Την εποχή που η λογοτεχνία ξεψυχά

λογοτεχνία

Κατά τα μαθητικά μου χρόνια, μολονότι αγαπούσα τη λογοτεχνία, δεν άντεχα την πολυσύχναστη ερώτηση: “Τι θέλει να πει ο ποιητής; Ποιο είναι το ΚΥΡΙΟ θέμα του μυθιστορήματος;”

Κι ενώ όλοι θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να μου ήταν παιχνιδάκι η απάντηση, δεδομένου ότι ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, για μένα ήταν το χειρότερο που μπορούσε να μου συμβεί. Ποτέ δεν καταλάβαινα αυτή την ερώτηση. Τι θα πει ΚΥΡΙΟ θέμα; Κύριο θέμα για ποιον; 

Για τον ποιητή; Και εγώ που να ξέρω τι άνθρωπος ήταν, τι εμπειρίες είχε ως παρακαταθήκη πριν το γράψει, τι σκεφτόταν όταν το έγραφε, τι τον προβλημάτιζε στη ζωή του και ποια ήταν τα ιδανικά και οι προτεραιότητες του; 

Κύριο θέμα για μένα; Και ποιος μπορεί να ελέγξει αν το θέμα που θεωρώ εγώ κύριο είναι πράγματι το σημαντικότερο για μένα; Αυτό δεν είναι κάτι που το γνωρίζω εγώ και… ο εαυτός μου; 

Ποιος μπορεί και γιατί έχει τη δικαιοδοσία να πει σε ένα παιδί πώς θα βλέπει τον κόσμο, πώς αισθάνεται όταν διαβάζει, όταν ακούει ένα έργο, διότι η λογοτεχνία δεν είναι παρά η ζωή αποτυπωμένη σε χαρτί; 

Η απάντηση λοιπόν στην ερώτηση “ ποιο είναι το κύριο θέμα” πρέπει να είναι και είναι πάντα σωστή εφόσον αιτιολογείται. Πρέπει να θεωρείται θετική, αλλά μάλιστα να πριμοδοτείται η ύπαρξη και έκφραση διαφορετικών, ακόμη και εξ αντιθέτου, απόψεων για το ίδιο ακριβώς έργο, διότι τότε σημαίνει πως ένας άνθρωπος προβληματίστηκε, σκέφτηκε και αποτύπωσε τη δική του μοναδική ταυτότητα. Αντιθέτως, όταν όλοι απαντούν το ίδιο, είναι μέρα λύπης και πένθους για τη λογοτεχνία, διότι σημαίνει ότι απέτυχε.

Απέτυχε να κινητοποιήσει τον άνθρωπο που στάθηκε μπροστά της, απέτυχε να σπείρει όση δημιουργικότητα έσπειρε κάποιος άλλος προηγουμένως και βάση αυτής κατάφερε να γεννηθεί. Απέτυχε ολοκληρωτικά, γιατί κάτι το τόσο ελεύθερο, το απελευθερωτικό, το δημιουργικό, που δεν χωρεί σε καλούπια και δεν τιθασεύεται, του τρέχει σαν το νερό του ποταμού, σταθεροποιήθηκε, ακινητοποιήθηκε και ο τίτλος του δεν είναι πρόταση προβληματισμού αλλά σταθερή ταμπέλα αποκλειστικά καθοριστική για το περιεχόμενο. 

Και χωρίς να προβληματιζόμαστε για τα προαναφερθέντα, καταλήγουμε να κατηγορούμε τα παιδιά ότι τα θέλουν όλα έτοιμα, ότι δεν προσπαθούν, δεν προβληματίζονται, δεν δημιουργούν. Ότι αναζητούν την εύκολη λύση, δεν σκέφτονται εκτός πλαισίου και ο εγκέφαλος τους αντικαταστάθηκε από έναν ηλεκτρονικό. Πως όμως κατηγορείς κάποιον για την έλλειψη όρεξης και δημιουργικότητας όταν εσύ ήσουν αυτός που του την έκλεψε; Πως περιμένεις να αντιδράσει κάποιος που ενώ είχε φτερά του τα έκοψες και τώρα τον κατηγορείς που δεν πετάει;

Διότι όταν είχε την όρεξη να μάθει, όταν ήρθε σε επαφή με τη λογοτεχνία, εσύ δεν τον ρώτησες πώς αισθάνεται, πώς φαντάζεται τους χαρακτήρες, ποιο πιστεύεις ότι θα μπορούσε να είναι εκείνο που θέλει να επικοινωνήσει ο συγγραφέας. Αντιθέτως, τον ρώτησες κάτι κι όταν εκείνος/η σου παρουσίασε τη δική του οπτική γωνία επί του θέματος, εσύ την απέρριψες, απάντησες πως είναι λάθος και του ζήτησες να προσπαθήσει ξανά. Και ρωτώ: πώς είναι κάτι λάθος στη λογοτεχνία; Πως μπορώ να θεωρήσω λάθος έναν προβληματισμό κάποιου, μία πτυχή δημιουργικότητας, μία σκέψη πάνω σε ένα θέμα;

Για να υφίστανται λάθος προσεγγίσεις στη λογοτεχνία, υπάρχουν τρεις πιθανές περιπτώσεις. Είτε η λογοτεχνία έχει πλέον κατακρεουργηθεί σε τέτοιο βαθμό που της επιβάλλεται να έχει μία μόνο εκδοχή, άρα έχει χάσει πλήρως την ποιοτική της υπόσταση και την ουσία της. Είτε θεωρούμε πως όλοι υποχρεούνται να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο και υπό το ίδιο πρίσμα, άρα δεν αποδεχόμαστε τον πλουραλισμό. Ή πολύ απλά σκοτώνουμε την ελευθερία λόγου.

Ανεξαρτήτως τι ισχύει από τα προαναφερθέντα, θα έπρεπε να είναι ανησυχητικό -ήδη κοιτώντας τους προβληματισμούς και χωρίς να αναλύσουμε τα αποτελέσματα της κατάστασης- το γεγονός ότι οι πιθανές καταστάσεις αναφέρονται στο εκπαιδευτικό σύστημα. Πώς λοιπόν προάγουμε τον πλουραλισμό όταν αρνούμαστε διαφορετικές πνοές σε ένα έργο; Κι τι εννοούμε με τον όρο διαφορετικές; Διαφορετικές σύμφωνα με τι; Πώς και ποιος σχηματίζει αυτή τη “σωστή ερμηνεία”, απορρίπτοντας οποιαδήποτε αντίκειται σε εκείνη και με ποια κριτήρια; 

Τοποθετώντας λοιπόν αυτές τις ταμπέλες, εγκλωβίζοντας τη λογοτεχνία σε στενά καλούπια, θυσιάζοντας την στον βωμό της ευκολίας και μίας τυπικής επιφανειακής παιδείας, έχουμε δυστυχώς φτάσει στο σημείο που η λογοτεχνία περνά αδιάφορη. Από εκεί που έκαιγε σαν φωτιά τώρα πετά μικρές σπίθες που κάποιοι τελευταίοι “εραστές” της προσπαθούν να διαφυλάξουν. Κι αυτό δεν είναι άσχημο, δεν είναι στενάχωρο. Είναι τρομακτικό.

Διότι την ημέρα που ο άνθρωπος θα πάψει να αισθάνεται, την ημέρα που θα πάψει να ασχολείται και θα υποταχθεί σε ένα γκρι σύννεφο, αυτή είναι η μέρα της πλήρης υποδούλωσης του, του πλήρους ευτελισμού του ανθρώπινου πνεύματος. Διότι ακόμη και στη ναζιστική Γερμανία, η λογοτεχνία δεν ήταν αδιάφορη. Μπορεί οι Ναζί να έκαιγαν τα βιβλία, να διέπραξαν τρομερά εγκλήματα κατά της παιδείας, της προόδου και του ανθρώπινου είδους, όμως μέχρι και εκείνοι καταλάβαιναν την αλκή της. Μέχρι και εκείνοι ένιωθαν κάτι για την λογοτεχνία. Την φοβόντουσαν.

Κι ενώ σήμερα η διεθνής κοινωνία δεν απέχει πολύ από τότε, οι άνθρωποι, αντί να στραφούν στη γνώση και τη λογοτεχνία, αντί έστω να θυμώσουν μαζί της, απλώς αδιαφορούν. Και οι σημερινοί “Χίτλερ” δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να την πολεμήσουν, αφού πρώτα εμείς την αφήσαμε να πεθάνει. Και μετά αναρωτιόμαστε τι πάει λάθος….

Μοιράσου το:

Άσπα Λέστου

Άσπα Λέστου

Ειμαι φοιτήτρια της Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θεωρώ ότι η ζωή είναι ένα λουλούδι που ομορφαίνει όσο αποκτά περισσότερα πέταλα και ως εκ τούτου προσπαθώ να καταγίνομαι με ποικίλες ασχολίες. Αγαπώ τα ταξίδια, τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα τη δημιουργική γραφή, ενώ θεωρώ τη μουσική βασικό παράγοντα ευτυχιας. Αποφάσισα να συμμετέχω στην ομάδα του DREAM ON-line, διότι πιστεύω ότι η νέα γενία έχει φωνή και πρέπει να ακουστεί, καθώς μόνο τότε θα γινει η επιθυμητή αλλαγη.Όπως δηλώνει και το μότο μου: μόχθησε για την αδικία του σήμερα, για να υπάρξει το δίκαιο του αύριο!

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα