Στο Metropolitan Urban Theater έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025 η θεατρική παράσταση «Sea Wall» σε σκηνοθεσία του Απόστολου Τζίμα. Το έργο του Βρετανού συγγραφέα Simon Stephens, που αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς στην Αγγλία, πραγματεύεται με σπάνια ευαισθησία το ζήτημα της απώλειας μέσα από έναν συγκλονιστικό μονόλογο.
Στην ελληνική του εκδοχή, ο μονόλογος αυτός «συνομιλεί» με έναν άλλο μονόλογο, το «Moments». Πρόκειται για ένα «διάλογο» δύο ανδρών γύρω από την απώλεια και την ανθρώπινη ευαλωτότητα. Τους δύο ρόλους ερμηνεύουν ο Χρήστος Δημητρίου και ο Γιάννης Κράβαρης αντίστοιχα, σε μια παράσταση που ενώνει την εσωτερικότητα του λόγου με τη σκηνική απλότητα.
Εμείς συναντήσαμε τους τρεις βασικούς συντελεστές της παράστασης και μιλήσαμε για τη γνωριμία και τη συνεργασία τους ως ομάδα, για τη δημιουργία της καλλιτεχνικής εταιρείας Ison Theatrical Projects και το όραμά τους να στηρίξουν το θέατρο στα Γιάννενα. Ακόμα, μιλήσαμε για την επιλογή του «Sea Wall» και τη σύνδεσή του με το «Moments», για τη δύναμη της απλότητας στην ερμηνεία και για τη θεματική της απώλειας που διατρέχει και τα δύο έργα.
Επιπλέον, η συζήτηση άνοιξε ακόμη γύρω από τη συναισθηματική έκφραση των ανδρών, την αποδόμηση των στερεοτύπων, αλλά και τη σχέση πίστης και επιστήμης ως δύο διαφορετικών τρόπων κατανόησης του ανείπωτου. Τέλος, η κουβέντα έκλεισε με το τι σημαίνει θέατρο σήμερα: μια πράξη ενσυναίσθησης, αλήθειας και κάθαρσης.
Τρεις άνθρωποι, ένα κοινό όραμα
Η συνάντηση με τον Αποστόλη, τον Χρήστο και τον Γιάννη μάς έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε πώς τρεις διαφορετικοί δρόμοι συναντιούνται μέσα στο θέατρο και πώς γεννιέται μια συνεργασία που στηρίζεται στο πάθος, τη δημιουργικότητα και το κοινό όραμα για τον χώρο του θεάτρου.
— Αρχικά, θα ήθελα να μας πείτε δυο λόγια για εσάς.
Αποστόλης: Εγώ είμαι ο Αποστόλης Τζίμας. Είμαι 35 χρονών και είμαι από τα Γιάννενα. Έχω ζήσει εδώ, στην όμορφη πόλη της Θεσσαλονίκης περίπου 5 χρόνια, ως φοιτητής τότε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, δηλαδή αρκετά μακριά από αυτό που κάνω τώρα με το θέατρο και τη σκηνοθεσία. Ασχολούμαι ενεργά με το θέατρο από το 2015 και τα τελευταία δύο χρόνια έχω τη δική μου εταιρεία παραγωγής, την Ison. Παράλληλα, σκηνοθετώ τα δικά μου έργα και κάνω διαδικτυακά σεμινάρια σε ένα πανεπιστήμιο του Βερολίνου επάνω στη σκηνοθεσία.
Χρήστος: Εγώ είμαι ο Χρήστος. Σπούδασα μαζί με τον Αποστόλη στην ίδια σχολή, αλλά δεν γνωριζόμασταν τότε.
— Σε ποια σχολή ήσασταν;
Χρήστος: Ήμασταν στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Αποστόλης: Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Χρήστος: Ναι, εγώ ήμουν στο Οικονομικό, ο Αποστόλης στην Οργάνωση. Κι εγώ δεν είχα ασχοληθεί καθόλου με το θέατρο και με την υποκριτική μέχρι πριν από έξι χρόνια. Μέχρι τότε, ήμουν απλά ένας θεατής, που λάτρευε να πηγαίνει και να βλέπει ταινίες και θεατρικές παραστάσεις. Είχα φύγει από τη Θεσσαλονίκη, ήμουν και στο εξωτερικό και πήγα και στην Αθήνα κάποια χρόνια για δουλειά. Πάντα παρατηρούσα το θέατρο και το σινεμά με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό και όρεξη. Γύρισα στα Γιάννενα προς τα τέλη του 2018 και ξεκίνησα να κάνω κάποια μαθήματα σε μια σχολή θεάτρου.
Τα μαθήματα γίνανε μια πολύ πιο σοβαρή ενασχόληση: φωνητική, κινησιολογία, υποκριτική, αυτοσχεδιασμός, ερασιτεχνικές παραστάσεις, επαγγελματικές παραστάσεις πριν δύο χρόνια. Και είχα την πολύ ωραία έκπληξη και τύχη να συναντηθώ με τον Αποστόλη. Ο Αποστόλης είχε δημιουργήσει τη δική του εταιρεία παραγωγής. Έγινε μία συζήτηση. Είδαμε ότι είμαστε δύο άνθρωποι που λατρεύουμε πάρα πολύ αυτό τον χώρο. Μας συγκινεί ιδιαίτερα· μπορούμε να ζούμε μέσα σε ένα θέατρο. Και έτσι ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που συνεργαζόμαστε και πάμε. Πάμε μπροστά!
Γιάννης: Εγώ είμαι ο Γιάννης Κράβαρης. Είμαι αρχιτέκτονας εσωτερικού χώρου και βιομηχανικός σχεδιαστής. Έχω σπουδάσει στην Αθήνα και έκανα μεταπτυχιακό στην Ιταλία. Ασχολούμαι με το θέατρο από το 2009, δηλαδή 16 χρόνια τώρα, μετά την επιστροφή μου στα Γιάννενα από τη διαμονή μου στην Αθήνα. Ασχολούμαι πάρα πολύ με τη σκηνογραφία, την ενδυματολογία και γενικότερα με την εικαστική επιμέλεια. Κυρίως των παραστάσεων που συμμετέχω, αλλά και όχι μόνο. Φυσικά, για να το κάνω τόσα χρόνια, το λατρεύω, είναι η ψυχοθεραπεία μου. Είναι πολλά.
Σίγουρα το κάνω επαγγελματικά και ό,τι κάνουμε το κάνουμε με πάρα πολλή αγάπη και πάθος, οπότε αυτό διευκολύνει όλες τις άλλες παραμέτρους που μπορεί να έχει το θέατρο. Η γνωριμία με τον Αποστόλη είναι πολλών χρόνων, αλλά η συνεργασία μας σε επαγγελματικό επίπεδο είναι εδώ και δύο χρόνια, που παρουσιάσαμε τον «Χάρτινο Τίγρη». Ένα έργο που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία, όπου παρουσιάστηκε. Ήμασταν κι εκεί με τον Χρήστο, αλλά και με τον Παναγιώτη Γεωργούλα, άλλον έναν φίλο μας. Αυτοί ήμασταν η πρώτη ομάδα και τώρα συνεχίζουμε στο «Sea Wall» οι τρεις μας.

Από την ιδέα στη σκηνή: το ταξίδι της Ison Theatrical Projects
— Η καλλιτεχνική αυτή εταιρεία προέκυψε και από τους τρεις σας ή μόνο από σένα, Αποστόλη;
Αποστόλης: Όχι, προέκυψε από εμένα. Κι απλώς στη διαδικασία της εύρεσης του πρώτου θεατρικού, που ήθελα να σκηνοθετήσω εγώ εξ ολοκλήρου, κατευθείαν σκέφτηκα τον Γιάννη, που τον ήξερα πολύ καλά. Την έχω αυτήν την τρέλα έτσι κι αλλιώς… σκέφτομαι κατευθείαν ποιος θα μπορούσε να παίξει. Ήξερα και το άλλο παιδί, που δεν είναι στη φετινή παραγωγή, και μου έλειπε ο ένας. Είχα ακούσει καλά λόγια για τον Χρήστο, αλλά δεν τον ήξερα. Πήγαμε και κάναμε κανονικά scouting. Τον είδαμε σε μια παράσταση. Και λέμε «εντάξει, ωραία, μας ταιριάζει, είναι ο τρίτος». Αλλά η εταιρεία είναι δικιά μου σαν έμπνευση και σαν υλοποίηση.
— Και από πότε λειτουργεί;
Αποστόλης: Έχει δύο χρόνια.
—Πώς και αποφάσισες να την ιδρύσεις στα Γιάννενα και όχι κάπου αλλού, στην Αθήνα, που συνήθως πάνε οι περισσότεροι; Ήταν προσωπική ή καλλιτεχνική επιλογή; Ήθελες κάπως να εδραιώσεις κάτι και στα Γιάννενα, να πάρει πνοή το θέατρο κι εκεί;
Αποστόλης: Είναι πολλοί οι λόγοι. Ο πρώτος ουσιαστικός λόγος είναι ότι μου αρέσει πάρα πολύ η ζωή μου στα Γιάννενα. Έχω ζήσει και λίγο στην Αθήνα, έχω ζήσει κι εδώ [Θεσσαλονίκη]. Πλέον, η επιστροφή μου στα Γιάννενα είναι κάτι που μου αρέσει πολύ. Δεύτερον, θεωρώ ότι έτσι όπως εξελίσσονται οι ζωές μας, σχεδόν κάθε επάγγελμα μπορεί να γίνεται από οπουδήποτε. Δηλαδή το να κάνεις παραγωγές στα Γιάννενα και να κατεβαίνεις στην Αθήνα δεν είναι και κάτι τόσο εξτρίμ πλέον. Τρίτον, ότι στα Γιάννενα δεν υπήρχε κάτι τέτοιο σαν ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής. Υπήρχαν και υπάρχουν πολύ αξιόλογες θεατρικές ομάδες, αλλά είναι αρκετά διαφορετικό αυτό που θέλω να κάνω.
Συνεργάζομαι με τα παιδιά για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Αυτές τις χρονιές έχω κάνει και άλλες δύο παραγωγές, που ήταν τελείως διαφορετικές. Και σίγουρα ο τελευταίος λόγος είναι πως υπάρχει αρκετός χώρος στο θέατρο πλέον: είτε στα Γιάννενα, είτε στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος έχει στραφεί πάρα πολύ ενεργά στο θέατρο και είναι πολύ ευχάριστο. Δεν ξέρω αν είναι λόγω έλλειψης του σινεμά, λόγω μόδας, πάντως είναι μια καλή εξέλιξη.
«Sea Wall» και «Moments»: δύο μονόλογοι για την ανθρώπινη απώλεια
— Θέλετε να μας μιλήσετε για την επιλογή του έργου; Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το «Sea wall», τι συναισθήματα σας γέννησε και τελικά γιατί το επιλέξατε;
Αποστόλης: Η επιλογή του έργου είναι δική μου. Φυσικά, τα παιδιά δεν είναι άβουλα, έχουν πολύ ισχυρή γνώμη, που την υπολογίζω και την εκτιμώ. Δεν θα προχωρούσα εύκολα, αν τα παιδιά δεν συμφωνούσαν.
Από ‘κει και πέρα, λοιπόν, το «Sea Wall», στη φάση που διάβαζα για άλλη μία φορά, σαν χόμπι κυρίως, διάφορα θεατρικά έργα, έπεσε τελείως καρμικά στα χέρια μου. Ένα PDF διάβασα στα αγγλικά και έκανα τη μετάφρασή του. Τότε δεν ήξερα καν την έκταση που είχε αυτό το έργο παγκοσμίως, γιατί έχει μια πολύ μεγάλη φήμη ως έργο. Γράφτηκε για να το παίξει ο Andrew Scott.
Οπότε έπεσε στα χέρια μου σαν ένα άλλο θεατρικό έργο, χωρίς να ξέρω τίποτα από όλα αυτά. Αρχίζω να το μεταφράζω, για να μπορέσω να το διαβάσω λίγο πιο άνετα εγώ. Κατάλαβα ότι με ενδιαφέρει πάρα πολύ ως έργο. Κάπου εκεί πέρα αρχίζω να ψάχνω για τα δικαιώματα του έργου και παίρνω τη θετική απάντηση. Δεν είχα ψάξει μέχρι τότε το τι είχε γίνει στο εξωτερικό, ότι είχε παιχτεί στο Broadway και είχε πάρει τέσσερις υποψηφιότητες Tony Awards. Είχε πολύ ενδιαφέρον. Συνειδητοποιώ ξαφνικά ότι έχουμε κάτι μεγάλο στα χέρια μας.
Επίσης, είχα διαβάσει το «Moments» από τον φίλο μου που το έχει γράψει, τον μυστικό συγγραφέα μας, και κατάλαβα ότι πολύ εύκολα μπορούν να συνδυαστούν. Λέω «έχουν πολλά κοινά αυτοί οι δύο»: είναι πατεράδες και οι δύο. Και φτάσαμε στο σημερινό αποτέλεσμα.
—Πώς σας φάνηκε η πρώτη ανάγνωση του έργου;
Γιάννης: Λοιπόν, στην αρχή ήμουνα πάρα πολύ επηρεασμένος από τον Τίγρη [την προηγούμενη παράσταση] και περίμενα ότι θα ξαναβγούμε με τον Τίγρη. Ωστόσο, παρουσιάζεται το νέο έργο, το «Sea Wall»/«Moments». Διαβάζω τα κείμενα και απαντάω μετά από τρεις τέσσερις μέρες στον Αποστόλη. Με έβαλε να σκεφτώ άπειρα πράγματα σε τόσο λίγες σελίδες. Επέλεξα να παίξω αυτό το έργο, γιατί πραγματικά μπορεί να μας αγγίξει όλους, είτε θα μιλήσει για γέννα, είτε για απώλεια. Το σημαντικότερο πράγμα που μπορεί να κάνει η τέχνη είναι να αγγίξει την ψυχή κάποιου, να δημιουργήσει αισθήσεις και ερωτήματα.
Χρήστος: Εγώ όταν διάβασα τα δύο έργα, επικεντρώθηκα περισσότερο στο «Seawall», διότι κλήθηκα να ερμηνεύσω αυτό τον ρόλο από τον Αποστόλη. Είναι κάποια κείμενα που τα διαβάζεις και αντιλαμβάνεσαι, χωρίς να πεις πολλά πράγματα με τον εαυτό σου, ότι είναι κάτι πολύ ολοκληρωτικό, κάτι πολύ βαθύ. Και δεν σας κρύβω ότι με φόβισε. Με φόβισε, όπως σε φοβίζουν τα κύματα, όπως λέει και στο έργο, που απλά κάθεσαι και τα παρατηρείς και νιώθεις αυτό το δέος, τον φόβο, αλλά και τον θαυμασμό.
Αφού πέρασαν κάποιες μέρες μέχρι κι εγώ να χωνέψω ότι όντως θα γίνει αυτό το πράγμα και θα πάμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, θυμάμαι που τον πήρα τηλέφωνο και του λέω: «Σε ευχαριστώ που μου δίνεις αυτή την ευκαιρία να ανέβω επάνω στη σκηνή και να πω μια τέτοια ιστορία στον κόσμο».
Γενικά, πιστεύω πως έχουμε την ανάγκη να βγούμε από τη θέαση ανθρώπων, που ανεβαίνουν πάνω στη σκηνή, για να υποδυθούν ρόλους και να μπουν σε κάποιες φόρμες. Αυτά τα έργα πιστεύω αφορούν ένα κοινό, και το νέο κοινό, που θέλει να δει ανθρώπους επάνω στη σκηνή όπως θα τους έβλεπε και εκτός σκηνής· στο φουαγέ ή έξω σε ένα μπαρ και θα τα λέγανε. Μου αρέσει πολύ αυτός ο ωμός ρεαλισμός, που συνδυάζεται με την ποιητικότητα και τη λυρικότητα μιας παράστασης και βγάζει αυτό το αποτέλεσμα.
—Χρήστο, σε επηρέασε καθόλου το βίντεο, που κυκλοφορεί στο Youtube, με τον Andrew Scott στο «Seawall»; Επίσης, πώς προσεγγίσατε τον μονόλογο;
Χρήστος: Όσον αφορά το βιντεάκι του Andrew Scott, το είδα ολόκληρο πριν από περίπου δύο εβδομάδες, που είχαμε ολοκληρώσει με τη δραματουργία και τις πρόβες. Ήταν κάτι το οποίο το συζητήσαμε με τον Αποστόλη, γιατί εγώ μόλις έμαθα ότι υπάρχει ένα βιντεάκι του λέω: «πού είναι να το δούμε μαζί;» και πάμε σπίτι του και ανοίγουμε την τηλεόραση στο YouTube και μου λέει: «μήπως να μην το δούμε;». Και γυρνάω και τον κοιτάζω και του λέω «άστο καλύτερα!»
Αν με ρωτάς αν επηρεάστηκα θα σου πω ότι σίγουρα επηρεάστηκα. Από την άποψη ότι είδα έναν άνθρωπο, που θέλει να κάνει ακόμη και στην κάμερα —το οποίο είναι τελείως διαφορετική συνθήκη— κάτι το οποίο ήθελα κι εγώ να φέρω στη σκηνή, ως ρόλος, ως ηθοποιός. Αυτό το τόσο απλό, ήρεμο πράγμα χωρίς φανφάρες, χωρίς τίποτα. Από εκεί μπορώ να πω ότι επηρεάστηκα. Βέβαια, και ο Αποστόλης, η σκηνοθεσία και ο τρόπος που το δουλέψαμε είναι ακριβώς αυτός. Και η δική του σύλληψη απέναντι σε αυτόν τον μονόλογο είχε ακριβώς αυτά τα στοιχεία. Αν δεν είναι σωστή η λέξη «επηρεάστηκα», θα πω πως κάπως ταυτίστηκα. Ίσως είναι πιο ορθό να το πω έτσι.
Γιάννης: Εμένα ο μονόλογος με φόβισε πάρα πολύ, γιατί ως θεατής δυσκολεύομαι να δω έναν μονόλογο, παρόλο που μπορεί να είναι αριστούργημα, δεν τίθεται θέμα. Οπότε η πρώτη προσέγγιση μας με τον Αποστόλη και η προσπάθειά μου ήταν να το γεμίσω, ώστε να μην υπάρξει αυτό που θα ένιωθα ως θεατής.
Αποστόλης: Θα σου πω εγώ από τη δική μου πλευρά στο πρώτο ερώτημα για τον Andrew Scott. Για αρχή ξεκινάμε ότι είναι ένα mini movie, οπότε δεν ξέρουμε καν την εκδοχή του πώς παρουσιάστηκε στο θέατρο. Είναι στημένη μια κάμερα και είναι τελείως διαφορετικό το βιντεάκι ενδεχομένως από το πώς θα το παρουσίασε και ο ίδιος πάνω στη σκηνή. Ήταν ένας από τους βασικούς λόγους, που δεν ήθελα να επηρεαστούμε, να ταυτιστούμε και να κάτσουμε να το αναλύσουμε: πώς παίζει ή πώς δεν παίζει. Γιατί η αλήθεια είναι ότι ακόμη και σε αυτό το mini movie, ο άνθρωπος κάνει παπάδες! Ο άνθρωπος παίζει με την κάμερα. Είναι τόσο απλό, που είναι σοκαριστικά ωραίο.
Από εκεί και πέρα στην προσέγγιση ενός μονόλογου, μου έχει κολλήσει και λέω στα παιδιά την εξής φράση: «να ακουστεί η ιστορία». Αν ακουστεί η ιστορία, είμαι πολύ χαρούμενος. Υπάρχουν, βέβαια, τεχνικές μονόλογων, τις οποίες μπορείς να χρησιμοποιήσεις, και στις οποίες μπορείς να εστιάσεις λίγο περισσότερο, αλλά στο τέλος της ημέρας, αν η ιστορία ειπωθεί, ακόμα και με λίγα μέσα, θα είναι πολύ όμορφο.
Το ζήτημα της απώλειας και η ανδρική ευαισθησία
—Αναφορικά με το ζήτημα της απώλειας, είναι πολύ ιδιαίτερο και στα δύο έργα ότι ο αφηγητής είναι ένας άνδρας. Συνήθως δεν βλέπουμε την ευαίσθητη πλευρά των ανδρών.
Αποστόλης: Αυτοί οι δύο άνθρωποι που έχω μπροστά μου —φίλοι πια— ο Γιάννης και ο Χρήστος ταιριάζουν για μένα πάρα πολύ σε αυτούς τους δύο ρόλους. Γιατί είναι βαθιά συναισθηματικοί ως άνθρωποι, οι οποίοι θα δείξουν το συναίσθημά τους και είναι πολύ όμορφο.
Γιάννης: Νομίζω ότι κρύβεται το συναίσθημα, δεν νομίζω ότι εκλείπει. Θεωρώ γενικότερα τον άνδρα να είναι πιο ευαισθητοποιημένος από ό,τι τον παρουσιάζουν. Απλά, υπάρχει ένα στερεοτυπικό αφήγημα. Ένα πράγμα, το οποίο δεν ξέρω τι είναι, αλλά είναι πολύ λυπηρό που υπάρχει. Βέβαια, αυτό βλέπουμε να αλλάζει στις επόμενες γενιές, δηλαδή πλέον είναι καλτ! Γενικά, όταν σταματάμε να βλέπουμε μόνο ό,τι είναι γύρω μας και κοιτάμε λίγο παραπέρα, τότε ανοίγουν οι ορίζοντες.
Στη σκηνή, άμα δεν παίξεις αληθινά, δηλαδή αν δεν το νιώσεις και πας να το κάνεις με τεχνική, θα σε καταπιεί το ίδιο το κείμενο. Είναι τόσο αριστουργηματικά γραμμένα και τα δύο κείμενα, που αν δεν νιώσεις αυτό που πας να υποδυθείς, θα γίνεις ρόμπα. Και επειδή είναι και μονόλογος, δεν έχεις άλλα μέσα να σε σώσουν. Οπότε είναι πολύ λεπτή η ισορροπία. Πρέπει να το κάνεις δικό σου, για να μπορέσεις να το πεις σωστά.
—Άρα, η ερμηνεία σας αφορμάται από κάποια δική σας προσωπική εμπειρία; Πώς το δουλέψατε εσείς το κείμενο;
Γιάννης: Βέβαια! Σίγουρα έχει λίγο Στανισλάφσκι μέσα η υπόθεση! Πάντα, όμως, με αποστασιοποίηση, για να μπορείς να το δεις και καθαρά.
Αποστόλης: Αυτό που περιέγραψε ο Γιάννης, η αποστασιοποίηση, είναι η τεχνική, που είναι απαραίτητη. Ούτως ώστε να μπορείς και μετά από 30 παραστάσεις, που το συναίσθημα μπορεί να έχει ξεφτίσει και λίγο, να βγάλεις εξίσου δυνατό αποτέλεσμα. Ή να μην το παίρνεις σπίτι σου. Δεν γίνεται να βγαίνεις από εδώ και να είσαι ράκος.
Χρήστος: Βέβαια, μας πήρε πολύ καιρό να κάνουμε πρόβες και να μην φεύγουμε από το θέατρο κλαμμένοι εντελώς.
Αλλά θέλω να επιμείνω σε κάτι. Σε αυτό που περιγράφει ο Γιάννης και έχει να κάνει με τη στερεοτυπική εικόνα που μπορεί να υπάρχει απέναντι στον άντρα, στο αγόρι ή whatever. Νομίζω ότι αν ξεπεράσουμε όλα αυτά τα πράγματα ως κοινωνία και βγάλουμε μπροστά, ασχέτως φύλου ή προσδιορισμού του κάθε ανθρώπου, την ευγένειά του, την ευαισθησία του, τις ανασφάλειές του και όλο αυτό έρθει σε ένα διαλογικό σημείο, θα πηγαίνουμε προς μια καλύτερη κοινωνία.
Αναφορικά με την προσέγγιση ενός τέτοιου ρόλου, παίζει σημαντικό ρόλο το λεγόμενο κάστινγκ. Όταν δηλαδή ο σκηνοθέτης ή ο παραγωγός επιλέγει ηθοποιούς, που πιστεύει ότι θα μπορούν να φέρουν κάτι που θα είναι περισσότερο πηγαίο, παρά φορμαλιστικό. Μετά μπαίνουν όλα αυτά τα στοιχεία της τεχνικής, των αναπνοών, της κινησιολογίας που φτιάχνουν και δένουν μία θεατρική παράσταση. Ο πυρήνας, όμως, είναι το συναίσθημα.
—Μπορούμε να ισχυριστούμε πως το ζήτημα της απώλειας είναι ένα πολυπαιγμένο θέμα. Γιατί ξεχώρισε για εσάς; Σε τι διαφέρει από άλλα έργα;
Γιάννης: Λοιπόν η απώλεια, όσο και να παιχτεί, θα είναι πάντα πανανθρώπινη και επίκαιρη. Στο κομμάτι του «Moments», κάποιος μπορεί να αντιμετωπίσει, να δει την απώλεια με έναν έντονα συναισθηματικό τρόπο και ταυτόχρονα λίγο αστείο. Και να νιώσει ενδεχομένως καλύτερα. Ή μπορεί να την δει πιο ρεαλιστικά. Στην περίπτωση του «Sea Wall» υπάρχει μια ονειρικότητα, μια άλλη ευγένεια, υπάρχει μια άλλη ματιά. Και οι δύο μονόλογοι έχουν την ευγένεια της ανθρώπινης πλευράς που δεν έχει να κάνει με το φύλο.
Χρήστος: Εγώ θα συμπληρώσω αυτό που λέει ο Γιάννης, στο οποίο συμφωνώ απόλυτα. Σε αυτήν την παράσταση θα δει κάποιος κάτι, το οποίο μπορεί να μην το συζητάμε πολύ, όταν αναφερόμαστε στη λέξη «απώλεια» και στο συναίσθημα αυτό. Κάποια στιγμή φτάνεις σε ένα σημείο, που πλέον είσαι παραδομένος και οτιδήποτε σου μοιάζει κενό. Εγώ και σε συζητήσεις που έχουμε κάνει με τον Αποστόλη και με τον Γιάννη παραλληλίσαμε πολλές φορές την ιστορία με το δυστύχημα των Τεμπών, η οποία είναι επίκαιρη και μας αφορά πάρα πολύ.
Οι γονείς αυτοί δεν θα βγουν ποτέ στα κανάλια να φωνάξουν και να ουρλιάξουν. Δεν θα τους δεις ποτέ να μιλάνε για αυτό το τραγικό πράγμα, που έγινε στα παιδιά τους και να χτυπιούνται και να κάνουν υστερίες. Είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Είναι τόσο τραγικό το να χάνεις το παιδί σου με έναν τόσο αποτρόπαιο τρόπο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην παράσταση, το οποίο υπερβαίνει τα πάντα, υπερβαίνει την ίδια τη ζωή.
Οπότε, έρχεσαι να δεις μία παράσταση για το πώς αντιμετωπίζεις την απώλεια ως κάτι εντελώς υπερβατικό. Τα πόδια σου δεν πατάνε πλέον στη γη. Όπως λέει μάλιστα στο έργο «έχω πλήρη και απόλυτη ανικανότητα να κλάψω».
Φτάνεις, λοιπόν, σε αυτά τα σημεία. Οι μαμάδες και οι μπαμπάδες είναι σε αυτό το σημείο, αυτή τη στιγμή. Έχουν πλήρη ανικανότητα να κλάψουν. Δεν θα φωνάξουν ποτέ. Δεν τους αφορά τίποτα. Μία δικαιοσύνη ψάχνουν να βρουν οι άνθρωποι και μάλλον απ’ ότι φαίνεται δεν θα την βρουν και ποτέ.
Η πίστη, η αμφιβολία και η ανάγκη να βρεις νόημα
—Γι’ αυτό μάλλον και στο έργο υπάρχει και το δίπολο πίστη-επιστήμη. Στην απώλεια, άλλοι στρέφονται πολύ στη θρησκεία και άλλοι την βιώνουν τελείως διαφορετικά. Υπονοήθηκε κάπως μέσα στην παράσταση αυτό. Εσείς πώς το αντιλαμβάνεστε;
Αποστόλης: Υπάρχει μέσα στην παράσταση, ναι. Για να το συνδέσω και με το προηγούμενο που είπατε. Αυτό είναι ένας από τους λόγους που αξίζει να έρθει να δει κάποιος την παράσταση. Το πόσο διαφορετικά μηνύματα μπορεί να βιώσει και πώς μπορεί ο καθένας στο τέλος της ημέρας ως θεατής να πάρει και ο ίδιος την απόφαση τού τι θέλει να ακολουθήσει ή τι θα ακολουθούσε ο ίδιος. Δηλαδή, χάνεις ένα παιδί και όντως κάποιοι άνθρωποι στρέφονται προς τη θρησκεία, ενώ κάποιοι άλλοι αρχίζουν να αμφιβάλλουν για την ύπαρξη του Θεού.
Πρώτα απ’ όλα, τα προσωπικά βιώματα, οι πεποιθήσεις και οι καταβολές δεν μπορεί να είναι αμέτοχες. Ωστόσο, και οι τρεις έχουμε μια κοινή θεματική· την πίστη στη ζωή. Πιστεύουμε ότι με κάποιον τρόπο ο άνθρωπος, είτε με βοήθεια είτε χωρίς, συνεχίζει να προχωράει. Είναι συγκλονιστικό ότι εκεί που νιώθεις το κενό της απώλειας ενός παιδιού και πλέον έχουν στερέψει τα δάκρυα, δεν νιώθεις τίποτα. Από την άλλη, με κάποιον τρόπο ο άνθρωπος πάντα προχωράει.
Λέει ο μονόλογος του Γιάννη ότι «ο μόνος τρόπος να ξεχάσω είναι να προχωρήσω. Δεν τα καταφέρνω πάντα, αλλά προχωράω».

Το θέατρο ως πράξη αλήθειας και κάθαρσης
—Αφού τελειώσει μια μέρα της παράστασης, το κοινό σας με τι σκέψεις και συναισθήματα πιστεύετε ότι θα βγει ή θέλετε να βγει από την παράσταση;
Γιάννης: Εγώ θέλω να φεύγει κάθε φορά ο άνθρωπος λυτρωμένος, είτε γιατί έκλαψε, είτε γιατί γέλασε, είτε γιατί τον θύμωσα και θέλει να με δείρει. Πάντως θέλω να νιώσει κάτι έντονο. Αν του προκαλέσω κάτι με ένταση, θα είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένος. Εγώ αυτό θέλω· να φύγει από εδώ κάποιος με κάτι.
Αποστόλης: Εγώ θέλω να πάει μετά στο ποτό του και να συζητήσει για την παράσταση ή για τα θέματα που τον προβλημάτισαν.
Χρήστος: Εγώ πάντα γελάω με το κοινό γιατί όταν βγαίνεις έξω και συζητάς, μπορείς να ακούσεις από κάτι πολύ ουσιαστικό, κουλτουριάρικο και περίεργο μέχρι κάτι εντελώς μα εντελώς άκυρο, τύπου: «είδα τα κορδόνια σου λύθηκαν, όταν είπες αυτό. Πώς τα έδεσες μετά;».
Θα ήθελα ουσιαστικά από το κοινό που θα έρθει να δει το «Sea Wall», να φύγει από αυτή την παράσταση, να βγει έξω, να δει τον πρώτο περαστικό που θα περάσει από μπροστά του και να πει: «μπορεί και αυτός ο άνθρωπος να έχει κάποια προβλήματα, οπότε ας μην τον βρίσω αν μου την έσπασε για κάτι, γιατί π.χ. μου πήρε τη θέση πάρκινγκ». Θέλω να γίνουμε λίγο πιο ανθρώπινοι. Τουλάχιστον για κάποιες ώρες, κάποιες μέρες, μετά από αυτή την παράσταση.
—Τι θα προτρέπατε ένα παιδί που μένει στην επαρχία και ονειρεύεται να ασχοληθεί με την τέχνη;
Αποστόλης: Εμείς, και οι τρεις μας, προλάβαμε λίγο την περίοδο που δεν υπήρχε εύκολη πληροφόρηση διαδικτυακά. Για να πας να δεις μια παράσταση, μια έκθεση ζωγραφικής, έπρεπε να κάνεις ταξίδια. Τα νέα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με αυτό, μπορούν νομίζω να το κάνουν με μεγάλη ευκολία από οπουδήποτε κι αν είναι. Να πληροφορηθούν και να σπουδάσουν.
Δεν είναι αυτοσκοπός η μεγάλη πόλη. Μπορεί να σου δώσει λίγες περισσότερες επιλογές, που όμως στη σημερινή εποχή μπορούμε να τις βρούμε και από τον οθόνη του υπολογιστή μας. Σκρολάρουμε καθημερινά 15 ώρες. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος που θέλει πραγματικά και τον τραβάει κάτι, δεν μπορεί να έχει πληροφόρηση και για αυτού του είδους τα θεάματα.
Τέλος, νομίζω ότι κάποιος, ο οποίος έχει μια καλλιτεχνική φύση, θα βρει τον δρόμο του σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη. Θα του έλεγα: «πήγαινε και μην φοβάσαι τίποτα!».
Αν θα έλεγα κάτι και στον εαυτό μου, γιατί ήμουν λίγο πιο μαζεμένος πριν από 10 χρόνια, θα έλεγα αυτό: «Πήγαινε! Μην φοβάσαι! Κάντο!» Δεν φανταζόμουν πριν από δύο χρόνια, όταν ξεκινούσα την εταιρεία παραγωγής, ότι μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια θα έχουμε κάνει δύο παραγωγές στην Αθήνα, άλλη μία στα Γιάννενα και τώρα εδώ στη Θεσσαλονίκη.
Γιάννης: Συμφωνώ απόλυτα με τον Αποστόλη. Κάνω τέχνη από τότε που με θυμάμαι. Κάνω ζωγραφική. Η τέχνη είναι η προέκταση του εαυτού μου. Έχω να πω σε όλους τους νέους να ακούνε μέσα τους και όχι δίπλα τους. Αυτό είναι τόσο σημαντικό. Επίσης, είναι όμορφο το «μήπως να πάω και λίγο Αθήνα;». Δηλαδή, το να έχεις στόχους, να υπάρχει μια κινητοποίηση. Πλέον, όταν τα έχουμε όλα είτε στο κινητό μας, είτε δίπλα μας, αρχίζει να χάνεται η ουσία.
Χρήστος: Και γενικότερα να είσαι ανοιχτός. Κι εμένα αν μου έλεγε κάποιος πριν έξι χρόνια ότι θα είσαι στο Metropolitan και θα παίζεις έναν από τους δύο μονολόγους, ότι θα παίζεις το «Sea Wall», θα του έλεγα ότι είναι τρελός, εγώ δεν έχω μπει καν σε θέατρο να ανέβω στη σκηνή! Προκύπτει από την πίστη που λέγαμε προηγουμένως, τη δουλειά. Πρωτίστως από το να είσαι ανοιχτός και να μην κολλάς.
Η ζωή είναι τόσο εύθραυστη, όλα είναι τόσο ρευστά. Και ειδικά τώρα που είναι ακόμη πιο open τα πάντα: να κρατήσεις την ψυχή σου ανοιχτή. Να πας στην Αθήνα, να πας στη Θεσσαλονίκη, να ταξιδέψεις λίγο, να μείνεις και στον τόπο σου και να επιστρέψεις ξανά πίσω. Εμείς γυρίσαμε πίσω στον τόπο μας και από εκεί που είμαστε, παράγουμε τέχνη.
Αποστόλης: Στα Γιάννενα παρακολουθούμε σχεδόν ό,τι ανεβάζει η πόλη. Έχουμε δει εξαιρετικά πράγματα και έχουμε δει διαμάντια να προκύπτουν σε μικρά θέατρα της Αθήνας. Πρόσφατα και σε αυτό τον χώρο είδαμε να ξεκινάει η παραγωγή από εδώ και να κάνει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και να πηγαίνει σφαίρα. Εννοώ πέρσι με τη Νατάσα Εξηνταβελώνη και το «Girls and Boys».
Επίσης, οι μικρές παραγωγές των Αθηνών. Εμένα το αγαπημένο μου είναι να πάω στα Δευτερότριτα στην Αθήνα, δηλαδή σε παραστάσεις που παίζονται Δευτέρα και Τρίτη. Είναι κάτι το οποίο είναι μοναδικό για μένα, γιατί βλέπω κάτι διαμάντια και λέω «ξέρεις τι γίνεται εδώ;». Το αγαπημένο μου παράδειγμα είναι πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ξεκινούσε —τέτοια εποχή πρέπει να ήταν— στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, είδα το «Μια άλλη Θήβα», για το οποίο σήμερα μιλάει όλη η Ελλάδα. Ήμασταν τότε 80 θεατές. Ο Καπουράνης και ο Λέκκας ήταν ακόμα στην αρχή τους.

Μελλοντικά σχέδια
—Πείτε μας τα σχέδια της παράστασης στο μέλλον.
Αποστόλης: Έχουμε παραστάσεις με το «Sea Wall» κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή μέχρι 19 Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη και μετά επιστρέφουμε με παραστάσεις στην πόλη μας, τα Γιάννενα. Και το 2026 με το καλό η παράσταση να κατέβει και στην Αθήνα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι συνεχίζουμε!
Αναφορικά με τα σχέδια της Ison, στο τέλος του Γενάρη του 2026, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, θα ανέβει «ο Γιάννης το Bούδι» για 2η χρονιά.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον Αποστόλη, τον Γιάννη και τον Χρήστο για τον χρόνο τους και την όμορφη κουβέντα που κάναμε. Τους ευχόμαστε να συνεχίσουν με πάθος, τόλμη, ευγένεια και μεράκι να δημιουργούν στο θέατρο και σε ό,τι άλλο τους γεμίζει.
Το «Sea Wall» συνεχίζει με παραστάσεις Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή 10-11-12 Οκτωβρίου, καθώς και Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή 17-18-19 Οκτωβρίου στο Metropolitan Urban Theater στη Θεσσαλονίκη.
Εισιτήρια θα βρείτε εδώ.
Δείτε το τρέιλερ της παράστασης εδώ.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Sea Wall του Simon Stephens (σε σύνθεση με το «Moments»)
με τους Χρήστο Δημητρίου και Γιάννη Κράβαρη
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Απόστολος Τζίμας
Εικαστική Επιμέλεια: Γιάννης Κράβαρης
Πρωτότυπη Μουσική: August Bites
Επιμέλεια Κίνησης: Άννα Παπανικολάου
Φωτισμοί – Φωτογραφίες – Βίντεο: Κωστής Εμμανουηλίδης
Γραφιστικός σχεδιασμός: Χρήστος Λέντζαρης
Επικοινωνία: Λία Κεσοπούλου
Παραγωγή: Ison Theatrical Projects
Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά
Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως και Μαρία Γεωργίου