Με το ξέσπασμα των γεωργιανών διαδηλώσεων κατά της αναστολής των διαδικασιών ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναδύθηκε για ακόμη μια φορά στην επιφάνεια το ερώτημα του εάν μπορεί τελικά η Ένωση να είναι ο σωτήρας ενός λαού, που κυβερνάται από σκάρτους «μεσσίες».
Η Γεωργία, μια μικρή αλλά στρατηγικά σημαντική χώρα στον Νότιο Καύκασο, βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στη φιλοδοξία της να ενσωματωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ΝΑΤΟ, και στην ισχυρή επιρροή της Ρωσίας, η οποία προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο στην περιοχή. Οι πολλαπλές και διαρκείς εσωτερικές πολιτικές κρίσεις, που βιώνει η Γεωργία, διαμορφώνουν ένα μοτίβο εξελίξεων, το οποίο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο για το μέλλον της χώρας. Ποιες είναι όμως οι βαθύτερες αιτίες που οδηγούν σε αυτήν την κατάσταση;
Μέχρι το 1991, η Γεωργία αποτελούσε κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης. Αφού αποσχίστηκε και αποκατέστησε την ανεξαρτησία της, στράφηκε προς τη Δύση για οικονομική και πολιτική υποστήριξη. Είναι γεγονός ότι όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως
πολιτικής κατεύθυνσης και πολιτικών πεποιθήσεων, είχαν φυλοδυτική προσέγγιση, καθώς επικρατούσε έντονα η αντίληψη ότι ο μόνος τρόπος για να μετριαστεί η ρωσική απειλή και να διασφαλιστεί η κυριαρχία της Γεωργίας, ήταν η συμμαχία με τη Δύση και η επιδίωξη ενσωμάτωσης στους δυτικούς θεσμούς.
Με βάση αυτή την αντίληψη, διαμορφώθηκε η ατζέντα της Γεωργίας σε επίπεδο εσωτερικής πολιτικής. Ο εκδημοκρατισμός έγινε παράγωγο του εκδυτικισμού, ενώ η ασφάλεια και η επιβίωση του κράτους έγιναν συνώνυμα της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης. Ουσιαστικά σφυρηλατήθηκε μια στρατηγική μετασχηματισμού, που αποσκοπούσε στην απομάκρυνση της Γεωργίας από τις δομικές συνθήκες της αναρχίας και του πολιτικού ανταγωνισμού εξουσίας, που χαρακτηρίζουν την περιοχή του Καυκάσου.
Η Επανάσταση των Ρόδων το 2003, ήταν καταλύτης για την πολιτική αλλαγή της χώρας, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας νέας εποχής για τη Γεωργία, κατά τη διάρκεια της οποίας αναδείχθηκαν προκλήσεις και αντιφάσεις, που τα επόμενα χρόνια έγιναν χαρακτηριστικά στοιχεία του κράτους. Το βασικό επίτευγμα των κινητοποιήσεων του Νοεμβρίου του 2003 ήταν η ανατροπή της διεφθαρμένης και εκλογικά νοθευμένης κυβέρνησης του Έντουαρντ Σεβαρντνάτζε και η επακόλουθη ανάδειξη του Μιχαήλ Σαακασβίλι, ως κεντρική πολιτική προσωπικότητα.
Ο τελευταίος διακατέχονταν από δυτικό φρόνημα και κύριες προτεραιότητές του αποτελούσαν η καταπολέμηση της διαφθοράς, η οικονομική ανάπτυξη και η προσέγγιση της Δύσης. Ωστόσο, η υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του προέδρου και η καταστολή των διαδηλώσεων του 2007, που είχαν οργανωθεί από την αντιπολίτευση, οδήγησαν στην αμφισβήτηση της δέσμευσης της κυβέρνησης στις δημοκρατικές αρχές και σε έντονες κατηγορίες για αυταρχισμό.
Παράλληλα, η Ρωσία έτρεφε σοβαρές ανησυχίες για τη φιλοδυτική στάση και πολιτική του Σαακασβίλι, θεωρώντας ότι η κυβέρνησή του αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που ακολουθούσε η Δύση, η οποία αποσκοπούσε στον περιορισμό της ρωσικής επιρροής στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Για τον λόγο αυτό, η Μόσχα επέβαλε κυρώσεις στις γεωργιανές εξαγωγές και περιόρισε τις εμπορικές συναλλαγές, διέκοψε την παροχή φυσικού αερίου και υποστήριξε στρατιωτικά και πολιτικά της αποσχιστικές περιοχές της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας.
Το 2008 ακολούθησε ο Ρωσο-Γεωργιανός Πόλεμος, ο οποίος παρά το ότι διήρκησε μόλις μερικές μέρες, είχε τεράστιες συνέπειες για τη Γεωργία. Η Ρωσία όχι μόνο αναγνώρισε επίσημα την ανεξαρτησία των αποσχιστικών περιοχών, αλλά εγκατέστησε και στρατιωτικές βάσεις, παραβιάζοντας την κυριαρχία της Γεωργίας. Η υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, λόγω της αρχής ότι τα κράτη-μέλη πρέπει να έχουν ξεκάθαρα εδαφικά σύνορα. Αυτό σημαίνει ότι για όσο καιρό θα υπάρχουν άλυτες εδαφικές διαφορές, η έναρξη των διαδικασιών ένταξης δεν θα είναι εφικτή.
Μετά τη ρωσική προέλαση, η πόλωση και η αντιπαλότητα των κομμάτων και των πολιτικών παρατάξεων έγιναν ακόμα πιο αισθητές, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολιτικοί κλυδωνισμοί. Η κατάχρηση εξουσίας και η αθέτηση των δημοκρατικών υποσχέσεων που είχαν δοθεί από τον Σαακασβίλι, σε συνδυασμό με τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί το 2007 και το 2008, αποδυνάμωσαν την δημοτικότητα της κυβέρνησής του. Οι συνθήκες αυτές, ευνόησαν την άνοδο του κόμματος «Γεωργιανό Όνειρο», το οποίο εμφανίστηκε ως πολιτική δύναμη αλλαγής. Στις βουλευτικές εκλογές του 2012 εξασφάλισε την πλειοψηφία και ο Ιβανισβίλι διορίστηκε πρωθυπουργός.
Στην αρχή το «Γεωργιανό Όνειρο» αποτελούσε ένα κεντροαριστερό κόμμα, που υποστήριζε τον ατλαντισμό και έτρεφε φιλοευρωπαϊκά αισθήματα. Σταδιακά αποδείχθηκε ότι πρόκειται για ένα λαϊκιστικό κόμμα, που συμφωνεί με τις αρχές του πολιτιστικού συντηρητισμού και που οι πολιτικές του θέσεις συγκλίνουν με τον ευρωσκεπτικισμό. Η ηγεσία του κόμματος έχει κατηγορηθεί πολλάκις για υπονόμευση της δημοκρατίας και έχει δεχθεί κριτική για περιορισμούς στην ελευθερία του Τύπου, αμφιλεγόμενες δικαστικές αποφάσεις και έλλειψη προόδου σε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις.
Αλλαγές παρατηρήθηκαν και στη ρητορική του κόμματος, καθώς από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το Γεωργιανό
Όνειρο άρχισε να υιοθετεί και να προωθεί το συνωμοτικό αφήγημα του «Παγκόσμιου Κόμματος Πολέμου», ενώ παράλληλα αυξήθηκε και η αντιδυτική προπαγάνδα.
Ωστόσο, το 2022 παρουσιάστηκε μία μοναδική ευκαιρία για εξέλιξη, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να αναθεωρήσει την πολιτική της για την παύση της περαιτέρω διεύρυνσης, ορίζοντας τη Γεωργία ως πιθανή υποψήφια χώρα. Η ΕΕ, προτού προχωρήσει τη
διαδικασία, συνέστησε στη Γεωργία να εκπληρώσει μια σειρά οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με την αξιολόγηση της Επιτροπής, από το σύνολο των προϋποθέσεων, που είχε θέσει το Συμβούλιο τον Ιούνιο του 2022, μόνο οι τρεις είχαν εκπληρωθεί ικανοποιητικά. Εξαιτίας αυτού, οι Βρυξέλλες εξέφρασαν ορισμένες ανησυχίες σχετικά με την εσωτερική κατάσταση της Γεωργίας. Η Τιφλίδα, από την πλευρά της, έκανε λόγο για άδικη μεταχείριση και κατηγόρησε την Ένωση ότι προσπαθεί να παρασύρει τη Γεωργία σε μια επικίνδυνη αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Οι ήδη τεταμένες σχέσεις ΕΕ-Γεωργίας, δυσχεράνθηκαν με την ανακοίνωση της κυβέρνησης Κομπαχίτζε, στις 28 Νοεμβρίου του 2024, η οποία αφορούσε την απόφασή της να αναστείλει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, μέχρι το τέλος του 2028. Οι μαζικές αντιδράσεις που προκλήθηκαν αποδεικνύουν πως η πλειοψηφία των γεωργιανών πολιτών δεν εγκρίνει την εν λόγω απόφαση.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω, η απομάκρυνση της Γεωργίας από τη Δύση, μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως επανεξέταση των στρατηγικών της προτεραιοτήτων, δίνοντας έμφαση στην ανοικοδόμηση των σχέσεών της με τη Μόσχα. Το κυβερνών κόμμα «Γεωργιανό Όνειρο», ενίσχυσε και προώθησε την επιδίωξη αυτού του σκοπού, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που θα είχε κάτι τέτοιο στην πρόοδο με τους ευρωπαίους εταίρους.
Συνήθως, τα κράτη είναι περισσότερο επιρρεπή όταν πιέζονται από δραστικές διεθνείς εξελίξεις (όπως η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση) και τείνουν να αλλάζουν πορεία με περισσότερη ευκολία, μην υπολογίζοντας το κόστος που επιφέρει μια τέτοια κίνηση. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της Γεωργίας, η οποία όπως φαίνεται, ακολουθεί το ουγγρικό μοντέλο του υβριδικού αυταρχισμού.
Το πάγωμα των ενταξιακών διαδικασιών της Γεωργίας, πέραν του ότι αποτελεί ένα πλήγμα για την ευρωπαϊκή φιλοδοξία της χώρας, απομυθοποιεί και την εικόνα της Ένωσης ως προστάτη των ευρωπαϊκών αξιών και της δημοκρατίας. Η αδυναμία προώθησης της ενταξιακής πορείας της Γεωργίας, ενισχύει τις αμφιβολίες για τη δέσμευση της ΕΕ στη διεύρυνση, μειώνοντας έτσι τη διπλωματική της αξιοπιστία.
Αυτό κατά συνέπεια σημαίνει τρία πράγματα. Πρώτον, ότι οι άλλες χώρες-εταίροι ενδέχεται να εκλάβουν την καθυστέρηση ως ένδειξη ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είναι μία ρεαλιστική επιλογή. Η παραδοχή αυτή μπορεί να λειτουργήσει αποθαρρυντικά για τις χώρες
που επιθυμούν να ενταχθούν στην Ένωση, με αποτέλεσμα να μην επενδύσουν σε μεταρρυθμίσεις. Δεύτερον, το κενό που δημιουργείται θα το εκμεταλλευτεί η Ρωσία, ώστε να αυξήσει περαιτέρω την επιρροή της στην περιοχή. Τρίτον, ότι η Ένωση κινδυνεύει να χάσει την εμπιστοσύνη των διεθνών εταίρων της, που αναμένουν να λειτουργήσει ως σταθεροποιητική δύναμη στις περιοχές που συνορεύουν με αυτήν.