Τις γιορτινές αυτές μέρες, ακούμε συχνά τη φράση: «Κάνε μια καλή πράξη!». Ωστόσο, ας συμφωνήσουμε πως μετά τις καλές πράξεις -που συχνά βέβαια δεν γίνονται πραγματικότητα ούτε τέτοιες μέρες- ακολουθούν σε αξία και τα καλά λόγια. Είτε το αποδεχόμαστε, είτε όχι, εφόσον οι λέξεις είναι η εξωτερίκευση της σκέψης μας, έχουν κι αυτές βαρύτητα.
Παρόλα αυτά, παρατηρούμε κατά κόρον γύρω μας κακεντρέχεια, άσχημα λόγια, υποτιμητικό σχολιασμό, κριτική. Το γνωστό σε όλους μας «κράξιμο».
Γιατί οι άνθρωποι κρίνουν; Γιατί «κράζουν»; Και γιατί τόσο αβίαστα;
Η πρώτη και πιο εύκολη απάντηση που έρχεται στο μυαλό των περισσότερων είναι πως λείπει το νόημα στη ζωή. Δεν έχει, δηλαδή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον η δική μου ζωή, οπότε σχολιάζω του απέναντι. Και γιατί δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω, και γιατί τον ζηλεύω, ενδεχομένως. Άλλωστε, αυτό είναι και το μοτίβο που συναντούμε στις γιαγιάδες στα χωριά, αλλά πλέον και σε τηλεοπτικές ψυχαγωγικές(;) εκπομπές. Λόγω της σαθρής επικαιρότητας, δεν βρίσκεται θεματολογία για διασκέδαση του κοινού, οπότε σχολιάζουν και αντιγράφουν ανελέητα ο ένας τον άλλον.
Είναι όμως μόνον αυτός ο λόγος; Μάλλον όχι. Διότι οι άνθρωποι ανέκαθεν έκριναν και κακολογούσαν, με την πρώτη σχεδόν ευκαιρία. Ίσως επειδή είμαστε κατά κάποιον τρόπο προγραμματισμένοι, όχι μόνο να συμπαθούμε, αλλά και να αντιπαθούμε ανθρώπους, είμαστε φτιαγμένοι και για να τους κρίνουμε, ως ένδειξη ανώτερου επιπέδου νοημοσύνης, αξίας, ζωής.
Και είναι ανάγκη να σταματήσουμε ή να μειώσουμε την κριτική μας;
Εφόσον ασχολούμαστε περισσότερο με τους άλλους παρά με εμάς, και μάλιστα πολλές φορές πληγώνοντάς τους, προβαίνουμε σε μια τοξική συμπεριφορά. Οπότε ναι, είναι ανάγκη.
Θυμηθείτε τους λόγους για τους οποίους εκνευρίζεστε όταν σας υποβάλλουν απανωτές ερωτήσεις οι γιαγιάδες στα χωριά και μετά σας σχολιάζουν μεταξύ τους, ή τους λόγους που εσείς ή κάποιος φίλος σας δεν παρακολουθεί τις εκπομπές στην τηλεόραση. Κατά πάσα πιθανότητα δεν μας αρέσει και τόσο αυτός ο σχολιασμός.
Μαντέψτε. Κάνουμε το ίδιο!
Άρα μάλλον θα ήταν χρήσιμο να το αλλάξουμε, όπως μπορούμε. Και πώς θα μπορούσαμε να το καταφέρουμε αυτό;
Αναφέρθηκε πριν η λέξη «ένδειξη». Δείχνω, άρα με ενδιαφέρει η εικόνα μου. Με ενδιαφέρει η εικόνα μου; Πόσο; Γιατί; Ποιόν άλλον ενδιαφέρει;
Κρίνω το ντύσιμο του άλλου ατόμου για να «δείξω» ότι ξέρω από μόδα. Κρίνω το λεξιλόγιο του άλλου ατόμου, για να «δείξω» ότι ξέρω να μιλάω. Κρίνω τη συμπεριφορά του άλλου ατόμου για να «δείξω» ότι είμαι καλύτερος άνθρωπος.
Κρίνω, Κρίνω, Κρίνω…
Δείχνω, Δείχνω, Δείχνω…
Υπάρχει και η άποψη: «Μου βγαίνει αυθόρμητα». Όχι. Αυθόρμητα το σκέφτεσαι. Δεν το λες. Τα χρειάζομαι πραγματικά αυτά τα δύο ρήματα στη ζωή μου; Ποιος μου τα έμαθε και γιατί; Κατά πάσα πιθανότητα τα χρησιμοποιώ για να βρω παρέες και για να αποδείξω ότι αξίζω.
Εφόσον όμως εμείς δίνουμε τόση βάση στις πράξεις του απέναντι, σχολιάζοντάς τον ή μη, τότε και ο απέναντι δίνει βάση στις δικές μας πράξεις για να μας αξιολογήσει.
Όμως πώς θα του επικοινωνήσουμε τι πραγματικά είμαστε, όταν ασχολούμαστε με όλους τους άλλους πέρα από τον εαυτό μας; Επομένως, εάν ψάχνουμε για φίλους ή για αναγνώριση της αξίας μας, μάλλον το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ασχοληθούμε με εμάς.
Επειδή, ωστόσο, είναι δύσκολο να πραγματώσουμε τόσο μεγάλες αλλαγές στον εαυτό μας από τη μια μέρα στην άλλη, όσο κι αν το επιθυμούμε, είναι προτιμότερο να προβούμε πρώτα σε ένα μεταβατικό στάδιο.
Μιλήσαμε παραπάνω για αντιπάθεια. Θα ήταν, λοιπόν, μια καλή ιδέα αν προσπαθούσαμε από εδώ και πέρα να επικεντρωνόμαστε στο γιατί συμπαθούμε κάποιον, όχι στο γιατί τον αντιπαθούμε. Εάν καταφέρουμε και εξελίξουμε την οπτική αυτή, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να εστιάζουμε γενικότερα στα θετικά στοιχεία κάποιου και όχι στα αρνητικά, είτε τον γνωρίζουμε, είτε όχι. Έτσι, θα έχουμε αποκτήσει την ικανότητα να φτάσουμε και σε ένα ακόμη πιο υψηλό επίπεδο, που είναι οι θετικές σκέψεις, εν γένει.
Διότι η κάθε κριτική πηγάζει από την αρνητικότητα.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα συναντήσουμε μια νέα μαμά στον δρόμο με το μωρό της, παραδείγματος χάρη, ας μην σκεφτούμε πόσο απεριποίητη και κουρασμένη φαίνεται, ή πως δεν έχει χάσει ακόμα τα κιλά της εγκυμοσύνης. Απεναντίας, ας την συγχαρούμε από μέσα μας για το κουράγιο της και ας (προσ)ευχηθούμε να είναι καλά το μωρό της και η ίδια.
Στο κάτω-κάτω της γραφής, ας μην ξεχνάμε πως όταν δείχνω κάποιον με το δάχτυλο, τα άλλα τρία κοιτούν εμένα.