Μετά την ανακάλυψη της «χαμένης Ατλαντίδας» χθες (το κείμενο γράφεται την επομένη της αναμέτρησης Μπόντο Γκλιμτ – Ολυμπιακός), όπου ολόκληρη η Ελλάδα γνώρισε το μικρό, αλλά αξιοσημείωτο ποδοσφαιρικό χωριό του Μπόντο (ή, για να είμαστε γλωσσικά ακριβείς, Μπόντε), θεωρώ πως είναι η ιδανική στιγμή για μια εις βάθος ανασκόπηση σχετικά με το πώς η AEK έχει διαχειριστεί το project των νεαρών ποδοσφαιριστών. Αναφέρομαι τόσο στους παίκτες που προήλθαν από τις ακαδημίες του συλλόγου όσο και σε εκείνους που αποκτήθηκαν σε νεαρή ηλικία με στόχο την ανάπτυξή τους εντός της ομάδας. Για να έχουμε ένα ξεκάθαρο πλαίσιο αναφοράς, θα εξετάσουμε περιπτώσεις ποδοσφαιριστών ηλικίας 17 έως 22 ετών.
Το αφήγημα της Μπόντο Γκλιμτ

«Ο Κγιέτιλ Κνούτσεν ανέλαβε τη Μπόντο Γκλιμτ μέσα από μια σειρά συγκυριών που, αν τις δεις σήμερα, μοιάζουν με ευλογία για την ομάδα. Το 2017, ήταν βοηθός προπονητή όταν η Μπόντο βρισκόταν στη δεύτερη κατηγορία της Νορβηγίας. Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα έκανε περίπατο και ανέβηκε ξανά στην Eliteserien, αλλά ο τότε πρώτος προπονητής, Άσιλ Έλμοσεν Βίγκ, αποχώρησε ξαφνικά εξαιτίας ενός χαμένου… στοιχήματος. Έτσι, η διοίκηση, αντί να ψάξει κάποιο «βαρύ» όνομα, έδωσε την ευκαιρία στον Κνούτσεν.
Από ομάδα-ασανσέρ, που ανέβαινε και έπεφτε μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, ο Κνούτσεν την έκανε ένα ασταμάτητο σύνολο που κυριαρχεί στη Νορβηγία τα τελευταία χρόνια. Και δεν το έκανε με ακριβές μεταγραφές ή κάποια οικονομική υπέρβαση. Το μυστικό ήταν ένα καλά οργανωμένο πλάνο και ένα εξαιρετικό recruitment team, που εστίασε στους underachievers – δηλαδή σε παίκτες που δεν είχαν βρει ακόμα το ταβάνι τους.
Αυτό είναι το απόλυτο παράδειγμα του πώς μια ομάδα μπορεί να χτιστεί σωστά, χωρίς αλόγιστα έξοδα, χωρίς πανάκριβες μεταγραφές, χωρίς υπερβολές—μόνο με σωστό scouting, οργανωμένο πλάνο και πίστη στη διαδικασία.
Δες τους παίκτες που αγωνίστηκαν σήμερα. Ο τερματοφύλακας Χάικιν εντοπίστηκε στο Ισραήλ, αγωνιζόμενος στην Κφαρ Σάμπα. Ο Γκούντερσεν, που πέτυχε το πρώτο γκολ, ήρθε από την ακόμη βορειότερη Τρόμσο. Ο Μπιέρκαν, το φανταστικό μπακ, είναι γέννημα-θρέμμα της περιοχής, όπως και ο ντελικάτος μέσος Μπεργκ, αλλά και ο Χάουγκε, που πέρυσι επέστρεψε στην ομάδα.
Ο Χοέγκ, που έβαλε δύο γκολ, ήταν στα αζήτητα της Όλμποργκ. Ο Σάλτνες, που αναμόρφωσε όλη τη μεσαία γραμμή, προέρχεται από τη γειτονική Μπρόνοισουντ. Ο Εβγιέν, που σήμερα βρισκόταν πότε αριστερά και πότε δεξιά, πρωτοανακαλύφθηκε όταν ακόμη έπαιζε στην παντελώς άσημη Μιόλνιρ.

Και όπως καταλαβαίνεις, το παραμύθι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο. Παίκτες που είτε τους είχαν ξεγραμμένους, είτε δεν τους είχε προσέξει κανείς, έρχονται στη Μπόντο, εξελίσσονται και γίνονται αυτοί που βλέπουμε σήμερα. Χωρίς υπερβολές, χωρίς τεράστια συμβόλαια, χωρίς να σκορπάει χρήματα. Μόνο με σχέδιο, πίστη στο πλάνο και την ικανότητα να βλέπει εκεί που οι άλλοι δεν κοιτάνε».
Υπάρχει πλάνο στην AEK για τους νεαρούς ποδοσφαιριστές της;

Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από μια ανάρτησή μου μετά τη λήξη της αναμέτρησης του Ολυμπιακού με τη Μπόντο Γκλιμτ. Παρατήρησα εκατοντάδες σχόλια που εξυμνούσαν το στυλ παιχνιδιού της νορβηγικής ομάδας, παρά το γεγονός ότι οι γνώσεις των περισσότερων για τον σύλλογο ήταν μάλλον περιορισμένες. Ως κάποιος που παρακολουθεί στενά τη Μπόντο Γκλιμτ τα τελευταία χρόνια και έχει μελετήσει ενδελεχώς τον τρόπο λειτουργίας της, βρήκα την περίσταση κατάλληλη για να προβώ σε μια αντίστοιχη ανασκόπηση της δικής μας ομάδας, της ΑΕΚ.
Πώς λοιπόν έχει διαμορφωθεί το project των νεαρών ποδοσφαιριστών στην ΑΕΚ; Ποιες περιπτώσεις παικτών ξεχώρισαν, ποιοι δεν κατάφεραν να εξελιχθούν όπως αναμενόταν και ποιοι αποτελούν σήμερα τις πιο ελπιδοφόρες προοπτικές του συλλόγου; Ας δούμε αναλυτικά τα δεδομένα, έτος προς έτος, από την ημέρα που η ΑΕΚ επέστρεψε στην Σούπερ Λιγκ.
Αυτή ήταν η πρώτη χρονιά που επιστρέψαμε από την περιπέτεια των χαμηλότερων κατηγοριών τα προηγούμενα έτη. Παναγιώτης Ντούνης, Άνταμ Τζανετόπουλος, Στράτος Σβαρνάς, Άλκης Μαρκοπουλιώτης, Ανδρέας Βλαχομήτρος, Αντώνης Κυριαζής, Δημήτρης Γροντής, Κυριάκος Ανδρεόπουλος. Αυτοί ήταν –τότε– οι παίκτες που εμφανίζονταν στην πρώτη ομάδα και αξίωναν με κάθε τρόπο την καθιέρωση.
Παναγιώτης Ντούνης

Ο πρώτος από αυτούς, ο Παναγιώτης Ντούνης, αγωνιζόταν στη θέση του τερματοφύλακα. Είχε αποκτηθεί από τα Γλυκά Νερά τη χρονιά του υποβιβασμού και θεωρούταν ένα ανερχόμενο project για αυτή τη θέση. Προσωπικά τον θυμάμαι σε έναν αγώνα απέναντι στο Αιγάλεω, ωστόσο το επαγγελματικό του ντεμπούτο ήρθε την τελευταία αγωνιστική των πλέι-οφ της Β’ Εθνικής, στην ήττα με 1-0 από τον Ολυμπιακό Βόλου. Έκτοτε δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά, αποχώρησε το καλοκαίρι του 2016 και σήμερα αγωνίζεται στο Χαϊδάρι.
Άνταμ Τζανετόπουλος

Τον συμπαθέστατο Άνταμ Τζανετόπουλο, όλοι τον θυμόμαστε. Ήρθε στη Γ’ Εθνική από τη Νίκη Βόλου. Δεν κέρδισε τις εντυπώσεις με την πρώτη, ωστόσο ωριμάζοντας μέσα από τις δύσκολες καταστάσεις, κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Όλα άλλαξαν το βράδυ που η ΑΕΚ, στο πλαίσιο προετοιμασίας της επιστροφής, αντιμετώπιζε τη Σεβίλλη σε φιλικό αγώνα. Ο Άνταμ γοήτευσε τον Ουνάι Έμερι, ο οποίος κατέθεσε πρόταση για την απόκτησή του.
Η ΑΕΚ έκλεισε την πόρτα, θεωρώντας ότι άξιζε πολύ περισσότερο από τα 1,5 εκατομμύρια που προσφέρθηκαν τότε. Λίγο αργότερα, μάλιστα, χρίστηκε διεθνής με την Εθνική, ωστόσο οι εμφανίσεις του δεν είχαν διάρκεια. Παρέμεινε στον σύλλογο μέχρι το 2018, αφού στέφθηκε και πρωταθλητής Ελλάδος. Αγωνίστηκε για λίγο στον Απόλλωνα Σμύρνης και μετέπειτα φόρεσε για μια πενταετία τη φανέλα της Λαμίας. Σήμερα αγωνίζεται στη Β’ Κατηγορία των ΗΑΕ με την Αλ-Ντάφρα. Ωστόσο, όλα θα ήταν διαφορετικά αν είχε αναχωρήσει τότε για την Ανδαλουσία.
Άλκης Μαρκοπουλιώτης
Λίγοι τον θυμάστε, αλλά κάποτε χαρακτηριζόταν ως ο επόμενος Παπασταθόπουλος. Βασικός με την Εθνική Κ-19, παίζοντας και στα τελικά του αντίστοιχου Euro, βρισκόταν από… «κούνια» στην Ένωση. Το 2015 υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο, πέρασε δανεικός από τα Χανιά δύο χρόνια αργότερα και αποχώρησε οριστικά από τον σύλλογο το 2019. Έκτοτε ακολούθησαν Δόξα Δράμας, Παναχαϊκή, Ολυμπιακός Βόλου και Προοδευτική, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια φορά τη φανέλα του ΓΣ Μαρκό.
Ανδρέας Βλαχομήτρος

Και αυτόν λίγοι ενδέχεται να τον θυμάστε. Ήταν ο τελευταίος σκόρερ της Ένωσης στη Γ’ Εθνική, έχοντας κλείσει το σκορ στο 3-1 απέναντι στον Πανναξιακό. Το επαγγελματικό του ντεμπούτο ήρθε εκείνη τη χρονιά στα πλέι-οφ απέναντι στον Πανιώνιο και στη συνέχεια έκανε σχεδόν έναν χρόνο να επανεμφανιστεί, παίρνοντας λίγα λεπτά συμμετοχής απέναντι σε Λάρισα και Καλλιθέα. Ενδιάμεσα είχε δοθεί δανεικός στη σερβική Γιαβόρ. Μέχρι το 2019, πέρασε επίσης από τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, τη Σπάρτη και τον Αιγινιακό. Μετά τη φυγή του από την ΑΕΚ, αγωνίστηκε σε Ιωνικό, Νίκη Βόλου και Αιγάλεω, ενώ σήμερα βρίσκεται στον Άρη Πετρούπολης.
Αντώνης Κυριαζής

Μπορεί να τον θυμάστε από τα αποθεωτικά ρεπορτάζ της εποχής, που τον χαρακτήριζαν «μηχανή των γκολ». Μάλιστα, είχε περάσει δοκιμαστικά από Μίντλεσμπρο και Νιουκάστλ, με την ΑΕΚ να πείθει τους αγγλικούς συλλόγους να τον ασφαλίσουν για το διάστημα παραμονής του εκεί. Συμβόλαιο δεν ήρθε ποτέ. Αφότου αγωνίστηκε για λίγο στην Κηφισιά, έφυγε το 2018 για τον Άρη Λεμεσού. Ακολούθησε ένα πέρασμα από τον Διγενή Ύψωνα, πριν επιστρέψει στην Ελλάδα το 2020 για την Προοδευτική. Έκτοτε, αγωνίστηκε σε ΠΑΟ Ρουφ και Εθνικό Πειραιώς, ενώ σήμερα είναι συμπαίκτης του Ντούνη στο Χαϊδάρι.
Στράτος Σβάρνας

Επίτηδες για το τέλος, αφήνω τον Στράτο Σβαρνά. Ένα παιδί που ήρθε στα 17 του από την Τρίγλια Ραφήνας, παρέμεινε στην ομάδα για δύο χρόνια έχοντας μόλις τέσσερις συμμετοχές, έφυγε για την Ξάνθη και επέστρεψε το 2018, όπου και παρέμεινε μέχρι το 2022. Στις δύο θητείες του, χαρακτηρίστηκε ως ένα δυνατό project που θα έφερνε σπουδαία έσοδα στον σύλλογο. Επί των ημερών Καρντόσο, Κωστένογλου, Καρέρα και Χιμένεθ, πραγματοποίησε τις καλύτερες σεζόν του στην ΑΕΚ, όμως –άδικα– παραγκωνίστηκε στη χαώδη χρονιά της Ένωσης με τον Γιαννίκη στον πάγκο.
Η τοξικότητα της ελληνικής πραγματικότητας τον οδήγησε στην Πολωνία, όπου η Ρακόφ τον απέκτησε έναντι μόλις 800 χιλιάδων ευρώ. Μέχρι και σήμερα, ο Έλληνας στόπερ βρίσκεται εκεί, βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της αμυντικής γραμμής, έχοντας πάνω από 80 συμμετοχές στο ενεργητικό του, ένα πρωτάθλημα Πολωνίας και χρηματιστηριακή αξία περί τα δύο εκατομμύρια ευρώ.
Μελετώντας αυτή τη σεζόν, διαπιστώνουμε ένα σημαντικό γεγονός: από τους οκτώ παίκτες που εξετάσαμε, αυτοί που έχουν μείνει πιο έντονα στη μνήμη μας είναι οι Τζανετόπουλος, Σβαρνάς και Γροντής. Ο πρώτος, παρότι έκανε αίσθηση εκείνη την εποχή, μέτρησε μόλις 47 συμμετοχές με τη φανέλα της ΑΕΚ, ενώ η πορεία του άρχισε να φθίνει λίγο μετά την ανανέωση του συμβολαίου του, τον Φεβρουάριο του 2016. Ο Σβαρνάς, από την άλλη, ήρθε, αποχώρησε, επέστρεψε και τελικά παραχωρήθηκε για μόλις 800 χιλιάδες ευρώ, παρά τις αρχικές προσδοκίες. Όσο για τον Γροντή, η ατυχία του ήταν πως έπεσε σε μια εξαιρετική μεσαία γραμμή, με παίκτες όπως οι Σιμόες και Γιόχανσον, γεγονός που περιόρισε τις ευκαιρίες του.
Το κοινό στοιχείο και στις τρεις αυτές περιπτώσεις είναι η έλλειψη ενός ξεκάθαρου πλάνου ανάπτυξης από την πλευρά της ΑΕΚ. Κανένας προπονητής ή μέλος του τεχνικού επιτελείου δεν είχε το όραμα να επενδύσει στην εξέλιξη αυτών των παικτών. Ο Σβαρνάς, τουλάχιστον, κατάφερε να βρει διέξοδο στο εξωτερικό, σε μια χώρα με παράδοση στην παραγωγή ποδοσφαιριστών. Ο Τζανετόπουλος και ο Γροντής, όμως, δεν είχαν την ίδια τύχη, καθώς δεν υπήρχε μια στοχευμένη στρατηγική ανάπτυξης από την ομάδα.
Για τους υπόλοιπους, το πρόβλημα εντοπίζεται βαθύτερα, στις ίδιες τις ακαδημίες του συλλόγου. Ο Ντούνης, αν και είχε προοπτικές, δεν μπόρεσε ποτέ να ακολουθήσει ένα σωστά δομημένο πρόγραμμα εξέλιξης, ενώ η ΑΕΚ διαχρονικά δεν έχει φημιστεί για τη δουλειά της στη θέση του τερματοφύλακα. Το ίδιο μοτίβο ακολουθήθηκε και με τους Μαρκοπουλιώτη, Βλαχομήτρο και Κυριαζή, οι οποίοι, αντί να ενταχθούν σε ένα οργανωμένο σύστημα εξέλιξης, αφέθηκαν σε βεβιασμένους δανεισμούς σε ομάδες χαμηλού επιπέδου, που δεν φημίζονται για την προώθηση ταλέντων.
Η μοναδική εξαίρεση σε αυτό το μοτίβο είναι ο Ανδρεόπουλος. Ήρθε στην ΑΕΚ έτοιμος για το επόμενο βήμα μετά από δύο εξαιρετικές σεζόν στην Κέρκυρα, όμως η κακή διαχείριση της περίπτωσής του, σε συνδυασμό με τη δική του βιαστική αποχώρηση, τον οδήγησαν σε μια καριέρα που δεν εξελίχθηκε όπως ο ίδιος ήλπιζε. Ο ίδιος, μάλιστα, έχει παραδεχτεί πως μετάνιωσε για αυτή την απόφασή του, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του πριν από τέσσερα χρόνια.