Μάτση Χατζηλαζάρου: Άλλη μία ανάμεσα σε τόσες

Μάτση

Τον περασμένο Αύγουστο, έχοντας περιοριστεί στο πατρικό μου και με όποια μελαγχολική διάθεση αυτό συνεπάγεται, τον αφιέρωσα στα βιβλία. Εντάξει, αυτό δεν είναι πρωτοφανές, οι περισσότεροι διαβάζουμε λίγο παραπάνω το καλοκαίρι. Είναι, όμως, κάποιες φορές που αισθανόμαστε την ανάγνωση καταφύγιο και ανάγκη να αποδράσουμε από τα καλτ οικογενειακά τραπέζια, τις πολιτικές συζητήσεις-διαφωνίες που συνήθως δεν οδηγούν πουθενά, τη γεμάτη κόσμο παραλία στις τρεις το μεσημέρι με τον ήλιο να τσουρουφλίζει το κεφάλι μας. Ήταν τέτοιος Αύγουστος. Τέλος πάντων, διάβασα πολλά και καλά (ίσως θα μπορούσα να το αναλύσω κάπου αυτό), αλλά ο χρόνος, ο νοητικός και ο ενδοψυχικός , σταμάτησε όταν έπεσαν στα χέρια μου τα ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου.

Για την ακρίβεια, δεν έπεσαν τυχαία στα χέρια μου, επέλεξα να τα αγοράσω, θέλοντας εδώ και καιρό να βουτήξω στον κόσμο της, τον οποίο αισθανόμουν ότι θα μπορούσα να καταλάβω. Θα είμαι απόλυτα ειλικρινής και θα ομολογήσω πως, ενώ ήξερα το όνομά της, άρχισα να ψάχνω περισσότερα για τη Μάτση, όταν πριν κάποια χρόνια διάβασα για πρώτη φορά Εμπειρίκο και άρχισα να ξεψαχνίζω τη ζωή του. Για την ιστορία, Χατζηλαζάρου και Εμπειρίκος υπήρξαν σύντροφοι στη ζωή και μετέπειτα φίλοι, αμφότεροι εκπρόσωποι του κινήματος του υπερρεαλισμού και ως εκ τούτου ποιητικοί συνομιλητές.

Ειλικρινά, απεχθάνομαι το γεγονός ότι έμαθα για μία ποιήτρια τόσο καθοριστική για την εγχώρια ποίηση μέσω ενός εκ των συντρόφων της, λες και η λογοτεχνική της υπόσταση είναι λειψή ή αμελητέα, ελλείψει ενός στιβαρού – λογοτεχνικού ή μη- ανδρικού ονόματος πλάι της. Δεν νομίζω βέβαια ότι είναι δίκαιο να αναλάβω όλη την ευθύνη για την άγνοιά μου. Οι μόνες ποιήτριες που διδάχθηκα στο μάθημα της λογοτεχνίας ήταν η Μαρία Πολυδούρη και η Κική Δημουλά. Σπουδαίες και οι δύο και ολωσδιόλου διαφορετικές, αλλά μάλλον συνιστούν απόδειξη της θλιβερά περιορισμένης γυναικείας εκπροσώπησης στη διδακτέα ποίηση.

Δεν υπάρχει, φυσικά, γυναικεία ποίηση, όπως δεν υπάρχει και γυναικεία λογοτεχνία γενικώς. Υπάρχουν όμως, γυναικείες φωνές σε κάθε μορφή τέχνης, που μας δίνουν μια πληρέστερη εικόνα για το γυναικείο βίωμα, τη σεξουαλικότητα, τα όνειρα και την (απο)πραγμάτωσή τους, τις ελπίδες, τα κάθε είδους και μορφής συναισθήματα που εκφράζονται σφοδρά ή αφήνουν ένα απροσδιόριστο αποτύπωμα στις σιωπές και τις ανάσες.

Υπάρχει, επίσης, και η γυναικεία ματιά στα πράγματα, που μπορεί εν τέλει να μην απέχει και τόσο από την ανδρική, αν αυτή αποτινάξει την ηδονοβλεπτική της τάση, τη ματαιοδοξία και την αυταρέσκειά της και κοιτάξει με περισσότερη καθαρότητα και θάρρος τη δική της αλήθεια.

* (Προς αποφυγήν -εύλογων- παρεξηγήσεων , το δίπολο γυναίκα-άνδρας χρησιμοποιείται εδώ για λόγους διευκόλυνσης και με απόλυτη συναίσθηση της περιορισμένης του διάστασης).

Καθώς, λοιπόν, η Μάτση Χατζηλαζάρου αποτελεί εκφράστρια της γυναικείας εμπειρίας, αισθάνομαι ότι για την παραγνώρισή της ευθύνεται εν μέρει η φύση του ποιητικού της έργου. Η ολοφάνερη και αναπολογητική λαγνεία της για τα πρόσωπα που ερωτεύεται και τα οποία ενσαρκώνουν τα ποιήματά της, την απομακρύνουν από το είδος των λογοτεχνικών φωνών που εξυμνούνται στις εθνικές επετείους και αναγνωρίζονται διεθνώς.

Εξαίρεση αποτελούν ανδρικές αντίστοιχες φωνές, που ναι μεν εξυμνούν το κορμί, αλλά δεν παραλείπουν να αφιερώσουν χώρο και σε μια κάποια εθνική ανάταση. Γενικότερα, όμως, το σεξ, η ηδονή, ο πόθος, η λαχτάρα μαζί με όλα τα υγρά που τα συνοδεύουν αποτελούν θέματα στις τελευταίες σελίδες, που δεν τα αγγίζουμε, γιατί παραείναι ενήλικα και κάπως αναίσχυντα. Όταν δε καταγράφονται από γυναίκες, χαρακτηρίζονται ακραία, ριζοσπαστικά(;), σίγουρα ακατάλληλα. Η δεκτική στάση απέναντι σε τέτοια γραπτά θα απαιτούσε την παραδοχή ότι το σεξ απασχολεί και τις γυναίκες- μια εξόχως ριζοσπαστική θέση!

Ωστόσο, παρά την απαξίωση και τη συνήθως άνιση μεταχείριση, υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες-θηλυκότητες, που εντός και εκτός συνόρων μας έχουν δώσει τις δικές τους παρακαταθήκες με αφοπλιστική ειλικρίνεια και πραγματική εμβρίθεια. Η Μάτση Χατζηλαζάρου είναι μία εξ αυτών που η υψηλή τους λογοτεχνικότητα μας αφήνει άλαλους να την θαυμάζουμε, προτού εσωστραφούμε απότομα και βιώσουμε κάθε της λέξη. Γράφει για τον έρωτα με τρόπο αποστομωτικό, νιώθεις πως τον κυοφορεί βαθιά στα σπλάχνα της, τον χαϊδεύει και τον κοιμίζει, μέχρι αυτός να βγει στρουμπουλός και παντοδύναμος έξω στον κόσμο, αφήνοντάς την ξεκοιλιασμένη και αδύναμη, μα τόσο πλούσια, τόσο διαυγή.

Δεν γράφει όμως μόνο για τον έρωτα, γράφει και για τον μη-έρωτα, και για τη μνήμη και την απώλεια και όλα αυτά τα συμπυκνώνει και τα μεταμορφώνει, αναμοχλεύει τα πάθη της και τα εναποθέτει γενναιόδωρα στο χαρτί.

Αν στην αρχή ήμουν κάπως εκνευρισμένη με την ταύτιση Χατζηλαζάρου και Εμπειρίκου, θέλω να διευκρινίσω πως αναγνωρίζω την ποιητική τους επικοινωνία, που νοηματοδοτεί τις θεματικές των ποιημάτων τους.

Ταυτόχρονα, η ίδια η Μάτση, ως αυθύπαρκτη δημιουργός συγκαταλέγεται δικαίως στους κορυφαίους Έλληνες υπερρεαλιστές, σ’ αυτούς που ξεπερνούν τα όρια του πεπερασμένου χρόνου και δίνουν λόγο στο ανείπωτο.

Όπως διάβασα κάποτε σε μια δημοσίευση της συγγραφέως Αλεξάνδρας Κ*, είναι τουλάχιστον σκάνδαλο το γεγονός πως η Μάτση Χατζηλαζάρου δεν έχει ανακηρυχθεί ακόμη Αγία της Ελληνικής Γραμματείας. Ας δώσουμε λοιπόν περισσότερο χώρο στις γυναίκες ποιήτριες και σε όλες τις θηλυκές λογοτεχνικές φωνές. Ίσως θα ήταν χρήσιμο ν΄ακούσουμε κι αυτές τις ιστορίεςεχν, όταν ρεμβάζουμε ή πλήττουμε στις παραλίες, αλλά κι όταν ψάχνουμε κάτι που θα προσδώσει μια πνευματώδη γοητεία στη λιγότερο ανέμελη φθινοπωρινή επιστροφή.

Μοιράσου το:

Σοφία Συμεωνίδου

Σοφία Συμεωνίδου

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσα στην Κατερίνη, επέστρεψα για να σπουδάσω. Διαβάζω, προσπαθώ να γράφω, βλέπω καλές και κακές ταινίες, ψήνω άνοστα κεικ, ενίοτε ασχολούμαι με το θέατρο, άλλοτε σπουδάζω Ψυχολογία στο ΑΠΘ. Αγαπώ πολύ τις λέξεις και εδώ θα προσπαθώ να τις βάζω σε σειρά.

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα