και κάποια συναισθήματα, είναι μία, πώς να το πω, μία πιο graphically enhanced αφήγηση διάφορων συναισθηματικών καταστάσεων που έχω βιώσει.
– Κινηματογραφείς την Αθήνα, πώς είναι να κινηματογραφείς αυτήν την ιδιαίτερη πόλη;
– Η Αθήνα πάντα αισθανόμουν ότι είναι μία μεγάλη, αχανής πόλη αλλά κάνοντας ρεπεράζ, συνειδητοποιείς ότι η κλίμακά της είναι πολύ πιο μικρή, ενώ στο μυαλό μου τα κτήρια της Αθήνας είναι τεράστια. Είναι η αίσθηση που σου δίνει, έχει να κάνει με το αρχιτεκτονικό μπλέξιμο, με το πώς έχει φτιαχτεί, που σε κάθε στενό δεν ξέρεις τι σε περιμένει στο επόμενο. Δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί εύκολα στο μυαλό σου και αυτό είναι που δημιουργεί αυτή την εντύπωση του χάους. Έπρεπε να το προσέξω αυτό στο ‘Broadway’, γιατί αν πας στην Ερμού και την τραβήξεις από τη λάθος γωνία, θα δεις ένα δρόμο με κάτι σχετικά χαμηλά τριώροφα κτίρια, καμία σχέση με τη μεγαλούπολη που ήθελα να αποτυπώσω.
– Η επόμενη ταινία πάλι στην Αθήνα θα είναι;
– Δεν ξέρω, γιατί αυτή τη στιγμή έχω δύο σενάρια που έχω ολοκληρώσει και περιμένω να δω ποιο θα πάρει μπρος. Μάλλον θα πάρει μπρος αυτό που είναι πιο εύκολο να γίνει! Οπότε αυτό που θεωρώ πιο πιθανό να παίρνει μπρος πρώτα δεν είναι μία ταινία πόλης, είναι μία ταινία πιο εξοχική.
– Ελληνική επαρχία;
– Δεν είναι επαρχία ακριβώς, δεν μπορώ να πω παραπάνω, έχει περισσότερο φύση, μακριά από το αστικό τοπίο. Όταν λέμε επαρχία πάει κάπου συγκεκριμένα το μυαλό, και αυτή η ταινία δεν είναι καθόλου αυτό. Στην ταινία θα υπάρχει ένας enclosed κόσμος, μια κοινότητα, ας πούμε. Στο ‘Killerwood’ ήταν η κινηματογραφική κοινότητα. Στο επόμενο, θα είναι κάτι άλλο…
“Μην ξεχαστείς περιμένοντας για τις ιδανικές συνθήκες”
– Κλείνοντας, τι θα συμβούλευες έναν νέο άνθρωπο που διαβάζει αυτή τη συνέντευξη και θέλει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο;
– Θα συμβούλευα να εξασκείται και να σκηνοθετεί όσο πιο συχνά μπορεί γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να γίνεσαι καλύτερος σκηνοθέτης. Αυτό σημαίνει να μην περιμένεις πάντα τις ιδανικές συνθήκες για να κάνεις μία ταινία, το θέμα είναι να σκηνοθετείς.
Η σκηνοθεσία δεν είναι θεωρία, είναι μία εφαρμοσμένη τέχνη: είναι το πώς θα συνεργαστείς με τους ηθοποιούς και με τους υπόλοιπους συνεργάτες σου, οι επιλογές που θα κάνεις on the spot, πώς θα αυτοσχεδιάσεις, γιατί τα πράγματα δεν θα είναι πάντα όπως τα θες, ο καιρός θα αλλάζει, εσύ θα θες ήλιο, αλλά τελικά θα βρέχει… Πρέπει να έρχεσαι αντιμέτωπος με όλα αυτά, ώστε να ανακαλύπτεις ποιος είσαι ως σκηνοθέτης, ποιες είναι οι δυνάμεις σου και ποια είναι η ταυτότητά σου.
Οπότε αυτό θα ήταν που θα συμβούλευα, γιατί αυτό που σκέφτομαι είναι ότι η πρώτη μου ταινία… δεν μετανιώνω για κάτι, αλλά ίσως να περίμενα πολύ για να την κάνω, θα μπορούσα ίσως να είχα κάνει ακόμη δύο ταινίες στο μεσοδιάστημα. Συνεπώς, μην ξεχαστείς περιμένοντας για τις ιδανικές συνθήκες, μπορεί κάτι να χάσεις μέσα στην αναμονή!
Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως