Οι συστάσεις θα ήταν πράγματι περιττές, όταν μιλάμε για τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Ένας ζωντανός θρύλος του ελληνικού, αλλά και του παγκόσμιου μπάσκετ τόσο ως παίκτης, όσο και μετέπειτα ως προπονητής. Ο “coach” όπως συνηθίζεται να αποκαλείται εντός και εκτός μπασκετικού κόσμου, που μας έχει συνηθίσει να κάνει κατάθεση ψυχής στον αγωνιστικό χώρο, επεκτείνει πλέον αυτή την κατάθεση και στον χώρο του βιβλίου.
Η εφ’ όλης της ύλης αυτοβιογραφία που γράφτηκε από κοινού με τον Παντελή Βλαχόπουλο, διευθυντή του SPORT24 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Διόπτρα” και παρουσιάστηκε την περασμένη Δευτέρα στο Ολυμπιακό Μουσείο, σε μία ξεχωριστή εκδήλωση από το βιβλιοπωλείο “Κωνσταντινίδης”.
“Είναι ωραίο, όταν κάνεις αυτά που ονειρεύεσαι, να είναι πιο εύκολα από όσο φανταζόσουν”
Αυτή την ιδιαίτερη απάντηση έδωσε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, Παντελής Βλαχόπουλος όταν ρωτήθηκε για το πώς ήταν η δημιουργική διαδικασία του να συν-γράφει τη ζωή του Παναγιώτη Γιαννάκη με τον ίδιο. Οι δυο τους, διενήργησαν μια σειρά από συναντήσεις-ηχογραφήσεις, προκειμένου να πιάσουν το νήμα από εκεί που ξεκίνησαν όλα, τη γειτονιά του Παναγιώτη Γιαννάκη στη Νίκαια του Πειραιά.
Η ιστορία του μικρού Παναγιώτη, γεννημένου την Πρωτοχρονιά του 1959, ξεκίνησε από νωρίς με δυσκολίες και απώλειες, αρχικά του πατέρα του και στη συνέχεια της ζωής του των τεσσάρων του αδερφών. Η ενασχόληση με το μπάσκετ προέκυψε εντελώς τυχαία, με κάποια παιδιά από το σχολείο. Σύντομα έφτασε η πρώτη ευκαιρία από τον “Ιωνικό Νίκαιας”, καθώς και η προπονητική, όπως λίγοι γνωρίζουν έως τώρα, “για να βγει το χαρτζιλίκι”.
Μέσα από τις διηγήσεις του Γιαννάκη, οι παλιοί θα θυμηθούν και οι νεότεροι θα μάθουν την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ που ενηλικιώθηκε ακριβώς εκείνη την περίοδο, όπου ο Παναγιώτης επέλεξε να κάνει το άλμα στην καριέρα του και να φορέσει τα χρώματα του Άρη. Το πώς όμως οι “κιτρινόμαυροι” έκλεψαν την υπογραφή του Γιαννάκη, κυριολεκτικά εν μία νυχτί, θα το μάθετε με γλαφυρό τρόπο στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου. Θα μάθετε επίσης ποιες ήταν τελικά οι σχέσεις του Γιαννάκη με τον Νίκο Γκάλη, ένα πολυσυζητημένο ζήτημα που ιντριγκάρει ακόμα το φίλαθλο κοινό, 30 χρόνια μετά.
Ο “Αυτοκράτορας” σάρωνε τα πάντα στην Ελλάδα και κάθε Πέμπτη καθήλωνε μπροστά από τις οθόνες έναν ολόκληρο λαό που ανεξαρτήτως οπαδικής προτίμησης απολάμβανε την πανδαισία θεάματος που προσέφεραν τα αστέρια του Γιάννη Ιωαννίδη κόντρα σε μεγαθήρια του πανευρωπαϊκού μπάσκετ.
Ο Γιαννάκης εξηγεί το πώς βίωσε την παραληρηματικών διαστάσεων πορεία που διέγραψε με τον Άρη, περιγράφει όμως και γιατί δεν ήρθε ποτέ ο πολυπόθητος ευρωπαϊκός τίτλος, κάτι που έμελλε να συμβεί για τον ίδιο στην τελευταία χρόνια της καριέρας του ως παίκτης του Παναθηναϊκού.
Μεγαλύτερη (εξω-αγωνιστική) απογοήτευση της καριέρας του; Το απόγευμα της 27ης Νοεμβρίου του 1993 – 2ο Κεφάλαιο.
Το αρχικό “εύκολα” του Παντελή Βλαχόπουλου λοιπόν, έγινε απολύτως αντιληπτό σε όσους παρευρεθήκαμε στην εκδήλωση: κι αυτό γιατί ο coach απεδείχθη, μεταξύ όλων των άλλων, και ένας δεινός αφηγητής. Η φιλοσοφία του είναι επίσης ξεκάθαρη και προσιδιάζει στη σωκρατική-πλατωνική προσέγγιση της αλήθειας: πιστεύει ότι ο καθένας μέσα του κρύβει ένα μοναδικό χάρισμα, έναν τομέα στον οποίο έχει τη δυνατότητα να διαπρέψει. Αρκεί να το προσπαθήσει.
Ειδικά όσον αφορά τον τίτλο του βιβλίου, προσδιορίζει το “τρωτός” ως ταλαντούχος, με την προαναφερθείσα έμφυτη κλίση του καθενός, ενώ το “άτρωτος” παραπέμπει στην έννοια της ζύμωσης, της προσπάθειας και της προπόνησης, αλλά και του μέλους μια ομάδας: πράγματι, δεν γίνεται να φτάσεις σε μια κορυφή, ολομόναχος, χωρίς κανέναν συνεργάτη ή με άλλα λόγια “χρειάζεσαι αυτόν που θα βάλει το καλάθι, όπως χρειάζεσαι αυτόν που θα δώσει την assist και αυτόν που θα πάρει το rebound”.
Στον λόγο του, έδωσε επίσης έμφαση στην Ελλάδα, μια μικρή χώρα που έχει προσφέρει μεγάλες αθλητικές συγκινήσεις σε σύγκριση με άλλες χώρες που κατέχουν “απύθμενο ταλέντο” παικτών.
“Στην εθνική σταματάς, όταν σταματάς το μπάσκετ”
Η παραπάνω αρχή, η οποία καταστρατηγείται σήμερα για πολλούς και διάφορους λόγους, δείχνει το mentality ενός παίκτη που έβαζε πάνω απ’ όλα το εθνόσημο. Παρά την ασύγκριτη επιτυχία του ‘87, ο Γιαννάκης θεωρεί πολύ μεγαλύτερη κατάκτηση, όλα όσα ακολούθησαν εκείνου του χρυσού μεταλλίου.
Τα επόμενα χρόνια, η Εθνική ομάδα απέδειξε ότι μόνο πυροτέχνημα δεν ήταν η επιτυχία του ‘87, αναγκάζοντας τις μεγάλες δυνάμεις του παγκοσμίου μπάσκετ να αναγνωρίσουν την Ελλάδα ως μία ισάξια αντίπαλο στο διεθνές στερέωμα.
Στο Μουντομπάσκετ του 1990, το κοινό της μακρινής Αργεντινής επεφύλαξε στον Γιαννάκη ένα ανέλπιστο “standing ovation” για την αυτοθυσία του στο παρκέ, ενώ στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, έξι χρόνια αργότερα, στην πρώτη παρουσία της Εθνικής Ομάδας μπάσκετ σε Ολυμπιάδα, επέλεξε να πει το αντίο.
Το μικρόβιο του μπάσκετ όμως δεν ήταν κάτι που θα το απέβαλε, μετά το τέλος της καριέρας του. Σύντομα, έραψε το πρώτο προπονητικό του κοστούμι και κάθισε στον πάγκο της Εθνικής ομάδας, προτού επιστρέψει ξανά σ’ αυτήν, λίγα χρόνια μετά, για να συνδέσει το όνομά του με ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες.
Από τη φουρνιά του 2005-2006, ο Νίκος Ζήσης, ένα από τα μπασκετικά παιδιά του Γιαννάκη, τίμησε με την παρουσία του τη βραδιά, ανεβαίνοντας στη σκηνή και ανταλλάζοντας φιλοφρονήσεις με τον κόουτς που τον σημάδεψε!
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, τρομερά προσιτός και επικοινωνιακός, αφιέρωσε χρόνο στο τέλος της εκδήλωσης σε κάθε θαυμαστή του: ήταν εκεί από μικρά παιδιά έως ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, αφού, όπως φαίνεται, τον θρύλο του “Δράκου” διέπει η διαχρονικότητα ανάμεσα στις γενιές των ανθρώπων που αγαπούν το μπάσκετ.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πώς επιλέγει ο coach να υπογράφει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, στην αφιέρωση που κάνει. “Εύχομαι να βρεις την δύναμη να ακολουθήσεις το όνειρό σου” γράφει, και επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά ότι ο δρόμος για το όνειρο είναι στρωμένος με αμφότερες, την τύχη και την επίμονη προσπάθεια.
Γράφουν: Αφροδίτη Κεραμέως & Βασίλης Ιατρούδης