Ο Εντουάρ Λουί έχει χαρακτηριστεί από «στρατευμένος καλλιτέχνης» μέχρι «ποπ σταρ της λογοτεχνίας». Χαρακτηρισμοί αμφιλεγόμενοι, που ήταν λογικό να ανακύψουν μετά από την τόση δημοτικότητα και (εμπορική) επιτυχία που συνοδεύουν τα βιβλία του μόλις 32χρονου συγγραφέα.
Ως άτομο που γνώρισε τον Εντουάρ Λουί όχι μέσα από χαρακτηρισμούς αλλά από τα δικά του, αφοπλιστικά, αυτοβιογραφικά κείμενα, είχα αγωνία για το πως θα είναι εκείνος από κοντά, με σάρκα και οστά και όχι από λέξεις τυπωμένες σε χαρτί. Την προηγούμενη Δευτέρα στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής, μας φάνηκε στην αρχή σαν ένα συνεσταλμένο αγόρι που χαμογελούσε με κατεβασμένο το κεφάλι.
Μόλις όμως του τέθηκαν οι (σωστές) ερωτήσεις , σήκωσε το κεφάλι και άρχισε να απαντάει με το πάθος και την αυτοπεποίθηση ενός καλλιτέχνη που γνωρίζει την ταυτότητά του και έχει καθορισμένες τις πεποιθήσεις του: με λίγα λόγια, που ξέρει τι θέλει να πει. Ακολουθούν λίγα αποσπάσματα από την εξαιρετική συζήτησή του με τον Κωστή Παπαϊωάννου και την Έλενα-Όλγα Χρηστίδη στο πλαίσιο της εκδήλωσης «συγγραφείς του κόσμου ταξιδεύουν στο Μέγαρο».
Αφορμή ήταν το νέο βιβλίο του Λουί, «Η Μονίκ δραπετεύει» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Αντίποδες») που πραγματεύεται τη φυγή της μητέρας του, Μονίκ, από τον κακοποιητικό της σύντροφο, τη νέα της ζωή και τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης της με τον Εντουάρ.
Η συζήτηση απέκτησε εξαρχής ένα meta-νόημα, αφού η Μονίκ βρισκόταν ανάμεσά μας στο κοινό, σηκώθηκε και την χειροκροτήσαμε.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα βιβλίο του Λουί αφορά την οικογένειά του. Αντιθέτως όλα τα έργα του, γράφτηκαν για μέλη της οικογένειάς του: τη μητέρα, τον πατέρα, τα αδέρφια του. Το πρώτο του βιβλίο, «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» περιγράφει την βία των παιδικών του χρόνων από τον περίγυρο στο χωριό που μεγάλωσε, στη Βόρεια Γαλλία και τον καθιέρωσε συγγραφικά.
Ο Κωστής Παπαϊωάννου του απηύθυνε λοιπόν, μια κατηγορία που του έχει αποδοθεί από διάφορους κριτικούς και αναγνώστες: ότι επαναλαμβάνεται.
“I’m not trying to make a firework I’m trying to understand something”
Ο νεαρός συγγραφέας απαντά με την απόκρουση των «πυροτεχνημάτων» στη λογοτεχνία. Δεν τον αφορά το να εκπλήξει, αλλά το να σκάψει, αφού το θεωρεί πιο σημαντικό και πιο δύσκολο: να σκάψει στο παιδικό του τραύμα, να ανακαλύψει τις ρίζες του, που ως επί το πλείστον τις θεωρεί πολιτικές και να τις φέρει στην επιφάνεια, όσο επίπονο κι αν είναι.
Φέρνει στην κουβέντα τον Προυστ λέγοντας: «Γι’ αυτό αγαπώ τον Προυστ. Γιατί ποτέ δεν μένεις έκπληκτος όταν ανοίγεις ένα βιβλίο του Προυστ» αλλά και τον Κάφκα, που κάποτε είπε ότι γεννήθηκε με μια «αποστολή που ποτέ δεν ζήτησε», αναφερόμενος στο γράψιμο.
Έτσι, δεν του αρέσει όταν τον ρωτάνε για ποιο θέμα θα είναι το επόμενο βιβλίο: το θεωρεί πολύ «μαρκετίστικη» αντίληψη της λογοτεχνίας.
Το δικαίωμα στην μελαγχολία
Μια ιδιαίτερη πτυχή της συζήτησης ξεδιπλώθηκε στην πορεία σχετικά με την -απότομη- μετάβαση του Εντουάρ Λουί από τη φτώχεια, τη βία και ομοφοβία των παιδικών του χρόνων στη σημερινή του ζωή.
Όταν έδινε δηλαδή, τα βιβλία του σε φίλους του, πριν κυκλοφορήσουν, πολλοί του έλεγαν: «Γιατί μελαγχολείς; Είσαι νέος, επιτυχημένος, γράφεις τα βιβλία σου, ταξιδεύεις.»
Ο Λουί με τη συνήθη συλλογιστική του, προβληματίστηκε, αναρωτήθηκε σχετικά με την «ύπαρξη δικαιώματος στη μελαγχολία» και ανήγαγε το ζήτημα σε πολιτικό.
«Αν είσαι bourgeoisie» μας λέει τον όρο με τη γαλλική του προφορά και συνεχίζει στα αγγλικά, «η μελαγχολία είναι ποίηση. Αν είσαι φτωχός απλώς παραπονιέσαι.»
Η ντροπή ως κινητήρια δύναμη της λογοτεχνίας
Όταν ο Κωστής Παπαϊωάννου έφερε στη συζήτηση την έννοια της ντροπής, που κατά τα λεγόμενά του εργαλειοποιείται σήμερα από την ακροδεξιά, ο Λουί την προσδιόρισε ως ένα αυθόρμητο συναίσθημα που «δεν είναι ερώτημα του πρέπει ή δεν πρέπει» να το νιώθεις.
Αφηγήθηκε συγκεκριμένα μια πρόσφατη ιστορία του, που μια φίλη του παρατήρησε ότι αυτός γελάει πολύ δυνατά. Αυτόματα, σαν να ξέχασε το ποιος είναι και που έχει φτάσει, του γεννήθηκε η σκέψη, πώς αυτός, το φτωχό αγόρι της εργατικής τάξης τολμάει και γελάει τόσο δυνατά; Η ντροπή των παιδικών του χρόνων δεν φαίνεται να τον εγκαταλείπει όσες αλλαγές και αν συντελέστηκαν στη ζωή του.
Πολλές φορές η ντροπή είναι προϋπόθεση της εύρεσης της προσωπικής αλήθειας η οποία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη λογοτεχνία του. Αυτή η ενδοσκόπηση, η αναζήτηση στο βάθος των αναμνήσεων της βίας και του πόνου, μπορεί να μην βοηθάει τον ίδιο- προτιμά το κρασί και τα αντικαταθλιπτικά, όπως αποκαλύπτει- αλλα σίγουρα βοηθάει τα βιβλία του.
Η κουβέντα πάει στην κάπως παρωχημένη σήμερα έννοια της «στρατευμένης τέχνης» ( “committed art”στα αγγλικά) καθώς πρόσφατα κάποιο ελληνικό περιοδικό αποκάλεσε τον Λουί ως «στρατευμένο αριστερό» που όταν μεγαλώσει «θα του περάσει».
Ο Λουί παραπέμπει στην εποχή του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και της Σιμών ντε Μποβουάρ, όποτε και χρησιμοποιήθηκε έντονα ο όρος, για να τονίσει το πόσο έχει διαφοροποιηθεί από τότε.
«Η λογοτεχνία είναι το τέλος της αθωότητας» είχε πει ο Σαρτρ, και ο Λουί πιστεύει ότι η αθωότητα έχει προ πολλού τελειώσει. Όταν στην εποχή μας, που μπορούμε να βλέπουμε σκηνές πολέμου και γενοκτονιών να εμφανίζονται live στην οθόνη των κινητών μας, τα ξέρουμε πλέον όλα. Η λογοτεχνία επομένως αλλάζει ρόλο: να μας κάνει να αντικρίσουμε κατάματα όλα όσα γνωρίζουμε κι όμως εθελοτυφλούμε.
Η αυτοβιογραφία ως τέχνη των επιζώντων
Είναι όμως τελικά εξωτικά πουλιά, οι ήρωες των βιβλίων του Λουί και οι πραγματικοί ήρωες δεν διαβάζουν τα κείμενα που τους αφορούν; Εξάλλου όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η πρόσβαση στον πολιτισμό (το θέατρο, το σινεμά, τα βιβλία) ανήκει περισσότερο στα προνομιούχα άτομα, με εκπαιδευτικό και οικονομικό υπόβαθρο δηλαδή, παρά σε λιγότερο προνομιούχα που ενδεχομένως αφορά ένα έργο τέχνης- μια ενδιαφέρουσα αντίφαση.
Σε όποιον τελικά φτάσει ωστόσο η λογοτεχνία, υποστηρίζει ο Λουί, δεν τον αλλάζει σαν άνθρωπο, αλλά είναι ικανή να δημιουργήσει νέους ανθρώπους, που δεν υπήρχαν προηγουμένως ως κοινότητα.
Θέτει μάλιστα ως παράδειγμα τον ίδιο του τον εαυτό και τη μητέρα του, που για χρόνια ήταν οι ηττημένοι, οι εγκλωβισμένοι, οι καταπιεσμένοι, από ανθρώπους αλκοολικούς, βίαιους ανθρώπους όπως ο πατέρας του και ο αδερφός του, που ήταν πλήρως αποδεκτοί από την κοινωνία του χωριού που μεγάλωσε.
Τώρα όμως, είναι αυτοί οι δύο επιζώντες, μια γυναίκα και ένας γκέι άντρας, που όπως και άλλοι ανά τον κόσμο, είναι ελεύθεροι, βρίσκονται ενώπιόν μας και αφηγούνται τις ιστορίες τους. Οι χαμένοι που τελικά νίκησαν- και φυσικά το αντίστροφο για την άλλη πλευρά.
Όλο αυτό οδηγεί σε μία σειρά από ενδιαφέροντα παράδοξα ένα εκ των οποίων περιγράφει και στο “η Μονίκ δραπετεύει”: τα χρήματα που έβγαλε γράφοντας βιβλία, μιλώντας για τη βία μέσα στην οικογένεια του, “προδίδοντάς την” είναι αυτά που τελικά βοήθησαν τη μητέρα του να δραπετεύσει από την κακοποιητική της σχέση.
Κι αν τελικά ο Εντουάρ καίει τις γέφυρες με το παρελθόν του, χτίζοντας νέες μα ταυτόχρονα νοσταλγούν ακόμα και τον πόνο της παιδικής ηλικίας, γιατί ακόμα και με αυτόν, ήμασταν παιδιά που μας φρόντιζαν ή έστω είχαμε την ψευδαίσθηση ότι το έκαναν; Τι κρατάμε τελικά, και πως “δημιουργούμε μια προοδευτική και ειλικρινή νοσταλγία;” καταλήγει με ένα ερώτημα προς το κοινό, ο συγγραφέας.
Μια τεράστια ουρά σχηματίστηκε μόλις τελείωσε η ομιλία, για να γεμίσουν αυτόγραφα τα βιβλία που ήρθαν μέχρι το Μέγαρο για να συναντήσουν τον δημιουργό τους. Έτσι, το τιμώμενο πρόσωπο μετά από τη δυναμική συζήτηση, απέκτησε ξανά το ήρεμο χαμόγελό του και αφιέρωσε λίγο χρόνο σε κάθε θαυμαστή του που στάθηκε στην ουρά για να τον συναντήσει.
Έγραφε μάλιστα κάτι διαφορετικό στον καθένα ως αφιέρωση, ένα μικρό μήνυμα, λίγες λέξεις. Με την παρέα που ήμασταν εκεί στο τέλος συνδυάσαμε όσα μας έγραψε και βγήκε το εξής: “our struggles, our battles, our lives ” που το βρίσκω πολύ όμορφο και ιδανικό για να κλείσω αυτό το άρθρο.