Η ταινία «Superman», η οποία έκανε πρεμιέρα μόλις πριν από λίγες μέρες, είναι σε σκηνοθεσία και σενάριο James Gunn, ενώ πρωταγωνιστούν οι David Corenswet, Rachel Brosnahan, Nicholas Hoult, Skyler Gisondo, Edi Gathegi, Nathan Fillion, Frank Grillo και Isabela Merced. Μετά την παρέμβαση του για την αποτροπή εχθροπραξιών ανάμεσα στην Boravia και την Jarhanpur, ο Superman αντιμετωπίζει για πρώτη φορά τη δυσπιστία του κόσμου, ενώ ο ψυχωτικός δισεκατομμυριούχος Lex Luthor μηχανεύεται την πτώση του.
Το σύμπαν της DC είναι πιθανότατα ο μεγαλύτερος φουκαράς του Hollywood από την πρώτη μέρα λειτουργίας του και έπειτα. Πραγματικά, αυτό το σύμπαν έχει περάσει τις δέκα πληγές του Φαραώ και όμως ακόμη προσπαθεί να βρει τα πατήματά του. Βέβαια, για αυτό δεν ευθύνεται κανένας εξωγενής παράγοντας, παρά μόνο η ίδια η εταιρεία που ποτέ δεν αποφάσισε τι ήθελε και πώς ακριβώς θα το ανέπτυσσε. Όσο η Marvel γιγάντωνε τον μύθο της, με αξέχαστες ταινίες (και αυτή μέχρι το 2019, γιατί από εκεί και έπειτα τα έχει διαλύσει όλα), η DC απλά υπήρχε. Αντί να αφιερωθεί στην εκπόνηση ενός μακρόχρονου πλάνου, με ισχυρά θεμέλια και σαφή κατεύθυνση, αρκέστηκε σε σπασμωδικές κινήσεις, οι οποίες μαρτυρούσαν πανικό, αναποφασιστικότητα και οργανωτικό χάος.

Αν και κάτι πήγε να κάνει μετά την κυκλοφορία του «Man of Steel», το οποίο μας έδωσε την κορυφαία, πιθανότατα, ταινία Superman, χάρις στο μοναδικό όραμα του Zack Snyder, δεν έχτισε πάνω σε αυτό, αλλά μάλλον το αντιμετώπισε ως αναγκαίο κακό. Μολονότι η συνέχεια ήταν θετική με ταινίες, όπως το «Batman vs Superman» (το οποίο ό,τι και να λένε διάφοροι, είναι μία καλή ταινία), το «Aquaman» και το «Shazam» μεταξύ άλλων και κυρίως το εξαιρετικό «Wonder Woman», το προσωπικό δράμα του Snyder με την αυτοκτονία της κόρης του και η προσωρινή αποχώρησή του, για να αφοσιωθεί στην οικογένειά του, ήταν η αφορμή, ώστε η εταιρεία να τον καρατομήσει.
Η κυκλοφορία του «Justice League» σε σκηνοθεσία Joss Whedon, ο οποίος πήρε τα ηνία από τον Snyder, εν μέσω ανετοιμότητας και προχειρότητας, ήταν ουσιαστικά το κύκνειο άσμα του οράματος του Snyder. Μπορεί το Snyder Cut του 2020 να έκανε τους fans να αναθαρρήσουν, μπορεί να επιστρατεύτηκε μέχρι και ο Dwayne Johnson ως Black Adam, αλλά η δυσπιστία στους κόλπους της εταιρείας είχε ριζώσει για τα καλά. Έτσι, οι ιθύνοντες αποφάσισαν να τα διαλύσουν όλα και να χτίσουν από την αρχή.
Και όχι απλά πήραν αυτήν την απόφαση, αλλά προσέλαβαν τους Peter Safran και James Gunn, για να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας, με τον δεύτερο να είναι γνωστός για τις ταινίες «Guardians of the Galaxy» και «The Suicide Squad». Εκτός από αυτό όμως, ο Gunn είναι επίσης γνωστός για την αγάπη του για τα κόμικς και για το ιδιαίτερο στιλ του. Και αυτό είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας. Το στιλ του James Gunn. Η ταινία έχει ποτιστεί με αυτό σε τόσο υπερβολικό βαθμό, που και λίγο να ξεχάσεις, ότι είναι πίσω από το σενάριο και την σκηνοθεσία, έρχεται μία cringe και ανώριμη ατάκα, μία σκηνή, ένα πλάνο, για να σου το θυμίσει.
Το στιλ και η προσέγγιση του ταίριαζαν με τις ταινίες «Guardians of the Galaxy» συγκεκριμένα, διότι επρόκειτο για χαρακτήρες αδιάφορους, αρκετά ανάλαφρους και άγνωστους στο ευρύ κοινό και κυρίως χαρακτήρες, οι οποίοι δεν είχαν σημαίνοντα ρόλο στο σχήμα των «Avengers», ήταν απλά παρατρεχάμενοι. Εδώ όμως, έχουμε να κάνουμε με τον πιο αναγνωρίσιμο ήρωα στην ιστορία.
Παράλληλα, μπορεί η Marvel να ήταν πάντα πιο ανάλαφρη και να άφηνε το περιθώριο για τέτοιου είδους προσέγγιση, όμως οι χαρακτήρες και ήρωες της DC, το ίδιο το σύμπαν ήταν ανέκαθεν πιο σκοτεινοί και απόμακροι και αυτή η απόπειρα marvelοποίησης, όσο αδόκιμος και αν είναι ο όρος, είναι απλά απογοητευτική.
Ουσιαστικά, ο James Gunn νομίζει ότι σκηνοθετεί ταινία Marvel, απλά η ταινία τυχαίνει να λέγεται «Superman» και να βρίσκεται υπό την ομπρέλα της DC. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο χαρακτήρας του Green Lantern, με ένα κωμικά τραγικό κούρεμα, που εξελίσσεται σε καρικατούρα. Παράλληλα, ο ηγέτης της Boravia, η οποία εννοείται, ότι βρίσκεται στην ανατολική Ευρώπη και είναι κακή, περισσότερο θυμίζει γνωστό ιδιοκτήτη μεγάλης ελληνικής ομάδας με ατάκες τύπου «Venga, venga» και «Idemo», παρά αρχηγό πανίσχυρου κράτους.

Ακόμη, αυτό που γίνεται με τους βιολογικούς γονείς του Superman είναι απλά άτοπο και άκυρο, με οποιαδήποτε παραπάνω λεπτομέρεια να αποτελεί spoiler. Γενικότερα, το σενάριο προσπαθεί να εισάγει μεγάλο αριθμό χαρακτήρων και οι δύο ώρες δεν φτάνουν, ώστε να αναπτυχθούν επαρκώς όλες οι παράμετροί τους.
Δεν είναι όμως όλα αρνητικά. Ένα θετικό στοιχείο είναι σίγουρα ο Superman και ο David Corenswet, που τον υποδύεται. Χωρίς να προσπαθεί να μιμηθεί άλλους και κυρίως τον Henry Cavill, τον κορυφαίο Superman όλων, ο Corenswet φέρνει τη δική του εκδοχή, έναν ήρωα πιο ευάλωτο, ανθρώπινο και ενίοτε αβέβαιο για τον προορισμό του, τον οποίο όμως δεν βλέπουμε αρκετά ως Clark Kent.
Απέναντί του βλέπουμε έναν άκρως διασκεδαστικά σατανικό Nicholas Hoult ως Lex Luthor, που μεταδίδει όλο τον φθόνο και την απέχθεια του χαρακτήρα του για όλα όσα είναι και εκπροσωπεί ο Superman, ενώ εξαιρετική είναι και η Rachel Brosnahan ως Lois Lane, η δαιμόνια και πολυμήχανη δημοσιογράφος και σύντροφος του Superman. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στον Mister Terrific και στο πόσο άνετο και cool τον κάνει ο Edi Gathegi, ο οποίος και τον υποδύεται.
Άκρως εντυπωσιακά είναι και τα περισσότερα ειδικά εφέ της ταινίας και κυρίως ο Crypto, σκύλος του Superman, και ο οποίος χτυπάει στη νοσταλγία μας, καθώς σίγουρα οι περισσότεροι μεγαλώσαμε βλέποντας το παιδικό «Crypto» και προσφέρει έντονες σκηνές γέλιου. Επιπρόσθετα, ο τρόπος που ο Gunn ενσωματώνει τη δύναμη και την επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρων, καθώς δείχνει τη διεισδυτικότητά τους και πώς μπορούν να κατευθύνουν την κοινή γνώμη και διαμορφώσουν την άποψή της.

Σε γενικές γραμμές, το «Superman» δεν είναι μία κακή ταινία. Είναι όμως μία αρκετά συγκεχυμένη ταινία, με θετικά και αρνητικά στοιχεία, που αν το στούντιο είχε βάλει χαλινάρι στον δημιουργό, θα μπορούσε να είναι μία πραγματικά καλή ταινία. Ας είναι τουλάχιστον η βάση, πάνω στην οποία θα στηριχθεί το σύμπαν της DC και θα σταματήσουν αυτά τα κουραστικά πίσω-μπρος των προηγούμενων ετών.