Πρόσφατα ασχοληθήκαμε με τη δεύτερη σεζόν του Poker Face, για την οποία μπορείτε να διαβάσετε την άποψή μας εδώ. Ένα από τα πρώτα στοιχεία, που σχολιάστηκαν, ήταν το μεγάλο διάστημα, που μεσολάβησε από την πρώτη μέχρι τη δεύτερη σεζόν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο Wednesday. Σχεδόν τρία χρόνια αναμονής συμπληρώθηκαν, μέχρι να κυκλοφορήσει η δεύτερη σεζόν, η οποία μάλιστα προβλήθηκε από το Netflix σε δύο δόσεις, με τα πρώτα τέσσερα επεισόδια να κυκλοφορούν στις αρχές Αυγούστου και τα υπόλοιπα τέσσερα στις αρχές Σεπτεμβρίου. Άξιζε όμως αυτή η αναμονή;
Μετά τα γεγονότα της πρώτης σεζόν, η Wednesday Addams μαζί με τον αδερφό της, Pugsley, επιστρέφει στην ακαδημία Nevermore, όπου θα αντιμετωπίσει νέες απειλές και μεταφυσικά παράδοξα και θα αποκαλύψει καλά κρυμμένα μυστικά.
Η αλήθεια είναι, η πρώτη σεζόν ήταν αρκετά καλή, όμως υπήρχε μία αίσθηση, ότι κάτι έλειπε, αφού περισσότερος ντόρος έγινε για επιμέρους στοιχεία, παρά για τη σεζόν σαν σύνολο, χωρίς όμως αυτό το κάτι να δύναται να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι δημιουργοί διακατέχονται από αυτοπεποίθηση, σιγουριά και δημιουργική ελευθερία και αυτό αποτυπώνεται στην οθόνη του θεατή από το πρώτο καρέ.
Δείγμα αυτής της τόλμης τους η ύπαρξη πολλών διαφορετικών παρακλαδιών της κεντρικής ιστορίας, τα οποία διαχειρίζονται με περίσσεια άνεση και τα οποία πάνω απ’ όλα στοχεύουν στην εξυπηρέτηση της πλοκής, χωρίς να κουράζουν. Εισάγουν νέους χαρακτήρες, αναπτύσσουν τους ήδη υπάρχοντες και δημιουργούν μεταξύ τους αξιόλογα και ενδιαφέροντα πλέγματα σχέσεων, ενώ ο τρόπος με τον οποίο κλείνουν και ανοίγουν κεφάλαια στην ιστορία είναι απλά μαεστρικός.
H Jenna Ortega συνεχίζει να είναι απλά υπέροχη στον ρόλο της Wednesday. Ιδιοφυής, ειρωνική, βλοσυρή και ετοιμόλογη, με αυτό το deadpan ύφος και το ψυχρό προσωπείο, που κρύβει όμως πολλά περισσότερα.
Παράλληλα, η σειρά εξερευνά θεματικές, που είχαν μείνει κάπως αναξιοποίητες στην πρώτη σεζόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σχέση μητέρας και κόρης και το ρήγμα, που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές. Σε αντίθεση με την πρώτη σεζόν, στην οποία η Catherine Zeta Jones λειτούργησε περισσότερο ως κράχτης και σεναριακά έμεινε εντελώς ανεκμετάλλευτη, υπήρχε δηλαδή περισσότερο για τους τύπους, παρά για την ουσία, εδώ το σενάριο την σέβεται και της δίνει καίριο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων.

Η Jones όχι μόνο δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη, αλλά δίνει μία από τις κορυφαίες ερμηνείες της. Η Morticia Addams της Jones τρέμει, καθώς βλέπει ότι το συναισθηματικό χάσμα με την κόρη της σταδιακά διογκώνεται, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να την προσεγγίσει και να γεφυρώσει το χάσμα τους. Η χημεία με την Jenna Ortega είναι αξιοζήλευτη και λειτουργεί ως μία από τις συναισθηματικές άγκυρες της σεζόν, ενώ ανάμεσα στις υπόλοιπες θεματικές είναι η φιλία, η ψυχική υγεία, η περιθωριοποίηση και φυσικά η οικογένεια.
Στις νέες προσθήκες συναντάμε μεταξύ άλλων την Thandiwe Newton, τον Cristopher Lloyd και τον Steve Buscemi με τον τελευταίο να υποδύεται τον νέο διευθυντή της ακαδημίας Nevermore, του οποίου τα κίνητρα είναι σκιώδη και το παρελθόν μυστηριώδες και να προσφέρει μία μαγική ερμηνεία, που τον καθιστά άκρως αντιπαθή.
Επιπλέον, δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στη γοτθική αισθητική και στο βιτριολικό χιούμορ, με τα άκρως μουντά, σκοτεινά χρώματα, τον χαμηλό φωτισμό και την ψυχρότητα που αποπνέουν. Και πώς να μην είναι από τα πιο δυνατά σημεία, όταν πίσω από την σκηνοθετική καρέκλα σε τέσσερα επεισόδια βρίσκεται ο γίγαντας Tim Burton, ένας μοναδικός δημιουργός, ο μάστορας και κυριότερος εκφραστής αυτού του είδους;
Η παρουσία του δίνει άλλη αίγλη στα επεισόδια, που σκηνοθετεί, η οποία απογειώνεται από το καταπληκτικό soundtrack του μόνιμου συνεργάτη και φίλου του, Danny Elfman, με υποβλητικές και ανατριχιαστικές μελωδίες και τραγούδια από Bruce Springsteen μέχρι The Kinks.

Το μόνο αδύνατο σημείο της δεύτερης σεζόν είναι το έκτο επεισόδιο, το οποίο χάνει κάπως τον προσανατολισμό του, αφού υπάρχουν στιγμές, που θυμίζει νεανικό μελόδραμα, τύπου Vampire Academy και κρατάει περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε.
Κατά τα άλλα, η δεύτερη σεζόν του Wednesday όχι μόνο ξεπερνάει την πρώτη, αλλά δημιουργεί και μεγάλες προσδοκίες για την επόμενη. Ας ελπίσουμε, ότι αυτή δεν θα αργήσει πολύ.