Θάνος Κανούσης: Η συναρπαστική ιστορία πίσω από τη βιογραφία του Βασίλη Καρρά

Σε αυτή τη συνέντευξη, ο Θάνος Κανούσης, συγγραφέας της βιογραφίας του Βασίλη Καρρά, μας ξεναγεί στον κόσμο του μεγάλου Έλληνα τραγουδιστή, αποκαλύπτοντας άγνωστες ιστορίες από την παιδική του ηλικία, τις πρώτες του προσπάθειες στο τραγούδι και την καθοριστική του σχέση με την οικογένεια και τους συνεργάτες του. Από την επιμονή του να τραγουδήσει την «Πιρόγα» του Θάνου Μικρούτσικου μέχρι την τελευταία συγκινητική τους συνάντηση στο νοσοκομείο, η αφήγηση του Θάνου Κανούση είναι γεμάτη συναισθήματα και συγκίνηση.

Το βιβλίο δεν είναι μόνο μια βιογραφία, αλλά και ένας φόρος τιμής σε έναν καλλιτέχνη που συνδύασε τη λαϊκή μουσική με την ανθρώπινη ευαισθησία, αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι του στην ελληνική μουσική σκηνή. Μέσα από τα λόγια του Θάνου Κανούση, ο Βασίλης Καρράς ζωντανεύει ξανά, θυμίζοντάς μας την αξία της αυθεντικότητας και της αγάπης για τη ζωή.

Με αφορμή την συμπλήρωση ενός έτους από τον θάνατο του Βασίλη Καρρά, ο Θάνος Κανούσης μιλά αποκλειστικά στο DREAM ON-line και γίνεται το «Πρόσωπο της Εβδομάδας».

– Κ. Κανούση, πείτε μας μερικά πράγματα για εσάς.

– Ήμουν ηθοποιός για 20-25 χρόνια. Δούλευα ενεργά στο θέατρο, έχω δουλέψει ακόμη και στην Επίδαυρο, ενώ έχω συμμετάσχει γύρω σε 10 τηλεοπτικά σίριαλ και τέσσερις ταινίες. Αργότερα, ασχολήθηκα με το σενάριο ως σεναριογράφος σε κάποιες παραγωγές. Παρόλα αυτά, δεν πήγε πολύ καλά η υποκριτική. Η οικογένεια και τα δυο μου παιδιά ήρθαν στο προσκήνιο.

Συγχρόνως τα καλοκαίρια, δούλευα και σε ένα γραφείο παραγωγής του μπατζανάκη μου. Δεν είχα δουλειά το καλοκαίρι, οπότε αναγκαστικά έπρεπε κάπου να δουλέψω. Έτσι μπήκα στη μουσική.

Με τον Βασίλη γνωριστήκαμε στην περίφημη τελευταία συναυλία των Πυξ Λαξ στον Λυκαβηττό. Ο Βασίλης ήταν καλεσμένος στη συναυλία μαζί με την Αλεξίου και τον Νταλάρα. Ο άνθρωπος που μας έφερε πολύ κοντά ήταν ο μανατζέρ του και συντοπίτης μου, Στράτος Γκιάτας.

Εγώ ήμουν για χρόνια συνεργάτης του Θάνου Μικρούτσικου, ενώ έχω δουλέψει με τη Δήμητρα Γαλάνη, τους Κατσιμιχαίους κ.α. Δηλαδή είχα ασχοληθεί με αυτό που ορίζουμε ως έντεχνο ροκ. Δεν ήξερα το μουσικό είδος του Βασίλη Καρρά, ο οποίος όμως λάτρευε τους καλλιτέχνες αυτού του είδους.

Όπως λέω και στο βιβλίο, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, πήγαινε κρυφά σε στέκια για να ακούσει αυτούς τους μαλλιάδες με τα πέτσινα μπουφάν και να δει γιατί έχουν τόση μεγάλη επιτυχία.

Ήρθαμε πολύ κοντά με τον Βασίλη και δεν σου κρύβω ότι η κουβέντα μας ήταν κυρίως γύρω από τη μουσική. Λάμβανε πολύ υπόψη αυτά που του έλεγα, γιατί εγώ προερχόμουν από αυτόν τον χώρο. Αργότερα, πήρε την άδεια από τον Θάνο Μικρούτσικο για να πει την «Πιρόγα» και ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένος για αυτό.

«Ρε συ Θάνο, εγώ δεν μπορώ να παίξω εκεί που παίζουν οι έντεχνοι;»

Φωτ: Ελευθερία Καραμέρη / dreamonline.gr

– Εξ όσων κατάλαβα διαβάζοντας το βιβλίο, θεωρεί προσωπική σας επιτυχία το γεγονός ότι κατάφερε να ερμηνεύσει αυτό το τραγούδι.

– Ναι, γιατί κάποια στιγμή που συζητούσαμε, με ρώτησε: «ρε συ Θάνο, εγώ δεν μπορώ να παίξω εκεί που παίζουν οι έντεχνοι;». Το 2010 του έκλεισα συναυλίες στο θέατρο «Αλκαζάρ», στη Μονή Λαζαριστών, στο Φεστιβάλ Οίτης, στο Φεστιβάλ Ολύμπου, πράγματα, τα οποία ήταν πρωτόγνωρα για τον Καρρά.

Θα σας πω και μια ιστορία στο «Αλκαζάρ»: με παίρνει τηλέφωνο ο διευθυντής του θεάτρου και μου λέει ότι συμβαίνει κάτι περίεργο. Με τηλεφωνούν οι θεατές και με ρωτούν «πόσο πάει το μπουκάλι», «κλείσε μου ένα τραπέζι» και τέτοια.

Μια άλλη φορά στο Φεστιβάλ Οίτης που βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου δίπλα στο ποτάμι, έρχεται ο Καρράς και είχε πάθει πλάκα. Δεν είχε παίξει ξανά σε τέτοιο μέρος. Δεν είχε πάει πολύ καλά βέβαια, έκοψε μόνο 1.200 εισιτήρια.

Την άλλη μέρα, με παίρνει τηλέφωνο ο μάνατζέρ του και μου λέει ότι το Σάββατο παίζουμε στην παραλία της Κατερίνης. «Είσαι τρελός;», τον ρωτάω, προχθές παίξαμε στον Όλυμπο και δεν πήγαμε καλά. «Δεν ξέρεις εσύ» μου απαντάει και πράγματι εκείνο το βράδυ πάω στο κλαμπ που θα εμφανιζόταν και γινόταν χαμός. 3.000 άνθρωποι με διπλάσιο εισιτήριο. Ο κόσμος ήθελε τον Βασίλη για άλλου είδους διασκέδαση.

Με ρωτάει λοιπόν κάποια στιγμή να του πω ένα τραγούδι που θα ήθελα να ερμηνεύσει: του λέω λοιπόν την «Πιρόγα». Ξετρελάθηκε, ήταν από τα αγαπημένα του τραγούδια. Την άλλη μέρα, παίρνει τους μουσικούς και το γράφει στο στούντιο. Του λέει βέβαια ο παραγωγός του, να μην πλησιάσει εκείνη τη στιγμή τον Μικρούτσικο, γιατί δεν θα του έδινε την άδεια. Στεναχωρημένος ο Βασίλης μου λέει τα νέα και του απάντησα να το αφήσει πάνω μου, γιατί με τον Θάνο ήμουν τόσα χρόνια.

Και συμβαίνει λοιπόν η εξής σκηνή: πάω στον Σταυρό του Νότου που εμφανιζόταν ο Θάνος Μικρούτσικος και του λέω:

Θάνο, ο Βασίλης Κεσογλίδης θέλει να πει την Πιρόγα και ζητάει την άδειά σου.
Ποιος είναι αυτός;
Ο Βασίλης Καρράς.
Θέλει ο Βασίλης Καρράς να πει την Πιρόγα; Και γιατί να τον εμποδίσω, ας την πει, αποκρίθηκε, καπνίζοντας τη γνωστή του πίπα.
Το έχει πει ήδη, ορίστε το CD!

Από κάποια στιγμή λοιπόν και μετά, ο Βασίλης μου είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και μπορώ να πω ότι γίναμε και φίλοι, μετά από μερικά χρόνια.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο Βασίλης μου έλεγε διάφορες ιστορίες για τη ζωή του που δεν ήξερα: τα παιδικά του χρόνια, ιστορίες της νύχτας κ.α. Και του λέω «ρε συ Βασίλη, αυτά εδώ θα πρέπει να γίνουν βιβλίο κάποια στιγμή».

– Έτσι λοιπόν πήρατε την απόφαση να γράψετε το βιβλίο; Από τις ιστορίες που σας έλεγε «στο πόδι»;

– Ναι, του έλεγα ότι θα γινόταν ένα πολύ ωραίο βιβλίο. Η ζωή του είχε πολύ ενδιαφέρον για τα νέα παιδιά που θέλουν να γίνουν τραγουδιστές. Εν τω μεταξύ, ο Βασίλης είχε διαβάσει κάποια βιβλία μου, οπότε με γνώριζε ως συγγραφέα. Πριν τρία χρόνια, όταν ήταν ακόμη υγιέστατος, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «κατεβαίνω Αθήνα, ετοιμάσου, ξεκινάμε το βιβλίο».  

– Στην αρχή τουλάχιστον, θεωρήθηκε –λανθασμένα ότι το βιβλίο είχε γραφτεί από τον ίδιο τον Βασίλη Καρρά; Σωστά;

– Τονίζω από την αρχή πως οτιδήποτε υπάρχει μέσα στο βιβλίο είναι με την έγκριση του Βασίλη. Ακόμα και τα γράμματα είναι δικά του, όπως και οι φωτογραφίες που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο. Στις αρχές του 2023, όταν και εμφανίστηκαν τα προβλήματα υγείας, το βιβλίο ήταν έτοιμο. Όμως δεν θέλαμε να το βγάλουμε για να μην θεωρηθεί ότι εκμεταλλευόμαστε την επιδείνωση της υγείας του. Ο Βασίλης, επίσης, ήθελε πάρα πολύ να είναι παρών στην παρουσίαση του βιβλίου. Έτσι το αφήσαμε για να δούμε την εξέλιξη της υγείας του.

«Πέντε μέρες πριν φύγει από τη ζωή του διάβασα ολόκληρο το βιβλίο»

– Φαντάζομαι ότι ήταν ένας καημός σας το ότι ο Βασίλης δεν πρόλαβε να βρίσκεται στις παρουσιάσεις του βιβλίου.

– Πράγματι, αλλά θα πω μόνο το εξής: όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά και έκανε τις πρώτες επεμβάσεις, οι γιατροί ήταν ενθουσιασμένοι ότι ο καρκίνος τελείωσε. Εκείνη τη στιγμή, του πρότεινα να το εκδώσουμε και στη χειρότερη θα έβγαινε μέσα από το νοσοκομείο με Skype. Σε σύντομο όμως χρονικό διάστημα, ανατράπηκαν όλα με την υγεία του και έτσι δεν μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα αυτό που ήθελε.

Πέντε μέρες πριν φύγει από τη ζωή, ήθελε να με δει και με φώναξε στο νοσοκομείο. Με έβαλε να του διαβάσω ολόκληρο το βιβλίο. Ήταν μία συγκλονιστική στιγμή για μένα. Διάβαζα το βιβλίο και είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που ξέρεις ότι μπορεί να μην τον δεις ξανά.

-Ήταν η τελευταία φορά που βρεθήκατε;

Ναι, ήταν η τελευταία φορά. Ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση στα οστά και πονούσε πάρα πολύ. Παρόλο που πονούσε, είχε ένα απίστευτο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Σαν να γεννιόταν ξανά. Εγώ δεν τον κοιτούσα στα μάτια, γιατί καταλαβαίνετε ότι ήταν μία πολύ δύσκολη στιγμή. Δυστυχώς, έτσι είναι η ζωή.

Φωτ: Ελευθερία Καραμέρη / dreamonline.gr

– Έχω επιλέξει μερικές ιστορίες που μου έκαναν εντύπωση στο βιβλίο. Η πιο αστεία ήταν αυτή του πώς προέκυψε το «Καρράς» και η απάντηση που έδωσε στη Φωφώ Μαυρομάτη, το αφεντικό του πρακτικά…

– Τότε τα γράμματα στις επιγραφές τα έβαζαν με ταινία. Και από τον ήλιο έπεφταν. Δεν ξέρω λοιπόν πώς της ήρθε της Φωφώς Μαυρομάτη, στο Καν-Καν στις Σέρρες, να γράψει: «Λαϊκή βραδιά – Βασίλης Καρράς». Το είδε αυτό ο Βασίλης και την ρωτάει χαρακτηριστικά: «Ρε ψώνιο που είναι το όνομά μου;». Και του απαντάει η Φωφώ: «Ρε συ Βασίλη, το επίθετό σου δεν χωρούσε (Κεσογλίδης) και μαύρος καθώς είσαι, το έκανα Καρράς!». Ο Βασίλης δεν είπε τίποτα, το δέχτηκε!

«Πίσω από τον όγκο, τη βραχνάδα και τη μαγκιά του, ο Βασίλης ήταν ο πιο ευαίσθητος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου»

– Αυτό που ξεχωρίζω από το βιβλίο ήταν η ευθύτητα με την οποία μιλούσε ο Καρράς στους συνεργάτες του κι όχι μόνο…

– Ο Βασίλης είχε αυτή την αμεσότητα που σε κέρδιζε από την πρώτη στιγμή. Δηλαδή γινόσουν φιλαράκι του. Ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος. Έχω πει και σε άλλες συνεντεύξεις ότι πέραν του απλοϊκού τρόπου που ντυνόταν, ο Καρράς έβγαινε στη γειτονιά και με τα φιλαράκια του εντελώς φυσιολογικά. Δεν μεγαλοπιάνονταν. Πίσω από τον όγκο, τη βραχνάδα και τη μαγκιά του, ο Βασίλης ήταν ο πιο ευαίσθητος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.

– …Και ο μεγαλύτερος ροκ τραγουδιστής που έχει υπάρξει, κατά Λαυρέντη Μαχαιρίτσα.

– Ναι αυτό ειπώθηκε από τον Λαυρέντη. Και εγώ πράγματι νομίζω ότι ήταν ροκ. Του άρεζε πάρα πολύ αυτή η μουσική. Λάτρευε τους καλλιτέχνες αυτού του είδους. Όταν κάναμε τα «40 χρόνια Βασίλης Καρράς», καλέσαμε διάφορους λαϊκούς τραγουδιστές: τον Ρέμο, την Πάολα κτλ. Εγώ του είπα ότι θα έχει νόημα να φωνάξουμε και τα άλλα φιλαράκια σου που γουστάρεις πολύ. Ήρθε λοιπόν ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Μπάμπης Στόκας, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Ματθαίος Τσαχουρίδης, η Μελίνα Ασλανίδου. Όλοι αυτοί ήρθαν, γιατί πραγματικά αγαπούσαν τον Βασίλη.

Φωτ: Ελευθερία Καραμέρη / dreamonline.gr

– Κάτι που δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι ο Βασίλης Καρράς είχε περάσει από οντισιόν για να γίνει ηθοποιός ενώπιον του Κατράκη και της Λαμπέτη. Δυστυχώς, χάθηκε και μία μεγάλη ευκαιρία να πάει στη Γαλλία

– Κάποια στιγμή είπε ο Βασίλης στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Επειδή δεν είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, έπρεπε να περάσει από μια άλλη επιτροπή για ταλέντα. Σε αυτήν την επιτροπή συμμετείχαν ο Κατράκης και η Λαμπέτη. Από εκεί, είχε βγει η μεγάλη Θεσσαλονικιά ηθοποιός, Νίκη Τριανταφυλλίδη με την οποία είχα την τύχη να δουλέψω.

Ο πατέρας όμως του Βασίλη έφυγε στα 48 του χρόνια. Από 10 χρονών, ο Βασίλης αναγκαζόταν να πουλάει κουλούρια. Πού να πήγαινε στη Γαλλία ο Βασίλης. Ήταν και δύσκολη η γλώσσα. Δεν μπορούσε να παρατήσει την οικογένειά του, την οποία ο ίδιος συντηρούσε μαζί με τον αδελφό του, τον Δαμιανό. Το να σπουδάσεις ηθοποιός δεν είναι λίγο πράγμα. Αυτό έχει αντίκτυπο και στη μουσική.

«Δεν είναι λίγο για ένα δεκάχρονο παιδί να ξυπνάει τρεις η ώρα το πρωί και να δουλεύει»

– Σε ένα μαγαζί του Ευόσμου ένιωσε για πρώτη φορά και ο ίδιος καλλιτέχνης. Σωστά;

– Ναι, κι εδώ έρχεται η τύχη που λέμε καμιά φορά στις ζωές των ανθρώπων. Ο Βασίλης δούλευε πάρα πολλές ώρες και ήταν κουρασμένος τις περισσότερες φορές για να βγει έξω και να διασκεδάσει. Όμως έτυχε ένα Σάββατο που είπε το ναι στα φιλαράκια του και πήγε για ρετσίνες στον «Πρόσφυγα» στον Εύοσμο. Τα φιλαράκια του γνώριζαν ότι ήθελε να γίνει τραγουδιστής. Μετά τη δεύτερη ρετσίνα λοιπόν, όλο το μαγαζί τραγουδούσε. Ο ακορντεονίστας, ο Μπαρμπα-Αλέκος, εντυπωσιάστηκε όμως από τη φωνή του Βασίλη. Και του πρότεινε να τραγουδήσει στο μαγαζί.

Από κάποια στιγμή και μετά δεν έβρισκες καρέκλα στο μαγαζί. Πήγαιναν να δουν όλοι τον «Βασιλάκη». Υπήρχε ακόμη και αστυνομία. Είχε βγει και μία αφίσα, «ο πονεμένος τραγουδιστής». Γιατί κουβαλούσε μέσα του πολύ πόνο. Δεν είναι λίγο για ένα δεκάχρονο παιδί να ξυπνάει τρεις η ώρα το πρωί και να δουλεύει. Δεν είναι φυσιολογικό. Είχε πραγματικά πρόβλημα με τη φτώχεια. Και δεν το ξέχασε ποτέ.

– Υπήρχαν άγνωστες πτυχές της ζωής του που ανακαλύψατε στη διάρκεια της έρευνας;

– Όλα αυτά που συζητάμε τώρα, εγώ δεν τα ήξερα. Δεν ήταν φίλος μου για χρόνια. Τα μάθαινα όλα από αυτόν και έμεινα έκπληκτος από αυτά που μου έλεγε.

Μια συγκλονιστική στιγμή ήταν όταν ο πατέρας του πήγε να τον δει για πρώτη φορά στο μαγαζί. Όταν το διάβαζα, δάκρυσε. Ο πατέρας του δεν τον είχε δει ποτέ. Του έλεγαν οι φίλοι του, πήγαινε, είναι πολύ καλός τραγουδιστής. Ήταν άρρωστος ο άνθρωπος, μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία. Και τελικά του είπε μια φορά ότι θα πήγαινε το βράδυ να τον δει και του έδωσε μάλιστα και μια παραγγελιά. «Την Μανώλια θα την πεις; Ναι ρε πατέρα θα την πω!»

Και τώρα φαντάσου το παιδί αυτό να τραγουδάειτη Μανώλια και από κάτω ο πατέρας του να δακρύζει και να καταλαβαίνει ότι πράγματι έχουν δίκιο οι φίλοι του και ότι συμβαίνει κάτι καλό με τον γιο του! Πλήρωσε μάλιστα και τον λογαριασμό. Ο ανεκδιήγητος επιχειρηματίας, ο Ασβεστόπουλος κράτησε το μεροκάματο του Βασίλη από το τραπέζι του πατέρα του!

«Τι θα γίνει ρε Θανούλη, θα διαβάσουμε καμιά σελίδα;»

Βασίλη
Ελευθερία Καραμέρη / dreamonline.gr

– Πώς ανταποκρίθηκε ο ίδιος ο Βασίλης Καρράς, όταν ξεκίνησε να γράφεται η αυτοβιογραφία;

– Άργησα πάρα πολύ να του πάω το πρώτο κομμάτι του βιβλίου. Είχα πραγματικό πρόβλημα, γιατί σκεφτόμουν ότι αν δεν του άρεζε, θα μου έλεγε ευθέως τι βλακείες είναι αυτές που γράφεις. Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε: «Τι θα γίνει ρε Θανούλη, θα διαβάσουμε καμιά σελίδα;». Όταν έγραψα τις 30 πρώτες σελίδες, ήρθε στην Αθήνα και έκατσε να του τις διαβάσω. Αφού τις διαβάζω, τον κοιτάω και του λέω: «για πες ρε Βασίλη». «Νουβέλα με έκανες» μου απαντάει. Του άρεσε πάρα πολύ. Έχω έναν συγκινησιακό τρόπο που γράφω. Παίζω με τα συναισθήματα και αυτό ήταν κάτι που του άρεσε.

Η ιστορία του Τραγιάσκα

– Θα ήθελα να μου πείτε και την ιστορία που ακούσατε από τον Βασίλη και πέσατε κάτω από τα γέλια!

– Μια ιστορία που με ξάφνιασε ήταν η περιβόητη ιστορία του «τραγιάσκα». Ο «τραγιάσκας» ήταν ένας τύπος που φόραγε τραγιάσκα και πήγαινε και έλεγε στον Βασίλη ένα γνωστό τραγούδι που μιλάει για την τραγιάσκα, δίνοντάς του μάλιστα και μια χρυσή λίρα. Αυτό το έκανε συνέχεια.

Ήταν μία μέρα λοιπόν που λέει ο Δαμιανός στον Βασίλη: «Ρε συ Βασίλη, κάτι έχει γίνει εδώ, έχει πλακώσει η αστυνομία και βλέπω τον τραγιάσκα ότι δεν είναι στα καλά του. Ο Βασίλης υπέθετε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει με αυτόν τον τύπο, ο οποίος ερχόταν με ένα Ντάτσουν-φορτηγό. Έδινε 50 ευρώ σε έναν πιτσιρικά και του έλεγε να το φυλάει, μην τυχόν το ανοίξει κανείς. Τελικά, το Ντάτσουν ήταν γεμάτο χασίς.

Τον συνέλαβε η αστυνομία, καταδικάστηκε και βγήκε από τη φυλακή, μετά από 10 χρόνια. Κάποιος από το μαγαζί –πιθανότατα- τον είχε καρφώσει.

Ένα βράδυ λοιπόν μετά από χρόνια, έρχεται ένας τύπος με κάτι μούσια που κάτι θύμιζε στον Δαμιανό. Τον κοιτάνε καλύτερα και πράγματι ήταν ο «τραγιάσκας», ο οποίος είχε έρθει με ένα μπιτονάκι βενζίνη για να βάλει φωτιά στο μαγαζί! Εν τέλει κάθισαν με τον Βασίλη σε ένα τραπέζι, ήπιανε ουίσκι και δεν έγινε τίποτα!

– Τι θεωρείτε ότι έκανε ξεχωριστό τον Βασίλη, τόσο στην καρδιά του κοινού, όσο και μεταξύ του καλλιτεχνικού κόσμου;

– Νομίζω η αμεσότητα που είχε και ενώ τραγουδούσε και ενώ μιλούσε. Δεν μεγαλοπιάστηκε ποτέ, αν και θα μπορούσε. Δεν πήραν ποτέ τα μυαλά του αέρα.

– Επηρεάστηκε φαντάζομαι και από τη μητέρα του, η οποία δούλευε μέχρι να πάθει το πρώτο εγκεφαλικό.

– Η μητέρα του γύρισε και είπε στον Βασίλη ότι «δεν θα κρέμομαι εγώ από σένα». Του έλεγε ότι «θα με πηγαίνεις εσύ στη δουλειά». Και της είπε ότι θα περνούσε από το σπίτι για να την πήγαινε με το αυτοκίνητο. Και αυτή έλεγε «όχι από το σπίτι, από τη στάση θα με παίρνεις» για να βλέπει η γειτονιά ότι ο Βασίλης, ο επώνυμος γιος της, ήταν στο πλάι της.

Όταν την άφηνε όμως στη δουλειά που ήταν κάπου στη Σίνδο, μετά είχε να αντιμετωπίζει το κομφούζιο από τις νταλίκες. Και έλεγε στον Δαμιανό ότι έπρεπε να βρουν έναν άλλον τρόπο, γιατί θα σκοτωνόταν στον δρόμο! Όταν μερικές φορές πήγαινε να την πάρει ο Δαμιανός, η μητέρα του έλεγε «Πού είναι ο άλλος; Γιατί δεν έρχεται;». Ήταν μία εκπληκτική μάνα.

Φωτ: Eλευθερία Καραμέρη / dreamonline.gr

«Θα θυμάμαι ότι αυτός ο άνθρωπος μου έκανε ένα πολύ μεγάλο δώρο, χωρίς να του ζητήσω τίποτα»

– Τι θα θυμάστε εσείς από τον Βασίλη Καρρά και πώς θα θέλατε να τον θυμάται ο κόσμος;

– Το ότι έγραψα εγώ τη βιογραφία του Βασίλη ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου έχει κάνει άνθρωπος. Του το είχα πει και όταν ήταν εν ζωή. Δεν γνώριζε κανείς ποιος είναι ο Θάνος Κανούσης. Εσείς με πήρατε συνέντευξη, λόγω του Βασίλη. Έχει αλλάξει η ζωή μου. Έχω δεχθεί κι εγώ μέσα από αυτό το βιβλίο πολλή αγάπη και σεβασμό. Θα θυμάμαι ότι αυτός ο άνθρωπος μου έκανε ένα πολύ μεγάλο δώρο, χωρίς να του ζητήσω τίποτα. Απλά επειδή με αγάπησε.

Αυτόν τον καιρό που κάνω τις παρουσιάσεις, με πλησιάζει κόσμος που δεν άκουγε Καρρά. Μαθαίνοντας όμως τη ζωή του, τον έχει αγαπήσει πολύς κόσμος για την προσωπικότητά του. Βοηθούσε πάρα πολλούς ανθρώπους. Όσο ήταν εν ζωή μάλιστα ήθελε να κάνει μια πολύ μεγάλη συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο με 2.000 μουσικούς. Όλα τα έσοδα θα δίνονταν για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Αυτή η συναυλία λοιπόν θα γίνει στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, τον Ιούνιο του 2025, με τη συμμετοχή όλων των μεγάλων τραγουδιστών και τα έσοδα θα διατεθούν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Όσον αφορά τη Θεσσαλονίκη, πιστεύω ότι η πόλη θα βρει τον τρόπο να τιμήσει αυτόν τον άνθρωπο που αγαπούσε πάρα πολύ τον τόπο του και έκανε πολλά για αυτόν.

Συνέντευξη: Βαγγέλης Λαζαρίδης

Φωτογραφίες: Ελευθερία Καραμέρη

  • Μπορείτε να προμηθευτείτε τη βιογραφία του Βασίλη Καρρά με ένα κλικ ΕΔΩ

Μοιράσου το:

Βαγγέλης Λαζαρίδης

Βαγγέλης Λαζαρίδης

Μεγάλωσα στην Νέα Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης και κατοικώ στην Καλαμαριά. Είμαι απόφοιτος της Νομικής, ενώ ταυτόχρονα ασχολούμαι με την ερευνητική δημοσιογραφία. Στον ελεύθερο μου χρόνο, διαβάζω βιβλία (τα οποία κατά καιρούς ανεβάζουμε στο READ ON-line), ακούω μουσική στο πικάπ και μου αρέσει να συζητώ για την κοινωνία και την πολιτική με φίλους και γνωστούς. Το DREAM ON-line αποτελεί ένα πρότζεκτ το οποίο με πολύ κόπο και με συλλογική προσπάθεια έφτασε εδώ που είναι σήμερα, προσωπικά, θεωρείται ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. «Βρες της γης τα θαύματα σε αυτά που λαχταράς» λέει ένα τραγούδι, και ίσως αυτή είναι η χρυσή συνταγή για τα πάντα.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα